[Βινιέτες από την Γηραιά Αλβιώνα]
Εν πλώ στο κανάλι, από Dieppe για Newhaven, ο φουρτουνιασμένος καιρός δεν μου κάνει τη χάρη ενός άνετου περάσματος από μία χώρα σε άλλη. Για να περάσει λιγότερο ανιαρά το σχεδόν τετράωρης διάρκειας ταξίδι, γράφω για κάτι που μου προξένησε ενδιαφέρον: Ένα ασυνήθιστο, για τα μάτια μου, ζευγάρι συνταξιδιωτών. Έχω στο νου μου κάνα δυό εικόνες που ούτε κατά προσέγγιση συνιστούν σκηνές δράματος. Εντούτοις, σ' αυτές "εισέρχομαι διαβάζοντάς τες", όχι τόσο σαν αντικειμενικός θεατής προφανώς, αλλά σαν κάποιος που "επενδύει" πλοκή ή νόημα σε μιαν αφηρημένη εικόνα, και μ' αυτό τον τρόπο εκθέτει ό, τι ο ίδιος προβάλει σ' αυτό που βλέπει και δεν βλέπει.
Αρχίζω λοιπόν, με την πρώτη μου εντύπωση, από ένα σκηνικό τραπεζαρίας πλοίου σε θαλασσοταραχή...
***
Κρατούσε την καράφα και το άδειο ποτήρι του σταθερά απάνω στο τραπέζι, για να μην μετακινούνται. Τα πόδια του καθίσματός του κολλημένα στο πάτωμα, το οποίο νιώθει ρυθμικά να κινείται, αυξομειώνοντας την βαρύτητα κάτω από τις πατούσες του, σαν να πως τον χόρευε καθιστό. Δίπλα του, το παράθυρο που από ώρα η θάλασσα απέξω ράπιζε με αφρισμένα, άγρια κύματα...
Εκείνη, σαν να επιστρέφει στο τραπέζι μετά από σύντομη απουσία. Διατηρεί μία χάρη στην κορμοστασιά της, παρότι το μπόζι δεν της επιτρέπει να βαδίσει ισορροπημένα. Με την αύρα της γυναίκας που ξέρει τι θέλει και πώς να το πάρει, εκείνη φαίνεται να είναι η "ανεξάρτητη μεταβλητή" στη σχέση τους, ενώ αυτός... Κάπως παράξενος, φάνηκε να την δέχεται να επιστρέφει με εξαρτημένη ανακούφιση, τουλάχιστον. Δεν έδινε καθόλου σημασία στο τι γινόταν γύρω του. Καθώς την άκουγε, μα δίχως να μιλά σχεδόν καθόλου, ήταν άγνωστο αυτό που αποσιωπούσε το σφραγισμένο στόμα του, το κουμπωμένο με την έκφραση "μιά για πάντα". Παρατηρώντας τους με φευγαλέες ματιές, αυτό που μου φάνηκε από τις συγκρατημένες αλλά νευρικές χειρονομίες του, ήταν πως, πριν συναντήσει ετούτη την γυναίκα, πολύ πιθανόν να ξόδεψε άσκοπα ένα κάποιο χρόνο σε αναμονή χωρίς μιαν ημερομηνία λήξης - πράγμα που γενικά υπονομεύει τη διάθεση για προσδιορισμό μιας νέας πορείας.
Ας είναι. Ο αγέρας κόπασε. Μακριά απ' την άκρη του μουρμουριτού της θάλασσας στα παράλια, το σκάφος, σαν να πως ακόμα πλέει στην αγωνία της χαμένης ρότας. Κι αυτό καθιστά το σενάριο απρόβλεπτο, όπως ανάλογα μη-αναγνώσιμο είναι και το τσαλακωμένο γράμμα (ή και λογαριασμος...) που ο ταξιδιώτης, ο αόμματος, το σφίγγει με το χέρι του στου αντιανεμικού σακακιού του την τσέπη. Έχει αδράξει εκεί την κουπαστή με τ' αλλο χέρι κι αγναντεύει ένα πέλαγος σε ορατότητα μηδέν, μακριά, και προς τα εκεί όπου τα κύματα αποποιούνται την αέναη κίνησή τους.
Η γραμμή του ορίζοντα φθίνει στη μέρα που τελειώνει, ενώ ήδη είναι σβησμένη στην ένωση του υγρού με το αιθέριο της ατέρμονης καταδικής του νύχτας. Νομίζει ότι από κάπου μακριά φτάνουν τα θραύσματα από ακούσματα ενός οίστρου απίστων (σαν κι αυτόν), που όμως έχει μια συνοχή και μια συνέπεια εσωτερική, διατηρώντας τις βασικές αρχές της απιστίας αυτών των πεζοπόρων που πάντα ασυμβίβαστα θα δυσκολεύουν την κατάποση ενός ψέματος κατεργασμένου σε αμέτρητες παραλλαγές αναπηρίας, της λάσπης με την οποία χτίζεται ετούτο το βασίλειο της ηλιθιότητας και του τρόμου για να διαιωνίζεται το παίγνιο του πόνου. Κι αν είναι έτσι, τότε αυτός βλέπει και μάλιστα καλύτερα από μένα.
Έτσι λοιπόν, αν κάποια ορατά τεκταινόμενα λανθάνουν της προσοχής του, δεν έχει σημασία. Πόσο παραπάνω θα τον φώτιζε αν ήξερε πως, αίφνης, εκεί που στέκει στο κατάστρωμα, κάποιοι αποθέτουν τώρα αθόρυβα ένα πειρατικό σεντούκι (ή κάτι τέτοιο); Το φαντάζομαι ίδιο κι απαράλλαχτο με αυτό που είχα δει ν' ανοίγει, σε άλλες διατεταγμένες, δεν θυμάμαι πού και πότε ακριβώς... πιθανόν και σε μια περιπετειώδη ταινία.. Ήταν γεμάτο τάματα από φύλλο χρυσού ... μικρά φετίχ που θα κουβαλούσε η άθλια και καταχρασμένη αφέλεια που δεν είναι και κατ' ανάγκη αθωότητα, βαδίζοντας στα γόνατά της μαζοχιστικά, σερνόμενη στην κακοτράχαλη ανηφόρα ενός μάταιου Γολγοθά, αρχίζοντας από βιτρίνες μαγαζιών και φτάνοντας μέχρι το εικονοστάσι του ναού, σε τόπο αναλγητικού εμπαιγμού και βασάνων. Εκεί, όπου οι έμποροι πουλούν άκρατο δέος και πνευματική παραλυσία μπροστά σε είδωλα ενός αφηρημένου "υπεράνω".
Η όσφρησή του δεν λαθεύει, όμως. Κι αν πάλι είχε οπτική έννοια, με εικόνες στο νου που υποδηλώνουν μιαν οικειότητα που δεν έχει βιώσει, σίγουρα θα ζωγράφιζε γυμνή ετούτη την (παρεμπιπτόντως, κατά πολύ νεότερή του) γυναίκα που ήρθε και στάθηκε κοντά του· και θα το έκανε χωρίς καμία εικαστική αντίληψη των αναλογιών της ομορφιάς της που αυτός διαισθάνεται. Τι σκέφτεται ο αόμματος, λοιπόν; Πιθανόν, μεταξύ άλλων: ... πως το διακριτικό της άρωμά του μεταφέρει κάτι από τον διασυρμό που συχνά υποφέρει ένα ανάστημα υψηλότερο από το μέτριο, που επιτρέπει μία θέα του κόσμου πλουσιότερη, μα και πληρέστερη όχι μόνον από τη δική του, που δεν βλέπει, άλλα κι από αυτήν που χαίρει η μικροψυχία του ανοιχτομάτη που τον σπουδάζει μ' ένα βλέμμα υπεροχής...
"Θα πιούμε τσάι;" Τον ρωτάει. Κι αυτός της απαντά απλώνοντας το χέρι που του παίρνει εκείνη, για να τον οδηγήσει μέσα. Το χέρι του που πέταξε σαν το θαλασσοπούλι από την κουπαστή απάνω στο δικό της, μα δεν έπαψε κάπως να φτερουγίζει όταν τα δάχτυλά του φώλιαζαν μέσα στην παλάμη της. Ενώ τα βήματά του θύμισαν τυφλό ταγκό... αυτός χαμογελούσε. Λίγο αργότερα, και σε μία στάση σιωπηλή πάλι, θα σκεφτεί πώς στη βαλίτσα του, που τώρα κείται τακτοποιημένη κάτω απ' την δική της, έβαλε δυό βιβλία ποίησης, που δεν θα τον βοηθούσαν - ακόμα κι αν η συνοδός του διάβαζε χαμηλόφωνα ένα ή δύο από τα ποιήματα, που της άρεσαν... Πού και πότε όμως; Αργότερο απόψε, σε ξενοδοχείο ή στο σπίτι του; Κάπως γελοίο μου φαίνεται... Αυτά δεν συμβαίνουν στις μέρες μας... ούτε και με τυφλούς... έχουμε γίνει ή πολύ νέοι ή πολύ γέροι ανοιχτομάτηδες για κάτι τέτοιο...
Ο άνθρωπος δεν είναι σε ταξίδι αναψυχής. Αυτό φαίνεται. Αν και δεν είναι τόσο προφανές σε άλλους γιατί κάνει αυτό ειδικά το ταξίδι, ή αν είναι πλέον λιγότερο σημαντική η αναχώρηση απ' την άφιξή του... Και συνεπώς δεν έχει λόγο, είναι άτοπο να σκέφτεται τώρα πως και η πιό ωραία κρουαζιέρα τελειώνει κάποτε σε ένα λιμάνι ... Υποθέτω πως, μετά το τσάι, μ' ένα φιλί της "ωραίας στο στόμα του τέρατος", το σαγόνι του θα ξεκλειδώσει την σιωπή, κι ανοιχτό στον αόρατο αέρα, θα πάρει μία βαθιά ανάσα πριν πει κάτι για την αλήθεια που κρατά τη επιθυμία απ' το χέρι σαν μικρό παιδί που ποτέ δεν ωριμάζει, και για την έκπληξη που εγκαταλείπει την κουπαστή της πάντα επισφαλούς μνήμης, καθώς μπροστά στα τυφλά μάτια του θα ξεδιπλώνεται ένα πρωτόγνωρα φωταγωγημένο λιμάνι, λίγο πριν το βαπόρι δέσει.
Έχει νυχτώσει για τα καλά. Και, φυσικά, αυτός δεν απειλείται με έντονες αντιθέσεις του μαυρόασπρου της ανίας Τελικά, για το μόνο που θα μπορούσε να μετανοήσει είναι να φτάσει σ' ένα πλατώ που θεωρεί παύση και να μην έχει την πίστη - όχι την τόλμη, το σθένος, ή την ευμένεια του χρόνου - την πίστη πρώτιστα, λέω, να πει πως αν αυτό πιά είναι το τέλος... είναι κι η αρχή...