Τετάρτη 16 Ιουλίου 2014

όποιος δεν θέλει να ζυμώσει


 


Παραθέτω πιο κάτω τα δυο τελευταία κεφάλαια  ενός  εκτεταμένου άρθρου του Πέτρου Παπακωνσταντίνου με τίτλο Ευρωπαϊκή Ένωση και Αριστερά’, παραλείποντας  τα πρώτα στα οποία γίνεται μια ιστορική αναδρομή της δημιουργίας και εξέλιξης αυτού του μορφώματος καπιταλιστικής ολοκλήρωσης, αναλύοντας διαχρονικά τις θέσεις υπέρ και κατά της ένταξης της Ελλάδας σ’ αυτό, σε σχέση με μια εκτίμηση της διαμόρφωσης του πολιτικού, οικονομικού και ταξικού χαρακτήρα του. 
Οι κύριες αιχμές του άρθρου, ομολογουμένως, στρέφονται κατά του λεγόμενου ρεύματος  του αριστερού ευρωπαϊσμού, και αξίζει να διαβαστούν. Ωστόσο, μπαίνει και το ΚΚΕ στα στόχαστρα κριτικής του συγγραφέα με το σκεπτικό ότι το κόμμα συνδέει την αποδέσμευση άμεσα με την «πάλη για αλλαγή της εξουσίας» και, όπως το θέτει ρητορικά ο  ίδιος, «κατ’ αυτό τον τρόπο, ο αγώνας εναντίον της Ε.Ε. χάνει οποιαδήποτε πολιτική αιχμή και εκφυλίζεται σε απλή υποπαράγραφο μιας άσφαιρης και φλύαρης αντικαπιταλιστικής ρητορείας».

Στα παρακάτω γραφόμενα του, σωστά διαπιστώνει ότι το θεσμικό πλαίσιο της Ε.Ε. , οι συνθήκες της Ρώμης, Μάαστριχτ και Λισσαβόνας, το Σύμφωνο Σταθερότητας και το Δημοσιονομικό Σύμφωνο,  «δένουν τα χέρια» οποιασδήποτε κυβέρνησης, και προβλέπει ότι «μια αριστερή κυβέρνηση η οποία δεν θα είναι έτοιμη να παραδοθεί άνευ όρων από την πρώτη στιγμή και θα επιχειρήσει τα πιο στοιχειώδη μέτρα για την αντιμετώπιση της μαινόμενης κοινωνικής λαίλαπας, είναι κάτι περισσότερο από βέβαιο ότι θα έρθει σε μετωπική σύγκρουση με την Ε.Ε. Σε διαφορετική περίπτωση, θα απαξιωθεί ταχύτατα, προκαλώντας απογοήτευση και οργή στις λαϊκές δυνάμεις».

Με βάση την διαπίστωση ότι η ρήξη μιας αριστερής κυβέρνησης με την Ε.Ε., αν θελήσει να κάνει φιλολαϊκή πολιτική,  είναι αναπόφευκτη και το γεγονός ότι η αποδέσμευση σε συνδυασμό με την αλλαγή στην εξουσία που προτείνει το ΚΚΕ (κατά τον ίδιο) δεν υπερβαίνει το πλαίσιο της «φλυαρίας», καθίσταται νεφελώδες το τι ακριβώς θα κάνει μια αριστερή κυβέρνηση. Ο συγγραφέας μιλάει για  μια «φιλολαϊκή  ανατροπή» χωρίς να την ορίζει στο κείμενο, για ένα  «μεταβατικό πρόγραμμα για τις πιεστικές ανάγκες της εργατικής τάξης και τη βελτίωση των ταξικών συσχετισμών». Δηλαδή;

Θα ευγνωμονούσα κάποιον αν μου εξηγούσε επίσης τι σημαίνει η φράση «η μονομερής αποδέσμευση από την Ε.Ε. δεν πρέπει να προβάλλεται ως επιθυμητή λύση, στην προοπτική της «εθνικής αυτοδυναμίας» και του «σοσιαλισμού σε μία χώρα», αλλά ως αναγκαστική επιλογή για τη λαϊκή επιβίωση».

