Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα B. Brecht. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα B. Brecht. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 17 Απριλίου 2013

Brecht - "Απ' τη βρωμιά δε μπορούσε κανένας οχετός να μας ξεπλύνει"




.
.Καιρό πολύ προτού τα βομβαρδιστικά φανούνε πάνωθέ μας ήτανε κιόλας οι πολιτείες μας ακατοίκητες. Απ' τη βρωμιά δε μπορούσε κανένας οχετός να μας ξεπλύνει

Καιρό πολύ πριν σκοτωθούμε σε μάχες άσκοπες όταν βαδίζαμε σε πολιτείες όρθιες ακόμα οι γυναίκες μας ήτανε κιόλας χήρες και τα παιδιά μας ορφανά.

Καιρό πολύ πριν μας πετάξουν στο λάκκο άλλοι σημαδεμένοι ήμαστε δίχως φίλους. Αυτά που ο ασβέστης μας αφάνισε, δεν ήτανε πια πρόσωπα.


 Poverty-16

Δευτέρα 15 Απριλίου 2013

ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ Για την αλήθεια

1. Υπάρχει μία αλήθεια
Δηλαδή: Υπάρχει μόνο μία αλήθεια, όχι δύο ή περισσότερες, όσες είναι οι ομάδες των ενδιαφερόμενων.
2. Αυτή η αλήθεια δεν είναι μόνο μια ηθική κατηγορία
Δηλαδή: Δεν είναι μονάχα ζήτημα εσωτερικής διάθεσης (άρνηση δωροδοκίας, αγάπη για την αλήθεια, δικαιοσύνη κ.λπ.), αλλά είναι και ζήτημα δυνατότητας. Πρέπει να παραχθεί. Υπάρχουν, επομένως, τρόποι παραγωγής της αλήθειας.
3. Η ομολογία (και η εξεύρεση) της αλήθειας πρέπει να έχει ένα σκοπό.
Η αλήθεια είναι ο αντικατοπτρισμός στο νου των κινητήριων δυνάμεων της πραγματικότητας. Η εμφάνιση του ερωτήματος «ποια είναι η αλήθεια» πρέπει να θεωρείται απόδειξη του ότι έχει γίνει αναγκαία μια ενέργεια μέσα από πραγματικές καταστάσεις (αλλαγές της πραγματικότητας). Ακριβώς σε σχέση με την αναγκαία αυτή ενέργεια πρέπει να μπει το ερώτημα. Αντικείμενο της απάντησης πρέπει να είναι και να μείνουν όλες εκείνες οι καταστάσεις, που δημιούργησαν το ερώτημα.
4. Η αιτία που προκάλεσε το συλλογισμό και την ομολογία πρέπει να βρίσκει την τελείωσή της στην ομολογία και το συλλογισμό.
Για παράδειγμα: Οταν παρουσιάζεται το θέμα της ελευθερίας, πρέπει να διαπιστώνεται, ποια καταπιεστική κατάσταση δημιούργησε τον πόθο για ελευθερία, γιατί μια τέτοια διαπίστωση θα είναι καθοριστική για το είδος εκείνο ελευθερίας, που έγινε αναγκαίο. Και για ν' αλλάξει η κατάσταση, επομένως να κερδηθεί η ποθούμενη ελευθερία, πρέπει να χρησιμοποιηθούν ακριβώς εκείνες οι καταστάσεις, που δημιούργησαν την απαίτηση (ή τον πόθο) για ελευθερία.
5. Μια τέτοια μαρτυρία ή παρουσίαση της αλήθειας είναι τότε μονάχα αλήθεια, όταν επιτρέπει μια πρόβλεψη.
Σ' αυτήν όμως την πρόβλεψη πρέπει εκείνος που κάνει τη μαρτυρία να είναι και δρόν πρόσωπο. Πρέπει να συμπεριφέρεται σαν κάποιος, που η συμβολή του είναι απόλυτα αναγκαία για την πραγμάτωση των όσων πρόβλεψε.

Brecht «φταίει το σύστημα» κι όχι ο ίδιος σαν άτομο?



«φταίει το σύστημα» κι όχι ο ίδιος σαν άτομο?
Είναι ανεύθυνο, να αθωώνει κανείς το δικαστή, λέγοντας πως «φταίει το σύστημα» κι όχι ο ίδιος σαν άτομο. Γιατί, αν ο δικαστής υποτάσσεται όχι στη συνείδησή του παρά στο σύστημα όταν αποφασίζει το άδικο, τότε τι λοιπόν κάνει ενάντια στο σύστημα; B. Brecht

Τρίτη 9 Απριλίου 2013

ΜΠΡΕΧΤ Ανοιχτή επιστολή στον ηθοποιό Χάινριχ Γκεόργκε

 
Briefmarke der Deutschen Post der DDR 


Πρέπει, ν' απευθυνθούμε σε Σας με μια ερώτηση. Μπορείτε να μας πείτε πού βρίσκεται ο συνάδελφός σας Χανς Οττο από το Κρατικό Θέατρο;
Λένε, ότι τον έπιασαν άνθρωποι των ταγμάτων εφόδου, τον κράτησαν κάμποσο καιρό απομονωμένο κάπου και ύστερα μεταφέρθηκε με φρικτές πληγές σ' ένα νοσοκομείο. Μερικοί μάλιστα ισχυρίζονται ότι πέθανε εκεί. Δεν θα μπορούσατε εσείς να πάτε και να μάθετε τι απόγινε;
Πληροφορούμαστε, βλέπετε, ότι δε σας βαραίνει καμιά υποψία για εχθρική στάση απέναντι στο τωρινό καθεστώς. Φαίνεται ότι πολύ έγκαιρα αναγνωρίσατε, πως ήταν λάθος σας η μακρόχρονη συνεργασία σας με μας τους κομμουνιστές. Με την πλήρη υποταγή σας θα πρέπει να αποσπάσατε τους επαίνους των εχθρών μας, που άλλοτε ήταν και δικοί σας εχθροί. Μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε ότι κυκλοφορείτε σώος, αβλαβής και ελεύθερος και επομένως έχετε τη δυνατότητα να ψάξετε για το συνάδελφό σας Οττο.
Ξέρετε, δεν πρόκειται για τυχαίο άνθρωπο. Ανηκε σ' εκείνους, που προβληματίστηκαν για το τι είναι απαραίτητο στην εξάσκηση πραγματικής δραματικής τέχνης. Δεν επρόκειτο για γενικούς στοχασμούς αλλά γι' αυτούς, που τον ανάγκασε να κάνει το επάγγελμά του σαν ηθοποιός και που τον οδήγησαν στη διαπίστωση, ότι είναι απαραίτητες θεμελιακές κοινωνικές αλλαγές για να μπορέσει να δημιουργηθεί μεγάλη θεατρική τέχνη, θέατρο αντάξιο ενός λαού με κουλτούρα. Οι κοινοί άνθρωποι θα μπορούσαν να αντιτείνουν ότι δεν χρειάζονται τόσα πολλά για να μπορεί ένας ηθοποιός να παίζει στο θέατρο. Ισως να έλεγαν ακόμα ότι αρκεί το ταλέντο γι' αυτό. Αλλά ο συνάδελφός σας Οττο είχε άλλη άποψη για τη θεατρική τέχνη: πίστευε ότι το ταλέντο δεν αρκεί, γιατί εξαγοράζεται πολύ εύκολα, είναι ασταθής παράγοντας στο λογαριασμό, μπορεί να εκμισθωθεί σε οποιονδήποτε ικανό να πληρώσει το μίσθωμα και να υπηρετήσει οποιαδήποτε υπόθεση, ακόμα και την πιο βρώμικη.
Τέτοια ταλέντα δεν χρειάζεται καν να κρυφτούν πίσω από τα δάχτυλά τους. Αρκεί να κολακευθούν - κι αυτό γίνεται πολύ εύκολα - για να γίνουν χρησιμοποιήσιμα για κάθε λογής σκοπούς, τέτοιους, που ούτε η παιδεία τους ούτε η νοημοσύνη τους ούτε η αίσθηση ευθύνης φτάνουν για να τους αντιληφθούν. Κι εσείς ο ίδιος, έχετε σίγουρα ταλέντο, όμως δε σας βοήθησε στο ν' αρνηθείτε τα χειροκροτήματα των αιματόβρεχτων τωρινών θεατών σας.
Γι' αυτό, ο φίλος μας Χανς Οττο πίστευε ότι χρειάζεται κάτι περισσότερο από το ταλέντο για να φθάσει κανείς στην αληθινή δραματική τέχνη. Εφθασε στο σημείο να δηλώσει ότι μονάχα μια εξολοκλήρου αλλαγή στις σχέσεις ιδιοκτησίας, μια οριστική κατάργηση των δυνατοτήτων εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, μια ριζική εκκαθάριση των παράσιτων, που τρέφονται από την ξένη δουλειά, η συντριβή ενός καταπιεστικού κρατικού μηχανισμού, είναι εκείνα, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν το λαό σε τέτοια κατάσταση, που να είναι δυνατή η δημιουργία δραματικής τέχνης υψηλού επιπέδου, σαν αυτήν που οραματιζόταν: Καθαρή, αληθινή, χρήσιμη.
Αυτές τις σκέψεις τις είχε μέχρι το τέλος. Σκεφτόταν την ανατροπή του κατεστημένου μέχρι και την πιο μικρή λεπτομέρεια, ακόμα και το μερτικό, που μπορούσε να 'χει σαν ηθοποιός σ' αυτήν την υπόθεση. Γιατί στην πάλη κατά του κοινωνικού συστήματος έπρεπε να κινητοποιηθεί και ο ηθοποιός, που με την οικονομική πίεση είχε γίνει παραγιός της άρχουσας τάξης και γελωτοποιός μερικών παράσιτων.
Μ' αυτές τις σκέψεις στο μυαλό του, δε δίσταζε να αναλάβει ακόμα και την πιο απίθανη δουλειά και να τη διεκπεραιώσει με την πιο μεγάλη ευσυνειδησία, όταν η δουλειά αυτή μπορούσε να βοηθήσει στη διόρθωση κάποιου κακού. Νοιαζόταν πολύ για την οικονομική κατάσταση των συναδέλφων του και καταπιανόταν ακόμα και με τα πιο απλά και πρακτικά ζητήματα, όπως είναι η εύρεση δουλειάς. Πίστευε ότι μ' αυτόν τον αγώνα του πρόσφερε το μερτικό του στη μεγάλη υπόθεση της αναστατωμένης, παραμελημένης και παραπλανημένης ανθρωπότητας. Γι' αυτό έκανε πολλά, που κάθε άλλο παρά δόξα μπορούσαν να του φέρουν. Η απόφαση, που είχε πάρει για τον εαυτό του, δεν ήταν βιαστική. Για κείνον ήταν αμετάκλητη. Οταν ήρθε ο καιρός, που χρειαζόταν μεγάλη παλικαριά για ν' αγωνιστεί κανείς ενάντια στην εκμετάλλευση και στην καταπίεση, εκείνος συνέχισε τον αγώνα του μέχρι τη στιγμή, που βρέθηκε με τις φρικτές πληγές του στην κλινική.
Γι' αυτόν τον άνθρωπο σας παρακαλούμε να ενδιαφερθείτε. Εχετε τώρα άφθονο καιρό στη διάθεσή σας. Βαριά καθήκοντα δεν σας περιμένουν πια. Αυτά, που θα παίξετε κατ' επιταγή στη σκηνή, θα είναι ανάξια λόγου, πομπώδη και φτιαχτά πράγματα. Εργα από την εποχή της ανόδου της αστικής τάξης θα υποχρεωθείτε κατά κάποιο τρόπο να τα «φέρετε στα φώτα της ράμπας», αλλά σίγουρα με απαρχαιωμένο τρόπο. Θα σας γίνει ο σχετικός υπαινιγμός για να πουλήσετε σε συμφέρουσα τιμή ό,τι σας απόμεινε από την υποκριτική. Δεν θα τα ερμηνεύσετε με τρόπο, που να μας κάνει να πιστεύουμε ότι η εποχή άνθησης της τέχνης ανήκει στο παρελθόν!
Η εκμετάλλευση που οργιάζει γύρω μας, η αδιάκοπη καταπίεση μεγάλων λαϊκών μαζών, η αναγκαστική μετατροπή της τέχνης, της παιδείας, των κάθε λογής ικανοτήτων και γνώσεων σε εμπόρευμα, όλα αυτά διέφθειραν μαζί με τη δημόσια ζωή όλο και πιο πολύ το θέατρο. Το θέατρο με τους καλύτερους εκπροσώπους του ανήκε πάντα σ' εκείνες τις δυνάμεις, που εναντιώνονταν στα βίαια δεσμά που ονομάζονται ατομική ιδιοκτησία. Το θέατρο ήταν πραγματικά έτοιμο για να αντιταχθεί αγωνιστικά στο κοινωνικό σύστημα μαζί και σε άμιλλα με ορισμένες επιστήμες και πολιτικά κινήματα. Αγωνιζόταν να παρουσιάζει στη σκηνή αληθινές και ανόθευτες εικόνες της ζωής και μάλιστα τέτοιες, που πρόσφεραν δυνατές λύσεις για τα διάφορα προβλήματα.
Ο ιμπρεσιονισμός του μεταιχμίου των δύο αιώνων και ο εξπρεσιονισμός της δεκαετίας του '20 ξεπεράστηκαν. Ο ιμπρεσιονισμός, ένας αμβλυμένος νατουραλισμός, έδειξε την αδιάσπαστη εξάρτηση του ανθρώπου από το περιβάλλον του, αλλά ταυτόχρονα παρουσίασε αβασάνιστα όλες τις κοινωνικές δομές σαν φυσικά δοσμένες. Ο εξπρεσιονισμός, ένα εξίσου αμβλυμένο ιδεαλιστικό κύμα, διακήρυξε τη χειραφέτηση του ανθρώπου, αλλά δεν την πραγματοποίησε.
Ο πόλεμος έφερε μια βαθιά τομή στην τέχνη. Ο φρικτά βασανισμένος άνθρωπος κραύγαζε πια. Ο βασανισμένος ανέβηκε στον άμβωνα. Ο σακάτης κήρυττε τον πόνο του με χίλιες γλώσσες. Η απαλλαγμένη πια από σπασμωδικότητα αυτοάμυνα του ανθρώπου δημιούργησε στο θέατρο - αν και έλειπε η οποιαδήποτε γνώση για τη φύση και το σκοπό του βασανισμού - μια μορφή δράματος, που θύμιζε τη δραματουργία της μοιρολατρίας. Οι καλλιτέχνες περίμεναν τα πάντα από τον «καλό» βασανισμένο άνθρωπο.
Υστερα το θέατρο προχώρησε, στο σημείο να κατονομάσει, και μάλιστα με τα ανθρώπινα ονόματά τους, τις «μυστικές δυνάμεις, που κατευθύνουν τον άνθρωπο» και να δείξει αυτές τις δυνάμεις όχι σα μυστικές, αλλά σαν κρυμμένες. Εδειξε, ότι το κοινωνικό περιβάλλον, η οικονομία, η μοίρα, ο πόλεμος, η δικαιοσύνη είναι πρακτική, που εφάρμοσαν άνθρωποι και που πάλι από ανθρώπους πρέπει να αλλαχτούν. Οπως από το πεδίο της επιστήμης, έτσι κι από το θέατρο εξαφανίστηκαν οι σκοτεινές δυνάμεις. Οι άνθρωποι πήραν με συνοπτική διαδικασία την κατάσταση στα χέρια τους. Η νέα και συγχρονισμένη με την εποχή της τέχνη μοχθούσε για να χαλαρώσει τα δεσμά.
Η φασιστική αντεπανάσταση, η μεγάλη προσπάθεια για τη διάσωση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής αναχαιτίζουν ακαριαία σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης γνώσης και πράξης, ό,τι μπορούσε να είναι βλαβερό για την ατομική ιδιοκτησία. Αυτές είναι σχεδόν όλες οι προοδευτικές αλλαγές που έγιναν! Ακόμα και στον τομέα της έρευνας των αστερισμών οι άρχοντες των δημόσιων υπηρεσιών θα εξακολουθήσουν να ουρλιάζουν «Αλτ!».
Εσείς ο ίδιος και οι συνάδελφοί σας μεταβληθήκατε μέσα σε μια νύχτα σε καραγκιόζηδες. Θλιβεροί ηθοποιοί - υπάλληλοι, ταυτισμένοι με την προστυχιά, «καθοδηγημένοι» από δήμιους, θα κάνετε τη δουλειά σας, δηλαδή θα ακολουθείτε με εμπιστοσύνη τις υποδείξεις των επίορκων, δουλειά με τόσο ανύπαρκτη απήχηση, ώστε να χαρακτηριστεί ανοσιούργημα. Πολύ γρήγορα θα έχετε τις ακόλουθες εμπειρίες: ο λόγος θα γίνει στο στόμα σας τόσο ανούσιος, όσο το σάλιο που φτύνουμε - δε θα είναι η πρώτη φορά που θα φτύσουμε. Οποιον ήρωα δράματος κι αν παραστήσετε, θα μιλάει σαν ψεύτης και θα δρα σαν αποβλακωμένος, σαν άνθρωπος, που κατάπιε μονομιάς πολλά ναρκωτικά χάπια... θα φέρεστε όπως φέρεται κανείς μπροστά σε ακροατές, που μπορούν να κουβαλάνε κάποιον σε κτίρια, όπου δεν υπάρχει καμιά διαδικασία. Θα παρουσιάζετε στη σκηνή για αρετή όλα, όσα ολόκληρη η ανθρωπότητα θα τινάξει στον αέρα, όταν νικήσει, και για κακία όλα, όσα θα μπορούσε να χτίσει. Οσο για την πιστότητα θα χρησιμοποιηθεί από την καταπίεση: Πάνω στη σκηνή θα τονιστεί σα φτηνό φτιασίδι. Γιατί η πειθαρχία δεν είναι πια ταυτόσημη με την υπακοή. Στα δράματα, που θα παίζετε, η μοίρα θα είναι μια κρυφή δύναμη, γιατί και πάλι θα κρατηθεί μυστικό από τους ανθρώπους, ότι η μοίρα του ανθρώπου είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Η μουσική στα έργα σας θα έχει την ίδια αποστολή, που είχε τον καιρό, που τα αθώα πρόβατα πιάνονταν στο δόκανο: θα είναι σωστή «μαγεία». Θα πρέπει πολλά μαγικά να κάνετε, αγαπητέ μου. Ο συνάδελφος σας Χανς Οττο ήξερε ενάντια σε τι αγωνιζόταν. Πού είναι τώρα; Δεν σας βάζουμε σε κόπο για το τίποτα. Σας παρακαλούμε να ενδιαφερθείτε για έναν άνθρωπο πέρα για πέρα αναντικατάστατο, ιδιαίτερα σημαντικό για το επάγγελμα που ασκείτε: έναν άνθρωπο σπάνιο, που δεν πουλιόταν. Πού είναι; Να είστε βέβαιος, ότι δεν είναι χαμένος καιρός το ν' ασχοληθείτε μ' αυτόν. Καμιά συνέντευξη απ' αυτές, που έχετε την ευχέρεια να δίνετε και στις οποίες επιτρέπετε στον εαυτό σας να εκφράζει, για πολλοστή φορά, υποταγή στους αιματοβαμμένους κυρίαρχους, δεν πρέπει να σας εμποδίσει ν' αναζητήσετε το συνάδελφό σας Χανς Οττο και να βαδίσετε στ' αχνάρια των βημάτων του. Πιθανόν αυτή η δουλειά να σας χαλάσει τη διάθεση, με την οποία δηλώνετε φωναχτά στο συντάκτη της εφημερίδας «Φέλκισερ Μπεομπάχτερ»: «Είναι απόλαυση να ζει κανείς σ' αυτήν εδώ την εποχή!». Αλλά πιστέψτε μας, αυτό είναι μόνο ένα πλεονέκτημα. Γιατί μερικοί (ή μήπως πάρα πολλοί;) θα μπορούσαν να ρωτήσουν: Πού ήταν γι' αυτόν απόλαυση να ζει;
Και μάλιστα, πρέπει να σας αποτρέψουμε επειγόντως από το να ευχαριστείτε από σκοπιμότητα για τα χειροκροτήματα, που εισπράττετε από αιματοβαμμένα χέρια. Σας συμβουλεύουμε, εσάς και τους ομοίους σας, να σκεφθείτε, ότι οι καιροί αλλάζουν και ότι πολύ βιαστήκατε να συνοδοιπορήσετε, πιστεύοντας ακράδαντα στη μονιμότητα της βαρβαρότητας και στο αήττητο των σφαγέων.
(1933)

****
File:Bundesarchiv Bild 183-H09160, Heinrich George.jpgAfter the Nazi takeover, George was initially classified as a "non-desirable" actor because of his earlier political affiliations and was thus barred from working in cinematic productions. However, he was able to reach an accommodation with the Nazi regime. In 1937, George was designated as a Staatsschauspieler (i.e. an actor of national importance) and in 1938 was appointed director of the Schiller Theater in Berlin. George actively collaborated with the Nazis and agreed to star in Nazi propaganda films such as Hitlerjunge Quex, Jud Süß, and Kolberg as well as appearing in numerous newsreels.

(from  http://en.wikipedia.org/wiki/File:Bundesarchiv_Bild_183-H09160,_Heinrich_George.jpg)

Δευτέρα 8 Απριλίου 2013

Brecht: Είναι ο κομμουνισμός αποκλειστικός;

(απόσπασμα)
Πολλοί, σχεδόν όλοι οι αστοί κριτικοί της «Μάνας» μάς είπαν, ότι αυτή η παράσταση είναι μια υπόθεση που αφορά τους κομμουνιστές και μόνο. Μίλησαν γι' αυτήν όπως θα μιλούσαν περίπου για ένα θέμα που αφορά τους κονικλοτρόφους ή τους παίχτες σκακιού, δηλαδή, σαν κάτι που αφορά πολύ λίγους ανθρώπους και που, προπαντός, δεν μπορεί να κριθεί από ανθρώπους άσχετους με τα κουνέλια ή το σκάκι. Αν όμως δεν ενδιαφέρεται για τον κομμουνισμό όλος ο κόσμος, ο κομμουνισμός ενδιαφέρεται για όλον τον κόσμο. Ο κομμουνισμός δεν είναι ένας οποιοσδήποτε αγώνας ανάμεσα στους άλλους. Ξεκινάει ριζικά από την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και αντιπαρατάσσεται προς όλες τις τάσεις που παρά τις μεταξύ τους τυχόν διαφορές, είναι βασικά υπέρ της διατήρησης της ατομικής ιδιοκτησίας. Προβάλλει την απαίτηση να είναι η άμεση και μοναδική συνέχεια της μεγάλης δυτικής φιλοσοφίας και σαν τέτοια ο ριζοσπαστικός αναμορφωτής της, όπως είναι η μοναδική πρακτική συνέχεια της δυτικής (καπιταλιστικής) ανάπτυξης και σαν τέτοια ταυτόχρονα ο ριζοσπαστικός αναμορφωτής της αναπτυγμένης οικονομίας. Μπορούμε και πρέπει να τονίσουμε ότι οι θέσεις μας δεν είναι καθόλου περιορισμένες και υποκειμενικές, αλλά αντίθετα αντικειμενικές και γενικά δεσμευτικές. Εμείς δεν είμαστε μια μικρή μερίδα της ανθρωπότητας, που αγωνίζεται για τα ατομικά της συμφέροντα. Είμαστε αυτή η μερίδα της, που εκπροσωπεί τα συμφέροντα ολόκληρης (και όχι ενός μέρους) της ανθρωπότητας. Κανένας δεν έχει το δικαίωμα, να μας χαρακτηρίσει υποκειμενικούς επειδή αγωνιζόμαστε. Σήμερα, όποιος κρατιέται μακριά από τον αγώνα, για να δώσει έτσι δείγματα αντικειμενικότητας, αυτός θα μπορούσε ύστερα από καλύτερη προσοχή να πιαστεί επ' αυτοφώρω σαν εκπρόσωπος μιας απελπιστικά υποκειμενικής άποψης για τα συμφέροντα μιας μικρής μερίδας της ανθρωπότητας. Κι αν το ζήτημα εξεταστεί αντικειμενικά, προδίνει τα συμφέροντα ολόκληρης της ανθρωπότητας, γιατί με τη στάση του τάσσεται υπέρ της διατήρησης των καπιταλιστικών σχέσεων ιδιοκτησίας και παραγωγής. Ο φαινομενικά αντικειμενικός «αριστερός» αστός σκεπτικιστής είναι αυτός που δεν γνωρίζει ή δεν θέλει ν' αφήσει να γίνει παραδεκτό, ότι συμμετέχει σ' αυτή τη μεγάλη μάχη, επειδή δεν ονομάζει μάχη τη διαρκή άσκηση βίας από ένα ολιγάριθμο στρώμα, και δεν συνειδητοποιεί πια αυτή τη βία, γιατί με τον καιρό την έχει συνηθίσει. Είναι όμως αναγκαίο να αφαιρεθούν από τα χέρια αυτής της άρχουσας, διεφθαρμένης, βρώμικης υποκειμενικά και αντικειμενικά απάνθρωπης κλίκας όλα τα «αγαθά ιδανικής μορφής», άσχετα με το τι σκοπεύει να τα κάνει από εκεί και πέρα μια κοινωνία, που γνώρισε την εκμετάλλευση, που περιορίστηκε στην παραγωγή και αμύνθηκε κατά της διαφθοράς. Πρώτα-πρώτα αυτό το κοινωνικό στρώμα πρέπει να κηρυχτεί έκπτωτο κάθε απαίτησης για ανθρώπινη υπόληψη. Στη συνέχεια, πρέπει να μην επιτραπεί πια η χρησιμοποίηση ορισμένων λέξεων, όπως «ελευθερία», «δικαιοσύνη», «ανθρωπιά», «μόρφωση», «παραγωγικότητα», «τόλμη», «εντιμότητα», προτού ξεκαθαριστεί η πραγματική σημασία τους, δηλαδή πριν καθαριστούν από τη βρωμιά, που κόλλησε επάνω τους στη διάρκεια της λειτουργίας τους μέσα στην αστική κοινωνία. Οι αντίπαλοί μας είναι οι αντίπαλοι της ανθρωπότητας. Δεν έχουν «δίκιο» από την άποψή τους: η ίδια η άποψή τους αποτελεί το άδικο. Ισως, η κοινωνική τους θέση τούς αναγκάζει να είναι όπως είναι, αλλά είναι ανάγκη να πάψουν να έχουν κοινωνική θέση. Είναι κατανοητό ότι υπερασπίζονται τον εαυτό τους, αλλά έτσι υπερασπίζονται τη ληστρική αρπαγή και τα προνόμια. Το να τους κατανοήσουμε δε σημαίνει ότι μας επιτρέπεται να τους συγχωρήσουμε. Οποιος φέρεται στον άνθρωπο σαν λύκος, δεν είναι άνθρωπος, αλλά λύκος. Σήμερα που η απελπισμένη άμυνα τεράστιων, σε αριθμό, μαζών παίρνει τη μορφή της τελικής μάχης για την κατάληψη της εξουσίας, «καλοσύνη» σημαίνει εξόντωση εκείνων, που κάνουν ανέφικτη την πραγματική καλοσύνη.
1932
πηγη: ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ

Κυριακή 7 Απριλίου 2013

ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ Το διάβασμα του Μαρξ

Ενώ ήμουν πια από χρόνια ονομαστός συγγραφέας, δεν είχα ακόμα την παραμικρή ιδέα από πολιτική και δεν είχα δει, ως τότε, στα μάτια μου ούτε ένα βιβλίο, ούτε ένα κείμενο του Μαρξ ή σχετικό με τον Μαρξ.
Είχα ήδη γράψει τέσσερα δράματα και μια όπερα, που ανεβάστηκαν σε πολλά θέατρα, είχα πάρει λογοτεχνικά βραβεία και στις σφυγμομετρήσεις σχετικά με τη γνώμη προοδευτικών συγγραφέων μπορούσε κανείς συχνά να διαβάσει και τη δική μου γνώμη. Αλλά από πολιτική δεν καταλάβαινα ακόμα ούτε την αλφαβήτα, και για τη ρύθμιση των δημόσιων υποθέσεων στη χώρα μου είχα τόση ιδέα όση κι ένας μικροχωριάτης σ' ένα απομονωμένο υποστατικό.
[...] Το 1918 ήμουν στρατιωτικός σύμβουλος και μέλος του USPD (Ανεξάρτητο Σοσιαλιστικό Κόμμα Γερμανίας). Αλλά ύστερα, όταν μπήκα στη λογοτεχνία, δεν προχώρησα πέρα από μια μηδενιστική κριτική της αστικής κοινωνίας. Ούτε καν τα μεγάλα κινηματογραφικά έργα του Αϊζενστάιν, που ασκούσαν επάνω μου μια τρομερή επίδραση, ούτε καν οι πρώτες θεατρικές παραστάσεις του Πισκατόρ, που τις θαύμαζα, δεν με κέντρισαν για τη μελέτη του Μαρξισμού. Ισως έφταγε γι' αυτό η προηγούμενη θητεία μου στις θετικές επιστήμες (είχα σπουδάσει κάμποσα χρόνια ιατρική), που με επηρέαζε ιδιαίτερα ανασταλτικά απέναντι σε κάποια συγκινησιακή επίδραση. Και τότε έσπευσε σε βοήθειά μου ένα ατύχημα στη δουλειά μου. Χρειαζόμουν για ένα ορισμένο θεατρικό μου έργο το Χρηματιστήριο Σιτηρών του Σικάγου σα φόντο. Σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να συγκεντρώσω γρήγορα τις απαραίτητες πληροφορίες, ρωτώντας ειδικευμένους και έμπειρους σ' αυτά τα πράγματα. Ομως, δεν έγινε αυτό που περίμενα. Κανένας δεν μπόρεσε να μου εξηγήσει ικανοποιητικά τον τρόπο λειτουργίας του Χρηματιστηρίου Σιτηρών, ούτε μερικοί γνωστοί συγγραφείς οικονομικών βιβλίων ούτε επιχειρηματίες ούτε ένας μεσίτης, που είχε περάσει ολόκληρη ζωή, δουλεύοντας στο χρηματιστήριο του Σικάγου (για να τον συναντήσω, έκανα ολόκληρο ταξίδι από το Βερολίνο στη Βιέννη). Σχημάτισα την εντύπωση ότι ο τρόπος λειτουργίας του Χρηματιστηρίου ήταν ανεξήγητος, ασύλληπτος από τη λογική, παράλογος. Η κατανομή των σιτηρών στον κόσμο ήταν ακατανόητη. Εκτός από την άποψη μιας χούφτας κερδοσκόπων, από κάθε άλλη άποψη η αγορά αυτή των σιτηρών ήταν ένας βάλτος. Το δράμα που σχεδίαζα δεν το έγραψα τελικά. Αντί γι' αυτό άρχισα να διαβάζω Μαρξ. Ναι, μονάχα, τότε διάβασα τον Μαρξ. Και μονάχα τότε ζωντάνεψαν ουσιαστικά τα σκόρπια, εμπειρικά προσωπικά μου βιώματα και οι εντυπώσεις μου.
rizospastis.gr

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013

Brecht - Κίνδυνος από τα κτήνη της διανόησης


Αν ο πόλεμος, για παράδειγμα, ήταν ο πατέρας όλων των πραγμάτων, τότε θα έπρεπε να καλέσει κανείς σε πατροκτονία.
Οι φασίστες, σαν παλιοί μπογιατζήδες που είναι, ζωγραφίζουν συνήθως στον τοίχο το διάβολο που θα μπορούσε να 'ναι δυσάρεστος γι' αυτούς. Σκέφτομαι όμως πως καθώς είναι καλό να 'ναι δυσάρεστο γι' αυτούς, θα 'πρεπε κανείς να 'ναι ο ίδιος αυτός ο διάβολος. Οταν θέλει κανείς να τους βλάψει (και πρέπει να το θέλει, αν πράγματι επιθυμεί να κάνει καλό στην ανθρωπότητα), δεν έχει παρά να κοιτάξει τον τοίχο και να παρατηρήσει τι ζωγράφισαν. Ζωγράφισαν, για παράδειγμα, το κτήνος της διανόησης. Πολλοί από εμάς κοιτάζουν αυτόν τον τοίχο και βλέπουν την εικόνα αυτού του κτήνους και λένε: Πράγματι αυτό που δεν θέλουν να έχουν είναι η διανόηση κι έχουν δίκιο. Η διανόηση είναι αυτό που πρέπει να κινητοποιήσει κανείς εναντίον τους. Ομως δεν κατάλαβαν καλά την εικόνα, αν πιστεύουν ότι κι ο φασισμός έχει την ίδια γνώμη μ' αυτούς, ότι δέχεται κι αυτός την άποψη πως αρκεί η ύπαρξη της καλοσύνης για να νικηθεί για πάντα η κακία, πως αρκεί η λογική για να νικηθεί η ανοησία. Παρέβλεψαν ουσιαστικά το σημαντικότερο: τη λέξη «κτήνος». Στην πραγματικότητα, αυτό είναι και το κύριο ερώτημα: Πώς μπορούμε να γίνουμε κτήνη της διανόησης, κτήνη με την έννοια που οι φασίστες θεωρούν απειλητική για την κυριαρχία τους. Ενα κτήνος είναι κάτι το δυνατό, το τρομακτικό, το καταστροφικό. Ακούγεται βάρβαρα. Πιστεύετε όμως ότι η βαρβαρότητα μπορεί να καταπολεμηθεί με την αθωότητα; Θα ήταν σαν να θέλαμε ν' ανακόψουμε την ορμή ενός ξίφους προτάσσοντας τις αρτηρίες μας. Πρέπει να μάθουμε να το κατανοούμε: Και η καλοσύνη βλάπτει. Βλάπτει την ωμότητα. Το κάθαρμα δολοφονεί, αλλά ενεργεί μόνο με το φόνο όταν θέλει να εξαφανίσει κάτι από τον κόσμο. Καταλαβαίνετε: Δεν εννοώ να γυρίσουμε πίσω και να σκοτώσουμε τον Χίτλερ. Αυτό θα ήταν κτηνώδες, αλλά όχι έξυπνο. Πρέπει όμως να χρησιμοποιήσει κανείς κάτι το θανατηφόρο, αλλιώς το κάθαρμα θα συνεχίσει να ζει μέχρι το τέλος των ημερών του ή τουλάχιστον των δικών μας ημερών. Πώς μπορούμε εμείς οι συγγραφείς να γράφουμε θανατηφόρα;
Ξέρουμε ότι γύρω από τα φασιστικά κράτη υψώνεται ένα τεράστιο, χοντρό τείχος από κενές, πρόχειρες, παραφθαρμένες φιλοσοφίες που από πίσω του πραγματοποιούνται τα κέρδη. Αυτό το τείχος από καπνό είναι ένα θαύμα της τεχνικής προπετασμάτων καπνού. Πολλοί από εμάς ασχολούνται τώρα με το ν' αποδείξουν το χαρακτήρα αυτού του αερίου, την αστάθεια του τείχους και τα λοιπά. Φοβάμαι πως αυτό δεν είναι θανατηφόρο. Αντίθετα, θανατηφόρο είναι ν' αποδείξουμε αυτά που γίνονται πίσω από το τείχος. Αυτό απαιτεί περισσότερη δουλειά, περισσότερη μελέτη, βρίσκεται έξω από τον τομέα μας ουσιαστικά, γι' αυτό και δεν το καταλαβαίνουμε και τόσο καλά, είναι κάτι πρακτικό, είναι όμως θανατηφόρο.
***********

Τέχνη ή πολιτική;

Καταλαβαίνω την ερώτησή σας. Με βλέπετε να κάθομαι εδώ και να κοιτάω πέρα από τον πορθμό που δεν έχει τίποτα το πολεμικό. Πώς φτάνω λοιπόν ν' ασχολούμαι με τον αγώνα του ισπανικού λαού ενάντια στους στρατηγούς του; Σκεφτείτε, όμως, γιατί κάθομαι εδώ. Πώς μπορώ να κρατήσω έξω από τα γραπτά μου ό,τι έχει επηρεάσει τη ζωή μου; Ακόμη και τα ίδια μου τα γραπτά; Γιατί κάθομαι εδώ σαν εξόριστος και εκτός απ' όλα τ' άλλα μου έχουν στερήσει τους αναγνώστες μου και τους ακροατές μου, των οποίων τη γλώσσα γράφω κι αυτοί δεν είναι άνθρωποι που τους έδινα μόνο ποιήματα, αλλά και άνθρωποι που τους αξίζει το πιο βαθύ μου ενδιαφέρον. Μπορώ να γράφω μόνο γι' αυτούς για τους οποίους ενδιαφέρομαι. Τα ποιήματα είναι ακριβώς όπως τα γράμματα. Και τώρα οι άνθρωποι αυτοί υποβάλλονται σ' απερίγραπτα δεινά. Πώς θα μπορούσα να μη γράψω για όλα αυτά; Και όπου κι αν κοιτάξω, ακόμη κι αν κοιτάξω λίγο πέρα από εκεί που τελειώνει αυτός ο πορθμός, βλέπω ανθρώπους που υποφέρουν από τέτοιες συμφορές. Αλλά αν καταστραφεί η ανθρωπιά, δεν θα υπάρχει πια τέχνη. Τέχνη δεν είναι να βάζει κανείς ωραίες λέξεις τη μια δίπλα στην άλλη. Πώς να συγκινήσει η τέχνη τους ανθρώπους, όταν δεν συγκινείται η ίδια από τη μοίρα τους. Αν εγώ σκληρύνω απέναντι στα βάσανά τους, τότε πώς θα ξαλαφρώσω τις καρδιές τους με το γράψιμό μου; Κι όταν δεν προσπαθώ να βρω μια διέξοδο για τα βάσανά τους, τότε πώς θα μπορέσουν αυτοί να βρουν το δρόμο για τα γραπτά μου; Το μικρό έργο για το οποίο μιλάμε, αναφέρεται στον αγώνα της γυναίκας ενός ψαρά από την Ανδαλουσία ενάντια στους στρατηγούς. Προσπαθώ να δείξω πόσο δύσκολα αποφασίζει να κάνει αυτόν τον αγώνα κι ότι πιάνει το όπλο μόνο στην έσχατη ανάγκη. Είναι μια έκκληση στους καταπιεσμένους να ξεσηκωθούν ενάντια στους καταπιεστές τους στο όνομα της ανθρωπιάς. Γιατί στους καιρούς αυτούς η ανθρωπιά πρέπει να γίνει αγωνιστική για να μην εξοντωθεί. Το έργο αυτό είναι ακόμη ένα γράμμα στη γυναίκα του ψαρά, για να τη διαβεβαιώσω ότι όσοι μιλούν τη γερμανική γλώσσα δεν είναι όλοι με το μέρος των στρατηγών και δε στέλνουν στη χώρα της βόμβες και άρματα μάχης. Αυτό το γράμμα το γράφω στο όνομα πολλών Γερμανών, μέσα κι έξω από τα γερμανικά σύνορα, των περισσότερων Γερμανών. Γι' αυτό είμαι σίγουρος.
Φλεβάρης 1938

Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2013

BRECHT - Το συμφέρον στην Τέχνη


1. Ξέρουμε με πόσο ύποπτο ζήλο πολεμάει η άρχουσα τάξη την αντίληψη ότι η τέχνη της εξυπηρετεί μονάχα τα δικά της συμφέροντα ή - για να είμαστε πιο ακριβολόγοι - ότι επιθυμία της είναι να βλέπει μέσα στην τέχνη της την εκπροσώπηση των δικών της συμφερόντων. Η άρχουσα τάξη προσποιείται ότι απορρίπτει με αγανάκτηση κάθε τέχνη, που εκπροσωπεί συμφέροντα, ακόμα κι αν πρόκειται για τέχνη, που κατά τύχη, εκπροσωπεί τα δικά της (διότι, φυσικά, εννοούμε συμφέροντα ταξικά, που αντιστρατεύονται άλλα ταξικά συμφέροντα). Μας παραπέμπει και μας υπενθυμίζει τα ωραία συναισθήματα καλοσύνης, συμπόνιας και ενθουσιασμού, που ένιωσε να γεννιούνται μέσα της, όταν απολάμβανε την τέχνη. Τέτοια συναισθήματα ποτέ, μα ποτέ, δε γεννιούνται συνδεδεμένα με ιδιοτελείς υπολογισμούς και κερδοσκοπικές διαθέσεις. Ξεχνούν, δυστυχώς, οι άνθρωποι της άρχουσας τάξης, πόσο ενθουσιασμό μπορούν να δημιουργήσουν τα ιδιοτελή συμφέροντα! Η πρόταση του Φλόριαν Γκάιερ: «Κατευθείαν στην καρδιά της γερμανικής διχόνοιας», είναι αυτονόητο ότι φέρνει αγαλλίαση σ' εκείνους, που η γερμανική ομοψυχία με τίμημα εξυπηρετεί τα πέρα για πέρα σκοτεινά συμφέροντά τους. Εκείνοι, που είναι οι έμψυχες αιτίες για το ότι δεν υπάρχει μια τέτοια σύμπνοια, βρίσκουν την έκκληση για ενότητα «μεγαλόπνοη» και «μεγαλεπήβολη». Η έκκληση για ενότητα με κάθε θυσία σημαίνει, βέβαια, ότι δεν πρέπει μελλοντικά να αποβλέπει κανένας σε κέρδη υλικής φύσης, επομένως, ούτε κι αυτοί στα δικά τους. Είναι μια έκκληση για αυταπάρνηση (των άλλων), για πνεύμα θυσίας (των θυσιασμένων απ' αυτούς). Απλώνοντας αδερφικά το χέρι σ' εκείνους που μέχρι τώρα εκμεταλλεύονταν, φαντάζονται τους εαυτούς τους γεμάτους από αυταπάρνηση. Επειδή δεν παραιτούνται από το να στρέψουν τα κανόνια ενάντια σ' εκείνους που εκμεταλλεύονται; Δεν παραιτούνται από το να προπηλακίζουν τους ποδοπατημένους; Παραιτούνται από όλο το μίσος που γεννάει η μοχθηρία τους! Σ' αυτή την αυταπάρνησή τους βλέπουν κάτι το ασύλληπτο, κάτι το εκπληκτικό, κάτι το υπεράνθρωπο, που χωρίς να το θέλουν τους φέρνει δάκρυα στα μάτια. Αυτό αποδεικνύει, πως βαθιά μέσα στον άνθρωπο, υπάρχουν πράγματα, που ο ίδιος δεν μπορεί να τα διανοηθεί. Είναι η τέχνη, που ανεβάζει τον άνθρωπο πάνω κι από τον ίδιο τον εαυτό του. - Σε κάθε συνάθροιση πιστών μπορεί κανείς να διαπιστώσει, πόσο εύκολα συγκινούνται οι άνθρωποι, όταν βλέπουν να εκπροσωπούνται τα συμφέροντά τους. Ακόμα και των πιο σκληρών τοκογλύφων τα μάτια βουρκώνουν, όταν βλέπουν ότι δεν είναι μόνοι τους. Τους φαίνεται ότι όσο περισσότεροι είναι, τόσο πιο πολύ δίκιο έχουν. Γενικά μάλιστα τους αρκεί αυτή η συγκίνηση, αν δε θίγονται τα συμφέροντά τους, και ανθρώπινη αντίδραση δεν είναι να περιμένει κανείς από αυτούς. Το πιο γερό χαρτί των νατουραλιστών στη δραματουργία του τέλους του 19ου αιώνα ήταν η συμπόνια. Ντυμένοι στα πανάκριβα σμόκιν, μαύροι σαν την πίσσα κάθονταν οι εκμεταλλευτές και τα πιο ασυνείδητα πρωτοπαλίκαρά τους σε ακριβές θέσεις στο θέατρο και έχυναν δάκρυα για τη μοίρα της Ρόζας Μπερντ, που περίμενε παιδί εξώγαμο. Τι είχε συμβεί; Εδειχνε το ένα πλάσμα συμπόνια για το άλλο; Είχε τελειώσει η εποχή της βαρβαρότητας; Εφεύρισκε ο δολοφόνος την πέμπτη εντολή; Αντιλαμβάνονταν οι καταπιεστές, αιφνιδιασμένοι τουλάχιστον για μερικά λεπτά, τα συμφέροντα των καταπιεσμένων; Τουλάχιστον νοερά; Οχι, βέβαια. Απλά βρίσκονταν στους νατουραλιστές. Ολα όσα έδειχναν αυτοί από τη σκηνή ήταν η φύση. Η φύση απαιτούσε να μείνει έγκυος αυτή η κοπέλα. Απαιτούσε επίσης να σκοτώσει τον καρπό της κοιλιάς της και να τιμωρηθεί γι' αυτό. Οι κοινωνικές καταστάσεις παρουσιάζονταν σαν φυσικές καταστάσεις. Ο δολοφόνος δε χρειαζόταν να αποκηρύξει το φόνο για να προκαλέσει οίκτο, γιατί ο φόνος ήταν πράγμα τόσο φυσικό όσο και ο οίκτος. Οταν φώναζε εκείνος, τον οποίο ο δολοφόνος έκανε να φωνάζει, δε φαινόταν πιο φυσικός απ' όσο ο δολοφόνος, που ένιωθε οίκτο γι' αυτόν. Γιατί αυτοί, που έχυναν εδώ δάκρυα, έμεναν κλαίγοντας πιστοί στην κοινωνική κατάσταση, που απαγόρευε σ' ένα τμήμα του πληθυσμού τη διαιώνιση του είδους, αφού του άφηνε την επιλογή ανάμεσα στη φυλακή και στο φτωχοκομείο. Δε θα έπρεπε να εγκαταλειφθεί τουλάχιστον η ιδέα της φυλακής; Αν όχι σε τούτο το έργο, τουλάχιστον σε άλλα; Ενα τέταρτο του αιώνα αργότερα υπήρξαν, βέβαια, θεατρικά έργα, που συγκινούσαν τον κόσμο, γιατί κηρύσσονταν υπέρ της κατάργησης του εξαναγκασμού των γεννήσεων. Τάσσονταν επιτέλους αυτοί, που συγκινούνταν τώρα, ενάντια στα συμφέροντά τους; Και υπήρχε επομένως στο θεατή αυτή η γενικά ανθρώπινη ένσταση, την οποία και μόνο έπρεπε να επικαλείται;
Για να καταλάβουμε ότι οι άνθρωποι που συγκινούνταν τώρα, δεν είχαν παραιτηθεί από τα συμφέροντά τους και δεν είχαν υιοθετήσει μια γενικά ανθρώπινη άποψη, δε χρειάζεται παρά να μελετήσουμε την κοινωνική ιστορία εκείνης της εικοσιπενταετίας. Η άρχουσα τάξη είχε υποστεί μια καινούργια κοινωνική σύνθεση. Αστικά κοινωνικά στρώματα είχαν αντικαταστήσει εν μέρει τα φεουδαρχικά και με έναν καθόλου ανεξερεύνητο τρόπο ο εξαναγκασμός των γεννήσεων είχε χάσει τη σπουδαιότητά του (ορθολογισμός, αλλαγή στην τεχνική του πολέμου και λοιπά). Αλλά η τρομερά αυξανόμενη εξαθλίωση επέβαλε αναγκαστικά τη συζήτηση για κατάργηση της απαγόρευσης των εκτρώσεων. Η άρχουσα τάξη δεν έβλεπε πια καμιά δυνατότητα για να δημιουργήσει νέο χώρο, με πολεμικές περιπέτειες, για τον υπεραυξανόμενο χωρίς εισοδήματα πληθυσμό. Ο τελευταίος της πόλεμος είχε αποτύχει και μάλιστα σε διεθνή κλίμακα, αφού και η αστική τάξη στις νικήτριες χώρες δεν είχε μπορέσει να ξεπεράσει τις δυσκολίες της. Από πού δημιουργήθηκε, λοιπόν, η τραγική επίδραση των θεατρικών έργων, που διακήρυχναν την κατάργηση της απαγόρευσης των εκτρώσεων στις εξαθλιωμένες μάζες; Και μάλιστα η επίδραση των θεατρικών αυτών έργων επάνω στους κρατούντες ή σ' εκείνους, που κατά τη γνώμη των κρατούντων, ενδιαφέρονταν ακόμα για τη διατήρηση του κυρίαρχου συστήματος; Η επίδραση αυτή οφειλόταν στην εντύπωση ότι υπήρχε μια κατάσταση, που δεν μπορούσε ν' αλλάξει. Πραγματικά, ο καπιταλισμός δεν μπορούσε να προχωρήσει χωρίς περιορισμό των γεννήσεων. Σε ποιους δεν είχαν τραγική επίδραση αυτά τα έργα; Σ' εκείνους, που ήδη έβλεπαν τη δυνατότητα να εφαρμόσουν την ελευθερία των γεννήσεων, σ' εκείνους, επομένως, που δεν ενδιαφέρονταν πια για τη διατήρηση των συνθηκών, που απαιτούσαν ρύθμιση των γεννήσεων. Με εξαίρεση τα πέρα για πέρα εγωιστικά συμφέροντα της άρχουσας τάξης, η κατάσταση δεν ήταν δηλαδή καθόλου μα καθόλου ανεπίδεκτη αλλαγής: με τη ριζική κατάργηση του ισχύοντος κοινωνικού συστήματος μπορούσε να εκλείψει η ίδια η αθλιότητα. Ο συγκινημένος άνθρωπος δεν είχε παρασυρθεί, λοιπόν, μακριά από τα συμφέροντά του μέσα από ένα καλλιτεχνικό βίωμα. Αντίθετα, η συγκίνησή του οφειλόταν στα συμφέροντά του, επειδή είχε για προϋπόθεσή της την επιβεβαίωση μιας κατάστασης αμετάβλητης, που ευνοούσε αυτόν και μόνο.
2. Ετσι οι συγγραφείς θα μπορούσαν να αναλύονται και να χρησιμοποιούνται στο βαθμό, που είναι λειτουργοί από κοινωνική άποψη, εκπροσωπούν ή επηρεάζουν ορισμένα κοινωνικά στρώματα, αναλαμβάνουν την ευθύνη ή χρεώνονται μ' αυτή για γεγονότα, που αφορούν την αλλαγή ή την παραμονή της κοινωνίας. Γι' αυτό την κάθε επιμέρους εξωτερίκευσή τους ο μελετητής μπορεί να την εξετάζει όχι μονάχα από την άποψη της συνέπειας του έργου τους, αλλά πιο πέρα: Από την άποψη της αλληλοεξάρτησης του έργου τους με τα κοινωνικά ζητήματα. Γιατί, πώς θα θεωρήσει η κριτική κάτι ιερό, όταν δεν είναι για την κρίση ιερό; Και πώς θα μπορούσε να ικανοποιηθεί η απαίτηση μερικών συγγραφέων να κριθούν για την όλη προσωπικότητά τους, όταν ολόκληρη η προσωπικότητά τους - όποια κι αν είναι - δεν ικανοποιεί πια τις δικές μας απαιτήσεις, όπως θα ήθελε; Είναι γνωστό ότι, για να ζήσουν, οι αετοί πρέπει να πίνουν νερό. Αλλά κι όταν πραγματικά ζυγιάζονται ψηλά πάνω από τα νερά - όπως λένε - τα ψάρια του βυθού σε τι τα ωφελεί αυτό; Δε θα χρειαζόταν να καταφύγουμε σε τέτοιες εικόνες και αλληγορίες για να αποκρούσουμε τις απαιτήσεις των συγγραφέων μας στον καιρό μας, που υπάρχουν απαιτήσεις υπερεπείγουσες για ζητήματα πολύ πιο σοβαρά, όπως η απαίτηση των πλατιών μαζών που ζητάνε τα απολύτως αναγκαία για την επιβίωσή τους. Αν καταφύγαμε στην πιο πάνω αλληγορική εικόνα, το κάναμε, επειδή το πέταγμα των πουλιών προδίνει την κατάσταση που επικρατεί στο βυθό, γιατί οι κανονισμοί, που ισχύουν στο βυθό, δημιουργούν σύγχυση στο πέταγμα στα ύψη. Το βάθος μιας σκέψης μπορεί να μετρηθεί στον καιρό μας μονάχα από το βάθος του κοινωνικού στρώματος, που αγγίζει αυτή η σκέψη ακόμα. Δεν πρόκειται για απλούστευση (πώς θα μπορούσε να απεικονίσει κανείς κάτι απλά σε ένα χώρο, όπου κυριαρχεί η διαφωνία;). Πρόκειται για κάτι το πολύπλοκο - επομένως κάθε τάση για διφορούμενα και αποχρώσεις πρέπει να εξαφανιστεί. Η επίδειξη καταρρέει κάτω από τα χτυπήματα της φυσικής, που λέει ότι κάθε τι συγκεκριμένα αισθητό μπορεί να συμπληρώνεται μονάχα με κάτι συγκεκριμένα αισθητό, επομένως να μην εμπλουτίζονται οι συμβολικές παραστάσεις του με άλλες συμβολικές παραστάσεις. Για μια τέτοια μέθοδο χρειάζεται συλλογική δουλειά, σύστημα παρατήρησης στηριγμένο στη σύγκριση, αμοιβαίος έλεγχος και μια έννοια βιώματος, που επιτρέπει το βίωμα στην ανθρωπότητα σα σύνολο (αλλά και σαν κάτι γεμάτο αντιφάσεις). Ετσι εμφανίζεται το άτομο σε μια διαρκή κρίση, η κριτική γίνεται σχεδόν τρόπος ύπαρξής του. Για το σκοπό αυτό πρέπει να βρεθεί ο ορισμός (κι εδώ στόχος είναι η ομοφωνία), για το τι επιτέλους πρέπει να ισχύει σα διανόηση. Γιατί αυτή η έννοια της «ακτινοβολίας μιας προσωπικότητας», που είναι κάτι το τελείως αφηρημένο και που ακριβώς από αυτό το «άπιαστο» της φύσης της αντλεί η «προσωπικότητα» τα οφέλη της, είναι μια έννοια πέρα για πέρα άχρηστη. Είναι μια έννοια, που μένει προσκολλημένη στην αισθητική και μόνο και δεν μπορεί να ανοίξει πανιά για πιο πέρα. Αν σ' αυτό το ζήτημα δούλευε η λογική, θα έπρεπε να προχωρήσουμε πιο βαθιά και να χαράξουμε μια όσο γίνεται πιο ευδιάκριτη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα συμπλέγματα ιδεών και στις μεμονωμένες ιδέες. Κι αυτές τις ιδέες πάλι δε θα έπρεπε να τις τοποθετήσουμε στη σφαίρα της γενικότητας, αλλά να στοχαστούμε, ότι απορρέουν από συμφέροντα οικεία σε ορισμένες ομάδες. Με κανέναν τρόπο δεν θα έπρεπε ν' αφήσουμε να διατηρηθεί η επιφανειακή εντύπωση, ότι οι άνθρωποι των γραμμάτων είναι μια ομάδα, η οποία με τις ιδέες της εκπροσωπεί τα συμφέροντα τα δικά της. Γιατί τότε αυτή η «ομάδα» θα έπρεπε να τοποθετηθεί στον ελεύθερο χώρο πάνω από όλες τις άλλες ομάδες, οπότε θα παρήγαγε και πάλι ανεξέλεγκτα, αφού δε θ' αντιμετώπιζε καμιά αντι-ομάδα, δηλαδή χωρίς σύστημα αναφοράς. Ακόμα και εκεί, που η λογοτεχνία φαίνεται σαν ένα τμήμα της κοινωνίας, που γράφει (ωραία), αλλά, που ολοφάνερα εξαρτιέται από ένα άλλο τμήμα της κοινωνίας - συγκεκριμένα από την αστική τάξη -, αν θέλουμε να επιτύχουμε την επιδιωκόμενη εξέταση της διανόησης, δε θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε μια τέτοια λογοτεχνία σαν μια ενιαία ομάδα με κατ' αποκοπή νοικιασμένη γραφίδα. Εδώ, εντελώς αντίθετα, προτάθηκε μια αντιμετώπιση από την ατομική σκοπιά. Γιατί ακριβώς η προσωπικότητα, έχοντας σαφή όρια από άλλες προσωπικότητες, δίνει με τις διαφορές της από τις άλλες προσωπικότητες, όχι μονάχα διαφορετικούς βαθμούς της εννοιολογικής κάλυψης των συμφερόντων ορισμένων ομάδων, αλλά και μια κλίμακα των διαφοροποιήσεων αυτών των συμφερόντων. Γιατί η αστική τάξη δεν προχώρησε στο δρόμο της ενιαία, αλλά με πολύ ανόμοιο τρόπο.

