Για τις Θέσεις της ΚΕ
Συμφωνώ
στη βασική διαπίστωση στις θέσεις ότι «το ΚΚΕ παραμένει πίσω από τις
αυξανόμενες ανάγκες και σύνθετες απαιτήσεις που προκύπτουν από το
συσχετισμό δυνάμεων, τις απαιτήσεις και τους κινδύνους - δυνατότητες που
περικλείει η φάση της κρίσης». Κομβικό σημείο της αυτοκριτικής της ΚΕ
είναι η θέση ότι: «η επιβεβαίωση της ορθότητας της στρατηγικής του ΚΚΕ
διαμόρφωσε ένα πνεύμα εφησυχασμού από τα πάνω προς τα κάτω...». Το Κόμμα
περίμενε να εισπράξει στις εκλογές τον Μάη του 2012 τη δυσαρέσκεια του
λαού λογαριάζοντας χωρίς τον ξενοδόχο. Πριν κυριαρχούσε η
συνθηματολογία, το «σνομπάρισμα» των όποιων λαϊκών ξεσπασμάτων
δημιούργησε η πρωτόγνωρη για τα ελληνικά δεδομένα κρίση. Βεβαίως, έχει
σημασία το ποιες δυνάμεις είναι επικεφαλείς και επηρεάζουν την κίνηση
των μαζών (Θ.25), όμως οι μάζες δε θα περιμένουν ποτέ εμείς θα είμαστε
έτοιμοι και ικανοί να καθοδηγήσουμε την εργατική τάξη σε σύγκρουση με τα
μονοπώλια για τη λαϊκή εξουσία. Στο «κίνημα των αγανακτισμένων» και των
«πλατειών» έπρεπε έγκαιρα, με σχέδιο και προσοχή να παρέμβουμε ώστε να
εμποδίσουμε το κτύπημα του ταξικού κινήματος και του ΚΚΕ. Η οργανωμένη
υποχώρηση στο Σύνταγμα μέτρησε στο λαό ως υποχώρηση, ως επίδειξη δύναμης
και όχι ως αποτελεσματική αντεπίθεση. Θυμίζω εδώ το θετικό αντίκτυπο
που είχε η δράση του ΚΚΕ στη Θεσσαλονίκη στον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία
όπου οδηγηθήκαν οι Νατοϊκές δυνάμεις στη λαχαναγορά. Χρειάζονται και
σήμερα δράσεις όπως η ανάρτηση πάνω στην Ακρόπολη για να αναθαρρήσει ο
λαός, με διεθνή απήχηση. Βεβαίως, το κύριο βάρος να πέσει στην
οικοδόμηση, στους χώρους δουλειάς, στη νεολαία, όμως χρειάζονται και
τέτοιες ενέργειες για να έχεις αποτελέσματα που θα προωθήσουν τη
στρατηγική σου. Φαίνεται ότι πρέπει να μελετάμε πληρέστερα τη δράση του
«πολυπλόκαμου αντιπάλου» αλλά και την ηρωική πείρα του ΚΚΕ που λαός μας
θέλει να τα καταφέρνει στα δύσκολα. Φαίνεται ότι χρειάζεται να
μελετήσουμε καλύτερα τα χαρακτηριστικά της συνείδησης της εργατικής
τάξης και της νεολαίας σήμερα, των λαϊκών στρωμάτων, όπως διαμορφώθηκαν
τα τελευταία 30-40 χρόνια. Η λαϊκή πείρα και η ουσιαστική επαφή των
στελεχών με τις ΚΟΒ και το λαό έχει να μας διδάξει πολλά. Σας μεταφέρω
τι μου είπε ένας φίλος του κόμματος μετά το αρνητικό αποτέλεσμα των
τελευταίων εκλογών. [Ηλία, το τσινιάρικο άλογο πρώτα το ημερεύεις και
μετά το καβαλάς». Πρόλαβα να του πω «Εμείς δεν θέλουμε να
καβαλήσουμε...». Φεύγοντας βιαστικά μου είπε «Σκέψου το!». Μήπως
αγριεύουμε τον κόσμο;
Σχετικά με την εκτίμηση της απόδοσης της ΚΕ έχω να παρατηρήσω τα εξής:
1)
Στη θέση 53 διατυπώνεται ότι η ΚΕ πέτυχε να μη κάνει το θεμελιακό λάθος
ανοχής ή συμμετοχής σε κυβέρνηση συνεργασίας. Ομως αυτό είναι λυμένο
από το Συνέδριο και από τις εκτιμήσεις που έχει κάνει το κόμμα. Υπήρξε
άλλη σκέψη; Επειδή η πίεση για την «ενότητα της αριστεράς», ασκείτο και
πριν το ξέσπασμα της κρίσης, νομίζω ότι έπρεπε να τα είχαμε προλάβει να
μη χαρίσουμε την «αριστερά» στον ΣΥΡΙΖΑ. Νομίζω ότι πρέπει να ληφθούν
σοβαρές πρωτοβουλίες σ' αυτή την κατεύθυνση σύντομα, δεδομένου ότι ο
ΣΥΡΙΖΑ όλο και πιο καθαρά αποκαλύπτεται ότι είναι κόμμα αστικής
διαχείρισης, και καλώς ξεσκεπάζεται!