Με τι πρακτικά μέτρα, με τι πολιτικές θα εξασφαλιστεί η «λαϊκή επιβίωση»;  Τι, ακριβώς ή περίπου, προτείνεται ν’ αλλάξει με «μια λαϊκή, δημοκρατική ανατροπή»; Ποιος θα είναι ο οικονομικός χαρακτήρας της αλλαγής που θα επέλθει; Τι ρόλο θα παίζει το κράτος; Αυτά και μια σειρά άλλα ερωτήματα δεν τίθενται και άρα δεν απαντώνται στο εν λόγω κείμενο.

Με ανύπαρκτο, στην ουσία, σχέδιο για την οργάνωση της οικονομίας και του κράτους μετά την «ανατροπή» (ανατροπή τίνος και από ποιους, με ποιους και για ποιους, τελικά;) δεν μπορεί να ξέρει κανείς που προτείνεται να πάμε, μιας και αυτό που προτείνεται δεν έχει σχέση με την «φλύαρη» έκκληση του ΚΚΕ να πάμε «για λαϊκή οικονομία, λαϊκή εξουσία». Εν τω μεταξύ, και «στο μεσοδιάστημα», πριν φτάσουμε εκεί που θα φτάσουμε (ο θεός ξέρει που) … «θα προκύψουν κίνδυνοι και δυσκολίες που μόνο ένας ανόητος θα μπορούσε να υποτιμήσει», μας λέει ο συγγραφέας, κι έχει δίκιο εδώ. Επιπρόσθετα, η πολυπόθητη ανατροπή, μετά την  «δύσκολη, μεταβατική, μοναχική πορεία», που θα έχουμε μπροστά μας, «θα επιβιώσει τελικά μόνο αν γίνει καταλύτης ανάλογων ανατροπών σε άλλες, ισχυρότερες χώρες της Ευρώπης» (Τρότσκι αναστήσου, κι όλα θα συγχωρεθούν)…

Σοβαρολογώντας, η ρήξη προϋποθέτει μια εργατική τάξη απαλλαγμένη από την ιδεοληψία που καθιστά μεγάλο μέρος της ανίκανο να φανταστεί δυνατή την επιβίωση της χώρας έξω από την Ε.Ε., και κάτι τέτοιο είναι δύσκολο να το φανταστεί κανείς αν παράλληλα δεν έχει αναπτυχθεί ένα ρωμαλέο εργατικό κίνημα με αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό. Ο χαρακτήρας της θα είναι αναγκαστικά αντικαπιταλιστικός διότι ο λόγος για τον οποίο διατηρείται αυτή η εμμονή, αυτό το ‘κόλλημα’ με την Ε.Ε. είναι ότι μεγάλο μέρος των στρωμάτων που θα γίνουν το όχημα της ανατροπής δεν βλέπει ακόμα εναλλακτική στο καπιταλισμό και κρίνει ότι, σ’ αυτό το σύστημα και με τον τρόπο που διασυνδέεται με τον υπόλοιπο κόσμο, έξοδος από την Ε.Ε. σημαίνει χάος. Άρα, για να γίνει ‘αντιευρωπαϊκό’ στην συνείδηση του πρέπει να γίνει ‘αντικαπιταλιστικό’.  

Συνακόλουθα, η «ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος» η αποδιοργάνωση «στο αστικό στρατόπεδο, συμπεριλαμβανομένων καίριων πυρήνων του κατασταλτικού μηχανισμού» και η, με δυο λόγια, συγκέντρωση  δυνάμεων «για το μεγάλο, σοσιαλιστικό άλμα» είναι η προϋπόθεση, είναι το αίτιο, όχι το αποτέλεσμα της ανατροπής. Να μην τα μπερδεύουμε…

