Του Διονύση
ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗ
μέλους της ΚΕ του ΚΚΕ και του Τμήματος Ιστορίας
Η Συμφωνία του 1953
Η γερμανική κυβέρνηση, όταν, από τον Σεπτέμβρη του 1950, μπήκε από τους
συμμάχους το ζήτημα των προπολεμικών δανείων, δε δίστασε καθόλου να τα
αποδεχτεί. Μη αποδοχή τους σήμαινε ασυνέχεια του νέου γερμανικού κράτους με το
προπολεμικό Ράιχ, πράγμα που θα ήταν αντίθετο με τις πολιτικές και διπλωματικές
επιδιώξεις τις δικές της και των συμμάχων της. Το πρόβλημα της αποδοχής της
κληρονομιάς των χρεών του Ράιχ για τη γερμανική κυβέρνηση ήταν ως πού θα έφθανε
το ύψος τους και ο τρόπος αποπληρωμής τους και αυτό το διαπραγματεύτηκε.
Η αποδοχή των προπολεμικών χρεών, πέρα από τα δάνεια και τις πιστώσεις,
ξανάνοιγε τα ζητήματα των πολεμικών αποζημιώσεων που προβλέπονταν από τη
Συνθήκη των Βερσαλλιών για τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τις πολεμικές
αποζημιώσεις για το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τις οποίες οι Σύμμαχοι έβαλαν στο
ψυγείο:
«Αρθρον 5: Απαιτήσεις αποκλειόμενες της παρούσας Συμφωνίας:
1. Η εξέτασις των κυβερνητικών απαιτήσεων απέναντι της Γερμανίας αίτινες
πηγάζουν εκ του πρώτου παγκοσμίου πολέμου αναβάλλεται μέχρι οριστικού γενικού
διακανονισμού του ζητήματος τούτου.
2. Η εξέτασις των απαιτήσεων αίτινες πηγάζουν εκ του δευτέρου παγκοσμίου
πολέμου ... θέλει αναβληθεί μέχρι του οριστικού διακανονισμού του προβλήματος
των επανορθώσεων» (Εφημερίς Ελληνικής Κυβερνήσεως, σελ. 385).
Αυτή ήταν η μεγαλύτερη οικονομική διευκόλυνση από μεριάς των συμμάχων.
Δηλαδή, η ρύθμιση ότι οι πολεμικές αποζημιώσεις και οι αποζημιώσεις κατοχής
χωρών παρέμεναν παγωμένες για όσο χρονικό διάστημα υπήρχε η ΓΛΔ, αφού σχετικό
άρθρο αναφέρει:
«Αρθρον 25: Αναθεώρησις της Συμφωνίας κατά την επανενοποίησιν της Γερμανίας»
(ό.π. σελ. 397).
Τελικά στις 6 Μαρτίου 1951, ο Αντενάουερ με επιστολή του στον Υπατο Αρμοστή
αναφέρει ότι η ΟΔΓ αποδέχεται ότι ευθύνεται διά τα προπολεμικά εξωτερικά χρέη
του Γερμανικού Ράιχ:
«Απαντών εις την υμετέραν επιστολήν τις 23 Οκτωβρίου 1950....
Η Ομόσπονδος Δημοκρατία επιβεβαιοί διά της παρούσης ότι ευθύνεται διά τα
προπολεμικά εξωτερικά χρέη του Γερμανικού Reich..... εκφράζει την επιθυμίαν
αυτής όπως επαναλάβη τας καταβολάς» (ό.π. σελ. 434).
Η απάντηση της Υπατης Συμμαχικής Αρμοστείας με ίδια ημερομηνία προς τον
καγκελάριο αναγνωρίζει ότι με την ανταλλαγή των επιστολών «έκλεισε συμφωνία»
για τις «υποχρεώσεις της Ομοσπονδιακής Κυβερνήσεως αίτινες αναφέρονται εις την
ευθύνην της Ομοσπόνδου Δημοκρατίας ως προς τα εξωτερικά προπολεμικά χρέη του
γερμανικού Reich και το χρέος όπερ πηγάζει εκ της οικονομικής βοηθείας ήτις
εδόθη εις την Γερμανίαν υπό των τριών κυβερνήσεων από 8ης Μαΐου 1945» (ό.π.
σελ. 434 - 435).
Σε διάσκεψη που διήρκεσε από 28 Φλεβάρη μέχρι 8 Αυγούστου στο Λονδίνο, το
1952, οι κυβερνήσεις Γαλλίας, Αγγλίας και ΗΠΑ αποδέχονται τις μειώσεις των
μεταπολεμικών χρεών που διαπραγματεύεται η ΟΔΓ για να αναγνωρίσει τα
προπολεμικά χρέη του Ράιχ.
