Πέφτει το σούρουπο κι ο δρόμος είναι ποταμός
Πλημμυρισμένος με μυρμήγκια που έχουν βγει για ψώνια
Κοντά Χριστούγεννα και γίνεται πανζουρλισμός
Τρέχουν μπας κι αγοράσουν μιαν απόλαυση αιώνια
Και μπαινοβγαίνω από μαγαζί σε μαγαζί
Με δελεάζουν τ' άψυχα αντικείμενα του πόθου
Θέλω με ηδονή ν' αρμεξω τούτο το πελώριο βυζί
Κι ας πιω το γάλα ενός κόσμου ψεύτικου και νόθου
Κι αν το μυαλό μου και το σώμα μου γερνά
Καινούρια ρούχα αγοράζω για να ξανανιώσω
Μα σαν ποντίκι στον τροχό που όλο γυρνά
Τρέχω την στέρησή μου στο κλουβί ν' ανακυκλώσω
Αφού και το καινούριο να παλιώσει δεν αργεί
Η δίψα μου είν' ακόρεστο πιθάρι δίχως πάτο
Κι όλο μίαν αίσθηση ανέχειας μου δημιουργεί
Τι κι αν θηλάζω το βυζί, δεν με κρατά χορτάτο
Αν το βυζί αντί για ρόγα έχει στόμα, πάλι εκεί
Πάω ν' αγοράσω έρωτα πλουτίζοντας τον Κροίσο
Και, τέλος πάντων, δεν διακρίνω εναλλακτική
Αν θέλω κάτι να σου πάρω να σ' ευχαριστήσω
Έχει νυχτώσει πια κι ο δρόμος που ήταν ποταμός
Δεν απειλεί την κοίτη του με ακράτητη πλημμύρα
Με τα κουτιά ψευδαίσθησης με μεταφέρει ο συρμός
Κι εγώ «υπ' ατμον», γυρνώ με το πακέτο που σου πήρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου