Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2015

Ο Επίκουρος και το κουτί με τα κίβδηλα κοσμήματα





ΜΗΤΕ ΤΟ ΑΔΥΝΑΤΟΝ [ΚΑΙ] ΠΑΡΑΒΙΑΖΕΣΘΑΙ ΜΗΤΕ ΟΜΟΙΑΝ ΚΑΤΑ ΠΑΝΤΑ ΤΗΝ ΘΕΩΡΙΑΝ ΕΧΕΙΝ Η ΤΟΙΣ ΠΕΡΙ ΒΙΩΝ ΛΟΓΟΙΣ Η ΤΟΙΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΤΩΝ ΑΛΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ ΚΑΘΑΡΣΙΝ, ΟΙΟΝ ΟΤΙ ΤΟ ΠΑΝ ΣΩΜΑ ΚΑΙ ΑΝΑΦΗΣ ΦΥΣΙΣ ΕΣΤΙΝ, Η ΟΤΙ ΑΤΟΜΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ ΤΑ ΤΟΙΑΥΤΑ. [Η] ΟΣΑ ΜΟΝΑΧΗΝ ΕΧΕΙ ΤΟΙΣ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΙΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΝ, ΟΠΕΡ ΕΠΙ ΜΕΤΕΩΡΩΝ ΟΥΧ ΥΠΑΡΧΕΙ, ΑΛΛΑ ΤΑΥΤΑ ΓΕ ΠΛΕΟΝΑΧΗΝ ΕΧΕΙ ΚΑΙ ΤΗΣ ΓΕΝΕΣΕΩΣ ΑΙΤΙΑΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΤΑΙΣ ΑΙΣΘΗΣΕΣΙ ΣΥΜΦΩΝΟΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΝ. [1]

Στο παραπάνω εδάφιο απ' την Επιστολή προς Πυθοκλή,  ο Επίκουρος εκδηλώνει μια σημαντική πτυχή του δικού του τρόπου σκέψης σε σχέση με την αιτιολόγηση φαινομένων της φύσης και της ανθρώπινης ζωής. "Δεν επιδιώκουμε να παραβούμε με τη βία το αδύνατον για την γνώση, μήτε να έχουμε για τα πάντα την ίδια θεώρηση",

Τρίτη 14 Απριλίου 2015

Διάλογος Επίκουρου με Θεόδουλο.



Ο Επίκουρος με τον Θεόδουλο, κάθονται συντροφιά στον κήπο της σχολής που έχει γίνει το σπίτι του πρώτου, το οποίο ο δεύτερος επισκέπτεται όχι για πρώτη, αλλά ίσως για τελευταία φορά. Είναι νωρίς το βράδυ κι ο αττικός ουρανός πάνω τους είναι πεντακάθαρος. Ο Θεόδουλος σηκώνει το πηγούνι του κοιτώντας τον ουρανό και αρχίζει τον διάλογο που ακολουθεί: 

Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2014

ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ – Ἐπιστολὴ πρὸς Μενοικέα





§§ 121-128
Ο Επίκουρος στέλνει στον Μενοικέα τον χαιρετισμό του!

[122] Δεν πρέπει κανείς ούτε όταν είναι νέος να διστάζει να φιλοσοφεί, ούτε πάλι σαν είναι γέροντας να βαριεστίζει και να μη φιλοσοφεί. Κανένας δεν είναι άγουρος ακόμη, και για κανέναν δεν είναι πια πολύ αργά να φροντίσει για την υγεία της ψυχής του. Κι όποιος λέει ότι δεν ήρθε ακόμη ο καιρός να φιλοσοφήσει ή ότι ο καιρός αυτός έχει περάσει πια, μοιάζει σ εκείνον ο οποίος λέει ότι δεν έχει έρθει ακόμη ο καιρός για την ευτυχία ή ότι δεν είναι πια καιρός γι αυτήν. Πρέπει, επομένως, και ο γέροντας να φιλοσοφεί και ο νέος: ο ένας για να μείνει, κι όταν γερνά, νέος χάρη στα όμορφα πράγματα, καθώς με χαρά θα ανατρέχει στα περασμένα, ο άλλος για να ναι και ως νέος συνάμα γέροντας, καθώς δεν θα τον κυριεύσει φόβος για τα μελλούμενα.1 Είναι λοιπόν ανάγκη να στοχαζόμαστε τα πράγματα που φέρνουν την ευτυχία, αφού όταν υπάρχει ευτυχία έχουμε τα πάντα, ενώ όταν αυτή λείπει κάνουμε τα πάντα για να την έχουμε.
[123] Τα πράγματα, που συνεχώς σου συνιστούσα, να τα πράττεις και να τα στοχάζεσαι ξεχωρίζοντάς τα ως θεμελιώδεις αρχές της ευτυχισμένης ζωής. Πρώτ απ όλα, πιστεύοντας ότι ο θεός είναι ον ζωντανό, αθάνατο και ευτυχισμένο, σύμφωνα με την παράσταση του θεού που έχει αποτυπωθεί στον νου των ανθρώπων, να μην αποδίδεις σ αυτόν τίποτε ξένο προς την αφθαρσία του, τίποτε αταίριαστο στη μακαριότητά του· απεναντίας, να πιστεύεις γι αυτόν οτιδήποτε είναι ικανό να διαφυλάξει τη μακαριότητά του, τη διαπλεγμένη με αθανασία. Οι θεοί υπάρχουν· πρόδηλη είναι η γνώση γι αυτούς. Ωστόσο δεν είναι, οι θεοί, όπως τους πιστεύει ο πολύς κόσμος· γιατί δεν υπάρχει λογική συνοχή σε όσα πρεσβεύει ο πολύς κόσμος γι αυτούς. Και ασεβής δεν είναι όποιος αρνείται τους θεούς των πολλών ανθρώπων αλλά όποιος [124] αποδίδει στους θεούς όσα οι πολλοί πιστεύουν γι αυτούς. Γιατί δεν είναι στέρεες παραστάσεις όσα οι πολλοί λένε για τους θεούς αλλά εικασίες δίχως αλήθεια -ότι δηλαδή οι μεγαλύτερες συμφορές και τα μεγαλύτερα ωφελήματα προέρχονται από τους θεούς. Γιατί οι άνθρωποι, εξοικειωμένοι πέρα για πέρα με τις δικές τους αρετές, αποδέχονται μόνο τους όμοιούς τους, θεωρώντας ξένο ό,τι δεν είναι τέτοιας υφής.
Να συνηθίζεις στην ιδέα ότι ο θάνατος είναι για μας ένα τίποτα· γιατί κάθε καλό και κάθε κακό έγκειται στον τρόπο με τον οποίο γίνεται αισθητό -και ο θάνατος είναι στέρηση της αίσθησης. Η επίγνωση, έτσι, ότι ο θάνατος είναι για μας ένα τίποτα μας κάνει ευχάριστη τη θνητή ζωή μας, όχι γιατί προσθέτει άπειρο χρόνο σ αυτήν αλλά [125] γιατί αφαιρεί τον πόθο της αθανασίας. Γιατί τίποτε μέσα στη ζωή δεν είναι φοβερό για όποιον έχει στ αλήθεια κατανοήσει ότι τίποτε φοβερό δεν υπάρχει στο να μη ζει κανείς. Είναι ως εκ τούτου ανόητος όποιος λέει ότι φοβάται τον θάνατο όχι επειδή θα υποφέρει σαν έρθει ο θάνατος, αλλά επειδή του είναι δυσάρεστη η ιδέα ότι πρόκειται νά ρθει ο θάνατος. Γιατί αδίκως θλιβόμαστε περιμένοντας ένα πράγμα που σαν το χουμε δίπλα μας δεν ενοχλεί. Το πιο φρικτό λοιπόν απ όλα τα άσχημα πράγματα, ο θάνατος, είναι για μας ένα τίποτε, ακριβώς γιατί όταν εμείς υπάρχουμε ο θάνατος δεν είναι κοντά μας, κι όταν πάλι έρθει ο θάνατος δίπλα μας, τότε πια δεν υπάρχουμε εμείς. Ούτε τους ζωντανούς λοιπόν αφορά ο θάνατος ούτε τους πεθαμένους, αφού για εκείνους δεν υπάρχει, ενώ αυτοί οι τελευταίοι δεν έχουν πια υπόσταση. Βέβαια, οι πολλοί από τη μια πασχίζουν να αποφύγουν τον θάνατο ως την πιο μεγάλη, κατ αυτούς, συμφορά, κι από την άλλη τον αναζητούν ως ανάπαυση από τα δεινοπαθήματα [126] της ζωής. Ωστόσο ο σοφός ούτε τη ζωή απαρνιέται ούτε την ανυπαρξία φοβάται. Γιατί ούτε αποτελεί γι αυτόν ενόχληση το ότι ζει ούτε πάλι νομίζει ότι είναι κακό να μη ζει κανείς. Κι όπως στο φαγητό δεν προτιμά με κανέναν τρόπο τη μεγαλύτερη ποσότητα αλλά το πιο εύγευστο, όμοια κι εδώ δεν απολαμβάνει τον διαρκέστερο χρόνο αλλά τον όσο το δυνατόν πιο ευχάριστο. Κι αυτός2 πάλι που προτρέπει τον νέο να ζει όμορφα και τον γέροντα να δώσει όμορφο τέλος στη ζωή του είναι ανόητος, όχι μόνο επειδή η ζωή είναι κάτι επιθυμητό αλλά και επειδή το να ζει κανείς όμορφα και να πεθαίνει όμορφα είναι ένα και το αυτό εγχείρημα. Πολύ χειρότερος όμως είναι αυτός που λέει πως καλό είναι να μη γεννηθεί κανείς.
κι άμα γεννηθεί, γοργά
τις πύλες του Άδη να διαβεί.3
[127] Αν το λέει από πεποίθηση, γιατί δεν φεύγει από τη ζωή; Στο χέρι του είναι να το κάνει, αν αυτό αποτελεί εδραία πεποίθησή του. Αν πάλι το λέει έτσι στ αστεία, δείχνει ελαφρόμυαλος σε πράγματα που δεν το σηκώνουν.
Κι ακόμη πρέπει να θυμόμαστε ότι το μέλλον δεν είναι εντελώς δικό μας αλλά ούτε κι εντελώς όχι δικό μας, ώστε μήτε να το προσμένουμε ως εντελώς βέβαιο μήτε πάλι να απελπιζόμαστε πως δεν πρόκειται νά ρθει ποτέ!
Ας αναλογιστούμε ότι από τις επιθυμίες άλλες είναι φυσικές κι άλλες χωρίς ουσία, και ότι από τις φυσικές επιθυμίες άλλες είναι αναγκαίες κι άλλες απλώς φυσικές· από τις αναγκαίες, τέλος, επιθυμίες άλλες είναι αναγκαίες για την ευδαιμονία, άλλες για την αποφυγή [128] σωματικών ενοχλήσεων, και άλλες για την ίδια τη ζωή. Η σωστή θεώρηση αυτών των πραγμάτων ξέρει να ανάγει καθετί που επιλέγουμε και καθετί που αποφεύγουμε στην υγεία του σώματος και την ηρεμία της ψυχής, αφούσε τούτο συνίσταται ο σκοπός της ευτυχισμένης ζωής. Για χάρη αυτού του στόχου κάνουμε ό,τι κάνουμε: για να μην αισθανόμαστε πόνο και να μη μας κυριεύει ο φόβος. Κι όταν κάποια στιγμή το κατορθώσουμε αυτό, αμέσως καταλαγιάζει όλη η θύελλα της ψυχής, αφού το ζωντανό πλάσμα δεν έχει πια ανάγκη να κατευθύνει τα βήματά του σε κάτι που του λείπει και να αναζητήσει κάτι με το οποίο θα ολοκληρώσει το καλό της ψυχής και του σώματος. Την ηδονή, βλέπεις, την χρειαζόμαστε όταν η στέρησή της μας προξενεί πόνο· όταν δεν αισθανόμαστε πόνο, δεν χρειαζόμαστε πια την ηδονή.