2) Οσον αφορά τις
κοινοβουλευτικές αυταπάτες, έχουμε κι εμείς ευθύνες. Οι οργανώσεις
βγαίνουν με σπουδή στο λαό κυρίως στις εκλογές και μάλιστα ισοπεδωτικά
ώστε δύσκολα ξεχωρίζεις αν έχουμε τοπικές - εθνικές - ευρωεκλογές. Πώς
θα πετύχουμε συσπειρώσεις, να προωθηθεί η λαϊκή συμμαχία, με συνθήματα
και γενικολογίες; Ειδικά στις τοπικές εκλογές η ένδεια συγκεκριμένων
επεξεργασιών για τοπικά - λαϊκά ζητήματα και η προχειρότητα της
τελευταίας στιγμής, λειτουργεί αρνητικά ακόμα και σε οπαδούς. Σημαντικές
επεξεργασίες και προτάσεις του κόμματος για τις λαϊκές ανάγκες δε
γίνονται υπόθεση των ΚΟΒ, των φιλών και οπαδών των σωματείων, των λαϊκών
επιτροπών, με δική μας ευθύνη, των καθοδηγητικών οργάνων. Χρειάζεται να
ενισχυθεί η ουσιαστική πρακτική βοήθεια στις ΚΟΒ. Οι προτάσεις μας για
τους μετανάστες, το περιβάλλον, τους ανέργους ,τα χρέη, τα φάρμακα, τους
φόρους, τα νέα ζευγάρια, το ρόλο των ΜΚΟ κ.λπ. δε γίνεται υπόθεση των
ΚΟΒ. Χρειάζεται προσανατολισμός στις ΚΟΒ ώστε να ανταποκρίνονται με
επάρκεια στο χώρο ευθύνης τους. Εδώ μετράει ο ρόλος των στελεχών και των
οργάνων.
3) Σοβαρή είναι η αδυναμία μας να αξιοποιήσουμε και να
διατάξουμε αποτελεσματικά τις δυνάμεις και τα στελέχη μας με βάση τις
ικανότητες, την πείρα, τη γνώση του χώρου, τη συνέπεια. Το βάρος πρέπει
να δοθεί στα εργατικά στελέχη με αναδιάταξη των κοινοβουλευτικών.
Ισοβιότητα και νεποτισμός δημιουργούν αρνητικούς συνειρμούς παρά τις
καλές προθέσεις. Να αξιοποιηθούν εκεί που χρειάζονται, δεν κάνουμε όλοι
για όλα. Στο καταστατικό προτείνεται να μπορεί να εκλεγεί μέλος της ΚΕ
με 7 χρόνια κομματική ηλικία και στις τομεακές - περιφερειακές με 2 και 5
αντίστοιχα. Χρειάζονται τουλάχιστον 12,5 και 7 αντίστοιχα.
4) Μια
ακόμα επισήμανση: Δε χρειάζεται να αναλωθούμε στα όργανα, στις ΚΟΒ,
στον Τύπο γιατί «λαϊκή συμμαχία» και όχι «μέτωπο» κ.λπ. Ας μη
βυζαντινολογούμε, δημιουργούμε συγχύσεις, εξάλλου αυτούς τους όρους τους
έχουμε χρησιμοποιήσει και παλιότερα. Το κύριο είναι η άρνηση των
σταδίων και η ενδυνάμωση του Κόμματος και της ΚΝΕ, η ενίσχυση των ΚΟΒ
στη πράξη, να ισχύσουν τα κριτήρια για στελέχη ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΕΣ. Να φέρουμε
σε αντιστοίχιση τις αντικειμενικές με τις υποκειμενικές συνθήκες που
υστερούμε, να λάβουμε υπόψη την ιστορία μας, τα συμπεράσματα από τις
παρεκκλίσεις και τις ανατροπές, το τι περιμένει ο λαός απ' το κόμμα μας.
Με πίστη στον αναντικατάστατο ρόλο του ΚΚΕ να προχωρήσουμε όλοι μαζί
πιο αποφασιστικά. Οι αντίπαλοι ας κάνουν τη δουλεία τους κι εμείς τη
δική μας!
Ο σοσιαλισμός είναι επίκαιρος και αναγκαίος. Ας τον
δώσουμε απλά να γίνει υπόθεση του λαού, ας πούμε όλη την αλήθεια για το
σοσιαλισμό του 20ού αιώνα. Θα μπει σύντομα στην ημερήσια διάταξη του
κινήματος. Καλά κάνουμε και προετοιμαζόμαστε.
Καλή Επιτυχία στο 19ο Συνέδριο.
Ηλ. Μπράβος
Κιάτο Κορινθίας
Ενας είναι ο εχθρός, ο αντιιμπεριαλισμός;
Συνέρχεται
το 19ο Συνέδριο του Κόμματός μας με στόχο τη σύνταξη νέου Προγράμματος
και Καταστατικού. Προηγήθηκε μία περίοδος ασάφειας και ανικανότητας
ιδεολογικής παρέμβασης σε οποιοδήποτε θέμα απασχολούσε το λαό, καθώς
προγευόμασταν τις αλλαγές. Ταλαντευόμασταν ανήμποροι να προβάλουμε θέση.
Ψευτοδιλήμματα το ευρώ, η ΕΕ και η αποδέσμευση, το μνημόνιο και οι
κατακτήσεις που χάνονταν, η εθνική ανεξαρτησία και η εξαρτημένη Ελλάδα, ο
φασισμός και οι δημοκρατικές ελευθερίες, το χρέος και η άρνηση πληρωμής
του. Το χρέος αρχικά θα κρινόταν στη λαϊκή εξουσία, αφού η μονομερής
διαγραφή εκτμήθηκε ενσωματώσιμη, το δημοψήφισμα θεωρήθηκε παγίδα ώστε να
τσουβαλιαστούμε με το υποτιθέμενο όχι του Σαμαρά (άμεση διάψευση).
Το
σκιάχτρο των σταδίων οδήγησε στην ιδεολογικοπολιτική παράλυση. Βάλλεται
ευθέως ο πυρήνας του Προγράμματος, η μαρξιστικολενινιστική ανάλυση. Ο
λαός δέχεται το απειλητικό σύνθημα από όλους τους μηχανισμούς του
συστήματος «ή μνημόνιο ή δραχμή», η υποτέλεια των ελληνικών κυβερνήσεων
παραβλέπεται ως «αθώωσή τους», ενώ εκφράζει την εξάρτηση της
κρατικομονοπωλιακής Ελλάδας και η αποτίναξή της συνδέεται αδιάρρηκτα με
την αποδέσμευση και τις εθνικοποιήσεις βασικών συγκεντρωμένων μέσων
παραγωγής.
Σήμερα αυτή η καθοριστική θέση του Προγράμματος
φαντάζει διαχείριση, όπως και το κριτήριο για τα συμμαχίες, η συνεκτική
ΑΑΔ γραμμή πάλης. Κανένα στοίχημα με την ιστορία και κανένας αφ' υψηλού
θεωρητικός εκβιασμός του λαού (ή μνημόνιο ή σοσιαλισμός) δεν είχε θέση
εδώ. Η γραμμή της κυρίαρχης τάξης θα οδηγούνταν στα βράχια με την
εκδήλωση καπιταλιστικής κρίσης και τη συρρίκνωση της εγχώριας
παραγωγικής βάσης, όπως και έγινε. Ενας πόλεμος, χωρίς το υποτιθέμενο
λάθος των γραμμάτων του Ζαχαριάδη, είναι απαραίτητος για να κρατήσουμε
τα φανταστικά όπλα παρά πόδα: «Περνούμε από το γενικό ή θεωρητικό μέρος
του Προγράμματος στο Πρόγραμμα-μίνιμουμ.
