Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νότιο-Αφρικάνικο ΚΚ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νότιο-Αφρικάνικο ΚΚ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2012

Πολιτικές Διαστάσεις του Προβλήματος στην Νότια Αφρική (Συνέχεια απο το Αίμα στην Αγορά Πλατίνας)




Εισαγωγική νότα

Δονήσεις απο το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Νότια Αφρική, ιδιαίτερα μετά την σφαγή του Μαρικάνα, γίνονται αισθητές σε παγκόσμια κλίμακα. Ειδικό ενδιαφέρον έχει για την μαρξιστική αριστερά, με δοσμένο ότι στην κυβέρνηση της χώρας παίρνει μέρος και το Νότιο-Αφρικάνικο ΚΚ. Η κατάσταση αποτελεί πρόβλημα και πρόκληση για το διεθνές εργατικό κίνημα, και αγγίζει όχι μόνο το ερώτημα του πως άμεσα ανταποκρίνονται διεθνιστικά οι κομμουνιστές στο εργατικό κίνημα εκεί, αλλά και στο πως χειρίζονται πολιτικά, ιδεολογικά και θεωρητικά ζητήματα που η κατάσταση εκεί θέτει επι τάπητος. Στο άρθρο αυτό προσπαθώ να μειώσω όσο είναι δυνατόν τα δικά μου σχόλια και να αποφύγω «ηθικολογίες» (όπως συμβαίνει στο διαδίκτυο)  οι οποίες με απόλυτη σιγουριά της «δικής μας πολιτικής ορθότητας» κάπως παίρνουν ένα αυτόκλητο ρόλο ταξικού δικαστή της εκεί κατάστασης, η οποία διαπιστώνω ότι  εμφανίζεται πιο σύνθετη, ψάχνοντας την, απο ότι σε πρώτη η σύντομη ματιά. Το ποθητό είναι ότι ο αναγνώστης να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα απο παράθεση μιας εικόνας η οποία, όσο φιλότιμη προσπάθεια και να κάνουμε απο απόσταση, δεν είναι και δεν μπορεί να είναι ποτέ πλήρης.   
Για διευκόλυνση ανάγνωσης,  λόγω του μεγέθους του κειμένου, έχω χωρίσει το κείμενο σε σχετικά αυτοτελή κεφάλαια τα οποία ο αναγνώστης, αν επιλέξει, μπορεί να διαβάσει ξεχωριστά.  Μ. Γαλαντόμος, (Ικαρία, Σεπτέμβρης 2012). 
***************************************

 Πολιτικές Διαστάσεις  του Προβλήματος στην Νότια Αφρική 


 "Ποιοι είναι αυτοί οι ανόητοι που δεν φάνηκαν πουθενά κατά τη διάρκεια των σκοτεινών ημερών του αγώνα εναντίον του αποικιοκρατικού απαρτχάιντ; Ποιοι είναι αυτοί οι υποκριτές που προσποιούνται τώρα πως μας δίνουν ένα μάθημα κουράγιου;" 

Αυτά δήλωσε πρόσφατα ο Blade Nzimande, ΓΓ του Nοτιο-Αφρικάνικου Κομμουνιστικού Κόμματος (SACP) επιβεβαιώνοντας την συνέχεια της προσήλωσης του κόμματος στην τριμερή συμμαχία του με το Αφρικάνικο Εθνικό Κονγκρέσο (ANC) και το Κονγκρέσο Νοτιο-Αφρικάνικων Συνδικάτων (COSATU).  Κριτική επίσης άσκησε στους «σύγχρονους επικριτές που απο τη ζώνη άνεσης των ΜΚΟ που χρηματοδοτούνται από ξένους και των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων επικρίνουν την συμμαχία αρχών του  SACP με το ANC»[1].
  
Είναι προφανής η άρνηση αναθεώρησης της στάσης του SACP σε σχέση με την εν λόγω συμμαχία, με δεδομένη την πρόσφατη σφαγή μεταλλωρύχων στο Μαρικάνα. Ένας διαχωρισμός της θέσης του κόμματος απο το ANC θα απαιτούσε μια πολυδιάστατη πράξη που προϋποθέτει ιδεολογικές, θεωρητικές, πολιτικές, οργανωτικές, πολιτιστικές, ακόμα και διαπροσωπικές αναπροσαρμογές. Αντικειμενικά δεν φαίνεται μια τόσο εύκολη και άμεση κίνηση. Μια πρώτη ουσία που τα συνδέει είναι, αναμφισβήτητα, ένα ιστορικό  κληροδότημα κοινών, συναγωνιστικών αγώνων  διάρκειας σχεδόν ενός αιώνα, απο την δεκαετία του 1920, εναντίον αποικιοκρατικών καταβολών, εναντίον του απαρτχάιντ, για την αποφυλετικοποιηση και τον εκδημοκρατισμό της ζωής στην χώρα τους. Ένα κληροδότημα που βρίσκεται σε αυξανόμενα έντονη αντίθεση με την σημερινή πραγματικότητα που θέτει σε αμφισβήτηση την ορθότητα και εν τέλει την σκοπιμότητα της συνέχειας της συνεργασίας του  SACP με το ANC. 

 Αφετηρία κατανόησης της σχέσης του SACP με το ANC, η οποία δικαίως χαρακτηρίζεται ως ιστορική, μπορεί να αποτελέσει μια αναφορά στην ιστορία του κόμματος.
 
Σύντομο Χρονικό της Ιστορικής διαδρομής του SACP (και η σχέση του με το ANC)[2] 
  
Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Νότιας Αφρικής (CPSA) ιδρύθηκε το 1921 από Λευκούς ριζοσπάστες και σοσιαλιστές που εμπνεύστηκαν από την επανάσταση των Μπολσεβίκων και την ίδρυση του πρώτου εργατικού κράτους στη Ρωσία το 1917.  Ο σχηματισμός του CPSA σηματοδότησε μια αποφασιστική καμπή στην εξέλιξη του εργατικού κινήματος στη Νότια Αφρική. Στην δεκαετία του 1920 το CPSA επικεντρώθηκε στην συνδικαλιστική οργάνωση όλων των εργαζομένων της Αφρικής θέτοντας και αιτήματα κοινωνικών δικαιωμάτων και εθνικής απελευθέρωσης Από το 1925 την πλειοψηφία στο κόμμα συνιστούσαν Μαύρα  μέλη. Το 1928, το CPSA διακήρυξε το πρώτο αίτημα για κυριαρχία των Μαύρων της NΑ. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το ANC και το CPSΑ ξεκίνησαν μια στενή σχέση συνεργασίας, μολονότι υπήρχε μεγάλη αντιγνωμία σε μεθόδους δουλιάς και θέσεις.  Από τη δεκαετία του 1930 μέχρι τη δεκαετία του 1950 το CPSA οργανώνει  μαζικούς αγώνες σε όλη τη χώρα και δημοσιεύει σε διάφορες εφημερίδες του όπως Umsebenzi, και ο Guardian και παράλληλα συνεχίζεται η συνεργασία με το ANC.

Το 1946 το CPSΑ και η Αφρικανική Ένωση Εργαζομένων Μεταλλείων οργάνωσαν τη μεγαλύτερη απεργία κατά τη διάρκεια του καθεστώτος Smuts. Η απεργία κράτησε τέσσερις ημέρες και στη συνέχεια πάνω από 500 άτομα κατηγορήθηκαν για συνωμοσία και παράβαση της νομοθεσίας που απαγόρευε τις απεργίες Μαύρων. Το 1950 η κυβέρνηση του απαρτχάιντ εισήγαγε το νομοσχέδιο για  καταστολή του κομμουνισμού. Τον Μάρτιο του 1950, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Νότιας Αφρικής, το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο (Transvaal), το Ινδικό Κογκρέσο και η Οργάνωση Αφρικάνικου Λαού οργάνωσαν την Συνδιάσκεψη Ελευθερίας Λόγου (Freedom of Speech Convention) στο Γιοχάνεσμπουργκ κατά του νομοσχεδίου καταστολής του κομμουνισμού,  την οποία παρακολούθησαν 500 αντιπρόσωποι και στην συνέχεια 10.000 άτομα πήραν μέρος σε συλλαλητήριο. Στην συνδιάσκεψη αποφασίστηκε μια σειρά από πορείες διαμαρτυρίες και συγκεντρώσεις σε ολόκληρη τη χώρα με αποκορύφωμα την έκκληση για "παραμονή στο σπίτι" (Stay at Home), την 1η Μαΐου.  Σε απάντηση , η κυβέρνηση απαγόρευσε όλες τις κινητοποιήσεις,  ενισχύοντας την καταστολή στο Γιοχάνεσμπουργκ. Ωστόσο, η διαμαρτυρία συνεχίστηκε και την 1η Μαΐου, η αστυνομία επιτέθηκε σε συγκεντρώσεις των διαδηλωτών. Για πρώτη φορά μετά την σφαγή του Bulhoek το 1921, η αστυνομία άνοιξε πυρ κατά των διαδηλωτών σκοτώνοντας 18 και τραυματίζοντας 30 άτομα.

Στις 20 Ιουνίου 1950 το CPSΑ , εν όψει του επερχόμενου νόμου απαγόρευσης του, και για να διασφαλίσει τα περιουσιακά στοιχεία του, πριν το πέρασμα του στην παρανομία, τυπικά αυτοδιαλύθηκε. Με περαιτέρω τροποποιήσεις της νομοθεσίας, τον Μάιο του1952  εκδιώχθηκε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων ο Kahn (το μέλος του CPSΑ), ενώ η εφημερίδα του κόμματος The Guardian είχε ήδη απαγορευτεί. Η εφημερίδα επανεμφανίστηκε αργότερα με άλλα ονόματα, και επανειλημμένα απαγορεύτηκε. Στις αρχές του 1953 το κόμμα υιοθέτησε το όνομα Νοτιο-Αφρικάνικο Κομμουνιστικό Κόμμα (SACP) και λειτούργησε στην παρανομία και στην εξορία σ’ όλη τη δεκαετία του 1950. Οι ισχυρότεροι δεσμοί του CPSΑ με το ANC δημιουργήθηκαν τότε,  στην εξορία μετά το 1950. Το κόμμα συμμετείχε στο συνέδριο των Δημοκρατών  (Congress of Democrats) και στην κατάρτιση του Χάρτη Ελευθερίας (Freedom Charter) το 1955. Στη διαβόητη δίκη για προδοσία που ακολούθησε, 156 άτομα, μεταξύ των οποίων μέλη των SACP και ANC,  κατηγορήθηκαν για «υποκίνηση άλλων προς ανατροπή της κυβέρνησης με βίαια μέσα».
 
Το 1960 το ANC και το Pan Africanist Congress (Παν-Αφρικανικό Κογκρέσο) τέθηκαν εκτός νόμου. Τον Νοέμβριο του 1961, ορισμένα μέλη των SACP και ANC συναντήθηκαν   μυστικά στην  περιοχή της Kwazulu Natal, και αποφάσισαν να στραφούν σε ένοπλο αγώνα, οπότε ξεκίνησε το Umkhonto we Sizwe (ΜΚ – Δόρυ του Έθνους).  Είχε προηγηθεί η σφαγή του Σαρπεβιλ (sharpeville massacre) στις 21 Μαρτίου 1960, όπου η κυβέρνηση αιματοκύλησε μια ειρηνική αντιρατσιστική διαδήλωση, σκοτώνοντας 69 Μαύρους, γεγονός που λειτούργησε σαν καταλύτης στην απόφαση για στροφή σε ένοπλο αγώνα.  Το «Δόρυ του Έθνους» ξεκίνησε με μια εκστρατεία βομβιστικών ενεργειών με οικονομικούς στόχους κι όχι πρόσωπα.

Η σχέση μεταξύ του ANC και το SACP στη δεκαετία του 1960 δεν ήταν πάντα στενή. Μετά το 1962, λόγου χάρη, ο Νέλσον Μαντέλα άρχισε να απαξιώνει την σχέση του ANC με το SACP. Απο το 1969 και μετά οι δυο οργανώσεις συνεργάστηκαν στενά.  Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών υπήρξαν ελάχιστες σημαντικές διαφορές μεταξύ του ANC και SACP, και πολλοί ηγέτες ήταν μέλη και των δύο οργανώσεων. Ο κομμουνιστής Τζο Σλόβο ήταν Αρχηγός του Επιτελείου του Umkhonto. Ωστόσο, μια μερίδα του ANC, το οποίο διατήρησε σε γενικές γραμμές την σοσιαλδημοκρατική φυσιογνωμία του, έκφρασε πάντα σκεπτικισμό για την σχέση αυτή.
Παρά το αρχικό ξερίζωμα της ηγεσίας του Δορατος απο το καθεστώς του Απαρτχάιντ, η επιρροή του SACP μεγάλωσε καθώς και το  ANC ξανάχτισε αργά την οργάνωση του μέσα στη Νότια Αφρική και ήταν η συνδυασμένοι δράση των δυο  που έκανε δυνατή την εξέγερση του Σοβέτο του 1976.  
Το SACP και το ANC παρέμειναν στην παρανομία μέχρι το 1990, οπότε αρχίζει μια  περίοδος διαπραγματεύσεων, άρσης της απαγόρευσης της δράσης των, και απόφασης να εγκαταλείψουν τον ένοπλο αγώνα.  Ο Κρις Χάνι, Γενικός Γραμματέας του SACP και ηγέτης του MK, μέχρι που δολοφονήθηκε το 1993, έπαιξε έναν πολύ σημαντικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις που επικεντρώθηκαν περισσότερο σε μια δημοκρατική μεταπολίτευση, η οποία υλοποιήθηκε με τον συμβιβασμό του 1994.
Το παραπάνω χρονικό είναι μια σύνοψη που βασίζεται σε ντοκουμέντα[3]   του κόμματος  που, μάλλον περιγραφικά, παρουσιάζουν την ιστορική πορεία του απο την οποία φαίνεται η μακρά συνεργασία του με το ANC.

Εθνική Δημοκρατική Επανάσταση» (National Democratic Revolution – NDR)

Όπως προαναφέρθηκε, η συμμαχία αυτή δεν έπαψε ποτέ να είναι προβληματική, κι ο λόγος είναι ότι το ANC ουδέποτε συμμερίστηκε το σοσιαλιστικό όραμα του ΚΚ. Παρ’ όλα αυτά, η διαχρονική συνέχεια της σχέσης αυτής κατανοείται στο φως της προγραμματικής θέσης του κόμματος η οποία καθιστά δυνατή και αναγκαία την συνεχόμενη συμμαχία του με το ANC. Κομβικής σημασίας είναι το κείμενο του κόμματος «Ο δρόμος προς την εξουσία στην Εθνική Δημοκρατική Επανάσταση» στο οποίο βρίσκουμε την παρακάτω ρητή δήλωση:
 
«Η Νίκη της Εθνικής Δημοκρατικής Επανάστασης (National Democratic Revolution – NDR) είναι,  για την εργατική τάξη μας, η πιο άμεση διαδρομή προς το σοσιαλισμό και τελικά τον κομμουνισμό. Η ύπαρξη στη Νότια Αφρική των υλικών συνθηκών για το σοσιαλισμό - το σχετικά προχωρημένο τεχνικό επίπεδο και μια ισχυρή εργατική τάξη - και η επίτευξη της εθνικής δημοκρατικής επανάστασης, δεν πρόκειται να εγγυηθούν απο μόνες τους μια πρόοδο προς το σοσιαλισμό. Προκειμένου να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για μια τέτοια πρόοδο, η εργατική τάξη θα πρέπει να διασφαλίσει ότι τα εθνικά δημοκρατικά καθήκοντα εκτελούνται με συνέπεια». [4] 
  
Η υιοθέτηση ενός σταδίου που υποχρεώνει το ΚΚ  να αναλάβει την εργολαβία αποπεράτωσης εθνικο-δημοκρατικών στόχων σημαίνει διαχείριση του καπιταλισμού και έλεγχο της εξέλιξης του, θεωρητικά, με τρόπο που να προετοιμάζει την μετάβαση στον σοσιαλισμό. Όμως η πρακτική πείρα απο την συμμετοχή του ΚΚ στην διαδικασία που ονομάζει NDR, μέχρι στιγμής, δικαιολογεί την αμφισβήτηση της θέσης ότι αυτό το στάδιο θα δημιουργήσει ποτέ τις συνθήκες για μετάβαση στο σοσιαλισμό, ακόμα κι αν το ΚΚ καταφέρει να ανταποκριθεί στο καθήκον που μπαίνει απο το ίδιο κείμενο σαν προϋπόθεση της μετάβασης στον σοσιαλισμό – κάτι που προφανώς δεν έχει καταφέρει να κάνει το κόμμα:
 
«Η εργατική τάξη πρέπει να κερδίσει για την ίδια κυρίαρχο ρόλο στη νέα κυβέρνηση, και να μεριμνήσει ώστε ο χαρακτήρας του εθνικού δημοκρατικού κράτους να συνάδει με τα πραγματικά συμφέροντα του λαού Το πρόγραμμα εξάλειψης του μονοπωλιακού έλεγχου πάνω στην οικονομία θα πρέπει να εξασφαλίζει σχολαστικά το σχεδιασμό  των οικονομικών πολιτικών σύμφωνα με για τις ανάγκες του λαού». [5]
   
Μέρος του προβλήματος που οδήγησε στον συμβιβασμό αφορά και την εκτίμηση του κόμματος, με την οποία συμφωνούσαν κι οι σύμμαχοι του, κατά την οποία ο συσχετισμός των δυνάμεων ήταν τέτοιος που δεν επέτρεπε την νίκη του «Δόρατος του Λαού» και την βιαία ανατροπή του καθεστώτος του Απαρτχάιντ. Η άποψη ότι  η πλέον πραγματιστική λύση ήταν αυτή της αλλαγής μέσω διαπραγματεύσεων έγινε προοδευτικά κυρίαρχη. Ένας παράγοντας που ενίσχυσε αυτή την άποψη ήταν και η δραματική αλλαγή σε διεθνή γεωπολιτική κλίμακα με την ανατροπή των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού και το σπάσιμο του ομφάλιου λώρου που τροφοδοτούσε τα εθνικοαπελευθερωτικά, αντιαποικιοκρατικά κινήματα της Αφρικής.

Στο ίδιο ντοκουμέντο (Οι Προοπτικές Μετάβασης Στην Εξουσία Με Διαπραγμάτευση, μέρος 6), το SACP εκλογικεύει την στάση του ως εξής:

«Δεν υπάρχει καμία αντίφαση μεταξύ αυτής της εξεγερσιακής προοπτικής και της δυνατότητας διαπραγμάτευσης για μετaβίβαση της εξουσίας. Δεν πρέπει να υπάρχει σύγχυση από τη στρατηγική που απαιτείται για να συμβάλει στη δημιουργία των προϋποθέσεων για τη κέρδισμα της εξουσίας με την ακριβή μορφή της τελικής επανάστασης. Ο ένοπλος αγώνας δεν μπορεί να αντιπαρατίθεται στην διαπραγμάτευση και τον δικαιολογήσιμο  συμβιβασμό, σαν να ήταν αμοιβαία αποκλειόμενες κατηγορίες. Οι απελευθερωτικοί αγώνες έχουν σπάνια καταλήξει στην άνευ όρων παράδοση των στρατιωτικών δυνάμεων του εχθρού. Κάθε τέτοια προσπάθεια στην ήπειρό μας είχε στο αποκορύφωμά της το τραπέζι των διαπραγματεύσεων, συμπεριλαμβάνοντας περιστασιακούς συμβιβασμούς που κρίνονται ότι είναι προς το συμφέρον της επαναστατικής προόδου. Αλλά είτε υπάρχει μια ένοπλη κατάληψη της εξουσίας είτε διευθέτηση μέσω διαπραγματεύσεων, αυτό που είναι αναντικατάστατο κι αναμφισβήτητο και στις δυο περιπτώσεις είναι η ανάπτυξη των πολιτικών και στρατιωτικών δυνάμεων της επανάστασης». [6]
 
Μετά το Απαρτχάιντ

Το SACP συνέχισε να παίζει σημαντικό ρόλο στις αρχές της δεκαετίας του 1990, σε συνεργασία με το ANC, με σκοπό την αντικατάσταση του καθεστώτος Απαρτχάιντ με κοινοβουλευτική δημοκρατία και προς το σχηματισμό κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας.
Στις πρώτες δημοκρατικές εκλογές το 1994, η μεγάλη πλειοψηφία των Νοτιοαφρικανών Μαύρων, αλλά και μεγάλη μερίδα Λευκών, δέχτηκαν με υπέρμετρο  ενθουσιασμό κι ελπίδες την αλλαγή που σημαδεύτηκε απο σαρωτική νίκη του ANC. Σε μια πιο διαπεραστική θεώρηση των εξελίξεων ήταν ήδη αναμενόμενο ότι οι ελπίδες του Νοτιοαφρικανικού λαού θα προδίδονταν – πράγμα που άρχισε να φαίνεται απο την περίοδο της διακυβέρνησης Μαντέλα. Η εισαγωγή του ψευδεπίγραφου προγράμματος GEAR (Growth, Employment and Redistribution – Ανάπτυξη Απασχόληση και Ανακατανομή) σήμανε την υιοθέτηση νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Οι  ευρεία προσδοκία για το άνοιγμα της σοσιαλιστικής προοπτικής εξανεμίστηκε. Το κυβερνητικό σχήμα της τριμερούς συμμαχίας ANC, COSATU, SACP, σήμανε ένα είδος «ιστορικού συμβιβασμού» με Αφρικάνικα χρώματα, ο οποίος έδωσε έμφαση στην αμφίβολη ιδέα του «χτισίματος του έθνους», που στην πράξη δεν ήταν παρά ένας ευφημισμός για την απρόσκοπτη δράση των μονοπωλίων και το τέλμα διαιώνισης της αθλιότητας του πληθυσμού που επιβάλουν. 
  
Στο κατά πόσο η συμμετοχή του SACP και της αριστεράς επηρέασε «το σχεδιασμό  των οικονομικών πολιτικών σύμφωνα με για τις ανάγκες του λαού» δίνει μια απάντηση ο  Dale T. McKinley:
 
«Θα μπορούσε επίσης να υποστηριχθεί (και όντως συνέβη) , ότι η «μεταβατική» παρουσία του  COSATU και του SACP, τόσο ως μέρη της επίσημης συμμαχίας με το κυβερνόν ANC κόμμα, όσο και της  «ευρείας αριστεράς» στη Νότια Αφρική, θα μεταφραζόταν σε μια ζωντανή συμπαράταξη των αντι-καπιταλιστικών δυνάμεων ικανών και διατεθειμένων να αμφισβητήσουν ριζικά  τις πολιτικές και τη συνολική αναπτυξιακή ατζέντα τόσο του κεφαλαίου όσο και του κράτους. Ωστόσο, η μεταβατική πραγματικότητα ήταν η αποδοχή μιας άνισης και ουσιαστικά υποταγμένης πολιτικής σχέσης μέσα σε μια συμμαχία κυριαρχούμενη απο το ANC». [7]
   
Παράλληλα, παρατηρεί ο Dale T. McKinley, με δέσμευση της αριστεράς στο κυβερνητικό σχήμα, μια σειρά απο πολιτειακές και κοινοτικές οργανώσεις που, μαζί με τα συνδικάτα, συνιστούσαν το σώμα της πάλης ενάντια στο απαρτχάιντ, απορροφήθηκαν στο κυβερνητικό σχήμα SANCO (South African National Civics Organisation = Νοτιοαφρικανικη Εθνική Οργάνωση Πολιτών).
 
Συσσωρευτικά, οι εξελίξεις σήμαναν ότι από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 η συντριπτική πλειοψηφία αυτών που στο παρελθόν αποτελούσαν μια ζωντανή και κυρίως ανεξάρτητη νοτιοαφρικανική ευρεία αριστερά, ριζωμένη στους πολιτικούς αγώνες της εργατικής τάξης που διατηρούσαν την  ελπίδα εκατομμυρίων για αντι-καπιταλιστικό μετασχηματισμό της νοτιοαφρικανικής κοινωνίας, είχε πρακτικά ευνουχιστεί». [8] 
  
Η διαδοχή του Νέλσον Μαντέλα απο τον Μπέκι αποτέλεσε συνέχεια και εντατικοποίηση μιας νεοφιλελεύθερης γραμμής απο το Εθνικό Αφρικάνικο Κογκρέσο, που συνέχισε πειθήνια την οικονομική και κοινωνική πολιτική του ύστερου απαρτχάιντ - με μια διαφορά: το πολιτικό προσωπικό των μονοπωλίων άλλαξε χρώμα. Όχι μόνο δεν άγγιξαν τις σχέσεις αφαίμαξης της χώρας αλλά ενίσχυσαν την εντατικοποίηση στην εκμετάλλευση του πλουτοπαραγωγικού πλούτου και του εργατικού δυναμικού της, με περαιτέρω ιδιωτικοποιήσεις πηγών του δημόσιου, με διευκόλυνση διακίνησης και εξόδου κεφαλαίων απο την χώρα. [9]
   
Εστιάζοντας στην απαράδεκτη οικονομική πολιτική  του ANC, δεν πρέπει να περάσουν απαρατήρητες σημαντικές αλλαγές που έγιναν στις οποίες πρωτοστάτησε το ΚΚ. Η αποφυλετικοποιηση του κράτους ήταν άλμα για τον Μαύρο πληθυσμό της Ν. Αφρικής, όπως και η μεταπολίτευση απο μια στυγνή ρατσιστική δικτατορία στον κοινοβουλευτισμό. Το βίωμα του θεσμοποιημένου ρατσισμού δεν πρέπει να υποτιμάται, ήταν φρικτά επαχθές για τον Μαύρο πληθυσμό της χώρας. Σημαντικό ήταν επίσης το ξεπέρασμα φραγμών στην παιδεία και την υγεία, κι η αναγνώριση δικαιωμάτων με συνταγματική κατοχύρωση. Γεγονός είναι επίσης ότι εξασφαλίζοντας πολιτική ισοτιμία, η αριστερά κατάφερε να δημιουργήσει συνθήκες στις οποίες άνοιξε μια δυνητική προοπτική για σημαντικές αλλαγές προς την βελτίωση των οικονομικών και κοινωνικών όρων ζωής του λαού, άσχετα αν αυτές μπλοκαρίστηκαν απο το ANC.

Κάποιοι στο ANC εχουν λόγους να αισθάνονται ικανοποιημένοι με την εξέλιξη της κατάστασης. Έχοντας βάλει πλάτες στην ισχυροποίηση του μονοπωλιακού κεφαλαίου, στην πρωτοκαθεδρία του οποίου βρίσκεται το διεθνές χρηματιστικό κεφαλαίο, εχουν καταφέρει να δώσουν στους υποστηριχτές τους τον πολιτικό μοχλό για την πραγματοποίηση του στόχου της ανερχόμενης μαύρης μπουρζουαζίας. Η πολική αναδιανομής και μαύρης ενδυνάμωσης σήμανε άνοιγμα του ορίζοντα και ενίσχυση της ανάπτυξης δραστηριοτήτων Μαύρων επιχειρηματιών. Όπως συμβαίνει συνήθως, αυτοί που δεν εχουν κανένα πολιτικό ηθικό φραγμό (μια ορδή απο  καριερίστες, αριβίστες, φίλαρχους, απατεώνες και δημαγωγούς), πολύ συχνά μετατρέπουν τον κυνισμό τους σε ένα κυνήγι για άμεσο προσωπικό πλουτισμό με κάθε μέσο.
 
εναντίον της διαφθοράς [10]
 
Ο Κρόνιν στο άρθρο του The Roots οf South Africa's Corruption Crisis (οι ρίζες της κρίσης διαφθοράς της Ν.Α)  φωτίζει την ουσιαστική , δομική πλευρά της κρίσης, σκιαγραφώντας παράλληλα και σημαντικές πλευρές του κοινωνικού γίγνεσθαι στην Ν. Αφρική. Γράφει:

«Η μάστιγα της διαφθοράς στη Νότια Αφρική έχει σφίξει τον κλοιό γύρω από την κοινωνία μας κατά την τελευταία δεκαετία, απειλώντας τις δημοκρατικές κατακτήσεις μας, διαβρώνοντας την ικανότητα του κράτους να προωθήσει σοβαρούς κοινωνικο-οικονομικούς μετασχηματισμούς, και συχνά υπονομεύοντας την κουλτούρα αλληλεγγύης του ευρείου κινήματος μας».

Σημειωτέον ότι το SACP ήταν μεταξύ των πρώτων σχηματισμών που έκαναν μαζική εκστρατεία ενεργά κατά της διαφθοράς και είχαν και μάρτυρες σ’ αυτόν τον αγώνα - όπως οι Ntshangase και Phakoe που δολοφονήθηκαν για την στάση κατά της διαφθοράς. Ο Κρόνιν Αναφέρεται σε διάφορες εξηγήσεις που  επικεντρώνονται σε κακή ατομική συμπεριφορά, στα  λεγόμενα "σάπια μήλα", και συμπληρώνει.

«Η ιδέα ότι οι πολιτικοί και το κράτος, λίγο ως πολύ, είναι εξ ορισμού διεφθαρμένοι ενδέχεται να υπονομεύσει την αποφασιστικότητά μας να χρησιμοποιηθεί η κρατική εξουσία (μαζί με το κοινωνικό ακτιβισμό) ώστε να αντιμετωπίσει αποφασιστικά τη διαφθορά. Βοηθά επίσης να συσκοτίσει το γεγονός ότι, εκεί που η διαφθορά εμφανίζεται στον δημόσιο τομέα, υπάρχει ανεξαιρέτως και ένας διαφθορέας απο τον ιδιωτικό τομέα».

Κατά την εξήγηση του  Ndebele, ένα αίτιο της κρίσης διαφθοράς έγκειται στο γεγονός ότι η ‘νέα ελίτ’ που αναδείχτηκε μετά το 1994, βρίσκεται σε μια διελκυστίνδα μεταξύ ανταγωνιστικών τάσεων – η ατομική αποκατάσταση σε βάρος μιας ουσιαστικής κοινωνικής ανάπτυξης,  η αναδιανομή σε βάρος ενός συστημικού  μετασχηματισμού. Ο Κρόνιν λεει:

  «"Ο  μετασχηματισμός", για παράδειγμα, έφτασε να σημαίνει όχι τον ριζικό μετασχηματισμό των συστημικών χαρακτηριστικών του αποικιοκρατικού απαρτχάιντ, αλλά μια δόση φυλετικής αντιπροσωπευτικότητας μέσα στις ίδιες ουσιαστικά αμετάβλητες πραγματικότητες - τις ίδιες αίθουσες διευθυντικών διαβουλεύσεων (boardrooms), τα ίδια πλούσια προάστια, τα ίδια ελιτίστικα γκολφ κλαμπς».

Ο  Joel Netshitenzhe εξηγεί τη διαφθορά επικαλούμενος την «αυξανόμενη κοινωνική απόσταση» μεταξύ της νέας πολιτικής ελίτ και της μαζικής βάσης. Σ’ αυτό το χάσμα κινείται μια «αναδυόμενη μεσαία τάξη» που επιθυμεί ένα στυλ ζωής χωρίς να έχει το ιστορικό οικονομικό υπόβαθρο και προσπαθεί να το αποκτήσει με δόλο και απάτη...

Όλα αυτά, εξηγεί ο Κρόνιν,  παραμένουν μονόπλευρες περιγραφές του προβλήματος, και δεν συνιστούν θεωρητικό βοήθημα για την καταπολέμηση της διαφθοράς.  Ειδικότερα, αδυνατούν να αναγνωρίσουν ότι η καθιερωμένη λευκή αστική τάξη δεν στέκεται αδιάφορη απέναντι στο πρόσωπο της νέας  (μετά το1994) πολιτικής πραγματικότητας. Επιδιώκει την συγκρότηση των μαύρων μεσαίων στρωμάτων σε σχετικά ρυθμιστικό παράγοντα των εξελίξεων.  Την περίοδο των διαπραγματεύσεων στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ο στόχος του μεγάλου κεφαλαίου ήταν να διασφαλίσει στους μετριοπαθείς του ANC ισχύ και ηγεμονική θέση, αποστασιοποιώντας τους απο μια πιο ριζοσπαστική βάση τους.

Ο  Κρόνιν επισημαίνει τη τακτική εγχώριων και διεθνών κύκλων του μεγάλου κεφαλαίου να αναδείξουν στελέχη, σ’ όλη την περίοδο προ-και-μετά το 1994. Στελέχη σε θέσεις κλειδιά του ANC, στα μουλωχτά προσλήφθηκαν για πρακτική  εκπαίδευση απο εταιρίες στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως η Goldman Sachs για παράδειγμα, και γύρισαν για να επανδρώσουν κομβικές θέσεις στην κυβέρνηση, για την χάραξη οικονομικών πολιτικών. 

 Απο τα μέσα της δεκαετίας του 1990, μια βασική στρατηγική για την δόμηση της λεγόμενης «κοινωνικής απόστασης» ήταν η εδραίωση ενός ρυθμιστικού μαύρου στρώματος, μιας ελίτ, μέσω της πολιτικής της "μαύρης οικονομικής ενδυνάμωσης". Αυτή κατέστη ένα κοινωνικό συμφωνητικό μεταξύ των στοιχείων της νέας μαύρης πολιτικής και οικονομικής  ελίτ και του ήδη εγκαθιδρυμένου μεγάλου λευκού κεφαλαίου. Για το μεγάλο κεφάλαιο εξασφαλίσθηκε μια «αναπαράσταση» του τρόπου με τον οποίο είχε στο παρελθόν επιβληθεί ο τρόπος λειτουργίας κυρίως της εξόρυξης και του τραπεζικού κεφαλαίου.  Η νέα ελίτ, (‘the new BEE’, όπως αποκαλείται) που αποτελεί το οικονομικό υπόβαθρο του ANC, επωάσθηκε σαν σύμμαχος του μεγάλου κεφαλαίου και σαν αντίβαρο στην επιρροή του SACP και COSATU και της βάσης του ANC στις πόλεις και την  ύπαιθρο. Λειτούργησε σαν «μαξιλάρι» απορρόφησης δονήσεων που προξενούσε η  ανάγκη για μια ισότιμη κοινωνία μέσω ενός γνήσια ριζοσπαστικού μετασχηματισμού. Το μεγάλο κεφάλαιο δημιούργησε μια ενδιάμεση ζώνη που απ’ την μια άμβλυνε την αντίθεση μέρους του πληθυσμού διευκολύνοντας τον πλουτισμό του, επιφέροντας συνάμα την ταξική αφομοίωση του, απο την άλλη έκανε χρήση αυτού του μέρους του πληθυσμού σαν αποδέκτη των δονήσεων που προέρχονταν απο το άλλο μέρος. Σαν προφυλακτήρα ή «προστατευτικό μαξιλάρι». 
  
Ιδεολογικό εργαλείο αποτέλεσαν βασικά ντοκουμέντα του ANC, που προωθούσαν έναν εκχυδαϊσμό της έννοιας «επαναστατικές κινητήριες δυνάμεις» - στις οποίες συμπεριέλαβε την ανερχόμενη ελίτ, και η ιδέα ότι «η εγωιστική επιδίωξη της ατομικής ικανοποίησης οδηγεί αναπόφευκτα στο ευρύτερο καλό όλων» μέσω της ελεύθερης αγοράς με το "αόρατο χέρι".

Φτάνοντας στο Μαρικάνα 

Με δοσμένη την παραπάνω ανάλυση, η οποία ως επί το πλείστον βασίζεται σε κείμενα του κόμματος και του Τζέρεμυ Κρονιν – του σημαντικότερου θεωρητικού του – εικάζω πως  η εξέλιξη στο Μαρικανα δεν φαίνεται κεραυνός εν αιθρία. Με δοσμένη επίσης την θέση του κόμματος στην συμμαχία που κυβερνά την χώρα, η αντίδραση του σ’ αυτήν την τραγωδία δεν φαίνετε παράδοξη. Με τα ίδια τα λόγια του Κρονιν:
 
«Η αντίδραση του SACP στην τραγωδία Marikana υπήρξε σκόπιμα προσεκτική - όχι γιατί δεν έχουμε αισθανθεί απόλυτη οργή και αγανάκτηση. Οι αντιδράσεις μας ήταν μελετημένες, όχι επειδή πιστεύουμε ότι μια ριζοσπαστική απάντηση είναι ακατάλληλη - το αντίθετο μάλιστα. Ωστόσο, ποτέ δεν έχουμε μπερδέψει την δημαγωγική αναζωπύρωση της λαϊκής οργής για προσωπικούς βραχυπρόθεσμους στόχους με ένα γνήσιο μετασχηματιστικό ριζοσπαστισμό. Ακριβώς όπως δεν έχουμε ποτέ συγχύσει κοινοβουλευτικό εκλογικό οπορτουνισμό («απολύστε τους υπουργούς", "διώξτε τον επίτροπο της αστυνομίας", "τσακίστε τα συνδικάτα") με μια εναργή συμβολή στην κατανόηση των συλλογικών ευθυνών και τις προκλήσεων που έχουμε ως χώρα».