Το πεδίο της Τέχνης

Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι για την Τέχνη γράφουν κατά κύριο λόγο άνθρωποι, που απ' αυτήν έφτιαξαν το ιδιαίτερο πεδίο της δραστηριότητάς τους. Γι' αυτό τονίζουν την ιδιαιτερότητα αυτού του τομέα και τον χωρίζουν από κάθε άλλον.
Πιο πολλούς οπαδούς μπορούμε να κερδίσουμε με την άποψη ότι η Τέχνη πρέπει να είναι ανθρώπινη και ο άνθρωπος καλλιτέχνης, παρά με την άποψη ότι η Τέχνη είναι ανθρώπινη και ο άνθρωπος είναι καλλιτέχνης. Αλλωστε, πολύ απέχει από το να είναι ο άνθρωπος ο μοναδικός καλλιτέχνης ανάμεσα στα ζώα, είναι όμως ένας από τους μεγαλύτερους.
Μερικοί, που υποδείχνουν μια ειδική θέση στην Τέχνη, έχουν καταχραστεί τα λόγια του Λένιν για το επιτρεπτό (και την ωφελιμότητα) του οραματισμού. Εκείνος μιλάει για πολιτική και ασφαλώς δεν εννοεί ότι ο πολιτικός πρέπει (και επιτρέπεται) να ασχολείται με όσα είναι δουλειά του καλλιτέχνη. Απλά το θεωρεί ανθρώπινο. Θα ήταν καλύτερα να προσεγγίσουμε τη συμβουλή του Λένιν απ' τη σκοπιά ότι και οι καλλιτέχνες επιτρέπεται (και πρέπει) να έχουν οραματισμούς. Το ίδιο ισχύει και για τις συναισθηματικές παρορμήσεις, που δεν τις έχει βάλει ακόμα σε τάξη η λογική και που πρέπει να συνυπολογίζονται και να χρησιμοποιούνται τόσο από τον πολιτικό, όσο και από τον καλλιτέχνη, έτσι, όπως είναι, δηλαδή, σε κατάσταση ακαταστασίας. Βέβαια, αυτό σημαίνει ήδη, πως υπολογίζουν και μεταχειρίζονται το ότι η λογική κάνει με τις συναισθηματικές παρορμήσεις κάθε λογής πράγματα, προσωρινά κι εμπειρικά. Ομως τίποτα πιο λαθεμένο δεν υπάρχει, από το να παραχωρήσουμε πάλι στην Τέχνη, ακριβώς εκείνο το πεδίο των άκριτων συναισθηματικών παρορμήσεων.

Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2013

Brecht - Ομιλία στο 2ο Διεθνές Συνέδριο Συγγραφέων για την Υπεράσπιση του Πολιτισμού

 
Πριν από τέσσερα χρόνια διαδραματίζονταν στη χώρα μου μια σειρά φοβερά γεγονότα τα οποία έδειχναν ότι ο πολιτισμός, σ' όλες του τις εκδηλώσεις, διέτρεχε θανάσιμο κίνδυνο. Η φασιστική εξέγερση ξεσήκωσε αμέσως σ' ένα μεγάλο μέρος της Γης τις πιο σφοδρές διαμαρτυρίες, οι βιαιοπραγίες του προκάλεσαν απέχθεια. Παρ' όλα αυτά, οι μεγάλες συνάφειες παρέμειναν για πολλούς απ' αυτούς τελείως σκοτεινές. Μεμονωμένα γεγονότα, παρ' όλο που έγιναν αντιληπτά, δεν αναγνωρίστηκε η γενική ουσιαστική σημασία που είχαν για την ύπαρξη ή μη ύπαρξη του πολιτισμού.
Τα τερατώδη γεγονότα στην Ισπανία, ο βομβαρδισμός ανοιχτών πόλεων και χωριών, οι σφαγές ολόκληρων πληθυσμών ανοίγουν σε όλο και περισσότερους ανθρώπους τα μάτια για τη σημασία που έχουν ορισμένα γεγονότα, τα οποία στην ουσία δεν είναι λιγότερο φοβερά, απλά δεν εμφανίζονται τόσο δραματικά, που συνέβηκαν τότε σε χώρες όπως η δική μου, όπου ο φασισμός κατέλαβε την εξουσία. Ανακάλυψαν πια την κοινή φοβερή αιτία που οδήγησε στην καταστροφή της Γκερνίκα και την κατάληψη των κτιρίων των γερμανικών συνδικάτων το Μάη του '33. Η κραυγή εκείνων που θανατώνονται σε δημόσιους χώρους δυναμώνει τη σιγανή ανώνυμη κραυγή εκείνων που βασανίζονται πίσω από τους τοίχους των άντρων της Γκεστάπο. Οι φασιστικές δικτατορίες άρχισαν να εφαρμόζουν και στα ξένα προλεταριάτα τις μεθόδους που εφάρμοζαν στα δικά τους. μεταχειρίζονται τον ισπανικό λαό σαν να ήταν ο γερμανικός ή ο ιταλικός. Οταν οι φασιστικές δικτατορίες κατασκευάζουν σμήνη από αεροπλάνα, τότε ο λαός τους δεν παίρνει βούτυρο κι ο ξένος λαός παίρνει βόμβες. Τα κτίρια των συνδικάτων υπερασπίζονταν το βούτυρο κι εναντιώνονταν στις βόμβες: γι' αυτό κι έκλεισαν. Ποιος μπορεί ακόμη σήμερα ν' αμφιβάλλει αν ο τρόπος με τον οποίο οι δικτατορίες αλληλοδανείζονται τα στρατιωτικά τους συντάγματα είναι ο ίδιος τρόπος με τον οποίο έδωσαν στο εμπόριο του προϊόντος εργατική δύναμη μια τεράστια ώθηση στέλνοντας στο κεφάλαιο τάγματα πολιτών της εθελοντικής υπηρεσίας εργασίας.
Οταν έγινε η γενική επίθεση στις οικονομικές και πολιτικές θέσεις της γερμανικής και της ιταλικής εργατιάς, όταν πνίγηκε η ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι των εργατών, η ελευθερία του τύπου και η δημοκρατία, ακολούθησε και η γενική επίθεση στον πολιτισμό γενικά.
Αργά και μ' έμμεσο τρόπο εξομοιώθηκε η καταστροφή των συνδικάτων με την καταστροφή των καθεδρικών ναών και άλλων μνημείων του πολιτισμού. Και βέβαια ακολούθησε εδώ η επίθεση στο κέντρο του πολιτισμού.
Ο γερμανικός και ο ιταλικός λαός, όταν του στέρησαν τις οικονομικές και πολιτικές του θέσεις, έχασε κάθε δυνατότητα πολιτικής παραγωγικότητας - ακόμη κι ο κύριος Γκέμπελς βαριέται στα θέατρά του - ο ισπανικός λαός, υπερασπίζοντας τη γη και τη δημοκρατία του με τα όπλα, κατακτά και υπερασπίζει την παραγωγικότητα του πολιτισμού: με κάθε εκτάριο γης κι ένα τετραγωνικό εκατοστό καναβάτσο του Πράδο.
Αν είναι έτσι, αν ο πολιτισμός είναι κάτι το αναπόσπαστο από τη συνολική παραγωγικότητα των λαών, αν η ίδια βίαιη επίθεση μπορεί ν' αφαιρέσει από το λαό το βούτυρο και το σονέτο, αν είναι, λοιπόν, ο πολιτισμός κάτι το τόσο υλικό, τότε τι πρέπει να γίνει για την υπεράσπισή του;
Τι μπορεί ο ίδιος να κάνει; Μπορεί να χτυπήσει τον εαυτό του; Τον χτυπά, άρα λοιπόν: μπορεί. Ο αγώνας έχει τις διάφορες φάσεις του. Τα πολιτιστικά παραγωγικά άτομα συχνά αποστασιοποιούνται καταρχήν συχνά μόνο παρορμητικά από τα φρικιαστικά γεγονότα στη χώρα τους. Αλλά ήδη ο χαρακτηρισμός της βαρβαρότητας σαν βαρβαρότητας σημαίνει: να χτυπά κανείς τον εαυτό του. Μετά συνενώνονται κατά της βαρβαρότητας, κάτι που είναι απαραίτητο να γίνει για να μπορεί κανείς να χτυπά τον εαυτό του. Από τη διαμαρτυρία προχωρούν στην έκκληση και από το παράπονο στην αγωνιστική κραυγή. Δεν δείχνουν μόνο με το δάχτυλο τις εγκληματικές πράξεις, αλλά ονοματίζουν τους εγκληματίες και προτρέπουν να τιμωρηθούν. Αναγνωρίζουν ότι η καταδίκη της καταπίεσης πρέπει να τελειώσει με τον αφανισμό των καταπιεστών, ότι η ευσπλαχνία για τα θύματα της βίας πρέπει να γίνει ασπλαχνία για τους θύτες, ο οίκτος να γίνει οργή κι η απέχθεια απέναντι στη βία να γίνει η ίδια βία. Στη βία του ενός, όπως και στη βία των προνομιούχων τάξεων, πρέπει ν' αντιταχθεί η συντριπτική βία του λαού.
Γιατί οι πόλεμοι δεν σταματούν πια. Τα ιταλικά αεροπορικά σμήνη που επιτέθηκαν στην άτυχη Αβησσυνία, ανυψώνονται στον αέρα με ζεστά ακόμη τα λάδια της μηχανής τους κι ενώνονται με τα γερμανικά για να χτυπήσουν μαζί τον ισπανικό λαό. Δεν πρόλαβε ακόμη να τελειώσει η μάχη και πετούν κιόλας πάνω από την Κίνα τα αεροπλάνα της ιμπεριαλιστικής Ιαπωνίας.
Στους πολέμους αυτούς, όπως και σ' όλους τους άλλους πολέμους για τους οποίους μιλήσαμε, πρέπει να κηρυχθεί ο πόλεμος, κι αυτός ο πόλεμος πρέπει να διεξαχθεί σαν κανονικός πόλεμος.
Ο πολιτισμός, που για καιρό, πολύ καιρό τον υπερασπίζονταν με πνευματικά όπλα, δέχτηκε επιθέσεις από υλικά όπλα, αυτόν όμως που δεν είναι μόνο κάτι το πνευματικό μα και κάτι το ιδιαίτερα υλικό, πρέπει τώρα να τον υπερασπίσουμε με υλικά όπλα.
Ιούλης 1937
 *********
 Ομιλία στο 2ο Διεθνές Συνέδριο Συγγραφέων για την Υπεράσπιση του Πολιτισμού. Ο Μπρεχτ έγραψε την ομιλία για το 2ο Διεθνές Συνέδριο Συγγραφέων που έγινε τον Ιούλη του 1937 (στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου) στη Μαδρίτη και σε άλλες πόλεις. Ο λόγος δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο μηνιαίο έντυπο «Ντας Βορτ», Μόσχα, τον Οκτώβρη του 1937, τεύχος 10. Ταυτόχρονα το περιοδικό τύπωσε τις ομιλίες και τα άρθρα των ακόλουθων συγγραφέων: Ραφαέλ Αλμπέρτι, Μάρτιν Αντερσεν Νέξο, Τέο Μπαλκ, Αγκνια Μπάρτο, Χοσέ Μπενχαμίν, Βίλι Μπρέντελ, Λίον Φόιχ Βάνγκερ, Νικολάς Γκιγιέν, Λάνγκστον Χιουγκ, Εγκον Ερβιν Κις, Μιχαήλ Κολζόφ, Χάινριχ Μαν, Κάριν Μιχαέλις, Ρομέν Ρολάν, Λούντβιχ Ρεν, Βισέντε Σάες, Κουρτ Στερν, Αννα Λουίζε Στρονγκ, Πάουλ Γκονσάλες Τουνόν, Μπόντο Ούζε, Σέσαρ Βαγιέχο, Αλβαρες Βάγιο και Εριχ Βάινερτ.

Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2013

Μπρεχτ: Μια απαραίτητη διαπίστωση στον αγώνα ενάντια στη βαρβαρότητα

Ομιλία στο 1ο Διεθνές Συνέδριο Συγγραφέων για την Υπεράσπιση του Πολιτισμού1

Σύντροφοι, θα επιθυμούσα, χωρίς να θέλω να πω κάτι καινούργιο, να μιλήσω λίγο για την καταπολέμηση των δυνάμεων εκείνων που σήμερα ετοιμάζονται να πνίξουν στο αίμα και στη βρωμιά τον δυτικό πολιτισμό, ή τα απομεινάρια του πολιτισμού που για έναν αιώνα μας είχαν αφήσει στη διάθεση της εκμετάλλευσης. Θέλω να επιστήσω την προσοχή σας μόνο σ' ένα σημείο, αυτό που κατά τη γνώμη μου πρέπει να ξεκαθαριστεί εντελώς, αν θέλει κανείς να καταπολεμήσει αποτελεσματικά και πάνω απ' όλα ολοκληρωτικά τις δυνάμεις αυτές.
Οι συγγραφείς που γνώρισαν τη φρίκη του φασισμού στο ίδιο τους το σώμα ή σε άλλα σώματα και τρόμαξαν, ακόμη κι αν έχουν αυτή την εμπειρία κι αυτό το φόβο, δεν είναι σε θέση να τον καταπολεμήσουν μια και καλή. Μερικοί θα πίστευαν ίσως πως η περιγραφή αυτής της φρίκης θα έφτανε, ιδιαίτερα όταν υπάρχει μεγάλο λογοτεχνικό ταλέντο και πραγματική οργή. Πράγματι είναι πολύ σημαντικές οι περιγραφές αυτού του είδους. Εδώ γίνονται πράγματα φρικιαστικά. Αυτό δεν επιτρέπεται να συμβαίνει. Σκοτώνονται άνθρωποι. Κι αυτό δεν πρέπει να συμβαίνει. Μα χρειάζεται περισσότερη συζήτηση; Θα πεταχτεί κανείς όρθιος και θα πέσει στην αγκαλιά των βασανιστών; Σύντροφοι, οι συζητήσεις χρειάζονται.
Ισως να πεταχτεί κανείς όρθιος, αυτό δεν είναι τόσο δύσκολο. Αλλά μετά ακολουθεί το αγκάλιασμα κι αυτό είναι πιο δύσκολο. Η οργή υπάρχει, ο αντίπαλος είναι καθορισμένος. Πώς θα τον κάνει όμως κανείς να πέσει; Ο συγγραφέας μπορεί να πει: Το έργο μου είναι να καταγγείλω την αδικία και μετά ν' αφήσω τον αναγνώστη να τα βγάλει πέρα. Μετά όμως θα αποκτήσει μια περίεργη εμπειρία. Θα δει ότι η οργή όπως και η συμπόνια είναι κάτι το μπερδεμένο, κάτι που υπάρχει σε διάφορες ποσότητες και μπορεί να τελειώσει. Και το χειρότερο είναι: Τελειώνει στο μέτρο εκείνο όπου αρχίζει να γίνεται πιο απαραίτητο. Κάποιοι σύντροφοι μου έλεγαν: Την πρώτη φορά που αναφέραμε ότι οι φίλοι μας σφάζονταν, ακούστηκαν κραυγές φρίκης και πολλές φωνές πρόσφεραν βοήθεια. Τότε σφάχτηκαν εκατό. Οταν όμως σφάχτηκαν χίλιοι κι η σφαγή δεν σταματούσε, απλώθηκε σιωπή κι ήταν πολύ λίγες οι φωνές που πρόσφεραν βοήθεια. Αλλά έτσι είναι: «Οταν συσσωρεύονται τα εγκλήματα, κανείς δεν τα βλέπει. Οταν τα βάσανα γίνονται αβάσταχτα, κανείς πια δεν ακούει τις κραυγές. Οταν σκοτώνεται ένας άνθρωπος, πέφτει κάτω λιπόθυμος κι αυτός που τον βλέπει. Είναι πολύ φυσικό. Οταν τα εγκλήματα ακολουθούν το ένα μετά τ' άλλο σαν τις σταγόνες της βροχής, τότε κανείς πια δεν φωνάζει να σταματήσουν».
Ετσι είναι, λοιπόν. Πώς μπορεί κανείς να το ελέγξει; Δεν υπάρχει, λοιπόν, κανένας τρόπος να εμποδίσουμε τον άνθρωπο να αδιαφορεί για τη φρίκη που υπάρχει; Γιατί αδιαφορεί; Αδιαφορεί γιατί δεν βλέπει καμιά δυνατότητα να επέμβει. Ο άνθρωπος δεν χάνει τον καιρό του με τον πόνο κάποιου άλλου, όταν δεν μπορεί να τον βοηθήσει. Το χτύπημα μπορεί κανείς να το συγκρατήσει όταν ξέρει πότε και πού, γιατί και για ποιο σκοπό δίνεται. Κι όταν μπορεί κανείς να το συγκρατήσει, όταν υπάρχει αυτή η πιθανότητα ακόμη κι αν είναι πολύ μικρή, τότε μπορεί να προκαλέσει και τη συμπόνια για το θύμα. Και μπορεί και διαφορετικά, όχι όμως για πολύ, τουλάχιστον όχι τόσο, όσο τα χτυπήματα πέφτουν πάνω στο θύμα το ένα μετά τ' άλλο. Λοιπόν: Γιατί δίνεται το χτύπημα; Γιατί ρίχνεται στη θάλασσα σαν σαβούρα ο πολιτισμός ή ό,τι μας έχει απομείνει από τον πολιτισμό; Γιατί η ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων, των περισσοτέρων φτωχαίνει, απογυμνώνεται και καταστρέφεται εντελώς ή σχεδόν εντελώς;
Μερικοί από μας απαντούν σ' αυτή την ερώτηση. Λένε: εξαιτίας της ωμότητας. Πιστεύουν ότι θα ζήσουν μια φοβερή έκρηξη ενός μεγάλου τμήματος της ανθρωπότητας, ενός τμήματος που θα μεγαλώνει όλο και πιο πολύ, θα ζήσουν ένα τρομερό γεγονός που δεν θα 'χει κάποια φανερή αιτία, που θα γίνει ξαφνικά και ίσως θα εξαφανιστεί, ας ελπίσουμε, το ίδιο ξαφνικά, θα 'ναι το ορμητικό ξέσπασμα μιας αχαλίνωτης βαρβαρότητας που για πολλά χρόνια παρέμενε καταπιεσμένη ή βαθιά κρυμμένη.
Οσοι απαντούν έτσι νιώθουν φυσικά κι οι ίδιοι ότι μια απάντηση τέτοιου είδους δεν είναι αρκετή. Κι ακόμη νιώθουν ότι δεν πρέπει να δίνει κανείς στην ωμότητα το χαρακτήρα φυσικών δυνάμεων, ακατανίκητων δυνάμεων της κόλασης.
Λένε, λοιπόν, πως παραμελήθηκε η διαπαιδαγώγηση του ανθρώπινου γένους. Κάτι παραλείφθηκε ή δεν μπόρεσε να γίνει μέσα στη βιασύνη. Τώρα πρέπει να το αναπληρώσουμε. Πρέπει στη θέση της ωμότητας να βάλουμε την καλοσύνη. Πρέπει να επαναφέρουμε τα μεγάλα λόγια, τους όρκους που κάποτε βοήθησαν, τις αναλλοίωτες έννοιες: Αγάπη για την ελευθερία, αξιοπρέπεια, δικαιοσύνη, έννοιες που η επίδρασή τους έχει επιβεβαιωθεί ιστορικά. Και χρησιμοποιούν τους μεγάλους όρκους. Τι συμβαίνει; Ο φασισμός, στην κατηγορία ότι είναι ωμός, απαντά εγκωμιάζοντας φανατικά την ωμότητα. Οταν τον κατηγορούν για φανατισμό, απαντά εγκωμιάζοντας το φανατισμό. Οταν του καταλογίζουν ότι παραβιάζει τη λογική, φωνάζει μ' όλη του τη δύναμη για την καταδίκη της λογικής.
Κι ο φασισμός πιστεύει ότι η διαπαιδαγώγηση έχει παραμεληθεί. Περιμένει πάρα πολλά από την επιρροή που θ' ασκήσει στα ανθρώπινα μυαλά κι από την εμπέδωση της επιρροής αυτής στις ανθρώπινες καρδιές. Προσθέτει στην ωμότητα των άντρων βασανιστηρίων την ωμότητα των σχολείων του, των εφημερίδων του, του θεάτρου του. Εκπαιδεύει ολόκληρο το έθνος και το εκπαιδεύει ολημερίς. Δεν έχει και πολλά να δώσει στη μεγάλη πλειοψηφία, κι αυτό σημαίνει ότι την εκπαιδεύει σκληρά. Δεν δίνει φαγητό, επομένως πρέπει να της διδάξει την αυτοπειθαρχία. Δεν μπορεί να βάλει σε τάξη την παραγωγή του και χρειάζεται πολέμους, έτσι πρέπει να την εκπαιδεύσει για τη σωματική ανδρεία. Χρειάζεται θύματα και πρέπει να την εκπαιδεύσει στο πνεύμα της θυσίας. Είναι κι αυτά ιδανικά, απαιτήσεις από τον άνθρωπο, μερικά, μάλιστα, είναι υψηλά ιδανικά, υψηλές απαιτήσεις.
Ξέρουμε, λοιπόν, τι εξυπηρετούν αυτά τα ιδανικά, ξέρουμε ποιος εκπαιδεύει και ποιον πρέπει να ωφελήσει αυτή η εκπαίδευση - πάντως όχι αυτόν που εκπαιδεύεται. Τι γίνεται όμως με τα δικά μας ιδανικά; Ακόμα κι εκείνοι από εμάς που θεώρησαν σαν τη ρίζα του κακού την ωμότητα, τη βαρβαρότητα, μιλούν, όπως είδαμε, μόνο για παιδεία, μόνο για τις επεμβάσεις στο πνεύμα και πουθενά αλλού. Μιλούν για το πώς θα μάθουν στους ανθρώπους την καλοσύνη. Η καλοσύνη όμως δεν θα προέλθει από την απαίτηση για καλοσύνη, καλοσύνη κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, ακόμη και κάτω από τις χειρότερες, όπως κι η ωμότητα δεν θα προέλθει από την ωμότητα.
Προσωπικά δεν πιστεύω στην ωμότητα για χάρη της ωμότητας. Η ανθρωπότητα πρέπει να προστατευτεί από την κατηγορία πως κι η ίδια θα ήταν ωμή, αν δεν ήταν τόσο μεγάλο το κέρδος. Είναι πνευματώδης ο ελιγμός του φίλου μου Φόιχτβάνγκερ όταν λέει: η κακία προηγείται της ιδιοτέλειας - όμως δεν έχει δίκιο. Η ωμότητα δεν προέρχεται από την ωμότητα, αλλά από τα κέρδη που δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν χωρίς αυτήν.
Στη μικρή χώρα απ' την οποία κατάγομαι, κυριαρχούν καταστάσεις που είναι λιγότερο φοβερές απ' αυτές που υπάρχουν σε πολλές άλλες χώρες. Κάθε βδομάδα, όμως, θανατώνονται πέντε χιλιάδες από τα καλύτερα ζώα. Αυτό είναι κάτι δυσάρεστο, δεν πρόκειται όμως για το ξέσπασμα μιας ξαφνικής αιμοβορίας. Αν ήταν έτσι, τότε η κατάσταση θα ήταν λιγότερο δυσάρεστη. Η θανάτωση των ζώων και η καταστροφή του πολιτισμού δεν έχουν σαν αφορμή βάρβαρα ένστικτα. Και στις δύο περιπτώσεις καταστρέφεται ένα μέρος από τα αγαθά που με κόπο δημιουργήθηκαν, κι αυτό γιατί κατέληξαν να γίνουν βάρος. Μπροστά στην πείνα που επικρατεί και στις πέντε ηπείρους, αυτά τα μέτρα είναι, αναμφίβολα, εγκλήματα, δεν έχουν όμως καμιά σχέση με τη μοχθηρότητα, σε καμιά περίπτωση. Σήμερα, στις περισσότερες χώρες της γης επικρατούν κοινωνικές καταστάσεις, όπου βραβεύονται όλων των ειδών τα εγκλήματα κι οι αρετές στοιχίζουν πολύ. «Ο καλός άνθρωπος είναι ανυπεράσπιστος, και ο ανυπεράσπιστος ποδοπατάται, με την ωμότητα, όμως, μπορεί όλα να τα 'χει κανείς. Η κακία μπορεί να υπάρχει για δέκα χιλιάδες χρόνια. Αντίθετα, η καλοσύνη χρειάζεται φρουρά, αλλά δε βρίσκει».
Ας αποφύγουμε, λοιπόν, να την απαιτήσουμε απλά από τους ανθρώπους. Ας μη ζητάμε πράγματα αδύνατα! Ας μην κατηγορήσουμε τους εαυτούς μας πως ακόμα κι εμείς θα καλούσαμε τους ανθρώπους να κατορθώσουν το υπεράνθρωπο, δηλαδή ν' αντέξουν στο όνομα των υψηλών αρετών φοβερές καταστάσεις, οι οποίες, βέβαια, μπορούν αλλά δεν πρέπει να αλλάξουν! Ας μη μιλάμε μόνο για τον πολιτισμό!
Να λυπηθούμε τον πολιτισμό, αλλά πρώτα να λυπηθούμε τους ανθρώπους! Ο πολιτισμός σώζεται όταν σώζονται οι άνθρωποι. Ας μη μας παρασύρει ο ισχυρισμός ότι οι άνθρωποι υπάρχουν για τον πολιτισμό κι όχι ο πολιτισμός για τους ανθρώπους. Κάτι τέτοιο θα θύμιζε υπερβολικά την πρακτική των μεγάλων αγορών, όπου οι άνθρωποι είναι εκεί για τα ζώα κι όχι τα ζώα για τους ανθρώπους.
Σύντροφοι, ας σκεφτούμε τη ρίζα του κακού! Μια μεγάλη θεωρία, η οποία υιοθετείται από όλο και περισσότερες ανθρώπινες μάζες στον πλανήτη μας, που ακόμη είναι πολύ νέος, λέει ότι η ρίζα όλων των κακών βρίσκεται στις σχέσεις ιδιοκτησίας. Αυτή η θεωρία, όπως κι όλες οι μεγάλες θεωρίες, υιοθετήθηκε από εκείνες τις ανθρώπινες μάζες που υποφέρουν περισσότερο από τις υπάρχουσες σχέσεις ιδιοκτησίας και τις βάρβαρες μεθόδους που τις υπερασπίζουν. Θα γίνει πραγματικότητα σε μια χώρα που καταλαμβάνει το ένα έκτο της επιφάνειας της γης, εκεί όπου οι καταπιεσμένοι και οι άκληροι κατέλαβαν την εξουσία. Εκεί δεν υπάρχει πια καταστροφή των τροφίμων, ούτε καταστροφή του πολιτισμού.
Πολλοί από εμάς τους συγγραφείς, που έχουμε γνωρίσει και τρομάξει με τη φρίκη του φασισμού, δεν κατάλαβαν ακόμη αυτή τη θεωρία και δεν κατάφεραν ακόμη ν' ανακαλύψουν τη ρίζα αυτής της ωμότητας που τους τρομάζει. Γι' αυτούς υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος να θεωρήσουν τις θηριωδίες του φασισμού σαν περιττές θηριωδίες. Εμμένουν στις σχέσεις ιδιοκτησίας γιατί πιστεύουν ότι για την υπεράσπισή τους δεν είναι αναγκαίες οι θηριωδίες του φασισμού. Αλλά οι θηριωδίες αυτές είναι αναγκαίες για τη διατήρηση των σχέσεων ιδιοκτησίας που επικρατούν. Στο σημείο αυτό οι φασίστες δεν λένε ψέματα, λένε την αλήθεια. Οσοι από τους φίλους μας νιώθουν φρίκη με τις θηριωδίες του φασισμού όσο κι εμείς, αλλά θέλουν και να διατηρήσουν τις σχέσεις ιδιοκτησίας ή συμπεριφέρονται αδιάφορα απέναντί τους, δεν μπορούν να κάνουν έναν μακροχρόνιο και ισχυρό αγώνα ενάντια στη βαρβαρότητα που εξαπλώνεται όλο και πιο πολύ, γιατί δεν είναι σε θέση να καθορίσουν και να επιφέρουν τις κοινωνικές εκείνες συνθήκες κάτω από τις οποίες η βαρβαρότητα θα ήταν περιττή. Οσοι, όμως, αναζητώντας τη ρίζα του κακού, κατέληξαν στις σχέσεις ιδιοκτησίας, κατέβηκαν όλο και πιο βαθιά, πέρασαν μέσα από μια κόλαση όλο και μεγαλύτερων φρικαλεοτήτων, μέχρι που έφτασαν εκεί όπου ένα μικρό τμήμα της ανθρωπότητας θεμελίωσε την ανελέητη εξουσία του. Και τη θεμελίωσε πάνω στην ιδιοκτησία του ενός, που χρησιμεύει στην εκμετάλλευση του συνάνθρωπου και που γι' αυτό πρέπει να την υπερασπίζεται με νύχια και με δόντια, με άρνηση ενός πολιτισμού, ο οποίος δεν προσφέρεται πια για την υπεράσπισή του ή δεν είναι πια κατάλληλος γι' αυτή, και ακόμα με την εγκατάλειψη όλων των αρχών της ανθρώπινης συνύπαρξης γενικά, για τις οποίες η ανθρωπότητα με τόσο θάρρος και για τόσα πολλά χρόνια αγωνίστηκε απεγνωσμένα.
Σύντροφοι, ας μιλήσουμε για τις σχέσεις ιδιοκτησίας!
Αυτά ήθελα να πω για τον αγώνα ενάντια στη βαρβαρότητα που διαρκώς εξαπλώνεται, για να έχει αναφερθεί εδώ κι αυτό ή τουλάχιστον να το έχω αναφέρει κι εγώ.
Ιούνης 1935

