Αρθρογράφος:
Νίκος Μπογιόπουλος
«Κατεβαίνουνε, και ανάφτει του πολέμου αναλαμπή το τουφέκι
ανάβει, αστράφτει, λάμπει, κόφτει το σπαθί./ Γιατί η μάχη εστάθει ολίγη; Λίγα
τα αίματα γιατί; Τον εχθρό θωρώ να φύγει και στο κάστρο ν' ανεβεί./ Ακούω
κούφια τα τουφέκια, ακούω σμίξιμο σπαθιών, ακούω ξύλα, ακούω πελέκια, ακούω
τρίξιμο δοντιών./ Με τα μάτια τους γυρεύουν όπου είν' αίματα πηχτά, και μες στα
αίματα χορεύουν με βρυχίσματα βραχνά/ Κοίτα χέρια απελπισμένα πώς θερίζουνε
ζωές! Χάμου πέφτουνε κομμένα χέρια, πόδια, κεφαλές,/ και παλάσκες και σπαθία με
ολοσκόρπιστα μυαλά, και με ολόσχιστα κρανία, σωθικά λαχταριστά./ Παντού φόβος
και τρομάρα και φωνές και στεναγμοί παντού κλάψα, παντού αντάρα, και παντού
ξεψυχισμοί./ Σαν ποτάμι το αίμα εγίνη και κυλάει στη λαγκαδιά, και το αθώο
χόρτο πίνει αίμα αντίς για τη δροσιά./ Απ' τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα
ιερά, και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!».