Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2015

Διαπραγμάτευση" με Όρους Θεωρίας Παιγνίου;





Αναδημοσιευση - ολόκληρου του κειμένου [με μικρές προσαρμογές]



Α

Μετά τις εκλογές του Γενάρη και αρκετά νωρίς στην πορεία της “διαπραγμάτευσης” της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με τους “εταίρους της”, ο Βαρουφάκης, εκπρόσωπος τότε της κυβέρνησης στο τραπέζι αυτής της “διαπραγμάτευσης”, προσπάθησε να αρνηθεί ότι σαν ειδικός  της Θεωρίας Παιγνίου [Game Theory] είχε οποιαδήποτε πρόθεση να την εφαρμόσει στην πράξη.

Στο άρθρο του στην New York Times, με τίτλο No Time for Games in Europe [Δεν Είναι Καιρός για Παίγνια στην Ευρώπη], στις 16 Φεβρουαρίου, λέει:
«Γράφω αυτό το κομμάτι στο περιθώριο μιας κρίσιμης διαπραγμάτευσης 
 με τους πιστωτές της χώρας μου - μιας διαπραγμάτευσης το αποτέλεσμα της οποίας μπορεί να σημαδεύσει μια γενιά, ακόμη και να αποδειχθεί ένα σημείο καμπής για την εκδίπλωση του εγχειρήματος της νομισματικής ένωσης της Ευρώπης.

Οι θεωρητικοί των παιγνίων αναλύουν τις διαπραγματεύσεις σαν να ήταν παιχνίδι για  μοίρασμα πίτας που σχετίζεται με εγωιστικές προθέσεις παικτών. Επειδή πέρασα πολλά χρόνια κατά τη διάρκεια της προηγούμενης ζωής μου ως ακαδημαϊκός ερευνώντας την Θεωρία Παιγνίου, ορισμένοι σχολιαστές έσπευσαν να υποθέσουν  ότι ως νέος υπουργός Οικονομικών στην Ελλάδα ήμουν δραστήριος σε επινόηση μπλοφών, στρατηγημάτων και εξωτερικών επιλογών που πασχίζουν να βελτιώσουν ένα αδύναμο χέρι.

Τίποτα δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από την αλήθεια.

Αν μη τι άλλο, το υπόβαθρο μου στην Θεωρία Παιγνίου με έπεισε ότι θα ήταν καθαρή τρέλα να σκεφτούμε τις τρέχουσες διαβουλεύσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και τους εταίρους μας ως ένα παιχνίδι διαπραγμάτευσης που πρέπει να κερδηθεί ή να χαθεί μέσα απο μπλόφες και τεχνάσματα τακτικής. Το πρόβλημα με τη θεωρία παιγνίων, όπως συνήθιζα να λέω στους μαθητές μου, είναι ότι παίρνει ως δεδομένο τα κίνητρα των παικτών. Στο Πόκερ ή Μλακ-τζάκ αυτή η υπόθεση δεν είναι προβληματική. Αλλά στις σημερινές συζητήσεις μεταξύ των ευρωπαίων εταίρων μας και της  νέας κυβέρνησης στην Ελλάδα, το όλο θέμα είναι να σφυρηλατηθούν νέα κίνητρα. Για να διαμορφώσουμε μια νέα νοοτροπία που ξεπερνά εθνικές διαιρέσεις, διαλύει τη διάκριση πιστωτή-οφειλέτη υπέρ μιας πανευρωπαϊκής προοπτικής, και τοποθετεί το κοινό ευρωπαϊκό καλό πάνω από μικροπολιτικές σκοπιμότητες, κι από ένα δόγμα που αποδεικνύεται τοξικό στην γενίκευσή του, και από μια νοοτροπία του εμείς εναντίον ημών».
Ο Βαρουφάκης συνεχίζει το άρθρο με... “ωραιολογίες” πίσω από τις οποίες το μόνο σίγουρο είναι ότι υποδηλώνεται η προσήλωσή του στο“ευρωπαϊκό ιδεώδες.  Μέχρι και την  ηθική του Κάντ επικαλείται:  «ο ορθολογικός και ο ελεύθερος αποδρούν από την αυτοκρατορία της ιδιοτέλειας κάνοντας αυτό που είναι σωστό». Με το κείμενο του, απευθύνεται σε ένα Αγγλοσαξονικό κοινό, έχοντας επίγνωση ότι πολύ ταιριάζει  στα γραφόμενα του αυτό για το οποίο το ίδιο κοινό θα χρησιμοποιούσε μιαν κοινή έκφραση: bullshit!

Λίγο μετά,  9 του Μάρτη 2015, εμφανίζεται στo "Open Democracy", το άρθρο του James Galbrath με τίτλο "A Great German Greek Grexit Game?".

Ο συγγραφέας αποφάσισε να παρέμβει, αν όχι άμεσα σε υπεράσπιση του Βαρουφάκη, εν μέρει για να απορρίψει την πιθανότητα  ότι πρόκειται για παίγνιο. Η παρέμβαση του Galbraith, ομολογουμένως, ήταν πολύ πιο “ψαγμένη” και πειστική από την προγενέστερη προσπάθεια του Βαρουβάκη να αρνηθεί το Παίγνιο. Τουλάχιστον ο Galbraith αναλύει την κατάσταση και κάνει προβλέψεις με βάση τα δεδομένα, μερικές απ' οποίες στην πορεία επαληθεύονται. Κριτικάροντας συμπεράσματα από ένα υποθετικό μοντέλο Παιγνίου μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδας των Tony Curzon Price and Frances Coppola, σημειώνει ότι, με όρους Παιγνίου, το επίδικο είναι “η δομή των ανταμοιβών” και ειδικά αν το αποτέλεσμα είναι το λεγόμενο “hard/hard” -  δηλαδή το να μην υποχωρήσει κανείς από τους παίκτες, με κατάληξη το Γκρέξιτ, το θέμα ειναι και αν αυτό θα αποβεί ευνοϊκό ή καταστροφικό για την Ελλάδα. Ο ίδιος λέει ότι δεν πρόκειται για παίγνιο μεταξύ δύο παικτών, αλλά σαν τέτοιο, αφορά «μετατοπιζόμενες συμμαχίες με συχνά αρμονικά και συχνά αντιθετικά συμφέροντα, που μοιάζει με το παλιό επιτραπέζιο παιχνίδι “Diplomacy” [διπλωματία], όχι τόσο ένα παιχνίδι όσο ένα σχήμα από ύπουλες προδοσίες». Αναρωτιέται στη συνέχεια ο Galbraith αν ο ελληνικός λαός θα αντισταθεί ή θα λυγίσει στην πίεση, επισημαίνοντας ότι η πείρα προλέγει πως, «αντιμέτωπες με πίεση, Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, όποιες κι αν είναι οι προεκλογικές τους υποσχέσεις και οι εσωτερικές τους πολιτικές, τελικά κουμπώνονται μπροστά σε απειλές και στέκουν πειθήνια στη γραμμή». Ο Galbraith παρατηρεί ότι, με δοσμένο ότι οι ευρωπαίοι αρχικά δεν ήξεραν τις πραγματικές προθέσεις της κυβέρνησης,  η στάση των θα ήταν σκληρή. Αλλά ενώ ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, από θέση ισχυρού παίκτη, «μπορούσε να μπλοφάρει -- και  πράγματι έπρεπε να το κάνει -  για τον Βαρουφάκη μια μπλόφα θα μπορούσε να αποβεί μοιραία». 

Ωστόσο το παραπάνω, σαν συλλογιστική, αντιφάσκει με την περαιτέρω παρατήρηση του Galbraith ότι, παρότι ο Αλέξης Τσίπρας αρχικά στην πορεία της "διαπραγμάτευσης είχε ένα εκπληκτικό ποσοστό αποδοχής πάνω από 80 τοις εκατό του από τον ελληνικό λαό, η Ελλάδα κατέστησε σαφές ότι δεν είχε «Σχέδιο Β» και ότι δεν θα αγγίξει την «Grexit κάρτα», παραδίδοντας αμαχητί το μόνο διαπραγματευτικό ατού που θα μπορούσε να κρατά, εκ προοιμίου οδηγούμενη σε δυσμενή για τα συμφέροντα της συνθηκολόγηση. Παρατηρεί τέλος ότι «Τις τελευταίες ημέρες, από κίνητρα που δεν είναι ακόμη σαφή,  η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει αποφασίσει να υπονομεύσει το πνεύμα της βραχυπρόθεσμης συμφωνίας, με τη χρήση εργαλείων που επηρεάζουν τη ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών και χρηματοδοτικών επιλογών της κυβέρνησης. Εν μέρει λόγω του γεγονότος αυτού, τα ελληνικά δημοσιοοικονομικά βρίσκονται σε δύσκολη θέση, η πίεση παραμένει, το άμεσο μέλλον παραμένει αβέβαιο, καθώς και οι συζητήσεις πολιτικής - οι οποίες μπορεί να πετύχουν μόνο αν πραγματοποιηθούν στον απαιτούμενο χρόνο και σε ηρεμία - μπορεί να αποδειχθούν πιο δύσκολες από ό, τι θα έπρεπε να είναι. Σίγουρα, δεν είναι ώρα για τέτοια παιχνίδια». 

Είναι και ήταν απο πολύ νωρίς σαφές και ξεκάθαρο ότι τα πράγματα θα οδηγούσαν σε μια έντονα ή εντονότερα δυσμενή για την Ελλάδα συμφωνία. Σαφές βέβαια σε όλους όσους μπορούσαν να βλέπουν πέρα απ'  την μύτη τους, και σ' αυτό το υποσύνολο σίγουρα ανήκει ή κυβέρνηση των ελλήνων. Το ότι δεν θα μπορούσε να παιχτεί ένα παιγνίδι αυστηρά με τους όρους της Θεωρίας Παιγνίου ήταν φυσικό και επόμενο. Το ότι παίχτηκε ένα παιγνίδι με πιο σύνθετους όρους, αλλά εμφανώς πληροφορημένο απ' την εν λόγω θεωρία, είναι επίσης σίγουρο. 

Ας δούμε πώς και γιατί. 


Β


Πριν πάμε πιο πέρα, ένα ερώτημα είναι αν αξίζει να ασχοληθεί κανείς με την Θεωρία Παιγνίου και την εν γένει εφαρμοσιμότητά της στην πολιτική οικονομία και επέκεινα. Η σχέση αυτής της θεωρίας με την πλοκή της διαπραγμάτευσης υπάρχει, έστω και σαν άρνηση ότι εφαρμόστηκε στην πράξη. Είναι αυτονόητο ότι αν η μαρξιστική ανάλυση σταματήσει να παρακολουθεί την θεωρία που ενδεχομένως πληροφορεί την αστική τακτική και στρατηγική, προτείνοντας τουλάχιστον μιαν υπόθεση  ως προς το πως αυτό γίνεται πράξη, παύει να είναι μαρξιστική. Εν προκειμένω, το οτι ο μαρξιστής δεν μπορεί να προτείνει υιοθέτηση της Θεωρίας Παιγνίου σαν εργαλείο της εργατικής χειραφέτησης δεν τον απαλλάσσει από την υποχρέωση να την καταλάβει, και να την εκθέσει, στον βαθμό που αυτή η θεωρία πληροφορεί την πρακτική των εχθρών της εργατικής τάξης. 

Με επίγνωση ότι αυτό χρήζει συστηματικότερης μελέτης, θα επιχειρηθεί εδώ η έκθεση βασικών αρχών της θεωρίας (όπως εξελίσσεται σε συνεισφορές των John von Neumann, James M. Buchannan, john Nash [του νομπελίστα]), οι οποίες είναι:

  • - Η θεώρηση του πολιτικού ως άτομο που υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον είναι ψευδαίσθηση. Όλοι χωρίς εξαίρεση κάνουν πολιτική για να εξυπηρετήσουν ιδιοτελή συμφέροντα.
  • - Η πολιτική είναι η δυναμική προσαρμογή - αναπροσαρμογή τακτικής στο πλαίσιο που ορίζουν οι κανόνες ενός Παιγνίου, με σκοπό την ενίσχυση της θέσης του παίκτη.
  • - Το άτομο, σε μια ακραίως απλοποιημένη και περιοριστική θεώρηση του με βάση αυτή τη θεωρία, είναι μια οντότητα που λειτουργεί ανακλαστικά οδηγούμενο από ατομικό συμφέρον και είναι μαθηματικά αδύνατον να συγκροτηθούν τα αμέτρητα ατομικά συμφέροντα σε ένα ποιοτικό σύνολο που συνιστά κοινό, δημόσιο καλό ή όφελος.
  • - Το μόνο πεδίο στο οποίο ατομικές ιδιοτέλειες μπορούν να πάρουν μορφή κοινωνικής τάσης είναι η αγορά..
  • - Μέσα στο πλαίσιο του Παιγνίου διαμορφώνονται ανισότητες μεταξύ αυτών που κατέχουν την “κυρίαρχη στρατηγική” και άλλων που αναγκαστικά παίζουν με “κυριαρχούμενη στρατηγική”. Εξυπακούεται, χωρίς να δηλώνεται, ότι η πιθανότητα να παίξει “ο πολιτικός παίκτης” το παιχνίδι από “Κυρίαρχη θέση” θέση, εξαρτάται από το βαθμό κατά τον οποίο δύναται να εκφράσει τα συμφέροντα αυτού που παίζει κυρίαρχο ρόλο στην αγορά, η οποία εντέλει θεωρείται ο τελικός κριτής του τι χαρακτήρα θα πάρει το αποτέλεσμα του Παιγνίου (και προς τίνος το συμφέρον).

Ειδομένη μέσα στο γενικότερο πλαίσιο αναφοράς, ολόκληρη η τακτική “διαπραγμάτευσης”  του Σύριζα, δεν μπορεί μεν να θεωρηθεί αυστηρή εφαρμογή της Θεωρίας Παιγνίου, αλλά μπορεί κάλλιστα να εξηγηθεί σαν παίγνιο που ενστερνίζεται βασικές διατεταγμένες αυτής της θεωρίας.

H “διαπραγμάτευση”  ήταν ένα είδος Mise en Αbyme, μια πλοκή μέσα σε μιαν ευρύτερη πλοκή,  ένα παίγνιο στο εσωτερικό ενός ευρύτερου Παιγνίου με στόχους πέρα από τον τόπο και τον χρόνο όπου αυτή σαν πλοκή διαδραματίστηκε.

Όπως ειπώθηκε, ήταν ηλίου φαεινότερον ότι η “διαπραγμάτευση” θα οδηγούσε σε συμφωνία δυσμενή για την χώρα, αν μ' αυτό εννοούμε δυσμενή για την πλειονότητα του πληθυσμού της. Από ελληνικής πλευράς, το όλο παιχνίδι είχε μόνο ένα σκοπό: απ' την συμφωνία αυτή να μην βγουν χαμένοι οι παίχτες, σαν άτομα πρώτ’ απ' όλα, και κατά δεύτερη θεώρηση να μην βγει χαμένη η κυβέρνηση, το κόμμα, και τελικά η τάξη τους, πάντα  στο βαθμό που η τάξη τους είχε συμφέροντα που συνέπιπταν με τα ατομικά δικά τους.

Ας  δούμε τους δυο βασικότερους παίχτες από μέρους της Ελλάδας. Πρωταγωνιστικό ρόλο παίζει ο Βαρουφάκης ο οποίος προορίζεται για ρόλο αποδιοπομπαίου τράγου, με την έννοια ότι αρχικά του επιτρέπεται να φανεί “αρχιτέκτονας” της δομής και μορφής που πήρε η “διαπραγμάτευση” από την ελληνική πλευρά, κάτι που εκ προοιμίου οδηγεί σε φιάσκο για το οποίο προορίζεται να επωμισθεί ευθύνη πρώτιστα ο ίδιος. Ο Τσίπρας αρχικά στέκει στην σκιά της πλοκής, προφυλάσσοντας τη θέση του από τα πρώτα πυρά. Σε περίπτωση που κάτι πετύχει, θα το επωφεληθεί. Σε περίπτωση που δεν πετύχει τίποτε, θα δικαιολογηθεί ότι λόγω απειρίας επέλεξε λάθος πρόσωπο για να εφαρμόσει την τακτική. Το «ούτως ή άλλως προσπάθησα», ούτως ή άλλως το είχε στην τσέπη του. Απ’ την μια πλευρά, ο Βαρουφάκης είχε πλήρη επίγνωση του νοήματος του ρόλου που του είχε ανατεθεί. Ήταν αποφασισμένος όμως  να τον παίξει μέχρι το σημείο όπου θα αποκομίσει το πλείστον των δυνατών ωφελημάτων για τον ίδιο ατομικά και προσωπικά. Από την άλλη έχουμε το κύριο παίχτη, τον Τσίπρα, ο οποίος ήξερε πολύ καλά που θα οδηγούσε η “διαπραγμάτευση”, και έβλεπε ότι το πιθανότερο είναι να χειροτερέψει την κατάσταση στην χώρα. Δεν θα δίσταζε όμως να την χρησιμοποιήσει, και να την προεκτείνει έως και το τελευταίο όριο της, εφόσον από αυτή την διαδικασία θα αποκόμιζε προσωπικό πολιτικό όφελος, επιτρέποντας σ΄ αυτόν τον ίδιο και στην κάστα πίσω του να εμφανίζονται ως αντιστεκόμενοι στο "Ιερατείο", και προσωπικά ο ίδιος να «καταξιώνεται» ως ο μόνος και ο πρώτος πολιτικός που … «αντιστέκεται».

Αυτό που ζητούσαν από τους εταίρους συμπαίκτες τους στην άλλη πλευρά του τραπεζιού, το μόνο και το πλείστο,  ήταν μια μικρή συμβολική υποχώρηση την οποία θα χρησιμοποιούσαν ως τρόπαιο από την δήθεν μάχη που έδωσαν.

Αυτές οι προθέσεις ήταν διάτρητες στην ματιά των παιχτών από την αντίθετη πλευρά του τραπεζιού. Και βέβαια, δεν ήταν καθόλου διατεθειμένοι να αλλάξουν αυτό που ήταν δεδομένο εξ αρχής: δηλαδή ότι, με δοσμένη την στάση της ελληνικής κυβέρνησης, μπορούσαν να κερδίσουν ό,τι ήθελαν και να μην παραχωρήσουν το παραμικρό. Ουδεμία διάθεση επίσης έδειξαν να παίζουν το επικοινωνιακό παιχνίδι της ελληνικής κυβέρνησης και να παραχωρήσουν έστω και κάτι αμελητέο. Η δουλοπρεπής στάση της κυβέρνησης ήταν χρυσή ευκαιρία να την συντρίψουν και να την εξευτελίσουν και για να παραδειγματιστούν κι άλλοι με παρόμοιες προθέσεις, και φυσικά να σακατέψουν την αξιοπιστία μιας οποιασδήποτε αριστεράς που τολμά να αμφισβητήσει έστω και υποκριτικά την καθεστηκυία τάξη στην ΕΕ. Τα περί «νέων κίνητρων» και περί «αλλαγής της νοοτροπίας» που λέει στο προαναφερθέν κείμενο ο Βαρουφάκης, από αστεία άρχισαν να γίνονται αφόρητα εκνευριστικά για τους εταίρους του. Ένας λόγος που ίδιος έγινε αντικείμενο έντονης αντιπάθειας και χλεύης στο Ιερατείο της ΕΕ, είναι ότι έκανε νύξη για «αλλαγή των κανόνων του παιγνιδιού», (σαν expert) θεωρώντας τους συμπαίκτες του απληροφόρητους, και αγνοώντας ότι η κυβέρνησή του μπήκε στο παιχνίδι απο θέση “κυριαρχούμενου”. Αυτό ήταν και η ύβρις του, όχι κάποια ριζοσπαστικότητα του! Και το πλήρωσε με αμέτρητες προσβολές στο πρόσωπο του...

Όσο λοιπόν προχωρούσε το παίγνιο “διαπραγμάτευσης”  τόσο έχαναν την υπομονή τους οι αστοί εδώ, και πολύ περισσότερο οι πάτρωνες τους στην ΕΕ, βλέποντας ότι προκαλούσε  φθορά, ίσως ανεπανόρθωτη, στην "ειδυλλιακή" εικόνα της ΕΕ. Ανάγκαζε το Ιερατείο της ΕΕ να δείχνει το αποκρουστικό του πρόσωπο και να ξεσκεπάζεται σαν όργανο του κεφαλαίου και δη του πιο επιθετικού του τμήματος – του χρηματιστικού κεφαλαίου. Είχαν πλήρη επίγνωση επίσης ότι αυτή η τακτική του Σύριζα (εφόσον πρόθεση του ήταν η παραμονή στην ΕΕ και ορκιζόταν γι αυτό) ήταν άκρατα  υποκριτική και ότι ο μόνος λόγος που θεατρικά υποδύετο «αντίσταση», ήταν η αποκόμιση στενών πολιτικών ωφελημάτων. Ο μόνος τρόπος να σταματήσουν το παίγνιο ήταν να φέρουν την χώρα του στο όριο της αντοχής της, πράγμα που μεθόδευσαν και ενέτειναν με εργαλείο την ΕΚΤ. Αίφνης οι τράπεζες στις οποίες η κυβέρνηση έριχνε εκατοντάδες δισεκατομμύρια μπορούσαν να θυσιαστούν για πολιτική σκοπιμότητα, και  θα τους ήταν εντελώς αδιάφορο που διαλυόταν η χώρα αν αυτό δεν συνιστούσε και το μεταίχμιο, πέραν του οποίου ο ελληνικός λαός, όχι  μόνο θα αναγκαζόταν να δεχτεί επιτέλους ως μοιραία την έξοδο από την Ευρωζώνη και την ΕΕ,  αλλά και θα άρχιζε να την επιθυμεί ως καλύτερη λύση.

Αν λάβουμε υπ' όψη ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα ήταν ανάθεμα για αμφότερους, έλληνες και ευρωπαίους διαπραγματευτές, η τελευταία μανούβρα της ελληνικής πλευράς να κάνει δημοψήφισμα είναι εντελώς ακατανόητη, εκτός κι αν ειδωθεί ως εφαρμογή εγχειριδίου της Θεωρίας Παιγνίου. Αλλά πάλι, όχι με την έννοια ότι οι εμπνευστές της έλπιζαν σε κάποιο όφελος απο την διαπραγμάτευση καθαυτή, αλλά γιατί η κίνηση αυτή συνιστούσε τον Κολοφώνα της “αντίστασης” του Τσίπρα και συνάμα το όριο του Παιγνίου, στο οποίο αναγκαστικά έθεσαν τέρμα οι εταίροι, κάτι που ήταν για τον κύριο παίκτη ιδιοτελώς επωφελές... Με το «ναι» ο Τσίπρας αναδεικνυόταν ο πλέον κατάλληλος να μειώσει την ζημιά μίας συμβιβαστικής ετυμηγορίας του λαού παραμένοντας πρωθυπουργός, ή αν τον ωθούσαν σε εκλογές,  θα τις κέρδιζε καταγγέλλοντας το ιερατείο πως ανέτρεψε την κυβέρνηση. Παρόμοια με «όχι», ο ίδιος πάλι αναδεικνυόταν ως ο πλέον κατάλληλος να μετριάσει το κακό που προξενεί ο «εκβιασμός και η αδιαλλαξία των εταίρων», στους οποίους υποκύπτουμε για να αποφύγουμε, υποτίθεται, την ολοσχερή «καταστροφή». 

Το τέλος του παιχνιδιού όμως σήμαινε και αποτυχία της αρχιτεκτονικής Βαρουφάκη. Ο οποίος την τελευταία στιγμή παραιτείται για να διαχωρίσει τη θέση του από τον κατάπτυστο συμβιβασμό, ισχυριζόμενος ότι η τελική του έκβαση δεν ήταν δικής του έμπνευσης, ούτε και επιλογή του. Την τελευταία στιγμή ο Βαρουφάκης, ως αποδιοπομπαίος τράγος,  αρνείται να «πάρει το δρόμο προς την έρημο» σιωπηλά και καρτερικά και, αντί αυτού,  φορτώνει το πολιτικό βάρος της έκβασης της “διαπραγμάτευσης” στους ώμους του Τσίπρα. Ήδη όμως έχει αποκομίσει τεράστια προσωπικά οφέλη έχοντας αναδυθεί από την σχετικά περιορισμένης κλίμακας ακαδημία στη παγκόσμια σκηνή της πολιτικής. Το γεγονός ότι στο τέλος του Παιγνίου προσπάθησε να αποκομίσει μόνο κέρδη, χωρίς να υποστεί ζημίες, εξηγεί και τον παροξυσμό στον αντιπερισπασμό όσων έβλεπαν εξαρχής ή εκ των υστέρων ότι οι εξελίξεις έφεραν και φορτίο  με βαριές ευθύνες… και εκδικητικά έψαχναν να βρουν το πταίσμα που θα καταστήσει αυτόν και μόνο αυτόν «ένοχο εσχάτης προδοσίας», όταν όλο το πολιτικό φάσμα – κυβέρνηση και βουλή (με εξαίρεση το ΚΚΕ και με ελαφρυντικά μόνο γι αυτούς που ψηφίσαν «όχι» στο νέο μνημόνιο) – ενέχεται σε πράξεις «εσχάτης προδοσίας»

Αν συγκρίνουμε αυτό που έκαναν οι πρώην πρωθυπουργοί Γ.Α. Παπανδρέου και Σαμαράς με αυτό που έκανε ο Τσίπρας, θα δούμε ότι οι πρώτοι έφεραν μεν μνημόνια αλλά, προκειμένου να προασπίσουν τα συμφέροντα της τάξης τους, ήταν διατεθειμένοι να καούν πολιτικά. Αντίθετα, ο Τσίπρας έφερε μεν μνημόνιο, αλλά και έδειξε ότι, προκειμένου να προωθήσει  την προσωπική του ατζέντα, δεν δίστασε να ρισκάρει ακόμα και τα συμφέροντα της τάξης του. Αυτό μόνο ένας μικροαστός σοσιαλδημοκράτης θα τολμούσε να κάνει. Και φυσικά είναι και η αιτία για την οποία οι εταίροι του ενίοτε έδειξαν ανεξέλεγκτη οργή προς αυτόν. Η αστική τάξη, ιδιαίτερα οι εκπρόσωποι της στον Ιερατείο, θεωρώντας αυτόν και την κλίκα του τυχοδιώκτες, έθεσαν θέμα αξιοπιστίας σαν πρόσχημα για την επιβολή επαχθέστερης συμφωνίας, κάνοντας σίγουρο ότι λαός θα πληρώσει πανάκριβα το κόστος της δικής του ευκολοπιστίας. Οι ντόπιοι αστοί κι οι εκπρόσωποι τους, αναγνωρίζοντας την επικράτηση του, τον ανέχονται και τον στηρίζουν, διότι στην τρέχουσα κατάσταση είναι ο πλέον κατάλληλος να περάσει την επόμενη θηλιά στο λαιμό του λαού του. Μα να θεωρείται σίγουρο το ότι τον σιχαίνονται, και ότι θα τον πετάξουν στον κάλαθο των πολιτικών αχρήστων, με το στίγμα ενός αδίστακτου καιροσκόπου, μόλις πάψει να είναι ο πιο κατάλληλος στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους. 

Δεν τον ενδιαφέρει, και για ποιον λόγο..., αν μπορεί να επανεκλέγεται με πρόταγμα ότι θα μετριάσει την σφαγή του λαού, τον οποίο οδήγησε στο σφαγείο, αλλά προσποιούμενος πως αντιστέκεται.

Πρόκειται για μια άνευ προηγουμένου ατιμία, η οποία μάλλον σηματοδοτεί μια νέα εποχή όπου οι πολιτικοί, σαν παίκτες, θέτουν τα προσωπικά τους συμφέροντα υπεράνω κάθε αξίας, διατεθειμένοι να ρισκάρουν στο πολιτικό παίγνιο ακόμα και τα συμφέροντα της τάξης που είναι ταγμένοι να υπηρετούν προκειμένου να ικανοποιήσουν ιδιοτελείς προσωπικούς τους στόχους. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου