Διαβάζοντας ένα άρθρο[1], αναφερόμενο στον τρόπο με τον οποίο ο Γουώλτ Γουίτμαν ανταπεξήλθε στην πρόκληση να ζήσει τη ζωή του στο βέλτιστο μετά από το καταστροφικό εγκεφαλικό που υπέφερε, αναρωτήθηκα κατά πόσο η στωικότητα που έδειξε είναι εφικτή στις μέρες μας.
Γράφοντας σε ένα φίλο του ο μεγάλος ποιητής εξηγούσε:
«Η όποια νοοτροπία είχα ποτέ παραμένει
εντελώς ανεπηρέαστη, αν και σωματικά είμαι μισο-παράλυτος, και είναι πιθανό να
είμαι έτσι για όσο ζω. Αλλά ο κύριος στόχος της ζωής μου φαίνεται να έχει
επιτευχθεί - έχω τους πιο αφοσιωμένους και ένθερμους φίλους και στοργικούς
συγγενείς — και για τους εχθρούς μου πραγματικά δεν δίνω σημασία». [2]
Στη συνέχεια ακουμπώντας στους Στωικούς λέει:
«Το τέχνασμα είναι, βρίσκω, να μειώνεις τις
επιθυμίες και τα γούστα σου αρκετά χαμηλά. […] Αφού εξαντλήσεις ό,τι υπάρχει
στις επιχειρήσεις, την πολιτική, τη φιλικότητα, την αγάπη και ούτω καθεξής —
έχοντας διαπιστώσει ότι κανένα από αυτά δεν ικανοποιεί τελικά ή δεν διαρκεί
μόνιμα, τι μένει; Η φύση παραμένει, για
να αναδείξει έξω από ληθαργικές εσοχές, τις συγγένειες ενός άνδρα ή μιας
γυναίκας με τον ανοιχτό αέρα, τα δέντρα, τα χωράφια, τις αλλαγές των εποχών —
τον ήλιο τη μέρα, και τα αστέρια του ουρανού τη νύχτα». [3]
Είναι δυνατόν ένα τέτοιο είδος φυσιολατρίας, όταν όλα όσα αναφέρει ο Γουίτμαν έχουν χαθεί, να είναι συνταγή ευδαιμονίας σήμερα; Σε ατομικό πλαίσιο, όταν αίφνης μετά από τόσες απώλειες χαθεί ο έρωτας και σαν απτή πιθανότητα, τότε μια ζωτική πηγή ευζωίας θα έχει χαθεί; Με λίγη αγάπη μπορούμε να βρούμε δικαιολογίες, αν όχι λόγους, για να συνεχίσουμε να αναπνέουμε. Όταν χαθεί κι η αγάπη μόνιμα, το άτομο είναι καταδικασμένο σε ένα είδος ανυπαρξίας…
Γι' αυτό στις μέρες μας η αγάπη εμφανίζεται εντονότερα σαν προσωπική πράξη υπαρξιακής αντίστασης στην μοναξιά, η οποία μοναξιά πάντα κουβαλά απώλεια κι έχει γνωρίσματα θανάτου – εντονότερα τώρα, ακριβώς επειδή η αγάπη υφίσταται συστηματική ματαίωση. Για τον ίδιο λόγο, στις παρούσες συνθήκες, η απώλεια της αξίας της δεν ανακτάται αν δεν πάρει και μορφές συλλογικής αντίστασης, κόντρα σε μια πορεία που μας σέρνει από βαρβαρότητα σε αγριότητα, απειλώντας και την ζωή στον πλανήτη, τελικά.
Στο ευρύτερο σχήμα πραγμάτων, η φύσει-εύθραυστη ανθρώπινη ύπαρξη καθίσταται πιο τρωτή, δεχόμενη τώρα τα (αφάνταστα για την εποχή του Γουίτμαν) καταστροφικά πλήγματα ενός συστήματος που παραπαίει από κρίση σε κρίση, εξαιτίας της αδυναμίας του να λύσει τις εσωτερικές αντιφάσεις του. Λοιπόν, με τι είδους στωικότητα μπορεί ο σύγχρονος άνθρωπος να δεχτεί μιαν επιπρόσθετη, ανθρωπογενή συνθήκη που μας επιβάλλεται συστηματικά ως υπαρξιακή απειλή, επιταχύνοντας όχι μόνο την (ως ένα βαθμό) εγγενή, οργανισμικά αναπόφευκτη παρακμή της σωματικής και πνευματικής του ακεραιότητας, αλλά και την καταστροφή του ενδιαιτήματος του;
Παρότι μπορούμε ακόμα να απολαύσουμε την ομορφιά της φύσης, «τα δέντρα, τα χωράφια, τις αλλαγές των εποχών», σήμερα ο «ανοιχτός αέρας» δεν είναι πια καθαρός — τον έχει μολύνει ο συγκεκριμένος τρόπος οργάνωσης της οικονομικής δραστηριότητας του ανθρώπου. Μπορείς ακόμα να απολαύσεις τα χρώματα του ουρανού και της θάλασσας μιαν ηλιόλουστη μέρα… αλλά ο ωκεανός δεν είναι πια αθώος. Κι ο ήλιος καίει πιο έντονα. Κι όταν ο ουρανός φωταγωγείται από την πυρά τεράστιων εκτάσεων δασών είναι δύσκολο να κοιτάς τα «αστέρια του ουρανού τη νύχτα» χωρίς άγχος, ακόμα κι όταν οι καπνοί είναι μακριά σου.
Στο κατώφλι του χειμώνα, μια παραίνεση «να μειώνεις τις επιθυμίες και τα γούστα σου» για θέρμανση και φαγητό θα ακουγόταν σαν χλεύη. Είσαι εξαναγκασμένος να μειώνεις την ικανοποίηση των επιθυμιών σου όταν βίαια φτωχοποιείσαι. Τέτοια στωικότητα σήμερα, σε συνθήκες που αρρωσταίνουν και το πνεύμα μας, είναι δυνατή μόνο για κείνον που η πνευματική του εξαθλίωση τον εμποδίζει να δει ότι αυτή η τάξη πραγμάτων δεν είναι φυσική.
Γνώρισμα παρακμής είναι η βουβή απόγνωση, ή μια ανέλπιδη καρτερικότητα που χαρακτηρίζει την στάση της πλειονότητας των ανθρώπων. Είτε υποδυόμαστε τον άθλιο ρόλο του «καθυπότακτου» εκούσια ένεκα ιδεοληψίας, είτε ακούσια από άγνοια, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: Νοσηρή παθητικότητα και ανοχή προς μια μικρή κάστα πλουτοκρατών που, έχοντας ιδιοποιηθεί τα μέσα παραγωγής, τις πηγές και, γενικά, τον κύριο όγκο του πλούτου στον πλανήτη, καθιστούν την άβια και έμβια φύση αντικείμενα χρήσης και κατάχρησης. Το καταφέρνουν στρέφοντας την αιχμή του δόρατος της τεχνολογίας εναντίον μας (δηλαδή ενάντια στον υπόλοιπο πληθυσμό του πλανήτη), για να κυβερνούν όχι μόνο το σώμα μας, αλλά και την σκέψη μας. Οι ίδιοι, σε μια συνεχή προσπάθειά τους να προασπίσουν αυτά που έχουν αρπάξει, ή να αρπάξουν περισσότερα, έχοντας μετατρέψει τα κράτη σε όργανά τους, συγκρούονται μεταξύ τους… μα τελικά χτυπούν εμάς με πολέμους, λιμούς και τελευταία με εργαστηριακά παρασκευασμένους λοιμούς.
Τι άλλο περιμένουμε να δούμε;
Σ’ ένα ποίημά της η Mary Oliver[4] γράφει:
Το ξέρω πως ποτέ δεν ήταν πρόθεσή σου να
είσαι σ΄ αυτόν τον κόσμο.
Αλλά ούτως
ή άλλως είσαι.
Γιατί λοιπόν δεν αρχίζεις αμέσως;
Εννοώ να ανήκεις σ’ αυτόν.
Έχει τόσα πολλά να θαυμάσεις, να κλάψεις γι αυτά.
[…]
Χρειάζεσαι ένα τσίγκλισμα;
Χρειάζεσαι λίγο σκότος για να σε θέσει σε
κίνηση;
***
1,2,3 Walt Whitman, Shortly After His
Paralytic Stroke, on What Makes Life Worth Living – The Marginalian BY MARIA POPOVA
4 (extracts from
‘The Fourth Sign Of The Zodiac’), Mary
Oliver, Blue Horses, Penguin Press, 2014
https://apoemaday.tumblr.com/post/182710938565/the-fourth-sign-of-the-zodiac