Ο Κρόνιν στο παραπάνω άρθρο του (Συστημικοί Παράγοντες Πίσω απ’ την Τραγωδία του Μαρικανα),[11] χαρακτηρίζει «τραγική παραφροσύνη» την οργανωμένη προσπάθεια να υπονομευτούν τα παγιωμένα συνδικάτα. Η δράση του AMCU είναι, εξηγεί ο ίδιος, μόνο ένα πρόσφατο παράδειγμα αυτής της διαχρονικής τακτικής των αφεντικών. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000, στην ζώνη πλατίνας του Ραστενβεργκ χρηματοδοτήθηκε το λεγόμενο WMPU (Workers Mouth Piece Union, συνδικάτο Φερέφωνο Εργατών) για να διασπάσει και να αποδυναμώσει το NUM, προξενώντας κύμα βίας και αναταραχής. 
 
Ένα αίτιο  της βίας αποδίδεται  στο γεγονός ότι οι ιδιοκτήτες των ορυχείων αντιτίθενται σε συλλογικές συμβάσεις και προωθούν αποσπασματικές συμφωνίες, συχνά ευνοώντας κάποια τμήματα εργαζόμενων για να δημιουργήσουν ένα κλίμα όπου οι εργάτες να αντιμάχονται εργάτες.  Φέρνει σαν παράδειγμα την εταιρία Implats όπου, στην αρχή της χρονιάς, εξ αιτίας μιας τέτοιας συμφωνίας,  το AMCU εκμεταλλεύτηκε την οργή εργατών που θεώρησαν ότι είχαν αδικηθεί και τους έστρεψε εναντίον του NUM, υποδαυλίζοντας βία εναντίον των στελεχών του.
 
O Κρονιν αναγνωρίζει ότι οι άθλιες κοινωνικές συνθήκες υπό τις οποίες ζουν οι εργαζόμενοι στα ορυχεία είναι «το πλέον απαράδεκτο» σε όλη την ζώνη παραγωγής της πλατίνας, όπου πολλά δισεκατομμύρια ράντς κέρδη έχουν εξασφαλισθεί για το κεφάλαιο, ενώ συνεχίζεται μια φρικτή υποβάθμιση των κοινωνικών συνθηκών στις οποίες ζουν οι κοινότητες των εργατών. Οι συνθήκες αυτές εχουν καταστεί φυτώριο για την ανάπτυξη του οργανωμένου Εγκλήματος στο οποίο κυρίαρχο ρόλο παίζουν οι κατά περιοχές πολέμαρχοι και οι φρουρές τους (vigilanteς) των οποίων τα δίκτυα εχουν διεισδύσει στις παραγκουπόλεις των μεταλλωρύχων. Οι συμμορίες αυτές λυμαίνονται τις παραγκουπόλεις, ελέγχοντας την ιεροδουλία, την διακίνηση οινοπνευματωδών και «ντάγκα» (Μαριχουάνα), ενώ μέλη τους εμπλέκονται σαν επ’ αμοιβή δολοφόνοι (hit men) στον συνδικαλιστικό χώρο. O Κρονιν αναφέρεται στην έκθεση του David Bruce η οποία στοιχειοθετεί την διασύνδεση οργανωμένου εγκλήματος και ενδο-συνδικαλιστών δολοφονιών. 
 
«αυτό που είναι επίσης προφανές είναι ότι η σειρά των δολοφονιών αποτέλεσε μέρος μιας εκστρατείας για την εγκαθίδρυση του κύρους της WMPU ως συνδικάτο για τα ορυχεία Amplats, καθώς και για να εδραιώσει την εξουσία του εντός των άτυπων οικισμών. Το WMPU λειτούργησε όχι μόνο μέσα από μια κεντρική εκτελεστική επιτροπή, αλλά και με μια σειρά από άλλες επιτροπές που είχαν σαν βάσεις τους σε μεγάλο βαθμό τους άτυπους οικισμούς. Φαίνεται ξεκάθαρο ότι πολλοί από τους  φόνους δεν διαπράχτηκαν μόνο από "επαγγελματίες δολοφόνους" (hit-men),  αλλά αρχικά είχαν εγκριθεί από μερικές από αυτές τις επιτροπές, ή τουλάχιστον απο κάποια από τα άτομα που συνδέονται με αυτές. [...]  Παρ 'όλα αυτά, φαίνεται ότι εκτός από τους"hit-men" υπήρχε επίσης μια ομάδα ανθρώπων, που σχετίζονται με κάποιες από τις επιτροπές του WMPU, ο οποία έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ενορχήστρωση της βίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις, επίσης, πρέπει να έχει υπάρξει μια κοινή τομή μεταξύ αυτών των κατηγοριών με αρχισυμμορίτες που ενδεχομένως εμπλέκονται άμεσα στη διεξαγωγή αυτών των φόνων» ( David Bruce). [12] 
 
Δεν λείπει απο τις ερμηνείες του Τζέρεμυ Κρόνιν η διαπίστωση ότι οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης των εργατών τους καθιστούν ευάλωτους σε καλλιέργεια εχθρότητας προς τα «παγιωμένα» συνδικάτα. Στην ανάλυση αυτή όμως δύνεται ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός ότι τμήματα των εργατών χειραγωγούνται απο δυνάμεις που στρέφονται εναντίον των παγιωμένων συνδικάτων και, ειδικά στον χώρο των ορυχείων, εναντίον του ΝUΜ. Αυτό φαίνεται σαν μια απολογητική  προσπάθεια για να δικαιολογηθεί το γεγονός ότι η τριμερής συμμαχία δεν έχει επιχειρήσει να αλλάξει τις κρατικές δομές που εξακολουθούν να συμπεριφέρονται όπως στην περίοδο του απαρτχάιντ. Τελικά, υπεκφεύγει την κραυγαλέα διαπίστωση ότι παρά την  αποφυλετικοποίηση της κρατική μηχανής, με πρόσληψη μαύρου προσωπικού σε εκτελεστικές θέσεις, η μόνη  εξέλιξη του μηχανισμού αυτού είναι επιφανειακή και αφορά το χρώμα, δηλαδή ότι σαν βραχίονας της καπιταλιστικής άρχουσας τάξης τώρα υπηρετεί και τα συμφέροντα της αναδυόμενης μαύρης νέο-μπουρζουαζίας με μαύρα όργανα της τάξης.
 
Το SACP δεν παραβλέπει επίσης  ότι το ANC, (Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο) είναι κάτω  από έλεγχο της άρχουσας τάξης, όπως μαρτυρούν κι άλλα κείμενα και του ίδιου του Κρονιν. Αυτή η δύσπεπτη αλήθεια όμως αφομοιώνεται με την εκλογίκευση ότι το ANC ήταν πάντα μια πλατφόρμα διαφορετικών και αντικρουόμενων τάσεων και ότι η συναγωνιστική σχέση των δυο κομμάτων αφήνει περιθώρια επιρροής του ΚΚ στις ζυμώσεις που γίνονται στο ANC. Το ερώτημα είναι αν αυτή η επιρροή είναι αποτελεσματική και η απάντηση, απο την μέχρι τώρα πείρα, είναι πολύ περισσότερο «όχι» παρά «ναι».

Ένα πρόβλημα είναι ότι η ενσωμάτωση του στην συμμαχία αυτή το οδηγεί να δίνει ίσως περισσότερο βάρος στις εσωτερικά τεκταινόμενα του ANC και λιγότερο στην ανάπτυξη του αγώνα κοινωνικών δυνάμεων, με κορμό το εργατικό κίνημα, για ώθηση ριζοσπαστικών λύσεων που θα αμφισβητούν δραστικά την εξουσία των μονοπωλίων και δίπλα σ’ αυτά την νέα εκμεταλλεύτρια τάξη της Μαύρης μπουρζουαζίας. Ένα παράδειγμα είναι η εμπλοκή του κόμματος στην στήριξη του Ζούμα κατά του Μπέκι – ο τελευταίος ήταν απροκάλυπτος θιασώτης της νεοφιλελεύθερης πλοκής εξελίξεων στην Ν. Αφρική. Ο Ζούμα όμως, παρά την στήριξη του απο το ΚΚ, δεν έδειξε προθέσεις να «ανταποδώσει» ενισχύοντας την επιρροή του στην συμμαχία, ούτε και να υιοθετήσει μια πιο ριζοσπαστική ατζέντα για την οποία μάχεται το ΚΚ. Αντίθετα αυτό που είναι αξιοπρόσεκτο είναι ότι το ΚΚ παίρνει θέσεις που μπορεί να δείχνουν προσαρμογή των απαιτήσεων του στις διαθέσεις του Ζούμα - όπως στο θέμα των εθνικοποιήσεων του ορυκτού πλούτου της Ν. Αφρικής, όπου ο Ζουμα απέρριψε την απαίτηση της Νεολαίας του ANC για εθνικοποίηση των ορυχείων. Σε πρόσφατη δήλωση του, ο Nzimande, ΓΓ του  Νοτιο-Αφρικάνικου ΚΚ, λίγο ως πολύ χαρακτήρισε το αίτημα ως «λαϊκίστικο» 
 