 (μετάφραση Νίκος Σκουτερόπουλος, πηγή: Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία)
image borrowed from here

Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2013

πίστιν δὲ λαβεῖν ὑπὲρ τοῦ λαθεῖν ἀδύνατον.







δικοντα λαθεν μν δύσκολον, πίστιν δ λαβεν πρ το λαθεν δύνατον. Eπικούρου Προσφώνησις, 7

Αυτός που αδικεί είναι δύσκολο να ξεφύγει• αλλά να βεβαιωθεί πως θα συνεχίζει να ξεφεύγει είναι αδύνατον.

In other words: It’s difficult to get away with murder, but impossible to be assured that you will get away with murder.
Μ' άλλα λόγια: είναι δύσκολο να διαπράξεις δολοφονία και να μην σε πιάσουν, αλλά αδύνατον να είσαι σίγουρος ότι θα δολοφονείς χωρίς να σε πιάσουν ποτέ…


Μια ακόμα παράφραση:
Αυτός που κάνει λάθος είναι δύσκολο να δικαιωθεί, αλλά είναι αδύνατον να διαβεβαιωθεί ότι θα δικαιώνεται πάντα.

M


Τρίτη 3 Ιουλίου 2012

Η Γοητευτική Διακριτικότητα της Μπουρζουαζίας



(Σκεφτόμενος φωναχτά 3)

 

Διαβάζοντας το άρθρο του αείμνηστου Θανάση Παπαρήγα  Η Ταξική Φύση του Ναζιστικού Κόμματος, στάθηκα στην παρακάτω παράγραφο

«Ποτέ πριν από την εγκαθίδρυση του Γ' Ράιχ οι μεγάλοι καπιταλιστές της Γερμανίας ή οι άμεσοι άνθρωποι τους δεν συμμετείχαν τόσο άμεσα στη διεύθυνση της οικονομίας, και αυτό παρά το γεγονός ότι στη Γερμανία οι σχέσεις κράτους- μεγάλου κεφαλαίου ήταν πάντα πολύ στενές. Κάτι περισσότερο: ο Χίτλερ δεν το είχε σε τίποτε να αλλάξει τους στρατηγούς του με τη μεγαλύτερη ευκολία για παραπτώματα πολλές φορές φανταστικά ή συνήθως χωρίς να φταίνε. Αντίθετα, στις κορυφές των οικονομικών-διαχειριστικών υπηρεσιών της χιτλερικής Γερμανίας βλέπει κανείς πάντα αναδιανομή των ίδιων προσώπων: γενικών μετόχων, γενικών διευθυντών ή έμπιστων στελεχών των γιγάντων του χρηματιστηρίου. Και κάτι ακόμη πιο ενδιαφέρον: Οι στρατηγοί του Χίτλερ ήταν —ή έγιναν     διάσημοι. Ποιος, όμως ξέρει τον Albert Pieg της Siemens  ή τον Wilhelm  Zangen της MANNESMAN; Αυτοί δεν άφησαν απομνημονεύματα. Η διακριτικότητα ήταν, άλλωστε, αυτό που τους ενδιέφερε περισσότερο».(http://diesbruma.blogspot.gr/2012/06/blog-post_29.html)


H μεγαλομπουρζουαζία έχει υιοθετήσει το επικουρικό δόγμα «λάθε βιώσας» δηλαδή να αποφεύγεις να ξεχωρίζεις, να είσαι διακριτικός στον τρόπο με τον οποίο εμφανίζεσαι δημόσια. Απ’ την άλλη, είναι μεγάλη ανάγκη να εμπνέεται το προλεταριάτο απο παραδείγματα κάποιων που πέταξαν ψηλά, απο τα κουρέλια στην αίγλη κι απο την ανέχεια στην χλιδή. Το ρόλο αυτό δεν θα τον παίξει φυσικά ο μεγαλοαστός, θα τον παίξουν οι νεόπλουτοι και, πιο οδυνηρά απ’ όλους, οι σταρ. Αυτοί σε αντάλλαγμα των νεοαποκτηθέντων προνομίων τους θα πληρώσουν με απώλεια μιας άλλης επικουρικής αρχής-θεμελίου της ευδαιμονίας: της «αταραξίας». Το προνόμιο της αταραξίας στον βαθύ πλούτο τους το διατηρούν οι μεγαλοαστοί αποκλειστικά για τον εαυτό τους μεταφράζοντας το «λάθε βιώσας»  σε «delegation», ένας όρος αγγλικής προέλευσης που ελληνιστί έχει δυο κυρίως νοηματικές εκδοχές: ανάθεση καθηκόντων που σε αφορούν σε κάποιον αλλά και αποστολή αντιπρόσωπων σου σε χώρο που κάποιος πρέπει να υπερασπιστεί τα δικά σου συμφέροντα.

Αν έχει μάθει κάτι πολύ καλά η υψηλή μπουρζουαζία είναι ότι επειδή είναι πολύ καλύτερα να κάνουν κάποιοι άλλοι την δουλειά σου κι εσύ να μην κοπιάζεις και, επί πλέον, να επωφελείσαι με πολύ πιο ποιοτική ζωή απο δαύτους, τουλάχιστον μην φαίνεσαι πουθενά αν είναι δυνατόν. Καλύτερα να υπάρχεις σαν αφηρημένη έννοια, κάτι που ο άκρατος ελιτισμός σου σ’ έχει διδάξει ότι είναι έξω απο τις επιλογές του τι μπορεί να χειριστεί η «μάζα».

Εάν είναι πολύ καλύτερα να υποστούν κάποιοι άλλοι την δουλεία, κάνοντας αυτό  που θα έπρεπε αλλά δεν θα μπορούσες ούτε θα ήθελες να κάνεις εσύ, κι εσύ να κερδίζεις  απο αυτό απ’ το οποίο οι «κάποιοι άλλοι»  χάνουν, τότε πρέπει να μάθεις τους «κάποιους άλλους» να συμπεριφέρονται ωσάν να ήταν δούλοι, ή πολύ πιο ηλίθιοι απο σένα, ή και τα δυο. 

Όσο για την διατήρηση του μύθου της «κοινωνικής κινητικότητας», η το πούλημα στον φτωχομπινέ του ονείρου οτι «μπορεί να γίνει πλούσιος μια μέρα», φτιάξε μερικούς νεόπλουτους κι  άσε τους να φαίνονται ενώ εσύ φυλάγεις σαν κόρη οφθαλμού την αφάνεια και αταραξία σου.