 Η ομιλία του Μπρεχτ στο 1ο Διεθνές Συνέδριο Συγγραφέων έγινε από τις 21 μέχρι τις 29 του Ιούνη 1935 στην παρισινή θεατρική αίθουσα Μουτουαλιτέ. Στο Συνέδριο, το οποίο ταυτόχρονα οδήγησε στην ίδρυση «της Διεθνούς Ενωσης Συγγραφέων για την Υπεράσπιση του Πολιτισμού».

Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2013

Μπέρτολτ Μπρεχτ: Φασισμός και καπιταλισμός

 
Οι επιχειρήσεις του καπιταλισμού σε διάφορες χώρες (ο αριθμός τους αυξάνεται) δεν μπορούν πια να ευοδωθούν χωρίς τη χρήση ωμής βίας. Μερικοί πιστεύουν ακόμα, ότι μπορούν να ενεργούν έτσι συνέχεια, αλλά μια ματιά στα βιβλία των λογαριασμών τους θα τους πείσει, αργά ή γρήγορα, για το αντίθετο. Είναι μονάχα ζήτημα χρόνου.
Μια διακήρυξη ενάντια στο φασισμό δεν μπορεί να έχει ίχνος ειλικρίνειας, όταν μένουν ανέπαφες οι κοινωνικές καταστάσεις, που τον παράγουν σαν φυσική αναγκαιότητα. Οποιος δε θέλει να εγκαταλείψει την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, όχι μονάχα δε θ' απαλλαγεί από το φασισμό, αλλά θα τον χρειάζεται.
Φυσικά, ξέρω, ότι μερικές λέξεις, όπως ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, δεν ακούγονται ωραία, είναι ελάχιστα ρομαντικές και καθόλου ποιητικές. Αλλά κανένας μας δε σκέπτεται να τις χρησιμοποιεί για την ομορφιά τους. Είναι μόνο απαραίτητες. Δηλαδή, χρειάζεται να πούμε αυτό που λένε αυτές οι λέξεις. Κι όταν βρεθεί κανείς μπροστά στο δίλημμα, αν πρέπει να χρησιμοποιεί τόσο άσχημες, ξερές και δογματικές λέξεις και να μιλάει για πράγματα τόσο μηδαμινά, όπως η εξασφάλιση των απαραίτητων μέσων συντήρησης και η δυνατότητα να τρώει κανείς μέχρι να χορτάσει, ή αν πρέπει ν' αφήσει το φασισμό να νικήσει, θα πρέπει να κηρυχτεί υπέρ αυτών των λέξεων.
Αλλά για να μπει ο καπιταλισμός στον αγώνα ζωής και θανάτου με το προλεταριάτο, πρέπει να απαλλαγεί από όλους τους δισταγμούς του και να πετάξει μια-μια στη θάλασσα όλες τις δικές του έννοιες για ελευθερία, δικαιοσύνη, προσωπικότητα του ατόμου, ακόμα και συναγωνισμό. Ετσι μια άλλοτε μεγάλη και επαναστατική ιδεολογία εμφανίζεται τώρα στον τελικό της αγώνα με την πιο ταπεινή μορφή κοινής απάτης, με τον πιο αναιδή τρόπο εξαγοράς συνειδήσεων, με την πιο κτηνώδη θρασυδειλία, ακριβώς με φασιστική μορφή. Και ο αστός δεν εγκαταλείπει το πεδίο της μάχης προτού πάρει την πιο βορβορώδη όψη του.
Γιατί είναι τρομερό, να πρέπει να ειπωθεί πρώτα στον εργάτη της πέννας, ότι η απαγόρευση δεκατεσσάρων κομμουνιστικών εφημερίδων θα 'πρεπε να τον σπρώξει σε οργισμένη φωνή διαμαρτυρίας; Είναι τρομερό γιατί εδώ, όπου κλείστηκε το εργαστήρι της αλήθειας και της προόδου, εκείνος ποτέ δεν έκανε την εμφάνισή του. Και είναι επίσης τρομερό γιατί, όταν απαγορεύτηκε η αλήθεια, δεν απαγορεύτηκε τίποτα απ' όσα εκείνος είχε τυχόν πει ή επρόκειτο να πει. Η απαγόρευση της αλήθειας δεν τον αφορά. Εκείνος δεν έχει καμιά σχέση με την αλήθεια. Αυτός γράφει πράγματα χωρίς καμιά αξία, επομένως δε θα του απαγορευτεί να γράφει ό,τι γράφει. Τι να κάνει ο εργάτης της πέννας; Η αστυνομία απαγορεύει την αλήθεια και οι εφημερίδες πληρώνουν καλά το ψέμα!
 *********
Διαβάστε τα κείμενα του Μπέρτολτ Μπρεχτ στο ένθετο του «Κυριακάτικου Ριζοσπάστη» Ιστορία, 'Για τον Φασισμό και τον Πόλεμο'. Ο Μπρεχτ γράφοντας ενάντια στο φασισμό, έγραφε ενάντια στην καπιταλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, συνδέοντας την εξάλειψη του φασισμού με την κατάργηση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας. Τα κείμενα αναδημοσιεύονται από την έκδοση της «Σύγχρονης Εποχής», «Μπέρτολτ Μπρεχτ Για την τέχνη και την πολιτική». Το κείμενο «Η άλλη Γερμανία: 1943» αναδημοσιεύεται από την ΚΟΜΕΠ, τ.6 του 2012.

Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2013

Κείμενα του Μπρεχτ για την πολιτική και την τέχνη



Ενόψει του επιστημονικού Συνεδρίου που οργανώνει η ΚΕ του ΚΚΕ, προς τιμή του κορυφαίου κομμουνιστή ποιητή, πεζογράφου, δραματουργού, σκηνοθέτη, δασκάλου και θεωρητικού της θεατρικής τέχνης, Μπέρτολτ Μπρεχτ, με τίτλο «Μπρεχτ: Για τους σεισμούς που μέλλονται να 'ρθουν», ο «Ριζοσπάστης» θέλοντας να καταδείξει το τεράστιο διαχρονικής αξίας ιδεολογοπολιτικό, πνευματικό και καλλιτεχνικό μέγεθος του Μπρεχτ δημοσιεύει ορισμένα χαρακτηριστικά κείμενά του.
Ο μοναδικός θεατής για τα έργα μου
«Οταν διάβασα το "Κεφάλαιο" του Μαρξ, κατανόησα τα έργα μου. Και είναι φυσικό να εύχομαι την πιο πλατιά διάδοση αυτού του βιβλίου. Βέβαια, δεν ανακάλυψα, πως είχα γράψει ένα σωρό μαρξιστικά βιβλία χωρίς να έχω ιδέα. Αλλά αυτός ο Μαρξ που μου αποκαλύφθηκε, ήταν για τα έργα μου ο μοναδικός θεατής που θα ήθελα ποτέ. Γιατί έναν άνθρωπο με τόσα ενδιαφέροντα, όπως αυτός, θα έπρεπε να τον ενδιαφέρουν, ακριβώς, έργα σαν τα δικά μου. Οχι επειδή είναι έξυπνα έργα, αλλά εξαιτίας της δικής του νοημοσύνης. Τα έργα μου του πρόσφεραν θεωρητικό υλικό. Κι αυτό επειδή κρατούσα τόσο λίγες απόψεις για τον εαυτό μου όσο και χρήματα και επειδή είχα για τις απόψεις την ίδια άποψη που έχω για το χρήμα: Πρέπει κανείς να τα κυκλοφορεί και όχι να τα κρατάει στην άκρη».
Το πεδίο της τέχνης
«Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι για την τέχνη γράφουν, κατά κύριο λόγο, άνθρωποι που απ' αυτήν έφτιαξαν το ιδιαίτερο πεδίο της δραστηριότητάς τους. Γι' αυτό τονίζουν την ιδιαιτερότητα αυτού του τομέα και τον χωρίζουν από κάθε άλλον. Πιο πολλούς οπαδούς μπορούμε να κερδίσουμε με την άποψη ότι η τέχνη πρέπει να είναι ανθρώπινη και ο άνθρωπος καλλιτέχνης, παρά με την άποψη ότι η τέχνη είναι ανθρώπινη και ο άνθρωπος είναι καλλιτέχνης. Αλλωστε, πολύ απέχει από το να είναι ο άνθρωπος ο μοναδικός καλλιτέχνης ανάμεσα στα ζώα, είναι όμως ένας από τους μεγαλύτερους. Μερικοί, που υποδείχνουν μια ειδική θέση στην τέχνη, έχουν καταχραστεί τα λόγια του Λένιν για το επιτρεπτό (και την ωφελιμότητα) του οραματισμού. Εκείνος μιλάει για πολιτική και ασφαλώς δεν εννοεί ότι ο πολιτικός πρέπει (και επιτρέπεται) να ασχολείται με όσα είναι δουλειά του καλλιτέχνη. Απλά το θεωρεί ανθρώπινο. Θα ήταν καλύτερα να προσεγγίσουμε τη συμβουλή του Λένιν απ' τη σκοπιά ότι και οι καλλιτέχνες επιτρέπεται (και πρέπει) να έχουν οραματισμούς.
Το ίδιο ισχύει και για τις συναισθηματικές παρορμήσεις, που δεν τις έχει βάλει ακόμα σε τάξη η λογική και που πρέπει να συνυπολογίζονται και να χρησιμοποιούνται τόσο από τον πολιτικό, όσο και από τον καλλιτέχνη, έτσι, όπως είναι, δηλαδή, σε κατάσταση ακαταστασίας. Βέβαια, αυτό σημαίνει, ήδη, πως υπολογίζουν και μεταχειρίζονται το ότι η λογική κάνει με τις συναισθηματικές παρορμήσεις κάθε λογής πράγματα, προσωρινά κι εμπειρικά. Ομως τίποτα πιο λαθεμένο δεν υπάρχει, από το να παραχωρήσουμε πάλι στην τέχνη, ακριβώς, εκείνο το πεδίο των άκριτων συναισθηματικών παρορμήσεων».
Τέχνη ή πολιτική;
«Καταλαβαίνω το ερώτημά σας. Με βλέπετε να κάθομαι εδώ και να κοιτάζω πέρα στον πορθμό, που δεν έχει τίποτα το πολεμικό. Σε τέτοιο ειρηνικό μέρος, πώς γίνεται λοιπόν να με απασχολεί ο αγώνας του ισπανικού λαού ενάντια στους στρατηγούς του; Αναλογισθείτε, όμως, τι κάθομαι και κάνω εδώ. Πώς να κρατήσω μακριά από τα κείμενά μου ό,τι επηρέασε τη ζωή μου τόσο βαθιά; Αλλά και το γράψιμο μου; Κάθομαι εδώ σαν εξόριστος και μου έχουνε στερήσει πρώτα απ' όλα τους αναγνώστες κι ακροατές μου, που μιλάνε την ίδια με μένα γλώσσα. Αυτοί δεν είναι μονάχα οι άνθρωποι στους οποίους πρόσφερα ποιήματα, αλλά όλοι οι άνθρωποι που με ενδιαφέρουν βαθύτατα. Δεν μπορώ να γράψω παρά μονάχα για ανθρώπους που μ' ενδιαφέρουν και τότε τα ποιήματα είναι σαν γράμματα. Αυτοί οι άνθρωποι είναι τώρα καταδικασμένοι σε βάσανα ανείπωτα. Πώς να κρατήσω έξω από τα γραπτά μου αυτό το πράγμα; Κι όπου κι αν κοιτάζω πέρα από τα όρια ετούτης της στενής θάλασσας, βλέπω ανθρώπους, που τους βαραίνουν ασήκωτα τέτοια βάσανα. Αλλά αν η ανθρωπότητα καταστραφεί, δε θα υπάρχει πια τέχνη. Γιατί τέχνη δε θα πει να συνταιριάζεις όμορφες λέξεις. Πώς να κινητοποιήσει τους ανθρώπους η τέχνη, όταν η ίδια δεν μπαίνει σε κίνηση από τη μοίρα των ανθρώπων; Αν η δική μου καρδιά μένει σκληρή απέναντι στα βάσανα των ανθρώπων, πώς να αγγίξουν την καρδιά τους τα γραφτά μου; Κι αν δε μοχθήσω εγώ για να βρω ένα δρόμο, που θα τους βγάλει από τα βάσανά τους, πώς να βρουν εκείνοι το δρόμο, που θα τους οδηγήσει στα γραφτά μου;
Το μικρό θεατρικό έργο για το οποίο μιλάμε* έχει για θέμα του τον αγώνα μιας ανδαλουσιανής γυναίκας ψαρά ενάντια στους στρατηγούς. Προσπαθώ σ' αυτό να δείξω με πόση δυσκολία παίρνει η γυναίκα αυτή την απόφαση να μπει στον αγώνα, πώς αρπάζει το όπλο μονάχα στην έσχατη στιγμή. Το έργο αυτό είναι μια έκκληση προς τους καταπιεσμένους, να ξεσηκωθούν στο όνομα της ανθρωπότητας ενάντια στους καταπιεστές τους. Γιατί σε τέτοιους καιρούς η ανθρωπότητα, πρέπει να πάρει πολεμική θωριά, για να μην εξοντωθεί. Το έργο αυτό είναι ταυτόχρονα ένα προσωπικό μου γράμμα προς τη γυναίκα του ψαρά, με το οποίο τη διαβεβαιώνω, ότι δεν είναι με τους στρατηγούς όλοι όσοι μιλάνε τη γερμανική γλώσσα και δεν στέλνουν όλοι βόμβες και τανκς στη χώρα της. Και το γράμμα αυτό το γράφω στο όνομα πολλών Γερμανών, που ζουν μέσα και έξω από τα γερμανικά σύνορα. Το στέλνω στο όνομα της πλειοψηφίας των Γερμανών. Είμαι βέβαιος γι' αυτό».
Φλεβάρης 1938
* Πρόκειται για το περίφημο μονόπρακτο «Τα όπλα της κυρα - Καράρ», προς τιμήν του ηρωικού αγώνα του ισπανικού λαού ενάντια στο καθεστώς του φασίστα Φράνκο.

Για την αντιγραφή:
Α. Ε.

Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2013

ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ «Πέντε δυσκολίες στο γράψιμο της αλήθειας» (β μερος)



 β. μερος-            
(α. μερος- εδω)

4. Η κρίση, να διαλέγεις εκείνους που στα χέρια τους η αλήθεια γίνεται αποτελεσματική
Με τις διασυνδέσεις, που εδώ και αιώνες υπάρχουν ανάμεσα στο εμπόριο και στα γραπτά, στην αγορά των απόψεων και των εξιστορήσεων, δηλαδή από το γεγονός ότι ο συγγραφέας απαλλάχτηκε από τη φροντίδα για την τύχη των πνευματικών προϊόντων του, του δημιούργησε την εντύπωση ότι ο πελάτης του ή εντολέας του, δηλαδή ο μέσος άνθρωπος, θα προωθεί τα γραπτά του στο σύνολο. Σκεπτόταν: Εγώ μιλάω και όσοι θέλουν ν' ακούσουν, με ακούνε. Στην πραγματικότητα, αυτός μιλούσε και τον άκουγαν όσοι μπορούσαν να πληρώσουν. Τα λόγια του δεν ακούγονταν απ' όλους κι αυτοί που άκουγαν, δεν ήθελαν να τα ακούσουν όλα. Γι' αυτό το θέμα έχουν ειπωθεί πολλά, αν και στην ουσία έχουν ειπωθεί ελάχιστα. Εγώ εδώ θέλω να τονίσω ότι το «γράφω σε κάποιον» έγινε γενικά «γράφω». Την αλήθεια, όμως, δεν μπορεί κανείς απλώς να τη γράφει. Πρέπει οπουδήποτε να τη γράφει για κάποιον, που μπορεί να έχει κάποια ωφέλεια απ' αυτήν. Για να κατανοηθεί η αλήθεια, πρέπει να λειτουργήσουν από κοινού οι συγγραφείς και οι αναγνώστες. Για να εκφράσεις το καλό, πρέπει να μπορείς ν' ακούς καλά και να ακούς κάτι καλό. Η αλήθεια πρέπει να λέγεται και να ακούγεται με καλοζυγιασμένο τρόπο. Και έχει μεγάλη σημασία για μας που γράφουμε, σε ποιους τη λέμε και ποιοι μας τη λένε.
Πρέπει να λέμε την αλήθεια για τις άσχημες καταστάσεις σ' εκείνους που ζουν σε πανάθλιες συνθήκες και απ' αυτούς πρέπει να τη μαθαίνουμε. Δεν πρέπει να απευθυνόμαστε μονάχα σε ανθρώπους μιας ορισμένης ιδεολογίας, αλλά και σε ανθρώπους που τα φρονήματά τους διαμορφώνονται με βάση τη θέση που έχουν στην κοινωνία. Και οι ακροατές μας συνεχώς διαφοροποιούνται. Ακόμα και οι δήμιοι παίρνουν από λόγια, όταν δεν πληρώνονται πια για τις κρεμάλες ή όταν αυξάνει πάρα πολύ ο κίνδυνος. Οι Βαυαροί χωρικοί ήταν ενάντια σε κάθε ανατροπή. Οταν όμως ο πόλεμος παρατράβηξε και όταν κάποτε γύρισαν στα σπίτια τους οι γιοι τους και δεν έβρισκαν πια δουλειά στα υποστατικά, τάχτηκαν μ' εκείνους που ήταν υπέρ της ανατροπής.
Για όσους γράφουν έχει σημασία να βρουν τον κατάλληλο για την αλήθεια τόνο. Συνήθως η αλήθεια λέγεται με ένα ήπιο, αξιοθρήνητο ύφος, που είναι το ύφος των αγαθών ανθρώπων, που δεν μπορούν ούτε μύγα να πειράξουν. Οποιος όμως ζει μέσα στην αθλιότητα κι ακούει έναν τέτοιο τόνο, νιώθει ακόμα πιο άθλιος. Είναι ο τόνος, που χρησιμοποιούν άνθρωποι, που ίσως δεν είναι εχθροί, σίγουρα όμως δεν είναι συναγωνιστές. Η αλήθεια είναι κάτι το πολεμικό, δεν πολεμάει μονάχα το ψέμα, αλλά και ορισμένους ανθρώπους που το διαδίδουν.

5. Η μαεστρία, να διαδίδεις την αλήθεια σε πολλούς
Πολλοί, που είναι περήφανοι για το θάρρος τους να λένε την αλήθεια, ευτυχισμένοι επειδή τη βρήκαν, ίσως κουρασμένοι από τον κόπο, που έκαναν για να της δώσουν χειροπιαστή μορφή, ανυπόμονοι να δουν να την ενστερνίζονται εκείνοι των οποίων τα συμφέροντα υπερασπίζονται, δε θεωρούν απαραίτητη τη χρησιμοποίηση πονηριάς για τη διάδοσή της. Ετσι συχνά, από άποψη αποτελέσματος, πηγαίνει χαμένη όλη η δουλειά τους. Σε όλες τις εποχές έμπαινε σε εφαρμογή η πονηριά για τη διάδοση της αλήθειας, όταν άλλοι τη συγκάλυπταν και την κατάπνιγαν. Ο Κομφούκιος παραποίησε γι' αυτό το σκοπό ένα παλιό πατριωτικό ημερολόγιο, αλλάζοντας μονάχα ορισμένες λέξεις. Στη φράση «Ο άρχοντας Κουν διέταξε να θανατωθεί ο φιλόσοφος Βαν, επειδή είπε αυτό κι αυτό», ο Κομφούκιος αντικατέστησε τη λέξη «θανατωθεί» με τη λέξη «δολοφονηθεί». Εκεί που το ημερολόγιο έγραφε ότι ο τύραννος τάδε έχασε τη ζωή του σε μια εναντίον του απόπειρα, ο Κομφούκιος αντικατέστησε τις λέξεις «έχασε τη ζωή του» με τη λέξη «εκτελέστηκε». Μ' αυτό τον τρόπο ο Κομφούκιος άνοιξε το δρόμο σε μια καινούρια θεώρηση της ιστορίας. Οποιος στην εποχή μας λέει πληθυσμός αντί για λαός και κτηματική περιουσία αντί γη, καταρρίπτει πολλά ψέματα. Γιατί αφαιρεί από τις λέξεις αυτές τη σαθρή μυστικιστική τους έννοια. Η λέξη λαός σημαίνει μια ορισμένη ομοιογένεια και υποδηλώνει κοινά συμφέροντα. Θα έπρεπε λοιπόν να χρησιμοποιείται μόνον όταν γίνεται λόγος για περισσότερους λαούς, όπου μπορεί να είναι νοητή μια κοινότητα συμφερόντων. Ο πληθυσμός μιας χώρας, όμως, έχει διαφορετικά και αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα και αυτό είναι μια αλήθεια που πνίγεται. Και όποιος χρησιμοποιεί τη λέξη γη και περιγράφει τα χωράφια μιλώντας για τη μυρουδιά και το χρώμα τους, υποστηρίζει τα ψέματα των αρχόντων. Γιατί δεν πρόκειται για τη γονιμότητα του εδάφους ούτε για την αγάπη του ανθρώπου προς τη γη ούτε για την εργατικότητά του, για την τιμή των σιτηρών και την τιμή των εργατικών χεριών. Αυτοί που κερδίζουν από το έδαφος δεν είναι αυτοί που καλλιεργούν σ' αυτό τα σιτηρά κι η μυρουδιά των σβώλων της γης είναι άγνωστη στα χρηματιστήρια. Εκεί μυρίζει κάτι άλλο. Αντίθετα, η σωστή λέξη είναι η λέξη κτηματική περιουσία. Μ' αυτήν γίνεται μικρότερη η εξαπάτηση. Οπου υπάρχει καταπίεση θα έπρεπε να διαλέξει κανείς τη λέξη υπακοή αντί για τη λέξη πειθαρχία, γιατί η πειθαρχία μπορεί να υπάρξει και χωρίς άρχοντες και γι' αυτό έχει κάτι το ανώτερο από την υπακοή. Και καλύτερη από τη λέξη τιμή είναι η έκφραση ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Ετσι δεν εξαφανίζεται τόσο εύκολα από το πρόσωπο της Γης το μεμονωμένο άτομο. Ξέρουμε δα τι σκυλολόι συνωστίζεται για το ποιος θα πρωτοσώσει την τιμή ενός λαού! Οπως επίσης ξέρουμε πόσο απλόχερα μοιράζουν οι χορτάτοι τιμητικές διακρίσεις σ' εκείνους, που τους χορταίνουν με τη δουλειά τους, λιμοκτονώντας οι ίδιοι. Το τέχνασμα του Κομφούκιου είναι εφαρμόσιμο και σήμερα. Ο Κομφούκιος αντικατέστησε αδικαιολόγητες κρίσεις για εθνικά γεγονότα με δικαιολογημένες. Ο Αγγλος Τόμας Μουρ περιέγραψε σε μια φαντασιοκοπία μια χώρα, στην οποία επικρατούσαν δίκαιες καταστάσεις - ήταν μια διαφορετική χώρα από εκείνη όπου ζούσε, αλλά της έμοιαζε πολύ, ακόμα και στις καταστάσεις!
Ο Λένιν, που βρισκόταν κάτω από την απειλή της τσαρικής αστυνομίας, θέλησε να περιγράψει την καταπίεση και την εκμετάλλευση, που ασκούσε η ρωσική μεγαλοαστική τάξη στη νήσο Σαχαλίνη. Αντί για τις λέξεις Ρωσία και Σαχαλίνη χρησιμοποίησε για το σκοπό του τις λέξεις Ιαπωνία και Κορέα. Οι μέθοδοι που ακολουθούσε η γιαπωνέζικη μεγαλοαστική τάξη θύμιζαν στον αναγνώστη τις μεθόδους της ρώσικης μεγαλοαστικής τάξης στη νήσο Σαχαλίνη. Ομως, το βιβλίο δεν απαγορεύτηκε επειδή η Ιαπωνία βρισκόταν σε εχθρικές σχέσεις με τη Ρωσία. Και τώρα πολλά, που δεν μπορούν να ειπωθούν στη Γερμανία για τη Γερμανία, λέγονται δήθεν για την Αυστρία.
Υπάρχουν πολλών ειδών πονηριές, με τις οποίες μπορεί κανείς να ξεγελάσει ένα φιλύποπτο κρατικό μηχανισμό.
Ο Βολταίρος πολέμησε την εκκλησιαστική πίστη στα θαύματα γράφοντας ένα ερωτικό ποίημα για την Παρθένα της Ορλεάνης. Περιέγραφε σ' αυτό τα θαύματα, που αναμφισβήτητα θα έπρεπε να είχαν γίνει για να μείνει ως το τέλος παρθένα η Ιωάννα, παρά τη διαβίωσή της μέσα σε έναν ολόκληρο στρατό, σε μια βασιλική Αυλή και ανάμεσα σε καλόγερους. Με το κομψό του ύφος εξιστόρησε ερωτικές περιπέτειες από τη φιλήδονη ζωή της άρχουσας τάξης, έτσι που η τάξη αυτή δελεάστηκε τόσο, ώστε να εγκαταλείψει ανυπεράσπιστη μια θρησκεία, που ωστόσο της προμήθευε τα μέσα για την έκλυτη ζωή της. Ετσι κατάφερε να δημιουργήσει τη δυνατότητα να φθάνουν με παράνομο τρόπο τα έργα του στα χέρια εκείνων, για τους οποίους προορίζονταν. Οι πολιτικά ισχυροί αναγνώστες του διευκόλυναν ή ανέχονταν τη διάδοση των έργων του. Ετσι αγνόησαν την αστυνομία, η οποία ωστόσο υπεράσπιζε τις διασκεδάσεις τους. Και ο μεγάλος Λουκρήτιος τονίζει κατηγορηματικά ότι για τη διάδοση του επικούριου αθεϊσμού του χρωστάει πολλά στην ομορφιά των στίχων του.
Πραγματικά, ένα υψηλό λογοτεχνικό επίπεδο μπορεί να χρησιμεύσει σα μέσο προστασίας μιας μαρτυρίας. Πολλές φορές, όμως, κινεί και την υποψία. Σ' αυτή την περίπτωση απαιτείται ένα σκόπιμο λασκάρισμα στις βίδες του. Αυτό γίνεται, λόγου χάρη, αν στην περιφρονημένη μορφή του αστυνομικού μυθιστορήματος παρεμβάλλει κανείς σε ανυποψίαστα σημεία περιγραφές κακών συνθηκών ζωής. Τέτοιες περιγραφές θα δικαιολογούνταν απόλυτα σε ένα αστυνομικό μυθιστόρημα. Ο μεγάλος Σαίξπηρ για πολύ λιγότερο ουσιαστικούς λόγους κατέβασε το επίπεδο στη σκηνή, όπου η μητέρα του Κοριολανού αντιμετωπίζει το γιο της, που στρέφεται ενάντια στην πατρίδα του. Εδωσε επίτηδες άτονο το λόγο της μητέρας, γιατί ήθελε να παρουσιάσει τον Κοριολανό να παραιτείται από το σχέδιό του, όχι για λόγους πραγματικούς ή από βαθιά συγκίνηση, αλλά από μια νωθρότητα, που του ήταν παλιά συνήθεια. Στον Σαίξπηρ βρίσκουμε και ένα άλλο παράδειγμα αλήθειας, που δίνεται με πονηριά: Είναι το σημείο όπου ο Αντώνιος εκφωνεί λόγο μπροστά στο πτώμα του Καίσαρα. Αδιάκοπα τονίζει σ' αυτόν ότι ο δολοφόνος του Καίσαρα, ο Βρούτος, είναι ένας άνθρωπος άξιος τιμής, αλλά περιγράφει και την πράξη του. Και η περιγραφή αυτής της πράξης είναι πιο εντυπωσιακή από την περιγραφή της προσωπικότητας του δράστη. Ετσι, ο ρήτορας αφήνει να τον νικήσουν τα ίδια τα γεγονότα. Τα κάνει να μιλούν πιο εύγλωττα από «αυτόν τον ίδιον». Μια παρόμοια μέθοδο χρησιμοποίησε ένας Αιγύπτιος ποιητής, που έζησε πριν από τέσσερις χιλιάδες χρόνια. Ηταν μια εποχή μεγάλων ταξικών αγώνων. Η μέχρι τότε άρχουσα τάξη αμυνόταν με δυσκολία απέναντι στον αντίπαλό της, στο τμήμα του λαού που μέχρι τότε την υπηρετούσε. Στο ποίημα, λοιπόν, παρουσιάζεται στην Αυλή του ηγεμόνα ένας σοφός, που παροτρύνει σε αγώνα ενάντια στους εσωτερικούς εχθρούς. Περιγράφει για πολλή ώρα και με πολλή έμφαση την τροπή της τάξης, που προκλήθηκε από την εξέγερση των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Αυτή η εξιστόρηση είναι ως εξής:
Κι όμως έτσι είναι: Οι εκλεκτοί θρηνούν και οι παρακατιανοί χαίρονται. Σε κάθε πόλη λένε: Ας διώξουμε τους ισχυρούς απ' τα πόδια μας.
Κι όμως έτσι είναι: Τα δημόσια γραφεία παραβιάζονται και αρπάζονται τα χαρτιά τους. Οι σκλάβοι γίνονται αφέντες.
Κι όμως έτσι είναι: Των επιφανών οι γιοι αγνώριστοι έγιναν. Και της αρχόντισσας το παιδί γίνεται γιος της σκλάβας της.
Κι όμως έτσι είναι: Τους διαλεχτούς πολίτες έβαλαν ανάμεσα στις μυλόπετρες. Κι αυτοί, που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα, βγήκαν στο φως της μέρας.
Κι όμως έτσι είναι: Τα εβένινα κιβώτια της ελεημοσύνης χίλια κομμάτια γίνονται. Και το υπέροχο ξύλο του τσέσνεμ το πελεκάνε για κρεβάτια.
Κοιτάξτε, μέσα σε μια ώρα γκρεμίστηκε από τα θεμέλιά του το αρχοντικό.
Κοιτάξτε, οι φτωχοί της χώρας έγιναν πλούσιοι.
Κοιτάξτε, αυτοί, που ούτε ένα κομμάτι ψωμί δεν είχαν, έχουνε τώρα ολόκληρη σιταποθήκη. Και τους σιτοβολώνες τους γεμίζουν με το βιος των άλλων.
Κοιτάξτε, νιώθουν οι άνθρωποι καλά, όταν γεμίζουν το στομάχι.
Κοιτάξτε, αυτοί, που ούτε ένα σπειρί δεν είχανε δικό τους, σιταποθήκες έχουνε τώρα. Κι αυτοί που μάζευαν το στάρι ζητιανεύοντας, τώρα μοιράζουνε ελεημοσύνες σε άλλους.
Κοιτάξτε, εκείνοι, που δεν είχαν ούτε ένα ζευγάρι βόδια, ολόκληρα κοπάδια έχουνε τώρα. Κι εκείνοι, που ούτε ένα ζώο για το όργωμα δεν είχαν, έχουνε τώρα ολόκληρα κοπάδια.
Κοιτάξτε, αυτοί, που ούτε μια κάμαρα δεν καταφέρνανε να χτίσουν για τον εαυτό τους, έχουνε τώρα τέσσερις τοίχους για να μείνουν.
Κοιτάξτε, τις αποθήκες αναζητάνε τώρα οι μυστικοσύμβουλοι για στέγη. Κι εκείνοι, που ούτε έναν τοίχο δεν είχανε για να ακουμπήσουν, τώρα αναπαύονται πάνω σε κρεβάτια.
Κοιτάξτε, αυτοί που ούτε μια βάρκα δεν μπορούσαν για τον εαυτό τους να σκαρώσουν, έχουνε πλοία τώρα. Κοίταξέ τα εσύ, παλιέ ιδιοκτήτη, δεν είναι πια δικά σου.
Κοιτάξτε, αυτοί, που είχαν τα ωραία ρούχα, τώρα σε κουρέλια είναι τυλιγμένοι. Κι εκείνοι, που δεν υφαίνανε ποτέ για τον εαυτό τους, το πιο λεπτό λινό δικό τους έχουν τώρα.
Ο πλούσιος διψασμένος τώρα πάει για ύπνο. Και πίνουν τώρα δυνατό ποτό, εκείνοι, που άλλοτε έπιναν ό,τι είχε απομείνει στα ποτήρια.
Κοιτάξτε, τώρα έχει στην κατοχή του άρπα, εκείνος, που από άρπα ιδέα δεν είχε πρώτα. Και επαινεί τη μουσική τώρα εκείνος, που μπροστά του κανείς δεν τραγουδούσε.
Κοιτάξτε, εκείνος που οι ατέλειές του τον έστελναν μονάχο στο κρεβάτι, βρίσκει τώρα γυναίκες όσες θέλει. Κι εκείνη, που μέσα στο νερό μονάχα κοιτούσε τη θωριά της, έχει τώρα δικό της καθρέφτη.
Κοιτάξτε, οι πρώτοι της χώρας τρέχουνε, τώρα ψάχνοντας για δουλειά, μα πουθενά δε βρίσκουν.
Αυτός, που ήταν αγγελιοφόρος, στέλνει τώρα έναν άλλον... Κοιτάξτε, να πέντε άντρες, που έστειλαν τα αφεντικά τους. Λένε: Κάντε εσείς το δρόμο τώρα. Εμείς φτάσαμε.
Είναι ολοφάνερο ότι πρόκειται για την περιγραφή μιας ανατροπής της κοινωνικής τάξης, που δείχνει μια πολύ επιθυμητή κατάσταση για τους καταπιεσμένους. Κι όμως δύσκολα γίνεται αντιληπτό το πνεύμα του ποιητή. Γιατί φαίνεται να καταδικάζει κατηγορηματικά αυτές τις καινούριες συνθήκες ζωής, ενώ με τη δήθεν αδεξιότητά του κάνει το αντίθετο.
Ο Τζόναθαν Σουίφτ πρότεινε σε μια μπροσούρα του, να βάζουν στην άρμη τα παιδιά των φτωχών και να τα πουλάνε για κρέας, έτσι ώστε να φθάσει σε ευημερία η χώρα. Και ανέφερε ακριβείς υπολογισμούς, που απόδειχναν ότι πολλά μπορεί κανείς να εξοικονομήσει, αν είναι αδίσταχτος σε όλα.
Ο Σουίφτ υποκρινόταν τον αφελή. Παρουσιαζόταν σα φλογερός και εμβριθής υποστηρικτής ενός ορισμένου τρόπου σκέψης, που του ήταν μισητός, σε ένα θέμα, όπου όλη η χυδαιότητα αυτού του τρόπου σκέψης γινόταν φανερή στους πάντες. Γιατί ο καθένας μπορούσε να φανεί εξυπνότερος από τον Σουίφτ ή τουλάχιστον πιο ανθρώπινος σ' αυτό το θέμα, ιδιαίτερα όποιος δεν είχε ως τότε ερευνήσει ορισμένες απόψεις μέχρι και τα συμπεράσματα, που προέκυπταν απ' αυτές.
Η προπαγάνδα υπέρ της σκέψης, σε όποιον τομέα κι αν γίνεται, ωφελεί πάντοτε την υπόθεση των καταπιεσμένων. Σε καθεστώτα που υπηρετούν την εκμετάλλευση, η σκέψη θεωρείται απασχόληση ταπεινή. Κάθε τι, που ωφελεί εκείνους, που οι κρατούσες συνθήκες κρατάνε χαμηλά, θεωρείται ποταπό. Ποταπή θεωρείται η μόνιμη έγνοια για να χορτάσει κανείς. Η περιφρόνηση των τιμών, που επιδείχνονται στους υπερασπιστές της χώρας, τη στιγμή που αυτοί πεινάνε. Η αμφισβήτηση του αρχηγού, όταν αυτός οδηγεί στη δυστυχία. Η αποστροφή προς τη δουλειά, που δεν τρέφει το δουλευτή. Η απέχθεια για τον εξαναγκασμό, που οδηγεί σε παρανοϊκή συμπεριφορά. Η αδιαφορία προς την οικογένεια, που γίνεται πολυμελής από συμφέρον. Οι πεινασμένοι κατηγορούνται σαν άσωτοι, που δεν έχουν τίποτα δικό τους να υπερασπίσουν. Σαν άνανδροι, που αμφιβάλλουν για τον καταπιεστή τους και τις ατομικές δυνάμεις τους. Σαν ακαμάτηδες, όσοι θέλουν να πληρώνονται για τη δουλειά τους και τα λοιπά. Σε τέτοια καθεστώτα, η σκέψη υπολογίζεται μηδαμινά και δυσφημίζεται. Δε διδάσκεται πια πουθενά και όπου εμφανιστεί καταδιώκεται. Κι όμως, εξακολουθούν να υπάρχουν τομείς, όπου μπορεί κανείς να αναφέρεται στις επιτυχίες της σκέψης χωρίς να τιμωρείται. Είναι οι τομείς στους οποίους η σκέψη είναι απαραίτητη για τις δικτατορίες. Ετσι μπορεί κανείς να μιλάει για τις επιτυχίες της σκέψης στην πολεμική επιστήμη και τεχνολογία. Αλλά και η εφεύρεση τεχνητών πρώτων υλών σε αντικατάσταση του μαλλιού για να επεκταθούν τα αποθέματά του, χρειάζεται τη σκέψη. Η νόθευση των ειδών διατροφής, η εκπαίδευση των νέων για τον πόλεμο, όλα αυτά απαιτούν σκέψη: Αυτή η σκέψη μπορεί να περιγράφεται. Ο έπαινος του πολέμου, του αστόχαστου σκοπού αυτής της σκέψης, μπορεί να αποφεύγεται με πονηριά, έτσι η σκέψη, που γεννάει το ερώτημα «ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος διεξαγωγής ενός πολέμου;» μπορεί να οδηγήσει στο ερώτημα, αν αυτός ο πόλεμος έχει κανένα νόημα και να χρησιμοποιηθεί για το ερώτημα, ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για ν' αποφευχθεί ένας παράλογος πόλεμος;
Φυσικά, το τελευταίο αυτό ερώτημα είναι δύσκολο να διατυπωθεί δημόσια. Δεν μπορεί λοιπόν ν' αξιοποιηθεί η σκέψη, που θα έχει κανείς προπαγανδίσει; Δηλαδή να διαμορφωθεί έτσι που να αποτελεί παρέμβαση; Μπορεί. Σε μια εποχή σαν τη δική μας, όπου η καταπίεση, που εξυπηρετεί την εκμετάλλευση ενός (του μεγαλύτερου) τμήματος του πληθυσμού από ένα άλλο (το μικρότερο), χρειάζεται μια ορισμένη βασική στάση του πληθυσμού, που πρέπει να επεκταθεί σε όλους τους τομείς. Η ανακάλυψη του Δαρβίνου στον τομέα της ζωολογίας, π.χ., θα μπορούσε να γίνει ξαφνικά επικίνδυνη για το καθεστώς της εκμετάλλευσης. Ωστόσο μονάχα η εκκλησία νοιάστηκε ένα χρονικό διάστημα γι' αυτήν, ενώ η αστυνομία δεν είχε ακόμα αντιληφθεί τίποτα. Οι έρευνες των φυσικών οδήγησαν τα τελευταία χρόνια σε πορίσματα στον τομέα της λογικής, που θα μπορούσαν να γίνουν επικίνδυνα για μια σειρά αξιώματα, που εξυπηρετούν το καθεστώς της καταπίεσης. Ο Πρώσος φιλόσοφος Χέγκελ, που έκανε βαθιές έρευνες στον τομέα της λογικής, πρόσφερε μεθόδους ανεκτίμητης αξίας στους κλασικούς της προλεταριακής επανάστασης Μαρξ και Λένιν. Η εξέλιξη των επιστημών γίνεται σε αλληλεξάρτηση, αλλά ασύμμετρα και το κράτος δεν είναι σε θέση να έχει το μάτι του παντού. Οι πρόμαχοι της αλήθειας μπορούν να διαλέξουν μετερίζια, που δε φυλάγονται καλά. Το βασικό είναι να διδαχθεί ένας σωστός τρόπος σκέψης, που να εξετάζει σε όλα τα πράγματα και τα περιστατικά την προσωρινότητα και τη μεταβλητότητά τους. Οι κυρίαρχοι έχουν μεγάλη απέχθεια στις βαθιές αλλαγές. Θα προτιμούσαν να μείνουν τα πράγματα όπως είναι, για χίλια χρόνια. Γι' αυτούς μακάρι να μην κουνιόταν το φεγγάρι και να μην ξανάβγαινε ποτέ ο ήλιος! Ετσι κανένας πια δε θα πεινούσε και δε θα ζητούσε να φάει για βράδυ. Οταν αυτοί έχουν πυροβολήσει, πρέπει να μην μπορούν πια οι αντίπαλοι να πυροβολήσουν, ο δικός τους πυροβολισμός θα πρέπει να είναι και ο τελευταίος.
Ενας τρόπος θεώρησης, που τονίζει ιδιαίτερα το εφήμερο του κάθε πράγματος, είναι ένα καλό μέσο για την ενθάρρυνση των καταπιεσμένων. Επίσης, το ότι για κάθε πράγμα και για κάθε κατάσταση εμφανίζεται και αναπτύσσεται μια αντίφαση, είναι κάτι που πρέπει να αντιπαρατεθεί στους νικητές. Μια τέτοια θεώρηση (όπως είναι η διαλεκτική, η θεωρία της ροής των πραγμάτων) μπορεί να εφαρμοστεί κατά την έρευνα θεμάτων και για ένα χρονικό διάστημα να ξεφύγει από την προσοχή των κυβερνώντων. Μια τέτοια μέθοδος είναι εφαρμόσιμη στη βιολογία και στη χημεία. Αλλά και στην περιγραφή της μοίρας μιας οικογένειας είναι εφαρμόσιμη, χωρίς κίνδυνο να κινήσει υποψίες. Η σκέψη πως το ένα πράγμα εξαρτιέται από πολλά άλλα, που κι αυτά αδιάκοπα αλλάζουν, είναι σκέψη επικίνδυνη για τις δικτατορίες και μπορεί να διαδοθεί με πολλούς τρόπους, χωρίς να δώσει αφορμή για επέμβαση της αστυνομίας. Με μια ολοκληρωμένη περιγραφή των περιστατικών και των διαδικασιών, που έχει ν' αντιμετωπίσει ένας άνθρωπος για να ανοίξει ένα καπνοπωλείο, μπορεί να δοθεί ένα δυνατό πλήγμα στη δικτατορία. Ο καθένας, που έχει μυαλό για να σκεφτεί λιγάκι, θα βρει το γιατί. Οι κυβερνήσεις, που οδηγούν τις ανθρώπινες μάζες στην εξαθλίωση, πρέπει ν' αποτρέψουν τις μάζες από το να σκεφτούν ότι οι κυβερνήσεις είναι υπεύθυνες γι' αυτήν. Γι' αυτό μιλούν πολύ για τη μοίρα. Ισχυρίζονται ότι αυτή φταίει για την ανέχεια, όχι εκείνες. Οποιος αναζητάει την αιτία της ανέχειας, πιάνεται από την αστυνομία, προτού φθάσει με την έρευνά του μέχρι την κυβέρνηση. Είναι όμως δυνατό να αντικρουστούν γενικά τα όσα λέγονται για τη μοίρα. Μπορεί κανείς να αποδείξει ότι η μοίρα του ανθρώπου προετοιμάζεται από ανθρώπους. Και πάλι μπορεί με πολλούς τρόπους να δοθεί αυτή η απόδειξη. Μπορεί, λόγου χάρη, να γίνει με την ιστορία ενός αγροκτήματος, ας πούμε μιας ισλανδικής φάρμας. Αυτό το κτήμα το βαραίνει μια κατάρα. Σ' ένα πηγάδι του πνίγηκε μια γυναίκα και από ένα δέντρο του κρεμάστηκε μονάχος του ένας χωρικός. Μια μέρα ο γιος αυτού του χωρικού παντρεύεται μια κοπέλα, που παίρνει για προίκα μερικά χωράφια. Και η κατάρα φεύγει από το κτήμα. Το χωριό διχάζεται στις κρίσεις του για την αιτία της ευχάριστης αυτής μεταβολής. Αλλοι την αποδίδουν στο τυχερό ριζικό του νεαρού χωριάτη κι άλλοι στα χωράφια, που πήρε για προίκα η νεαρή γυναίκα, που από τα εισοδήματά τους ορθοπόδισε το κτήμα. Αλλά και μ' ένα ποίημα, που περιγράφει ένα τοπίο, μπορεί κανείς να πετύχει ανάλογο αποτέλεσμα. Συγκεκριμένα, όταν ο ποιητής ενσωματώσει στη φύση, όσα δημιούργησαν τα χέρια του ανθρώπου.
Χρειάζονται τεχνάσματα για τη διάδοση της αλήθειας.

Ανακεφαλαίωση
Η μεγάλη αλήθεια της εποχής μας (που ακόμα δεν έχει συνειδητοποιηθεί πέρα για πέρα, αλλά και χωρίς τη συνειδητοποίησή της καμιά άλλη αλήθεια με βάρος δεν μπορεί να βρεθεί), είναι ότι η ήπειρός μας βυθίζεται στη βαρβαρότητα, επειδή η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής διατηρείται με τη χρήση της βίας. Τι ωφελεί να γράφουμε με τόλμη, ότι η κατάσταση στην οποία βυθιζόμαστε είναι βάρβαρη (και είναι αλήθεια), όταν δε λέμε καθαρά ποια είναι η αιτία που μας οδηγεί στην κατάσταση αυτή; Πρέπει να πούμε ότι γίνονται βασανισμοί, γιατί πρέπει να διατηρηθούν οι σχέσεις ιδιοκτησίας. Βέβαια, λέγοντάς το αυτό, χάνουμε πολλούς φίλους, φίλους κηρυγμένους ενάντια στα βασανιστήρια, που όμως πιστεύουν ότι και χωρίς αυτά θα μπορούσαν να διατηρηθούν οι σχέσεις ιδιοκτησίας (πράγμα που είναι αλήθεια). Για τις συνθήκες βαρβαρότητας που επικρατούν στη χώρα μας πρέπει να πούμε την αλήθεια, δηλαδή, ότι μπορεί να γίνει αυτό, που θα εξαφανίσει αυτές τις συνθήκες, δηλαδή αυτό, με το οποίο θα αλλάξουν οι σχέσεις ιδιοκτησίας.
Επιπλέον, πρέπει να την πούμε σ' εκείνους, που υποφέρουν περισσότερο απ' όλους τους άλλους κάτω από το σύστημα της ατομικής ιδιοκτησίας και που η μεταβολή του τους αφορά περισσότερο από όλους, δηλαδή στους εργάτες. Και σ' εκείνους, που μπορούμε να τους φέρουμε για συμμάχους, γιατί κι εκείνοι δεν έχουν καμία ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, έστω κι αν συμμετέχουν στα κέρδη.
Και, πέμπτον, πρέπει να ενεργούμε με πονηριά.
Και τις πέντε αυτές δυσκολίες πρέπει να τις ξεπεράσουμε ταυτόχρονα. Γιατί δεν μπορούμε να διερευνούμε την αλήθεια για τις συνθήκες βαρβαρότητας, χωρίς να σκεφτόμαστε εκείνους που υποφέρουν κάτω απ' αυτές. Κι ενώ - καταπολεμώντας την κατά καιρούς στιγμιαία δειλία μας - αναζητάμε συνεχώς τις σωστές διασυνδέσεις προς εκείνους που είναι πρόθυμοι να χρησιμοποιήσουν τις γνώσεις τους, πρέπει ταυτόχρονα να σκεφτόμαστε να τους διοχετεύσουμε την αλήθεια με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να γίνει όπλο στα χέρια τους. Kι αυτό να γίνει με τέτοια μαεστρία, που να μην το ανακαλύψει ο εχθρός και το εμποδίσει.
Ολα αυτά απαιτούνται, όταν απαιτείται από το συγγραφέα να γράφει την αλήθεια.
Γράφτηκε στα 1935