«το κάλεσμα για την εθνικοποίηση από στοιχεία της Ένωσης Νεολαίας ANC, είναι για την διάσωση στοιχείων της μαύρης οικονομικής ενδυνάμωσης που βρίσκονται σε κρίση, κι όχι για να καλύψει τα συμφέροντα των εργαζομένων και των φτωχών," [...]  Σε δέκα χρόνια από τώρα, θα  ζητούν την ιδιωτικοποίηση, αφού το κράτος κληρονομήσει το χρέος» [13] 
  
Βεβαίως, το παιχνίδι εθνικοποίησης των χρεών και ιδιωτικοποίησης των κερδών παίζεται κι εκεί. Και σίγουρα η αναδυόμενη μαύρη μπουρζουαζία έχει βάλει χέρι σε κάποια απο τα ορυχεία που νοσούν. Παράδειγμα: ο εγγονός του Μαντέλα που  μαζί με τον εγγονό του προέδρου Ζουμα έστησαν την εταιρία Aurora για την εκμετάλλευση παλιών ορυχείων[14] και κατέληξαν σε επιχειρηματικό φιάσκο. «Ιδανικό» για αυτούς και για παρόμοιους τους θα ήταν το ξελάσπωμα τους απο το κράτος με εθνικοποίηση ζημιοφόρων ορυχείων και με αποζημιώσεις που θα τους κάνουν πολύ πλουσιότερους σε χρόνο ρεκόρ. Και καλά κάνει το κόμμα να βλέπει κριτικά τέτοιες εκκλήσεις. Ωστόσο αυτό δεν ακυρώνει ένα ερώτημα που αφορά την αναγκαιότητα να περάσει στα χέρια της κοινωνίας συλλογικά η κυριότητα των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό, όχι μόνο με αυτά που είναι γραμμένα στα χαρτιά ή σε κομματικά ντοκουμέντα, αλλά στη πράξη, είναι καθοριστική για τι  είδος «όν» είναι το ΚΚ, αλλά και για το προς τα που οδεύει η εργατική τάξη που αυτό πρέπει να εκπροσωπεί και να καθοδηγεί.


Σημειώσεις 

2, 3 Έκθεση με βάση τα ντοκουμέντα του CPSA:
α) Founding and development of the CPSA, 1921-1949
β) A banned organisation, 1950-1959
4, 5, 6 The Path to Power in the National Democratic Revolution. Part 4)
7, 8,  Dale T. McKinley, The Crisis of the Left in Contemporary South Africa
10 Στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάζονται οι κύριες θέσεις που αναπτύσσει ο Τζ. Κρόνιν στο άρθρο του ‘The Roots οf South Africa's Corruption Crisis’ http://www.politicsweb.co.za/politicsweb/view/politicsweb/en/page71619?oid=315048&sn=Detail&pid=71619
11 (Jeremy Cronin, Systemic factors behind the Marikana tragedy, August 2012 http://www.sacp.org.za/main.php?ID=3733
12 David Bruce, The Operation of the Criminal Justice System in Dealing with the Violence at Amplats
13 Communists slam calls to nationalise S. Africa mines
14 Nelson Mandela's Grandson Comes Under Fire for Failed Mining Deal
http://online.wsj.com/article/SB10001424052702304821304577436062719953318.html 



Μ. Γαλαντόμος, (Ικαρία, Σεπτέμβρης 2012).

Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2012

Neo-liberalism, reformism, populism and ultra-leftism (part two) by JEREMY CRONIN




Neo-liberalism, reformism, populism and ultra-leftism

PART TWO

IDEOLOGICAL STRUGGES WITHIN THE PEOPLE’S CAMP IN SOUTH AFRICA, REFORMISM, ULTRA-LEFTISM AND POPULISM

Unlike liberalism (and its modern variant, neo-liberalism), and unlike, say, Marxism-Leninism (and its many variants) -  “reformism”, “ultra-leftism” and “populism” are not, per se, an identifiable body of ideas. They are, rather, styles of approaching political theory and practice. You will find, for instance, a wide variety of populisms – ranging from ultra-right fascist populism, through to left and ultra-left variants. Marxism-Leninism will also be found in reformist, ultra-left and populist variations/deviations.

For these reasons, it is easier, when dealing with reformism, ultra-leftism and populism, while noting some general features (as we will), to focus on concrete situations.

But first let us consider some of the general features of these three tendencies.

The general features of ultra-leftism

The defining feature of ultra-leftism is its excessive exaggeration of subjective factors. The subjective feelings of militancy of a small group of revolutionaries; or the deep anger and impatience felt by large masses of workers and poor; or the attractiveness of an immediate advance to socialism – important, understandable and, in many cases, even admirable subjective feelings of this kind are assumed to mean that the desirable is also, more or less, immediately possible. This is why Lenin, appropriately, referred to this tendency as “infantile”.  He writes, for instance, of the ultra-left tendency in
Germany in 1920:

“It is obvious that the `Lefts’ in
Germany have mistaken their desire, their politico-ideological attitude, for objective reality. That is a most dangerous mistake for revolutionaries to make.” (Lenin,  “Left-wing” communism – an infantile disorder, Selected Works, p.541)

The excessive subjectivism of the ultra-left also expresses itself in the ways in which it tends to explain away reverses or difficulties. These, too, are excessively subjectivised – leaders are “sell-outs” and “traitors”, the masses are “misled”, or suffering from a “false consciousness”. These accusations may, or may not have some relevance, but ultra-leftism tends to evoke them all too hastily. 

The flip-side of this excessive subjectivism is that ultra-leftism tends to underrate or even ignore the objective factors within a given situation. The real and potential impediments to a rapid advance are discounted. The strength of opposition forces and the dangers of counter-revolution are neglected. The objective weaknesses of progressive classes and strata are themselves also characteristically ignored.

The conflation of what is desirable with what is possible results in adventurism, a tendency to voluntarism, the advocacy of reckless leaps forward, based on sheer will-power, that can result in serious defeat and disaster.

As a consequence of all of this, ultra-leftism tends not to understand revolution as process. Everything is immediate, all-or-nothing, victory or sell-out. This, in turn, results in many of the zig-zags that are so often a feature of ultra-leftism, bouts of excessive optimism, followed by depression and the predictable accusations of betrayal and sell-out. Lenin writes of this tendency that it “easily goes to revolutionary extremes, but (it is) incapable of perseverance, organisation, discipline and steadfastness.” (p.520)

Because of its exaggeration of the immediate, ultra-leftism tends, also, to greatly exaggerate tactics at the expense of strategies. Tactics are elevated into strategies, and even principles.  For instance, ultra-leftism often rejects compromises on principle. Participation in parliamentary democracy is sometimes rejected, for all time, and the tactics of a general strike or an insurrectionary seizure of power are counter-posed to any other approach, and turned into timeless strategies if not principles.

The ultra-left approach is also often characterised by what Lenin neatly described as the “tactics of sheer negation”. We see signs of this in our own current reality (anti-globalisation, anti-NEPAD, anti-ANC government).

All of these characteristics of ultra-leftism result in a general inability to appreciate or participate in the often long-haul of organisational building and the concomitant need to work patiently, resolve secondary contradictions, and manage the complexity of mass movements, alliances and broad fronts. As a result, the organisational practices of ultra-leftism are typically characterised by factionalism and the propensity to endless splitting and fragmentation (which is why, incidentally, the 2002 ANC S&T Preface attempt to present the ultra-left as a vast South African conspiracy with global tentacles is not only factually incorrect, but simply bizarre). Another related feature of ultra-leftism’s inability to build organisation is a propensity to enter into a parasitic relationship with established organisations, institutions and campaigns, using the tactics of entryism.

These are the characteristic features of the ultra-left tendency. We have tried to show that these features are inter-connected and mutually reinforcing. In real life, of course, ultra-leftism will manifest itself in many varieties, and with varying degrees of “purity”.

In South Africa, ultra-leftism has had a presence over many decades, with all of the endemic characteristics, noted above, featuring in one way or another. The following are the most recurrent specific characteristics of ultra-leftism in our country:
The inability to understand the national question as an objective reality that is a core feature of South Africa’s capitalist development path, structurally linked to our deep-seated legacy of under-development. Instead, ultra-leftism in South Africa tends to conceptualise the national question, and progressive nationalism, as “false consciousness”, or inherently “petty bourgeois” – once more subjectivising what is, in the first instance, a profoundly objective reality.
As a consequence, ultra-leftism has tended to oppose the entire NDR strategy, rejecting it as the pursuit of a “capitalist road”, or as a “detour”, an “unnecessary delay” in the struggle for socialism;
Organisationally, ultra-leftism has, generally, defined itself outside of and in opposition to the ANC and the Tripartite Alliance. A great deal of energy has been devoted to breaking our alliance, to “weaning” workers away from the “nationalist” ANC, the “Stalinist” SACP, or from the present “reactionary” leadership of COSATU. But, as with ultra-leftism elsewhere, there have also been various entryist attempts into all three of the alliance components.

Of course, organised ultra-left factions and groupings are one thing, but there is also the reality of influence. As in any revolutionary movement, none of our
Alliance formations is immune to the influence of ultra-leftism on the one hand, or (as we shall soon see) to reformist opportunism on the other. Labelling and witch-hunting are the least effective ways of countering such influences.


The general features of reformism

Even when he was focusing his polemical attention on ultra-leftism, Lenin never forgot that the principal internal danger to a revolutionary movement came not from the ultra-left, but from reformist opportunism:

“First and foremost, the struggle against opportunism, which in 1914 definitely developed into social-chauvinism and definitely sided with the bourgeoisie, against the proletariat. Naturally, this was Bolshevism’s principal enemy within the working-class movement. It still remains the principal enemy on an international scale. The Bolsheviks have been devoting the greatest attention to this enemy.”  (ibid., p.520).

This is what Lenin says before going on to deal with ultra-leftism. Not only does he prioritise the danger of opportunism even when his main topic is ultra-leftism, but he also affirms that the spread and impact of ultra-leftism is often directly linked to the damage caused to a revolutionary movement by reformist opportunism.

“[ultra-leftism] was not infrequently a kind of penalty for the opportunist sins of the working-class movement. The two monstrosities complemented each other.” (ibid., p.521)

So what are the main features of reformist opportunism?

Whereas ultra-leftism grossly over-rates the subjective dimension, opportunism greatly exaggerates the stability, durability, and the “unchallengeable” character of objective factors. You will find, for instance, this kind of argument in the 2002 intervention of Moleketi and Jele attacking the SACP, which comes very close to promoting just such an “unchallengeable” version of the current global balance of forces:

“Capital is stronger than it has ever been, globally. It is in search of and hopes for a challenger who will have the temerity to launch a general offensive against it. In crushing such a challenger, as it would, it would not only send the message that the age of revolutions is over, but would also get the matter fixed firmly in the minds of the international proletariat that capital, exclusively, has the right to determine the destiny of the world.” (Moleketi and Jele, p.15)

Of course, Moleketi and Jele are not wrong to argue that a “general offensive” against global capitalism could be adventurist, but in the absence of offering any other line of march against capitalism, it is hard not to be left with the impression that capitulation is the order of the day.  This impression is reinforced by other passages in their pamphlet, for instance:

“Logically, accumulated capital in the world economy cannot be anywhere other than with the bourgeoisie, even in our country.” (our emphases, Moleketi and Jele, p.21)

If accumulated capital resources are privatised, commercialised, concessioned-out; if the public and parastatal sector is plundered by an emerging bourgeoisie; if worker pension and provident funds are invested purely in terms of the logic of the capitalist market and profit maximisation - then accumulated capital will not be found anywhere other than with the bourgeoisie. But there is nothing necessary, still less logical about this.

In our view, passages like this illustrate the impact of reformism on the thinking of some within our movement. In particular, they resonate with the first and principal feature of reformism, its over-rating of the “unchallengeable” character of the dominant objective realities.

This is not to say that reformist opportunism does not seek to change things. But, and this is its second defining feature, it sees change as reforms that do not challenge the core structural and systemic features of capitalism. Let us be clear, there is nothing wrong with reforms, but for a revolutionary movement, reforms must have a transformational character, they must introduce anti-systemic possibilities, momentum towards, capacity for, and elements of far-reaching structural change. In our situation, however, reformist opportunism sees change as being about “regulating” capitalism; modernising our economy; catching up with “international best practice”; and correcting for “market failure”.

And this results in reformist opportunism sharing with ultra-leftism the tendency to turn tactical choices imposed by particular realities into strategies and even into timeless principles. The strategic objectives of one’s struggle (a national democratic revolution, for instance) tend to be endlessly postponed, or emptied of substantial content. Ultra-leftism elevates what might be, in a particular situation, a correct tactical choice (“no compromise”) into a strategy and even a principle (“never compromise”). Opportunism does exactly the same thing, but in reverse (“always compromise”). As Lenin puts it:

“Naïve and quite inexperienced people imagine that the permissibility of compromise in general is sufficient to obliterate any distinction between opportunism, against which we are waging, and must wage, an unremitting struggle, and revolutionary Marxism, or communism.” (Lenin, ibid., p.549) 

While ultra-leftism tends not to understand process, reformist opportunism does not understand the DIALECTICAL nature of process. Thus the history and trajectory of contemporary capitalism tend to be understood as a relatively smooth, evolutionary flow, rather than a crisis-ridden, thoroughly dialectical reality in which progress and barbarism, development and underdeveloped are systemically linked, each the structural condition for the other. In our situation, the absence of dialectics can result in the unworkable dream of “deracialising” our society by modernising, applying “international best practice”, aligning with “global standards”, becoming more competitive, achieving good investment ratings, and, in short, by “normalising” South Africa in the absence of any fundamental transformation.

A clear contemporary example of the tendency to obscure the dialectical nature of key realities in our society is to be found in the “two economies” discussion. Leading comrades in the movement have, quite correctly, identified the dualistic character of our economy and society, and they have equally correctly characterised this as a process of under-development. However, in practice and in theory, this dialectical reality is often quickly re-conceptualised as “two” economies – the one developed and the other un-developed. The dialectical relationship is neglected and a programme of “consolidating” advances in the “first economy” to produce growth that can be “redistributed” to the second economy in order to promote it upwards becomes the programmatic vision.

While the posture of ultra-leftism is often one of “sheer negation”, as Lenin puts it, (anti-globalisation, anti-NEPAD, etc.); the posture of reformist opportunism tends to be one of bland optimism. The “revolution” is forever being declared “on track”, as if, precisely, there were some straight-line “track”.

However, since objective reality (not least a reality dominated by capitalism) is not evolutionary but thoroughly dialectical, uneven and crisis-ridden, reformist opportunism frequently finds itself confronted with “discrepancies”. And so, like ultra-leftism, opportunism tends to have recourse to the subjective in order to “explain” away obstructions and crises. While ultra-leftism invokes the subjective “betrayal” of “sell-outs”, reformist opportunism invokes plots and conspiracies; our continent’s systemic underdevelopment by decades of capitalist progress tends to be attributed largely to attitudinal prejudices (Afro-pessimism); the deep-seated structural legacy of racialised poverty is mythologised (the “demon” of racism); and the motives of journalists and statisticians are queried when bland optimism is not confirmed by their reports. (We should emphasise that we are not denying the possibility of plots, nor the fallibility of statistics or the media, nor the existence of colonial prejudices about our continent, nor the persistent and abhorrent reality of racism in our society – but over-reliance on these subjective explanations goes hand in hand with reformism’s inability to scientifically analyse the contradictory objective character of our global and national realities.)


The general features of populism – “Emotive forces”

You will find both reformist and ultra-left versions of populism within the people’s camp, although there is often a greater affinity between some versions of ultra-leftism and populism. You will also find (as we have noted above) other versions of populism – including ultra-right, fascist populism.

In fact, one of the features of populism is that it will often mobilise quite diverse (and even opposed) ideological currents around a single issue/personality.

Populism is essentially a tendency that focuses on the emotional mobilisation of popular forces. While popular mobilisation is essential in any progressive politics, it runs the risk of becoming merely populist when the long-term sustainability of the campaign, serious organisation, and the effective self-empowerment of the popular forces mobilised in the campaign are all relatively neglected.

Populism tends to mobilise popular forces demagogically as emotional fans of a particular cause, often of a particular personality. The demagogic mobilisation also frequently agglomerates a whole series of diverse grievances and unites them around a single issue or personality – but also AGAINST some demonised arch-enemy – the “Jews”, “foreigners”, “Osama Ben Laden”

Populism, as the name implies, seeks to mobilise a collective force as “the people” – there is nothing inherently wrong with the notion of the “people”, of  “popular forces”, of “people’s power”, etc. (Indeed, we have used these terms in the course of this intervention). However, populism tends to invoke the “people”, “popular sentiment”, the “nation” etc. in ways that ignore, or deliberately obfuscate diverse class, gender and other diversities and potential contradictions within the people’s camp.

While we tend to think of populism in its more militant (whether ultra-left or ultra-right) variants, there are also more moderate versions of populism – a politics of personal reassurance, of top-down patronage. If the contradictions within our society and movement deepen, we can anticipate certain reformist projects focusing increasing attention on popular unifying projects (2010 for instance?) to the detriment of more deep-seated challenges and contradictions.

However, the more obvious variants of populism tend to have a militant character, associated with a politics of “high drama” – whipping up a fever of emotional sentiment, and playing to the gallery of popular prejudices and aspirations, or seeking to satisfy some immediate demand, even if it is not remotely sustainable. 

Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2012

Systemic factors behind the Marikana tragedy



Systemic factors behind the Marikana tragedy


Jeremy Cronin
30 August 2012

SACP DGS says origins of AMCU can be traced back to BHP Billiton Coal financing a union split

Red Alert: Some of the underlying systemic factors behind the Marikana tragedy
The SACP's reaction to the Marikana tragedy has been deliberately careful - not because we haven't felt absolute outrage and exasperation. Our responses have been considered, not because we think that a radical response is inappropriate - on the contrary. However, we have never confused the demagogic enflaming of popular anger for personal short-term objectives with genuine transformative radicalism. Just as we have never confused parliamentary electoral opportunism ("fire the ministers", "fire the police commissioner", "bash the unions") with a thoughtful contribution to understanding the collective responsibilities and challenges we have as a country.
At least one of the silver linings in this dark cloud has been the widespread public revulsion at the vulture-like behavior of some of the more demagogic interventions since the tragedy. We trust that those, whether in the media or even in parts of the progressive trade union movement, who had continued to flirt with illusions about "economic freedom fighters" now understand exactly what the SACP said back in 2009 when we characterized this tendency as anti-union, anti-worker and even as "proto-fascist".
As the SACP we have welcomed the Presidential Judicial Commission of Inquiry and the other related investigations and judicial processes (including into the murders of 10 people in the days prior to the events of 16th August, as well as into allegations of police assaults after arrests were made). We should await the outcomes of these processes, while ensuring that they are thorough-going and objective.
Another silver lining in this dark cloud is a growing appreciation that, if we are to learn constructive lessons to be taken forward into practical transformative interventions, then we need to understand the tragedy in a much wider systemic context. So what are some of these wider systemic factors?
The folly of union-bashing - even for private capital
In the first place, there are welcome signs that the mining houses are coming to realize the tragic folly of their attempts to undermine established unions. Whether this will be an enduring realization will, of course, not depend on the good-will of the mine bosses, but upon the organizational capacity of NUM on the mines (and, as we shall see in a moment, in the surrounding communities), as well as determination by the state. The origins of AMCU can be traced back to BHP Billiton Coal at Witbank deliberately financing a union split to undermine the strength of NUM.
But AMCU is just the latest example of this strategy employed over and over by the bosses. In the late 1990s and early 2000s, for instance, the Rustenburg platinum belt was rocked with violence and instability associated with the so-called Workers Mouth Piece Union led by the "Five Madoda". The hand of corporate management in fostering the rise of this pseudo-union, and of shadowy white Afrikaner con-men ("The Peoples Assurance Brokers" based in Klerksdorp) has been documented by, amongst others, David Bruce ("The operation of the criminal justice system in dealing with the violence at Amplats", April 2001, www.csvr.org.za - see here PDF).
"Free market" competition - or collective bargaining?
The tragedy at Marikana also had some of its immediate origins in the fact that the platinum mining corporations have not entered into collective bargaining arrangements with the unions as in other key mining sectors, preferring instead to compete amongst themselves, and even reneging on negotiated wage agreements at the individual company level. This was exactly what happened in the violence and instability earlier this year at Implats near Rustenburg.
In the face of the global capitalist economic crisis and falling platinum prices, there has been a fierce competition between the platinum mining corporations, including a competition to attract categories of mine-workers with relatively scarce skills. Earlier this year Implats unilaterally scuppered a negotiated wage settlement with NUM by offering higher salaries to mine-workers with blasting certificates. This angered other categories of workers who had been told that the original settlement was "the best that could be achieved" and that there was "no more money". AMCU exploited their anger and turned it against NUM. Violence was directed against NUM shop-stewards, there was a wild-cat strike, and the dismissal of 9000 workers.
The resulting instability has definitely fed into the general context of the Marikana tragedy. At the multi-stakeholder engagements in the course of this week the prospect of moving towards collective bargaining across the platinum sector has been raised. The SACP supports a move in this direction and it will be an important worker victory if achieved. Of course, ultimately shop-floor organization and strong trade union capacity should be used not to moderate working class demands, but to unite the working class in a common struggle. While management has tried to play off different unions and different categories of workers against each other - the real scandal is the enormous difference in remuneration between the top executives and the hundreds of thousands of workers involved in difficult and dangerous work.  
The global capitalist crisis and the South African platinum sector
The violence and instability on the South African platinum belt cannot be seen in isolation from the impact of the global capitalist crisis. Platinum prices have been severely hit by the crisis in Europe, the main market for our platinum. The retrenchments, inter-corporate rivalries, and union-bashing noted above have intensified as a result. There is also talk of a global over-supply of platinum, a "platinum bubble".
This raises a wider question. South Africa possesses some 86% of known platinum reserves, and some 56% of all current global platinum sales are from our mines. Yet we have allowed the supply of platinum onto the global market to be a function of short-term profit maximization, corporate greed, and rivalry. This was tacitly admitted last week by Terence Goodlace, the new CEO of Implats, in an interview with Geoff Candy of Mineweb. The relevant Q's and A's are worth quoting:
"GEOFF CANDY: I was going to ask you because a lot of talk has been made of how many mines are marginal at the current price level, from Impala's point of view where would prices need to go before you would consider cutting production?
TERENCE GOODLACE: Well...if you're going to get sustained numbers of around about $1400 per ounce ...then we would seriously need to start thinking about how do we rationalise the industry.
GEOFF CANDY: Would that have to be at an industry-wide level because one gets the sense that in order to speak with one voice may be a much better thing going forward, perhaps, than each mine doing its own thing. 
TERENCE GOODLACE: Ja, I think we've got to be very careful from that perspective, I think we would make our own decisions, vis-à-vis what we would need to do to make sure our profitability is right. I'm not professing for one stage here that we get together and decide on production levels. 
GEOFF CANDY: [Laughing] I didn't mean it quite in that sense {in what sense DID he mean it??} but in one of your notes you do say that the platinum sector, as it stands, is a price taker. Is there any way to become a price maker to some greater extent in South Africa or is that completely impossible?
TERENCE GOODLACE: Ja, from my perspective I probably don't know enough about that..."
Both Moneyweb and Terence Goodlace can see that it is bizarre that SA, with 86% of the world's platinum reserves, is a "price taker" and not a "price maker", but the logic of their narrow private corporate outlook means that they are unable (or unwilling) to consider what obviously requires serious consideration. All they can think of is more "rationalization", that is retrenchments to protect profits. It is here that the proposals around platinum marketing in the ANC-commissioned "State Intervention in the Minerals Sector (SIMS)" policy document require serious consideration. Again, it is worth quoting the relevant section:
"South Africa has the bulk of global resources of platinum (80%). Given the relative inelasticity of platinum supply and demand (no viable substitutes) our producer power could be used to negotiate supply and local beneficiation with the international PGM [platinum group minerals] customers (beneficiators). Platinum, like gold, has become an international investment instrument...and accordingly should be treated like gold in our Exchange Control Regulations. The Minister of Finance should be tasked to amend the Exchange Control Regulations to prohibit the sale of ‘Precious Metals' without Treasury exemption (currently this clause only applies to gold sales), which will also give the state the right to market platinum, in addition to gold."
In other words, we should be using our dominant position in platinum to advance our national developmental objectives - including price-making, averting volatile global booms and busts, including through local beneficiation and industrial job creation. At the moment this massive resource is simply left to the profit-maximising agenda of largely foreign-owned multinationals.
A lost opportunity for a new, post-apartheid urbanization
Our vulnerability to global market forces on the platinum market is a symptom of a basic fact - 18 years after a democratic breakthrough, SA remains locked into the same apartheid-colonial growth path dominated by the mineral-energy and financial oligopolies. But perhaps an even more tragic symptom of the same problem relates to the squalid social conditions in which our platinum belt mine-workers are living. The 167-page, church-sponsored Bench Marks Foundation report, "Communities in the Platinum Minefields" makes for sobering reading.
The global platinum boom that has now come to a dramatic halt has seen massive industrial investments across our platinum belt, but these investments and the multi-billion rand profits they have secured, have been accompanied by an appalling degradation in the social conditions in which mine-communities are living. The Bench Marks report details how all of the mining houses have window-dressed on their "social responsibility" commitments. Squalid shanty-towns surround most of the mines, and there is the continued use of a significant proportion of sub-contracted labourers from Pondoland in the Eastern Cape and from neighbouring countries. Under-resourced district municipalities and overwhelmed local traditional leadership structures have also not be able to provide basic social infrastructure.
And it is within this milieu that warlord, vigilante structures have asserted their authority. David Bruce's earlier study, noted above, is particularly useful in documenting the connections between anti-stock theft vigilante networks in Pondoland infiltrating, via sub-contracted labour, into the North West platinum belt shanty-towns. Bruce documents how these vigilante structures control the liquor, dagga, sex-work and herbalist trade in these settlements, and how they exact tributary payments through shack-lordism.
To assert their control they use violence to challenge alternative organizational and authority structures. In the Amplats violence in the early 2000s, NUM shop-stewards and local traditional leaders were assassinated. And, certainly in the Workers Mouth Piece case, these vigilante networks were then the base upon which a challenge was made to capture union levies. There is growing evidence that what we have seen at Lonmin's Marikana mine has very similar, vigilante network features. The Judicial Commission of Enquiry will certainly need to investigate these kinds of factors.
What all of these points to is that we have to place our economy on to a new growth path. And this new growth path cannot just focus on economic infrastructure, for instance. We need to ensure that our mineral resources are used to drive upstream and down-stream industrialization, but also sustainable, non-racial urbanization. This will require an effective and determined developmental state, nationally, provincially and locally; a united and effective trade union movement linked to local progressive civic structures; and the political will to ensure effective state intervention into mining (not least the platinum) sector.
Asikhulume!!
Jeremy Cronin is 1st Deputy General Secretary of the SACP.
 source:http://www.sacp.org.za/main.php?ID=3733