Ήταν το καναρίνι στο ορυχείο 
Έβλεπε στην άκρη του τούνελ το φως 
Κι ένιωθε τον αέρα να το φτάνει αγνώριστος
Χωρίς τη δροσιά και τη μυρωδιά του δάσους 
Μια μέρα ο ανθρακωρύχος το κοίταξε
Άνοιξε την πόρτα του κλουβιού του
Και το άφησε να πετάξει ελεύθερο 
Μέσα από τον λαβύρινθο στοών 
Ξαναγύρισε στο δάσος 
Και δεν κατάλαβε ποτέ πως 
Ο ανθρακωρύχος ήταν  κι αυτός 
Ένα καναρίνι σε κελί από κάρβουνο