«Αυτή είναι η μόνη απάντηση στο ερώτημα "απο ποιους θα γίνει η ανατροπή και με ποιους".  Αν είναι έτσι όμως (ας με πείσει κάποιος ότι δεν είναι), τότε γιατί μετά από τόσες θυσίες που θα προκαλέσει η ρήξη με την Ε.Ε. να αναλωθεί η εργατική τάξη σε μιαν ατέρμονη διαδικασία «μετάβασης» που δεν φαίνεται ότι θα κλονίσει την αστική τάξη από την ηγεμονική θέση της στην οικονομία και το κράτος; Αυτό δεν θα είναι κάτι σαν επανάληψη της συνθηκολόγησης της Βάρκιζας; Για ποιο λόγο ο στόχος μιας βαθιάς τομής στις σχέσεις παραγωγής και με προοπτική την πλήρη αλλαγή τους να μην είναι άμεσος;

Λέγοντας αυτό, δεν πιστεύω ότι την επόμενη της ανατροπής θα έχουμε έτοιμες σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής, αλλά ότι η διαδικασία της επίτευξης αυτού του στόχου θα έχει ξεκινήσει με ουσιαστικά, ανεπίστροφα βήματα απο την ώρα μηδέν. Δεν πιστεύω οι η έννοια «μετάβαση» είναι εκ προοιμίου οπορτουνιστική. Το αντίθετο, οπορτουνισμός είναι να πρεσβεύει κάποιος ότι θα ξυπνήσουμε το πρωί μετά την ανατροπή και θα έχουμε αυτόματα σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής γιατί έτσι θέλουμε. Ή να συνδέει την αναπόφευκτη διαδικασία μετάβασης με «ενδιάμεσα σταδια» που εξαφανίζουν τον σοσιαλισμό στο μη ορατό μέλλον. Είναι οπορτουνισμός γιατί εμποδίζει την πρωτοπορία της εργατικής τάξης να προετοιμάσει θεωρητικά το περιεχόμενο και τις λεπτομέρειες αυτής της αναπόφευκτης μετάβασης απο το ένα σύστημα στο άλλο, και με τρόπο που να πείθει αυτούς που πρέπει να πειστούν ότι η ανατροπή του καπιταλισμού είναι εφικτή. Μια αυτόματη μεταμόρφωση απο την καπιταλιστική χρυσαλλίδα στην σοσιαλιστική πεταλούδα είναι ουτοπία, όχι επιστήμη.

Αυτά, αν ο σοσιαλισμός είναι το ζητούμενο... Εδώ όμως, όπως και σε άλλες τέτοιου είδους αναλύσεις,  ο σοσιαλισμός δεν φαίνεται να είναι  το άμεσα ζητούμενο. Έτσι, η έννοια ‘μετάβαση’ καθίσταται πρόσχημα. γι αυτούς που εναντιώνονται μεν στο φαινόμενο αλλά όχι στην ουσία του, γι' αυτούς που κατά την σοφή παροιμία του λαού, «κοσκινίζουν» γιατί δεν θέλουν να «ζυμώσουν». Δεν φαίνεται να θέλουν μια κατάσταση όπου στη θέση των αφεντικών θα μπουν οι εργάτες τους, οι υπάλληλοι τους, οι υποτακτικοί τους. Γιατί, κατά βάθος, μάλλον φοβούνται την εργατική τάξη στην οποία προφανώς δεν ανήκουν.

Θα  θύμιζα στον συγγραφέα ότι την ικανότητα τους να λένε κάποιες αλήθειες και να ασκούν συχνά άρτια κριτική σ΄ αυτόν τον εφιάλτη που λέγεται καπιταλισμός την έχουν αρκετοί. Η λέξη κλισέ, οπορτουνισμός, ταιριάζει σ’ αυτούς που ενώ αναδεικνύουν  το πρόβλημα, ενίοτε με ζηλευτή ενάργεια, στο «δια ταύτα» προτείνουν πάντα την λαθεμένη λύση. Και η λύση είναι πάντα λαθεμένη για τους εργάτες αν σαφώς δεν αφορά  αλλαγή των σχέσεων  παραγωγής.