Εδώ συναντούμε αμέσως μία
«πολύ ριζοσπαστική», φαινομενικά και πολύ αστήρικτη πρόταση των
συντρόφων Ν. Μπουχάριν και Β. Σμιρνόφ να εξοστρακιστεί εντελώς το
πρόγραμμα-μίνιμουμ. Ο χωρισμός, λένε, σε πρόγραμμα-μάξιμουμ και
πρόγραμμα-μίνιμουμ «έχει παλιώσει», τι μας χρειάζεται εφόσον πρόκειται
για το πέρασμα στο σοσιαλισμό. Δε χρειάζεται κανένα πρόγραμμα-μίνιμουμ,
αλλά ένα άμεσο πρόγραμμα μεταβατικών μέτρων προς το σοσιαλισμό... Δε
θέλουμε «να ζητήσουμε τίποτα "από την αστική τάξη", αλλά να δημιουργούμε
οι ίδιοι, δε θέλουμε να ασχολούμαστε με μικροπράγματα στα πλαίσια του
αστικού καθεστώτος. Αυτό θα ήταν κούφιος κομπασμός, γιατί πρώτα πρέπει
να κατάκτήσουμε την εξουσία, ενώ εμείς δεν την κατακτήσαμε ακόμη.»
(Λένιν, «Απαντα», τόμος 13) και συνεχίζει για την αναγκαιότητα τέτοιου
προγράμματος και μετά τη νίκη, μέχρι να διασφαλιστεί η νέα εξουσία.
Η
διάκριση της μενσεβίκικης και της μπολσεβίκης έννοιας του σταθμού,
συνειδητά αποκρύπτεται : «Οι Γερμανοί κομμουνιστές είναι κομμουνιστές,
γιατί μέσα από όλους τους ενδιάμεσους σταθμούς και συμβιβασμούς, που δεν
τους δημιούργησαν αυτοί, αλλά η πορεία της ιστορικής εξέλιξης, βλέπουν
καθαρά και επιδιώκουν συνεχώς τον τελικό σκοπό... Οι 33 μπλανκιστές
είναι κομμουνιστές, γιατί φαντάζονται πως, μια που αυτοί θέλουν να
υπερπηδήσουν τους ενδιάμεσους σταθμούς και τους συμβιβασμούς, η δουλειά
πάει πρίμα και πως, αν "αρχίσει" αυτές τις μέρες -πράγμα που το
πιστεύουν απόλυτα- και η εξουσία περάσει στα χέρια τους, τότε μεθαύριο
"θα εφαρμοστεί κιόλας ο κομμουνισμός". Συνεπώς, αν δεν μπορούν να το
κάνουν αυτό αμέσως, τότε θα πει πως δεν είναι κομμουνιστές. Τι παιδική
αφέλεια να προβάλλεις την ατομική σου ανυπομονησία σαν θεωρητικό
επιχείρημα!» (Λένιν από Ενγκελς, «Αριστερισμός»).
«Για τον
ιμπεριαλισμό είναι χαρακτηριστική η τάση ακριβώς για προσαρτήσεις όχι
μόνο αγροτικών περιοχών (ισχυρισμός Κάουτσκι), αλλά ακόμη και των πιο
βιομηχανικών. Δεύτερο, το ουσιαστικό για τον ιμπεριαλισμό είναι ο
ανταγωνισμός μερικών μεγάλων Δυνάμεων που τείνουν προς την ηγεμονία,
δηλ. προς το άρπαγμα εδαφών όχι τόσο άμεσα για τον εαυτό τους, όσο για
την εξασθένιση του αντιπάλου και την υπόσκαψη της ηγεμονίας του...
Χαρακτηριστικές γι' αυτήν την εποχή δεν είναι μόνο οι δυο βασικές ομάδες
χωρών: οι χώρες που κατέχουν αποικίες και οι αποικιακές χώρες, αλλά και
οι ποικίλες μορφές των εξαρτημένων χωρών που πολιτικά, τυπικά είναι
ανεξάρτητες, στην πράξη όμως είναι μπλεγμένες στα δίχτυα της
χρηματιστικής και διπλωματικής εξάρτησης» («Ιμπεριαλισμός, ανώτατο
στάδιο του καπιταλισμού»).
Ο Λένιν δεν ξεγλίστρησε από την
πραγματικότητα με κάποιον ευφάνταστο όρο, όπως «ανισότιμη
αλληλοπροσάρτηση» για το αποικιοκρατικό Βέλγιο, που παρουσίασε ως
γερμανική προσάρτηση. «Αυτοδιάθεση των εθνών ονομάζεται η πολιτική
ανεξαρτησία τους. Ο ιμπεριαλισμός τείνει να την παραβιάσει, γιατί σε
συνθήκες πολιτικής προσάρτησης η οικονομική προσάρτηση είναι συχνά
βολικότερη, φτηνότερη (είναι ευκολότερο να εξαγοράσει κανείς τους
υπαλλήλους, να πετύχει εκχωρήσεις, να περάσει έναν ευνοϊκό νόμο κτλ),
ευκολότερη, ησυχότερη - έτσι ακριβώς όπως ο ιμπεριαλισμός τείνει να
αντικαταστήσει τη δημοκρατία γενικά με την ολιγαρχία» (Λένιν, «Σχετικά
με τη γελοιογραφία του μαρξισμού»).
Καταλήγουμε σε ένα
μεταμοντέρνο κατασκεύασμα εκτός τόπου (εθνικές ιδιαιτερότητες) και
χρόνου (ασαφής (υπερ)ιμπεριαλισμός). « Ολα τα έθνη θα φτάσουν στο
σοσιαλισμό, αυτό είναι αναπόφευκτο, αλλά δε θα φτάσουν όλα εντελώς με
τον ίδιο τρόπο, το καθένα θα εισάγει μια ιδιομορφία στη μια ή στην άλλη
μορφή δημοκρατίας, στη μια ή στην άλλη ποικιλομορφία της δικτατορίας του
προλεταριάτου, στον ένα ή στον άλλο ρυθμό των σοσιαλιστικών
μετασχηματισμών...» (στο ίδιο).
Δεν αναφερόμαστε στο διάστημα
ανάμεσα στην εκδήλωση επαναστατικής κατάστασης και την έναρξη της
επαναστατικής διαδικασίας, ούτε στη διαδικασία ως τέτοια, απλά ως
άθροισμα διαταγμάτων. «Είναι σαν να πρόκειται να συνταχθεί από το ένα
μέρος ένας στρατός που θα πει: «εμείς είμαστε υπέρ του σοσιαλισμού», και
από το άλλο, ένας άλλος στρατός που θα πει: «εμείς είμαστε υπέρ του
ιμπεριαλισμού», κι αυτό φαντάζονται ότι θα είναι κοινωνική επανάσταση!..
Οποιος περιμένει μια «καθαρή» κοινωνική επανάσταση δε θα την δει ποτέ
του.» (Λένιν, «Τα αποτελέσματα της συζήτησης για την αυτοδιάθεση»).
Τα
υπαρκτά ζητήματα που μπορούν να πυροδοτήσουν τη ρήξη με την εξουσία του
κεφαλαίου, ωριμάζοντας τον υποκειμενικό παράγοντα, εξοβελίστηκαν, οπότε
διυλίζουμε τον κώνωπα οικοδομώντας ιδεατά στρουμφοχωριά. Ταυτόχρονα,
είμαστε «καταδικασμένοι» να επικαλούμαστε το πρόσφατο παρελθόν, παρ΄ότι
οι «νέες» αναλύσεις θα κατέτασσαν το Μάαστριχτ στα ψευτοδιλήμματα και
από τα ερείπια της Γιουγκοσλαβίας θα έπρεπε να ξεθάψουμε κάποια
αλληλεξάρτηση, λιγάκι «ανισότιμη».
«Το ζήτημα δεν είνε να ξέρεις
ανακατωτά κι απέξω το Μαρξ και το Λένιν. Αυτό μπορεί να το κάνει κι ο
πρώτος ηλίθιος αριθμομνήμων. Το ζήτημα είνε να κάνεις ζωντανή,
δημιουργική, λαϊκή πολιτική» (Ν. Ζαχαριάδης, «Τα δύο βασικά
προβλήματα»). Εμείς αποτύχαμε και στα δύο, υποδυόμενοι το πρώτο, ότι
ενεργούμε «κατά τας γραφάς». Τώρα επισημοποιούμε τη διάσταση με την
πραγματικότητα, την ιστορία και την κοσμοθεωρία μας.
Δημήτρης Τσιμπινός
Γέρακας