«Είχον δώσει εις την κυβέρνησην της Ομοσπόνδου Δημοκρατίας διαβεβαιώσεις ως
προς τας ελαττώσεις και τους όρους διακανονισμού ους θα ήταν πρόθυμοι να
δεχθούν ως προς τας μεταπολεμικάς αυτών απαιτήσεις εκ της οικονομικής βοηθείας
ην παρέσχον αύται εις την Γερμανίαν υπό τον όρον όπως πραγματοποιηθεί
ικανοποιητικός τις και δίκαιος διακανονισμός των προπολεμικών χρεών» (ό.π. σελ.
436).
Με κανονισμένα όλα τα θέματα στην παραπάνω πολύμηνη διάσκεψη του 1952
υπεγράφη η τελική συμφωνία στις 27 Φλεβάρη του 1953 μεταξύ των κυβερνήσεων των
ΗΠΑ, Βελγίου, Καναδά, Κεϋλάνης, Δανίας, Ισπανίας, Γαλλίας, Αγγλίας, Ελλάδας,
Ιράν, Ιρλανδίας, Λιχτενστάιν, Λουξεμβούργου, Νορβηγίας, Πακιστάν, Σουηδίας,
Ελβετίας, Νότιας Αφρικής και Γιουγκοσλαβίας, από τη μια μεριά, και ΟΔΓ, από την
άλλη. «Επιθυμούσαι να συμβάλλουσι ούτω εις την ανάπτυξιν ευημερούσας κοινότητας
Εθνών» (ό.π. σελ. 384).
Και από τις χώρες που υπέγραψαν τη συμφωνία, όπου μαζί με τις 19
καπιταλιστικές χώρες είναι και η Γιουγκοσλαβία (που έχει έρθει σε ρήξη με τις
σοσιαλιστικές χώρες), είναι φανερή η πολιτική διάσταση μιας νέας ευρύτερης
διεθνούς καπιταλιστικής αναγνώρισης της ΟΔΓ ως συνέχεια της προπολεμικής
Γερμανίας που έμμεσα αλλά σαφέστατα προκύπτει με τη συγκεκριμένη συνθήκη.
Και βέβαια επακολούθησαν και άλλες διεθνείς αναγνωρίσεις. Το 1955 π.χ.
γίνεται μέλος - παρατηρητής στον ΟΗΕ όταν η ΓΔΛ γίνεται το 1973 κ.ά.
Εχει γραφτεί ότι τόσο τα γερμανικά προπολεμικά δάνεια όσο και τα
μεταπολεμικά «κουρεύτηκαν» σε ποσοστό πάνω από 50% και το ετήσιο ποσό που
έπρεπε να καταβάλει από το 1953 η ΟΔΓ έως το 1980 ήταν σχετικά ασήμαντο,
περίπου το μισό δισεκατομμύριο γερμανικά μάρκα, δηλ. το 4% των εξαγωγών της για
το ίδιο έτος. (ΤΑ ΝΕΑ/Le monde/21/9/2012/TOY WES HULMANN ZURICH).
Δηλαδή, αποτελούσε ένα ελάχιστο ποσοστό της παραγωγικής δυνατότητας της
γερμανικής καπιταλιστικής οικονομίας που αναπτυσσόταν με γρήγορους ρυθμούς και
λόγω της στήριξής της από τους καπιταλιστές συμμάχους της, ενώ η
«αποστρατιωτικοποίησή» της σε εκείνη την περίοδο λειτούργησε επίσης ευνοϊκά για
την παραγωγική της ανάπτυξη, πολύ πριν γίνουν οι σχετικές ρυθμίσεις των χρεών
της.
Συμπέρασμα
Η Συμφωνία του Λονδίνου αποτελεί μια ιμπεριαλιστική συμφωνία που
αποτυπώνει το συσχετισμό μεταξύ καπιταλιστικών κρατών στη συγκεκριμένη εποχή
του «ψυχρού πολέμου», τις αντιθέσεις τους αλλά κυρίως τη συμφωνία τους όπως η
ΟΔΓ αναλάβει το ρόλο αιχμής του δόρατος στο αντίπαλο δέος - το σοσιαλισμό.
Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο πραγματοποιήθηκε στη Δυτική Ευρώπη και με τη
στήριξη των αμερικανικών κεφαλαίων η καπιταλιστική ανασυγκρότηση που έδωσε
ώθηση ιδιαίτερα στην ΟΔΓ.
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, με τις καταστροφές παραγωγικών δυνάμεων στις
καπιταλιστικές οικονομίες, λειτούργησε ως μια μεγάλη κρίση υπερσυσσώρευσης
κεφαλαίου, αποκατέστησε τις ανισορροπίες από τη δεκαετία του '30 και έστρωσε το
έδαφος για την αναζωογόνηση της καπιταλιστικής ανάπτυξης. (Δοκίμιο Ιστορίας του
ΚΚΕ, 1949-1968, Β΄ τόμος, σελ. 37).
Στην ΟΔΓ στο τέλος του 1949 το ακαθάριστο προϊόν της βιομηχανίας είχε φθάσει
στα επίπεδα του 1936 και το 1950 βρίσκεται στο προπολεμικό επίπεδο. Από το
1952, οι εξαγωγές της ξεπερνούν κατά πολύ τις εισαγωγές της. (Μεγάλη Σοβιετική
Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 6. σελ. 735 - 736).
Το «οικονομικό θαύμα» της καπιταλιστικής ΟΔΓ είχε ήδη γίνει πολύ πριν τις
ρυθμίσεις του γερμανικού χρέους. Το όποιο «κούρεμά του» ήταν μια σταγόνα στον
ωκεανό της βαρβαρότητας του καπιταλισμού μπροστά στη διεθνή καταστροφή
κεφαλαίου από τον πόλεμο. Είναι κάλπικο, λοιπόν, το Συριζαίικο επιχείρημα ότι η
Συμφωνία του Λονδίνου είναι η αιτία που δημιούργησε το γερμανικό «οικονομικό
θαύμα».
Εξίσου κάλπικο είναι και το επιχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ ότι η ελληνική κυβέρνηση
δε διεκδίκησε. Διεκδίκησε όπως κάθε καπιταλιστική κυβέρνηση για λογαριασμό των
δικών της κεφαλαιοκρατών. Διεκδίκησε, μεταξύ των άλλων, και τις αποζημιώσεις 11
εφοπλιστών (Μαυρογορδάτου, Ανδρεάδη, Γουλανδρή κ.ά.) «κατόχων αποφάσεων του εν
Παρισίοις Μικτού Ελληνογερμανικού Δικαστηρίου», όπως προκύπτει από υπόμνημά
τους (Αρχείον Ελευθερίου Βενιζέλου). Στις 17 Μαρτίου 1930 ζήτησαν να τις
πληρωθούν από το Ελληνικό Δημόσιο: «Να μας ενισχύσει παντοιοτρόπως και να μας
πληρώσει το ποσό των αποφάσεών μας εις το ακέραιον ως δικαιούμεθα και άνευ ει
δυνατόν φορολογίας».
Στο κείμενο της Συμφωνίας του Λονδίνου αναφέρεται: «11. Απαιτήσεις πηγάζουσαι
εξ αποφάσεων του Μικτού Ελληνογερμανικού Δικαστηρίου ... θέλουσιν ακολουθήσει
ευρύτερες συζητήσεις ων το αποτέλεσμα εάν εγκριθή θέλει καλυφθεί από της
Διακυβερνητικής Συμφωνίας» (Εφημερίς Ελληνικής Κυβερνήσεως, ό.π. 399).
Τόσο οι πόλεμοι όσο και η κρίση έχουν αναδείξει καθαρά τα ιστορικά όρια του
καπιταλιστικού συστήματος. Τα όποια «κουρέματα» χρεών μέσα από τις
ιμπεριαλιστικές διακρατικές συμφωνίες που επιδιώκει ο ΣΥΡΙΖΑ (όπως ανάλογα
προτείνει και το ΔΝΤ), τις συνέπειες των οποίων θα φορτώσουν στο λαό, δε θα
αντιμετωπίσουν την αιτία της κρίσης. Θα οξύνουν τον ανταγωνισμό κρατών και
μονοπωλίων, για να ξανακερδηθούν «τα κουρεμένα» και με αναδιατάξεις στις
συμμαχίες τους.
Το εργατικό κίνημα δεν πρέπει να εγκλωβιστεί στη στήριξη κυβερνητικού
σχήματος που έτσι και αλλιώς δεν μπορεί ή και συνειδητά δεν επιδιώκει να
συγκρουσθεί με τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Καμία αναμονή «αριστερής» ή
«πατριωτικής» κυβέρνησης, καμιά αυταπάτη παρά μόνο πάλη από τη σκοπιά της
εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, πάλη που κατευθύνεται στην ανατροπή
της εξουσίας του κεφαλαίου. Κάθε άλλη λύση για την υπεράσπιση των σχεδίων του
ενός ή του άλλου ιμπεριαλιστικού πόλου, της κερδοφορίας του ενός ή του άλλου
μονοπωλιακού ομίλου, είναι αγώνας του λαού κάτω από ξένη σημαία.