Κλείνω παραφράζοντας τον Σενέκα: 

πρόβλεψη των ανέμων στον ταξίδι δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη και χάραξη σωστής ρότας.

Red Rock Views
πηγή εικόνας εδώ
*********************************************************************************
(αποσπασμα απο το κείμενο του Πέτρου Παπακωνσταντίνου)


Η αναπόδραστη ρήξη  


Οι θιασώτες του αριστερού ευρωπαϊσμού απορρίπτουν τη γραμμή της ρήξης με το ευρώ και συνολικά την Ε.Ε., που απορρέει αναγκαστικά από αυτή την ανάλυση, υποστηρίζοντας ότι η ευρωπαϊκή ενοποίηση οδηγεί στην ένταξη, έστω και από με άνισους όρους, των λιγότερο αναπτυγμένων εθνικών σχηματισμών στο μητροπολιτικό κέντρο, έτσι που η κυρίαρχη αντίθεση ιμπεριαλισμός- λαός να τείνει να ταυτιστεί με τη βασική αντίθεση κεφάλαιο- εργασία.

Το 2011, με τη Μνημονιακή κατολίσθηση σε πλήρη εξέλιξη, ο Γιάννης Μήλειος εκτιμούσε ότι «ο ελληνικός καπιταλισμούς προσέγγισε σε πραγματικούς όρους τους πιο αναπτυγμένους ευρωπαϊκούς καπιταλισμούς, τόσο πριν όσο και μετά την υιοθέτηση του ευρώ»34. Στην περίπτωση μάλιστα της Κύπρου, ξιφουλκούσε λαύρος εναντίον της απόφασης της ΚΕ του ΑΚΕΛ για έξοδο από το ευρώ, μη διστάζοντας να αναπαράξει, υποτίθεται από ταξική, διεθνιστική σκοπιά, όλη την κινδυνολογία της χρηματιστικής ολιγαρχίας για τους λιμούς και καταποντισμούς που θα επιφέρει ενδεχόμενη ρήξη με την Ε.Ε.35.

Οι πιο επικίνδυνες πλάνες προκύπτουν από μερικές, τραβηγμένες μέχρι τα άκρα, αλήθειες. Ο Γιάννης Μηλιός έχει όλο το δίκιο με το μέρος του όταν καταπολεμά τις «πατριωτικές» αναλύσεις που θέλουν την Ελλάδα γενικά να υποβαθμίζεται διαρκώς στο διεθνή καταμερισμό εργασίας από τη στιγμή που άρχισε να εφαρμόζεται η συμφωνία σύνδεσης με την ΕΟΚ μέχρι τις μέρες μας. Τόσο οι δεκαετίες του ’60 και του ’70 όσο και η δεκαετία που προηγήθηκε της κρίσης της ευρωζώνης είδαν τον ελληνικό καπιταλισμό να ανεβαίνει στην κλίμακα της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας, κλείνοντας ως ένα βαθμό την ψαλίδα με τις χώρες του κέντρου.

Ωστόσο, από το σημείο αυτό μέχρι του να θεωρείται η Ελλάδα καθ’εαυτό μητροπολιτική χώρα, εν είδει έστω και ελάσσονος εταίρου μιας ιμπεριαλιστικής μετοχικής εταιρείας, η απόσταση είναι τεράστια. Πρώτα απ’ όλα γιατί η ταύτιση του αναπτυγμένου μονοπωλιακού καπιταλισμού με τον ιμπεριαλισμό αποτελεί οικονομίστικο ολίσθημα. Βεβαίως, τα δύο φαινόμενα αναπτύσσονται πάνω στην ίδια οικονομική βάση, ως δίδυμες αντιδράσεις στη χρόνια τάση προς την πτώση του ποσοστού κέρδους και την υπερσυσσώρευση κεφαλαίων, ενώ η κυριαρχία των μονοπωλίων αναπόφευκτα γεννάει μια ροπή προς τον ιμπεριαλισμό. Το αν καταφέρει ωστόσο να εκφραστεί και να γίνει κυρίαρχη αυτή η ροπή στο πλαίσιο ενός εθνικού, κοινωνικού σχηματισμού, εξαρτάται και από πολιτικούς, γεωστρατηγικούς, και ιστορικούς- διαφορετικά, θα φτάναμε στον παραλογισμό να θεωρούμε εξίσου ιμπεριαλιστική την Κύπρο με την Αμερική, τη Μάλτα με τη Γερμανία36.

Το κυριότερο, η ανάλυση του Μηλιού αναγορεύει αυθαίρετα τη σύγκλιση Ελλάδας- οικονομιών του κέντρου από συγκυριακή τάση σε σιδερένια αναγκαιότητα. Στην πραγματικότητα, η εν λόγω σύγκλιση βασιζόταν σε πήλινα πόδια (αποβιομηχάνιση, ανάπτυξη στηριγμένη κυρίως στην κατανάλωση, εκτόξευση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών κ.α.), κάτι που προοιωνιζόταν την επικείμενη έκρηξη. Η κρίση χρέους και η υπαγωγή της Ελλάδας στο μηχανισμό των Μνημονίων σήμαναν τη στιγμή της αλήθειας για τις ονειροφαντασίες του αριστερού ευρωπαϊσμού, πυροδοτώντας την ελεύθερη πτώση του ελληνικού καπιταλισμού στο διεθνή καταμερισμό εργασίας και τη μετατροπή της Ελλάδας σε οιωνεί «αποικία χρέους»37 της υπό γερμανική ηγεμονία Ε.Ε. Μιας νέου τύπου «Αυτοκρατορίας», που αναπαράγει αυστηρά ιεραρχικές σχέσεις στο εσωτερικό της, στηριγμένη όχι στον άμεσο έλεγχο εδαφών, όπως στην εποχή του κλασικού ιμπεριαλισμού, αλλά στον έλεγχο των στρατηγικής σημασίας ροών- κεφαλαίων, ενέργειας, πρώτων υλών, τεχνολογιών αιχμής και νεανικής εργατικής δύναμης υψηλής μόρφωσης.

Αποτελεί ειρωνεία της Ιστορίας ότι παρόμοια οπτική με εκείνη του υπεύθυνου οικονομικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ (όπως και με την οπτική τμημάτων του διεθνούς τροτσκισμού) υιοθετεί τελευταία, φυσικά από άλλη σκοπιά, το ΚΚΕ. Στο τελευταίο συνέδριό του (Απρίλιος 2013) διαπιστώνει ότι η Ελλάδα έχει ενσωματωθεί «οργανικά στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα»38, θεωρεί «αποπροσανατολιστικό, αστικό επιχείρημα» τα περί απώλειας της εθνικής- λαϊκής κυριαρχίας στο πλαίσιο της Ε.Ε.39, όπως και το στόχο για ρήξη με την Ε.Ε. εφ’ όσον δεν συνδέεται άμεσα με την «πάλη για την εξουσία»40. Κατ’ αυτό τον τρόπο, ο αγώνας εναντίον της Ε.Ε. χάνει οποιαδήποτε πολιτική αιχμή και εκφυλίζεται σε απλή υποπαράγραφο μιας άσφαιρης και φλύαρης αντικαπιταλιστικής ρητορείας.

Από την πλευρά του, ο ΣΥΡΙΖΑ επιμένει στη γραμμή της δημοκρατικής μεταρρύθμισης εντός της Ε.Ε. θέτοντας ως στρατηγικό στόχο «μια χειραφετημένη Ελλάδα της εργασίας, της δικαιοσύνης και της δημιουργικότητας μέσα σε μια ριζικά διαφορετική Ευρώπη»41. Υπό αυτή την οπτική δεσμεύεται, αν σχηματίσει κυβέρνηση, να καταργήσει τις δανειακές συμβάσεις και να επαναδιαπραγματευθεί το δημόσιο χρέος σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αναγνωρίζοντας ότι «ενδέχεται να διατυπωθούν κατά τη διαπραγμάτευση απειλές, ίσως και εκβιασμοί περί διακοπής της χρηματοδότησης, περί εξόδου από το ευρώ», υπόσχεται ότι «απόλυτη προτεραιτότητα για μας θα είναι η αποτροπή της ανθρωπιστικής καταστροφής και ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών» και ότι «είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε ακόμη και τη χειρότερη έκβαση».

Οι πρόσφατες τοποθετήσεις του Γιάννη Δραγασάκη περί «διασφάλισης της δημοσιονομικής σταθερότητας και του αξιόχρεου του κράτους», όπως και του Γιώργου Σταθάκη, που αποτίμησε το επαχθές χρέος σε μόλις 5%, ενισχύουν τις εύλογες αμφιβολίες για το κατά πόσο η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ είναι αποφασισμένη να σταθεί συνεπείς έστω στο ελάχιστο των δεσμεύσεών της. Αλλά ακόμη κι αν παρακάμψουμε, για οικονομία της συζήτησης, το πολιτικό ζήτημα, παραμένει το ευρύτερο στρατηγικό πρόβλημα: κατά πόσο είναι νοητή στις σημερινές συνθήκες όχι μια σοσιαλιστική επανάσταση, αλλά έστω μια δημοκρατική, φιλολαϊκή ανατροπή των μνημονίων και του νεοφιλελευθερισμού εντός της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Γιατί το πρόβλημα δεν αφορά μόνο στο ευρώ και τους μηχανισμούς του, αλλά στο οικονομικό, πολιτικό και θεσμικό πλαίσιο της ίδιας της Ε.Ε.

Οι αναθεωρημένες από τη Λισσαβώνα συνθήκες της Ρώμης και του Μάαστριχτ θωρακίζουν την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων, δένοντας τα χέρια σε μια αριστερή κυβέρνηση που θα αναγκαζόταν να επιβάλει περιορισμούς για να περιορίσει τη φυγή κεφαλαίων. Απαγορεύουν την επιβολή δασμών σε προϊόντα όχι μόνο ευρωπαϊκών χωρών, αλλά και τρίτων κρατών, με τις οποίες έχει συνάψει συμφωνίες η Ε.Ε., θέτοντας σοβαρούς περιορισμούς σε επιλεκτικά, προστατευτικά μέτρα για την ενίσχυσης της εγχώριας παραγωγής- π.χ. στα αγροτικά προϊόντα. Ενδεχόμενες προθέσεις για εθνικοποίηση των τραπεζών και στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων, ή για στήριξη προβληματικών επιχειρήσεων που θα λειτουργούν αύριο με εργατικό έλεγχο, προσκρούουν στις αρχές της ενιαίας ευρωπαϊκής πράξης περί ανόθευτου ανταγωνισμού.

Το Σύμφωνο Σταθερότητας και το Δημοσιονομικό Σύμφωνο, που ισχύουν για όλα τα κράτη- μέλη και όχι μόνο για τις χώρες της ευρωζώνης, επιβάλλουν ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και αναγκάζουν όλα τα κράτη με δημόσιο χρέος άνω του 60% να μειώνουν κάθε χρόνο το υπερβάλλον χρέος κατά το ένα εικοστό του. Για μια χώρα σαν την Ελλάδα, όπου το χρέος βρισκόταν, την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, στο…172%, η εφαρμογή αυτού του «χρυσού κανόνα» σημαίνει ότι πρέπει να δίνουμε για το χρέος κάθε χρόνο το 5 έως 6% του ΑΕΠ- χοντρικά, διπλάσιο των συνολικών δαπανών για την παιδεία και ανάλογο με τις συνολικές δαπάνες για την υγεία.

Σημειωτέον, ότι για τους παραβάτες αυτών, όπως και πολλών άλλων Δρακόντειων ρυθμίσεων, προβλέπονται αυτόματες κυρώσεις, που αρχίζουν από την επιβολή προστίμων και τη διακοπή κοινοτικών επιχορηγήσεων και φτάνουν μέχρι την αναστολή του δικαιώματος ψήφου στα όργανα της Ε.Ε. Τέλος, ο ίδιος ο κρατικός προϋπολογισμός, το κορυφαίο εργαλείο άσκησης κοινωνικής πολιτικής και οικοδόμησης κοινωνικών σχηματισμών, φεύγει από τον έλεγχο της εθνικής κυβέρνησης, καθώς πρέπει να προεγκριθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο42.

Με αυτά τα δεδομένα, μια αριστερή κυβέρνηση η οποία δεν θα είναι έτοιμη να παραδοθεί άνευ όρων από την πρώτη στιγμή και θα επιχειρήσει τα πιο στοιχειώδη μέτρα για την αντιμετώπιση της μαινόμενης κοινωνικής λαίλαπας, είναι κάτι περισσότερο από βέβαιο ότι θα έρθει σε μετωπική σύγκρουση με την Ε.Ε. Σε διαφορετική περίπτωση, θα απαξιωθεί ταχύτατα, προκαλώντας απογοήτευση και οργή στις λαϊκές δυνάμεις, για να αποδειχθεί σύντομη αριστερή παρένθεση, η οποία ενδέχεται να στρέψει το λαϊκό ριζοσπαστισμό προς αντιδραστικές, ακόμη και φασιστικές κατευθύνσεις. Την αλήθεια αυτή αρχίζουν να συνειδητοποιούν και δυνάμεις του ευρωπαϊκού, αριστερού ρεφορμισμού. Την άνοιξη του 2013, ο επικεφαλής του γαλλικού Αριστερού Μετώπου Ζαν- Λικ Μελανσόν και ο συνιδρυτής του γερμανικού κόμματος «Αριστερά» (Die Linke) Όσκαρ Λαφοντέν έθεσαν επί τάπητος το ενδεχόμενο εξόδου από το ευρώ και ανυπακοής στην Ε.Ε., σπάζοντας ένα σημαντικό «ταμπού»43 της ευρωπαϊκής Αριστεράς.


Για να ενωθούμε, πρέπει πρώτα να χωρίσουμε!


Ασφαλώς, μια μικρή χώρα σαν την Ελλάδα, με έντονη ενεργειακή και τεχνολογική εξάρτηση από το εξωτερικό, δεν μπορεί να επιβιώσει σε κάποιο «ιγκλού» εθνικής αυτάρκειας, στο περιθώριο του διεθνούς καταμερισμού εργασίας. Επομένως η μονομερής αποδέσμευση από την Ε.Ε. δεν πρέπει να προβάλλεται ως επιθυμητή λύση, στην προοπτική της «εθνικής αυτοδυναμίας» και του «σοσιαλισμού σε μία χώρα», αλλά ως αναγκαστική επιλογή για τη λαϊκή επιβίωση. Μια λαϊκή, δημοκρατική ανατροπή στην Ελλάδα, που θα σπάσει τον πιο αδύναμο κρίκο της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας με αντίτιμο μια δύσκολη, μεταβατική, μοναχική πορεία, θα επιβιώσει τελικά μόνο αν γίνει καταλύτης ανάλογων ανατροπών σε άλλες, ισχυρότερες χώρες της Ευρώπης. Θα χωρίσουμε από την Ευρώπη των πολυεθνικών για να ξαναενωθούμε με τους λαούς της Ευρώπης, σε μια νέα, δημοκρατική, σοσιαλιστική ομοσπονδία κυρίαρχων εθνών!

Στο μεσοδιάστημα θα προκύψουν κίνδυνοι και δυσκολίες που μόνο ένας ανόητος θα μπορούσε να υποτιμήσει. Ο έλεγχος του πληθωρισμού σε ανεκτά όρια, η αντιμετώπιση του αναπόφευκτου, το πρώτο διάστημα, τραπεζικού πανικού, ο ομαλός εφοδιασμός της χώρας σε καύσιμα, τρόφιμα και φάρμακα, η εξασφάλιση των άμεσων χρηματοδοτικών αναγκών τόσο του δημόσιου, όσο και του ιδιωτικού τομέα- μεταξύ άλλων, και με διμερή δάνεια που προϋποθέτουν ευρύτερες γεωπολιτικές συμμαχίες- είναι ζητήματα που θα τεθούν στην ημερήσια διάταξη. Επιπλέον, η απότομη διακοπή των κοινοτικών κονδυλίων, όσο κι αν αυτά έχουν περιοριστεί τελευταία, θα έχει επιπτώσεις σε ορισμένες κοινωνικές κατηγορίες , όπως στους αγρότες, στη χρηματοδότηση δημοσίων έργων κλπ. Πρόκειται για σοβαρά προβλήματα, για τα οποία, πάντως, έχουν διατυπωθεί προτάσεις αντιμετώπισης από αριστερούς πανεπιστημιακούς και αγωνιστές44.

Με βάση αυτές τις δυσκολίες, ο Γάλλος, αριστερός οικονομολόγος Σεντρίκ Ντιράν υποστηρίζει ότι η Αριστερά οφείλει να θέσει σε πρώτη γραμμή όχι το τι θα γίνει με το ευρώ και την Ε.Ε., αλλά ένα ριζοσπαστικό, μεταβατικό πρόγραμμα για τις πιεστικές ανάγκες της εργατικής τάξης και τη βελτίωση των ταξικών συσχετισμών45- κάτι που, στην περίπτωση της Ελλάδας, οφείλει να συνοδεύεται από την απολύτως αναγκαία διαγραφή του χρέους ή έστω του μεγαλύτερου μέρους του. Υλοποιώντας ένα τέτοιο πρόγραμμα, μια αριστερή κυβέρνηση μπορεί να κερδίσει πολύτιμο χρόνο, να θωρακιστεί με την εμπιστοσύνη των λαϊκών μαζών, να γίνει καταλύτης για τη γρήγορη ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος, να αποδιοργανώσει το αστικό στρατόπεδο, συμπεριλαμβανομένων καίριων πυρήνων του κατασταλτικού μηχανισμού- με δυο λόγια, να συγκεντρώσει δυνάμεις για το μεγάλο, σοσιαλιστικό άλμα.

Βεβαίως, η Αριστερά δεν έχει δικαίωμα να κοροϊδεύει τον εαυτό της και τον κόσμο για τη δυνατότητα να εφαρμοστεί αυτό το πρόγραμμα με τις ευλογίες της Μέρκελ και του Σόιμπλε. Αντίθετα, οφείλει να τον προετοιμάζει για την αναπόφευκτη ρήξη με την Ε.Ε. και να βοηθά να ωριμάζει η συνειδητοποίηση αυτής της αναγκαιότητας μέσα από την ίδια την πείρα του και όχι με κηρύγματα από τον άμβωνα του επαναστατικού μαρξισμού. Όπως γράφει ο ίδιος ο Ντιράν:

«Δεν υπάρχει κανείς λόγος να περιμένουμε μια τέτοια (προοδευτική) στροφή από την Ε.Ε. Αντίθετα η ‘υπαρκτή’ Ε.Ε. λειτουργεί καθ’ ολοκληρίαν και ανεπιστρεπτί ως όργανο του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και των πολυεθνικών… Η Ε.Ε. είναι ο ένας πόλος και οι λαοί ο άλλος. Να τελειώνουμε με την Ευρώπη σημαίνει επίσης να σπάσουμε μια μισητή μηχανή και να απορρίψουμε το θλιβερό σχέδιο ενός κόσμου που περιορίζεται από τον ορίζοντα της αγοράς. Περισσότερο από ένα τέλος, θα πρόκειται για μια καινούργια αρχή»46.

Επί τέλους, η επίκληση των όποιων δυσκολιών δεν μπορεί να λειτουργεί ως άλλοθι για μια ταπεινωτική συνθηκολόγηση προτού καν δοθεί η μάχη. Όπως έλεγε ο Σενέκας: Δεν θα έχουν ποτέ ούριο άνεμο όσοι δεν έχουν χαράξει πορεία πλεύσης…


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου