Παρασκευή 6 Μαρτίου 2015

Υπέρβαση του νεοφιλελευθερισμού; Ξανασκεφτείτε το!







Επανέρχομαι στο ερώτημα πού τέθηκε σε προηγούμενες αναρτήσεις: γιατί υπάρχει τέτοια εχθρότητα και αντίδραση σε κάθε κίνηση ή απλά έκφραση που προσβάλλει το κυρίαρχο οικονομικό δόγμα του Νεοφιλελευθερισμού στην ΕΕ, ακόμα κι αν αυτό εκφράζεται λεκτικά, απλά για επικοινωνιακή κατανάλωση,  χωρίς πρόθεση των εκφραστών της όποιας προσβολής αυτού του δόγματος να μετατρέψουν την ρητορική σε πολιτική πρακτική; 


Όπως αλίμονο έδειξε το επεισόδιο της πρώτης αντιμετώπισης της ελληνικής κυβέρνησης από τους "θεσμούς" της ΕΕ, η ακούσια ή εκούσια συμμόρφωση της με αυτό το δόγμα, με ή χωρίς μνημόνιο, είναι λογική συνέπεια της τακτικής που στηρίχτηκε σε μια μαζική αυταπάτη καλλιεργημένη κυρίως από τον Σύριζα, ή μιας καθαρής απάτης, που απαντά θετικά σε ότι αφορά το αν είναι εφικτή η εφαρμογή ενός άλλου μείγματος διαχείρισης που να αναιρεί αυτό το δόγμα στο πλαίσιο της ΕΕ.


Η συνέχεια μιας νεοφιλελεύθερης πολιτικής πρέπει να θεωρείται πλέον γεγονός, για όσο κρατήσει αυτή η κυβέρνηση. Η διατήρηση όμως μιας τάσης μέσα στον Σύριζα και  έξω απ' αυτόν, η οποία αμφισβητεί τις επιλογές της κυβέρνησης ενώ συνάμα διατηρεί την ίδια καλλιεργημένη αυταπάτη, σημαίνει ότι, η βέβαια αποτυχία της σημερινής κυβέρνησης να λύσει το οποιοδήποτε πρόβλημα της χώρα δεν συνεπάγεται και υπέρβαση της μαζικής  αυταπάτης με βάση την οποία θα συνεχιστεί η πώληση της ελπίδας ότι κάτι άλλο θα μπορούσε να γίνει.
 Έτσι, το ερώτημα τίθεται πάλι ως εξής: είναι δυνατή η υπέρβαση του νεοφιλελευθερισμού και με τι τρόπο; Μια προσέγγιση στο θέμα εκτίθεται στο άρθρο που αναδημοσιεύεται εδώ, το οποίο δημοσιεύτηκε αρχικά στο Αριστερό Βήμα το Νοέμβρη του 2011. [http://www.aristerovima.com/details.php?id=3002]

Έχει σημασία μια προβληματική που εστιάζει στο γεγονός ότι η υπέρβαση του νεοφιλελευθερισμού δεν είναι απλά ζήτημα αλλαγής του μείγματος διαχείρισης μέσα στο πλαίσιο του συστήματος, έτσι απλά και "ξεμπερδέψαμε", διότι το αδιέξοδο του σημερινού προσανατολισμού της χώρας, ή η όλη δημαγωγία και ο εμπαιγμός εις βάρος του λαού, βασίζεται σε άγνοια, ή στην παράβλεψη του γεγονότος ότι ο φιλελευθερισμός έχει πλέον δομικά και θεσμικά χαρακτηριστικά, είναι ενσωματωμένος στο αλλοιωμένο πλέον μοντέρνο κράτος. 

Ενώ στο διάστημα που πέρασε απ' τον Νοέμβρη του 2011 (όταν το εν λόγω άρθρο δημοσιεύτηκε) αρκετά άλλαξαν, το δόγμα παραμένει κυρίαρχο στην Ευρώπη και επέκεινα.  Παρότι το άρθρο ξεκινά με αναφορές σε μια αντιγνωμία επίκαιρη στο χρονικό σημείο της αρχικής δημοσίευσης του,  σχετικά με την δυνατότητα εισαγωγής ενός κρατικού παρεμβατισμού στην ΕΕ το είδος του οποίου ήταν άγνωστο σ' αυτήν, οι παρατηρήσεις που γίνονται εδώ δεν έπαψαν να ισχύσουν.

Έκτοτε, η θέση ότι ο φιλελευθερισμός δεν υποχωρεί λόγω της φύσης του μοντέρνου κράτους την οποία το δόγμα αυτό έχει αλλοιώσει,  εμφανίζεται σε διάφορα κείμενα ή και σχόλια στο διαδίκτυο, συχνά παραλλαγμένη και χωρίς αναφορές στο παρόν κείμενο, ή σε πηγές του, στην βάση των οποίων η θέση αυτή αναπτύσσεται, ή τουλάχιστον με πιο εμπλουτισμένη τεκμηρίωση. Μια παραλλαγή της θέσης είναι η αφαίρεση από αυτήν της, άρρηκτα δεμένης με αυτήν, επισήμανσης ότι κύριο χαρακτηριστικό της αλλοίωσης του κράτους είναι η  οικονομική απονεύρωση του μέσω αφαίρεσης κρατικών μονοπωλίων από την ιδιοκτησία του, άλλη παραλλαγή είναι η παράβλεψη ότι η οπισθοχώρηση του νεοφιλελευθερισμού είναι αδύνατη χωρίς προσβολή του συσσωρευμένου κεφαλαίου.

Το άρθρο δεν στοχεύει σε ακαδημαϊκή έκθεση των βασικών αρχών του νεοφιλελευθερισμού, και μια μομφή στην επιστημονικότητα του θα ήταν το γεγονός ότι δεν δίνει έμφαση στην θεωρητική θεμελιώδη αρχή του δόγματος με βάση την οποία η κύρια μορφή παρεμβατισμού του κράτους είναι να ελέγξει την προσφορά χρήματος και, γενικά, η άσκηση δημοσιονομικής πολιτικής. Η αλήθεια είναι, όμως, ότι ούτε τα κράτη που πέφτουν σε καθεστώς εξάρτησης λόγω υπερχρέωσης, ούτε τα κράτη από τα οποία φαινομενικά εξαρτώνται (όπως η Ελλάδα και η Γερμανία αντίστοιχα) μπορούν να αποφύγουν την πτώση τους στον ιστό του χρηματιστικού κεφαλαίου, το οποίο, σε τελευταία ανάλυση, υπαγορεύει την επικρατούσα δημοσιονομική πολιτική και στα μεν και στα δε. Μπορεί η Γερμανία να εμφανίζεται ως το κράτος που επιβάλει δημοσιονομική πολιτική στην Ελλάδα, αλλά δεν παύει να είναι πράκτορας του χρηματιστικού κεφαλαίου το οποίο υπαγορεύει πολιτική και στην ίδια. Άρα ο βαθμός στον οποίο τα κράτη είναι εξαρτημένα απόν το χρηματιστικό κεφάλαιο δεν αλλάζει το γεγονός ότι η άσκηση διαφορετικής δημοσιονομικής πολιτικής απ' εκείνη του κεϋνσιανού μοντέλου δεν είναι το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του νεοφιλελευθερισμού. 

Βεβαίως, αν αίφνης και ως δια μαγείας άλλαζαν οι αρχές της δημοσιονομικής πολιτικής που επιβάλλεται στην Ευρώπη, θα άλλαζε κι ένα βασικό συστατικό στοιχείο του νεοφιλελευθερισμού. Αλλά κάτι τέτοιο φαίνεται αδύνατο διότι προϋποθέτει αλλαγή των όρων παιχνιδιού που έχει επιβάλλει η ελίτ η οποία κατέχει τα το συσσωρευμένο κεφάλαιο. Είναι αδύνατο επίσης  για ένα μεμονωμένο κράτος να σταθεί,  με αλλαγή της δημοσιονομικής - πράγμα που απαιτεί το κράτος να έχει και δικό του νόμισμα - αν δεν συνδυαστεί με προσβολή του συσσωρευμένου κεφαλαίου, και με ένα δημόσιο τομέα που να περιλαμβάνει το τραπεζικό σύστημα και τα μονοπώλια στους βασικούς τομείς της οικονομίας, με αναδιάρθρωση και της αγροτικής οικονομίας. 

Αρα αυτό που χαρακτηρίζει τον νεοφιλελευθερισμό ενός κράτους όπως η Ελλάδα ή και εντός  του υπερκράτους όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν είναι η πολιτική στα δημοσιονομικά του, διότι η άσκηση της σημαίνει να μπορεί να κάνει κάτι διαφορετικό απ' αυτό που είναι πάγιο και θεσμοθετημένο. Αυτό λοιπόν που το χαρακτηρίζει είναι η απονεύρωση του, η βίαια, αναγκαστική και θεσμοθετημενη στέρηση του από εργαλεία με τα οποία θα μπορούσε να ασκήσει οικονομική πολιτική, το κύριοτερο απο τα οποία είναι ο αφοπλισμός του απο μέσα παραγωγής. 

***

Περί Υπέρβασης του Νεοφιλελευθερισμού


Είναι αξιοπρόσεκτο ότι τον τελευταίο καιρό όλο και περισσότερο ακούγονται φωνές στην ΕΕ, που αναγνωρίζουν ότι η κρίση έχει πάρει συστημικό χαρακτήρα και ζητούν ένα είδος παρεμβατισμού άγνωστο για την ΕΕ μέχρι τώρα. Από την ιστοσελίδα του ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ 18/11/2011 παραθέτω ένα ενδιαφέρον σημείο της δήλωσης Ρ. Δούρου: «Εδώ και μήνες ο ΣΥΡΙΖΑ καθώς και το κόμμα Ευρωπαϊκής Αριστεράς (ΚΕΑ) υποστηρίζουν ότι στο πλαίσιο μιας συστημικής απάντησης στην κρίση, στην οποία η Ελλάδα έχει αναδειχθεί στο πειραματόζωο των συνταγών της σκληρής λιτότητας και της στέρησης της εθνικής κυριαρχίας, σημαντική διέξοδο θα αποτελούσε η αλλαγή του ρόλου και της αποστολής της ΕΚΤ,».1

Κριτικάροντας την δήλωση και τις θέσεις του Συνασπισμού ο Ριζοσπάστης (19/11/2011) γράφει: 
«Ας απαντήσει ο λαός τι είδους αριστερά είναι αυτή που οι προτάσεις της είναι ταυτόχρονα και προτάσεις του Σαρκοζί, της καπιταλιστικής Γαλλίας που μάχεται για τη διάσωση των μονοπωλίων της.». 2 
Ας δεχτούμε ότι το πρώτο ζήτημα σε σχέση με τα παραπάνω δεν είναι τόσο εάν οι προτάσεις της αριστερής εκδοχής που ονομάζεται ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, ΚΕΑ, ή οτιδήποτε άλλο,  «είναι ταυτόχρονα και προτάσεις του Σαρκοζί» αλλά αν στην υλοποίηση τους αυτές θα επέφεραν κάποια ανακούφιση από τα δεινά της σημερινής κρίσης και σε ποιούς. Η δυνατότητα των κρατών-μελών της ΕΕ να δανείζονται ακόμα και με μηδενικά επιτόκια από την ΕΚΤ δεν θα σήμαινε αναγκαστικά και αυτόματα την ανακούφιση της εργασίας. Με δοσμένο τον συσχετισμό δυνάμεων, και την θεσμοθέτηση που αφορά εργασιακές σχέσεις στην ΕΕ,  κάλλιστα τα οφέλη μιας τέτοιας δυνατότητας θα απορροφηθούν από το κεφάλαιο χωρίς κάποιο όφελος, έστω και μακροπρόθεσμα, για την εργασία. Το κύριο βέβαια είναι να δούμε εάν αυτή η λύση είναι πραγματοποιήσιμη. Για να το δούμε αυτό πρέπει να πάμε πίσω από τις διάφορες εκφράσεις των αντιθέσεων μέσα στην ΕΕ οι οποίες συνιστούν την επιφάνεια και να μπούμε στην ουσία του προβλήματος. 

Μια τέτοια λύση δεν είναι εφικτή, διότι αυτή θα σήμανε την εγκατάλειψη του δόγματος του νεοφιλελευθερισμού, το oποίο στην πράξη διαμορφώνεται σε κυρίαρχες πολιτικές επιλογές. Σε πολύ γενικές γραμμές, η εμμονή στον νεοφιλελευθερισμό έχει σαν υπόβαθρο της το γεγονός ότι το χρηματιστικό κεφάλαιο δεν μπορεί να αναπτυχθεί, σέρνοντας σαν τροχοπέδη του την συσσώρευση του, η οποία συσσώρευση εμποδίζει την ανάπτυξη της ζήτησης στην αγορά, παρά μόνο με χρηματιστικά παιγνίδια που στις μέρες μας έχουν πάρει το χαρακτήρα ανελέητων κερδοσκοπικών επιθέσεων κατά των κρατών τα οποία διαμορφώνει το ίδιο σε αδύνατους κρίκους του συστήματος. Η αδυναμία ανάπτυξης της συνολικής ζήτησης που να αγκαλιάζει και την πραγματική οικονομία αποζημιώνεται με τεχνητά παιγνίδια που ξεκινούν από αξιολογήσεις των κρατών που μπαίνουν στο στόχαστρο του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου  οι οποίες τελικά φουσκώνουν την ζήτηση χρηματιστικών κεφαλαίων και, μέσω τεχνητά ανεβασμένων επιτοκίων, οδηγούν προς υπερχρέωση των κρατών και την εξαθλίωση των λαών τους. Έχοντας εξαντλήσει όλα τα περιθώρια ανάπτυξης του με δημιουργία και πλασάρισμα στην αγορά νέων χρηματιστικών «προϊόντων», και τώρα που τα περισσότερα «καζίνα» του δεν αποδίδουν, το χρηματιστικό κεφάλαιο για να υλοποιήσει την επίθεσή του κατά των κρατών αξιοποιεί το καινούριο προσχηματικό «φρούτο» – τις δημοσιονομικές δυσλειτουργίες, κρατικά χρέη και ελλείμματα έχοντας ήδη υπαγορεύσει πολιτική στην αντιμετώπισή τους. 

Φαίνεται  εξωφρενικά οξύμωρο, αίφνης, το βλέπουν κι οι πολιτικοί υπηρέτες του, ότι με αρνητικές αξιολογήσεις της ικανότητας ενός κράτους να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις έναντι των δανειστών του, το χρηματιστικό κεφάλαιο επιβάλει όρους δανεισμού που επιδεινώνουν αυτές ακριβώς τις «αξιολογημένες» δυσκολίες με επιπρόσθετο χρέος. Δηλαδή όσο πιο αδύνατο να ξεπληρώσει το χρέος φαίνεται  ένα κράτος που μετατρέπεται σε λεία του τόσο μεγαλύτερο τόκο επιβαρύνεται, αποκτώντας ακόμη μεγαλύτερο χρέος και ακόμα λιγότερη δυνατότητα να το ξεπληρώσει. Δεν τους νοιάζει, φυσικά – εφόσον το χρηματιστικό κεφάλαιο μέσα από το φαύλο κύκλο κερδοσκοπεί. 

Ένα  ερώτημα είναι τώρα, αλλάξει ή δεν αλλάξει ο ρόλος της ΕΚΤ, γιατί σε μια χώρα-μέλος της ΕΕ όπως η δική μας να μην τονιστεί η ζήτηση στην αγορά με ένα άλλο μείγμα διαχείρισης. Η απάντηση είναι ότι αυτό δεν είναι δυνατόν χωρίς να αλλάξει η σημερινή τάξη πραγμάτων, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να αλλάξει και η σημερινή δομή του κράτους κι όχι απλά μια ριζική αλλαγή της οικονομικής πολιτικής του. Η Ελλάδα σήμερα αποτελεί υπόδειγμα χώρας της οποίας ένα εξωφρενικά μεγάλο μέρος των κρατικών εσόδων διοχετεύεται για πληρωμή τόκων και χρεολυσίων και συνεπώς βρίσκεται σε πλήρη παράλυση σ’ ότι αφορά άσκηση οικονομικής πολιτικής. Για να κάνει τέτοιου είδους οικονομική πολιτική πρέπει, ως δια μαγείας, να εξαφανιστεί το χρέος της ή να αρνηθεί να το πληρώσει, ερχόμενη τότε σε αντίφαση με το ίδιο το κράτος της που δεσμεύτηκε να δανειστεί με όρους που υπαγορεύουν οικονομική πολιτική. Αλλαγή πολιτικής σημαίνει αθέτηση των όρων δανεισμού, πράγμα που θα την φέρει σε αντίθεση με τους χρεώστες της, με την ΕΕ και, κατ’ επέκταση, με ολόκληρο το πολιτικό-οικονομικό στερέωμα σε διεθνή κλίμακα. 

Οι κευνσιανού τύπου συνταγές καθρέφτιζαν την οικονομική δομή του καπιταλιστικού συστήματος και ένα στάδιο ανάπτυξης του που έχει παρέλθει. Ήταν εφαρμόσιμες (παρότι ποτέ και πουθενά δεν έγινε δυνατόν να εφαρμοστεί μια αμιγώς κευνσιανή οικονομική πολιτική) την περίοδο του κρατικού μονοπωλιακού καπιταλισμού όταν ένα μέρος της υπεραξίας από την κοινωνικοποιημένη εργασία κατέληγε στα κρατικά ταμεία δίνοντας (θεωρητικά) μεγαλύτερη ευχέρεια επιλογής οικονομικής πολιτικής που να ενίσχυε την ζήτηση με κρατική πρωτοβουλία. Αν μη τι άλλο, την περίοδο εκείνη, η μονοπώληση ενός κλάδου της οικονομίας μιας χώρας εθεωρείτο ανασταλτική για την λειτουργία της αγοράς και των οικονομικών μονάδων της – υπονόμευε τον ανταγωνισμό. Αυτό επιτρεπόταν μόνο στο κράτος το οποίο λειτουργούσε αντισταθμιστικά και ουδέτερα μεταξύ των ιδιωτικών οικονομικών μονάδων. Η ανάπτυξη των μονοπωλιακών ομίλων άλλαξε την ισορροπία πραγμάτων στην αγορά σε διεθνή κλίμακα. Το ξεπέρασμα του κρατικού μονοπωλιακού καπιταλισμού εκφράζει ακριβώς αυτήν την ανάπτυξη των μονοπωλίων και του ρόλου που παίζουν σήμερα σε διεθνή κλίμακα. Η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου επέφερε  στην δίνη της την διάλυση του κρατικού τομέα και την αρπαγή των κρατικών μονοπωλίων από τα ίδια τα μονοπώλια των οποίων την δύναμη ο κρατικός τομέας ως ένα βαθμό περιόριζε. Η στέρηση της ευχέρειας των κρατών να ασκήσουν οικονομική πολιτική έχει πλέον δομικό χαρακτήρα, ανταποκρίνεται στην νέα τάξη πραγμάτων όπου το διεθνές μονοπωλιακό κεφάλαιο, διαπλεκόμενο με το κεφάλαιο στις επιμέρους χώρες, αποτελεί αδιάρρηκτο πλέγμα στην παγκόσμια οικονομία, ένα πλέγμα το όποιο επιβάλει πολιτική. Ας δούμε, για παράδειγμα, πόσο γρήγορα η απόφαση της κυβέρνησης των ΗΠΑ να επέμβει στηρίζοντας το χρηματοπιστωτικό σύστημα, σχεδόν ταυτόχρονα με το έναυσμα της κατάρρευσης του το 2007, μεταδόθηκε ραγδαία, σαν επιδημία, στον υπόλοιπο κόσμο.

Αυτό που παρατηρούμε είναι το φαινόμενο του σύγχρονου καπιταλιστικού κράτους να αφιερώνει τον κύριο όγκο των εσόδων του στην στήριξη του κεφαλαίου, είτε με σκοπό να το διατηρήσει ενεργό στη παραγωγή είτε με σκοπό να το παροτρύνει να επενδύσει. Σ’ αυτό, και μόνο σ’ αυτό, περιορίζεται ο παρεμβατισμός του. Κι αυτό δεν είναι τυχαίο. Παρά την κολοσσιαία ανάπτυξη των μονοπωλίων, παρά την τεράστια συγκεντροποίηση κεφαλαίων στα αποθεματικά τους, παρόλο που τα κέρδη κυμαίνονται σε εξωφρενικά ύψη, δεν μπορούν να αποφύγουν την πτωτική τάση του κέρδους σε σχέση με την αντίστοιχη επένδυση. Εάν σε κρίση δεν κινδυνεύει να καταρρεύσει, οπότε απαιτεί άμεση ενίσχυση από τα κρατικά ταμεία, σε μη κρισιακές συνθήκες η επιβολή της ενίσχυσης των επενδύσεων, των φοροελαφρύνσεων σαν πρακτική αντανακλά το γεγονός ότι το κεφάλαιο αδυνατεί ή αρνείται να επενδύσει χωρίς ενίσχυση από το κράτος εάν τα περιθώρια κερδοφορίας που αναλογούν στην επένδυση έχουν μειωθεί. 

Στην κλασσική οικονομική θεωρία οι οικονομικές μονάδες είναι τα κύτταρα της οικονομίας σαν οργανισμού, ενώ η ελεύθερη αγορά, είναι το περιβάλλον στο οποίο αναπτύσσονται. Το «αόρατο χέρι» της αγοράς, σε συνθήκες ανταγωνισμού, ρυθμίζει την λειτουργία της οικονομίας, υποτίθεται. Στην σημερινή πραγματικότητα το «αόρατο χέρι» της αγοράς έχει απροσχημάτιστα αντικατασταθεί από τα πλοκάμια των μονοπωλίων, ενώ ο ανταγωνισμός έχει μεταφερθεί στο επίπεδο των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων. Με δοσμένο ότι τα πολυεθνικά μονοπώλια δεσπόζουν στην παγκόσμια παραγωγή και ελέγχουν την διεθνή αγορά, το μοντέρνο  κράτος και τα διευθυντικά επιτελεία των μονοπωλίων σχετίζονται σαν συγκοινωνούντα δοχεία στην χάραξη της μιας κοινής στρατηγικής τα βασικά γνωρίσματα της οποίας παίρνουν οικουμενικό χαρακτήρα. Για τους κυβερνώντες του κράτους, οι οποίοι κτίζουν καριέρες υφαίνοντας το πέπλο διαπλοκής κράτους-μονοπωλίων, θεωρείται οικονομικά αναγκαίο και συνεπώς πολιτικά σωστό  με παρέμβαση του κράτους να ενισχύεται άμεσα το μονοπώλιο αντί να ενισχύεται η αγορά της οποίας την λειτουργία το μονοπώλιο έχει ήδη διαστρέψει.   

Ένα  ερώτημα είναι τώρα, γιατί να μην θέλουν ή να μην μπορούν να αντιδράσουν σε αυτόν τον απόλυτα ορθολογικό παραλογισμό που έχει επιβληθεί σε διεθνή κλίμακα κάποιοι εκπρόσωποι του τμήματος του  κεφαλαίου που έχει πάρει το στίγμα του χαμένου σε αυτό το μακελειό.  Το αίνιγμα λύνεται αν δούμε την κρίση ως υπερσυσσώρευση κεφαλαίου το οποίο για να επαναλειτουργήσει στην αγορά αναγκαστικά θα έχει ένα τίμημα: την καταστροφή ενός μέρους του. Οι κάτοχοι του ισχυρότερου τμήματος του κεφαλαίου, που σήμερα είναι το χρηματιστικό κεφάλαιο, σ’ αυτή την ιστορική φάση, το καθιστούν ενεργό σε μια οργανωμένη και συστηματική επίθεση, με όλα χαρακτηριστικά πολέμου, όπως ανέφερα, κατά κρατών που θεωρούν αδύνατα. Αυτό τον πόλεμο το διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο μπορεί να διεξάγει έχοντας προηγουμένως εξασφαλίσει συμμάχους και μέσα στις ίδιες χώρες στις οποίες επιτίθεται. Κάποια λάφυρα μοιράζονται και σ’ αυτούς. Η επιβίωση του ισχυρότερου σημαίνει ότι η οικονομικά δυνατότερη ελίτ, η οποία έχει την εξουσία και την πολιτική εκπροσώπηση, κατά κανόνα δεν χάνει ούτε και στις χώρες που καθίστανται θύματα αυτής της επίθεσης. Παντού, αυτοί που χάνουν και χάνονται είναι οι ασθενέστεροι, που δεν εκπροσωπούνται στις κυβερνήσεις, οι οποίες λειτουργούν σαν πρακτορεία του μεγάλου κεφαλαίου. Ο υπερκρατικός μηχανισμός της ΕΕ δεν αποτελεί εξαίρεση.  

Απ’ την άλλη, είναι κοινά αποδεκτό σε κερδισμένους και χαμένους καπιταλιστές ότι αναπόφευκτα ο πόλεμος αυτός προκαλεί απαξίωση και καταστροφή κεφαλαίων. Παράλληλα όμως, κερδισμένοι και χαμένοι καπιταλιστές αποζημιώνονται με εξαθλίωση της εργασίας η οποία παίρνει και τον χαρακτήρα μιας οξύτατα δυσμενούς θεσμικής αναδιάρθρωσης των όρων με τους οποίους καθορίζεται η τιμή της εργατικής ενέργειας στην αγορά. Παρεμπιπτόντως, βλέπουμε κι εδώ ότι η αγορά εργασίας θεσμοθετείται με τον πλέον ολοκληρωτικό τρόπο, ενώ το «αόρατο χέρι» της έχει ακρωτηριαστεί από τα μονοπώλια μέσω εκπροσώπησης τους στον πολιτικό αλλά και στον συνδικαλιστικό χώρο.

Επιπρόσθετα, για την αστική τάξη, έχοντας ήδη αποδεχτεί τους κανόνες του παιχνιδιού το οποίο η ίδια έπαιξε και παίζει, και εφόσον σύσσωμη αναπτύχθηκε σε «καλύτερους καιρούς» μέσα  στο φυτώριο του νεοφιλελευθερισμού, το γεγονός ότι τμήμα της τώρα θίγεται είναι στωικά αποδεκτό. Αν πας στο καζίνο εθελοντικά να παίξεις, τότε αποδέχεσαι ότι μπορεί να κερδίσεις η και να χάσεις. Δεν εναντιώνεσαι στο καζίνο αν χάσεις. Δεν είναι παράδοξο λοιπόν ότι δεν υπάρχουν εκπρόσωποι του κεφαλαίου που απειλείται και προορίζεται για καταστροφή οι οποίοι να προβάλουν αντίσταση. Οι προτάσεις Σαρκοζί, όπως άλλωστε και οι πρόσφατες εξελίξεις έδειξαν,   δεν αποτέλεσαν πρόκληση στον νεοφιλελευθερισμό  ούτε εκδήλωσαν τάση αλλαγής της στρατηγικής του κεφαλαίου, αλλά απλά μια προσπάθεια περιορισμού της ζημιάς που προκαλεί αυτή η τάξη πραγμάτων και στην ελίτ της δικής του χώρας του την οποία ελίτ ο ίδιος εκπροσωπεί. Είναι λοιπόν μάταιο ο οποιοσδήποτε συνασπισμός, με ή χωρίς  ‘Σ’ κεφαλαίο, να περιμένει από την αστική τάξη και τους εκπροσώπους της να κάνει κάτι που είναι εκτός ιδεολογίας και πρακτικής.  

Β)
Την Κυριακή 20 Νοέμβρη 2011 σ’ ένα άρθρο του Μ. Παπαδόπουλου διαβάζουμε: 
«Στην πραγματικότητα οι πολιτικές ηγεσίες της ΕΕ γνωρίζουν ότι η διόγκωση του δημόσιου χρέους αποτελεί μια εκδήλωση των συνεπειών της ανισόμετρης ανάπτυξης και του ανταγωνισμού μεταξύ των κρατών - μελών της ΕΕ, που οξύνθηκε στη φάση της κρίσης».3 

Είναι σωστό ότι ένα αίτιο της διόγκωσης του χρέους εντοπίζεται στην ανισόμετρη ανάπτυξη  και τον ανταγωνισμό μεταξύ των κρατών - μελών της ΕΕ. Στην ανάλυση της κατάστασης αυτής να μην μας διαφεύγει, όμως, ότι η κύρια αιτία της κρίσης βρίσκεται στο γεγονός ότι η καπιταλιστική οικονομία των ΗΠΑ και συνολικά των  αναπτυγμένων χωρών παραπαίει ουσιαστικά σε σχετική στασιμότητα από την δεκαετία του 70, (4) με φθίνοντες ρυθμούς ανάπτυξης. Παρά την εμφάνιση νέων προϊόντων στην αγορά, η συσσώρευση κεφαλαίων και η καθήλωση ή και μείωση συνολικά της ζήτησης που προκάλεσε στις αναπτυγμένες χώρες, οδήγησε το μεγάλο κεφάλαιο στην αναζήτηση φτηνότερης εργασίας, στρέφοντας επενδύσεις, πέρα από τις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις, προς τις περιφέρειες του πλανήτη. Η τάση αυτή, ενώ ήταν εκδηλωμένη από τα πρώτα στάδια ανάπτυξης του καπιταλισμού, πήρε πρωτοφανή ένταση στις τελευταίες τρείς περίπου δεκαετίες, έτσι που μπορούμε να την βλέπουμε σαν καινούριο εξελεγκτικό στάδιο του συστήματος. Η ειδοποιός διαφορά του είναι ότι η τάση αυτή, η όξυνση της ιμπεριαλιστικής παγκοσμιοποίησης,  εκδηλώθηκε ταυτόχρονα με το σπάσιμο των ορίων και την αποδιάρθρωση της οικονομικής λειτουργίας των κρατών, πτυχή της οποίας  είναι και η οικουμενική τάση ιδιωτικοποίησης. Η τάση αυτή σήμανε το τέλος του λεγόμενου κρατικού-μονοπωλιακού καπιταλισμού και την αρχή του παγκοσμιοποιημένου μονοπωλιακού καπιταλισμού. 

Η λεγόμενη παγκοσμιοποίηση, ήτοι η μετακόμιση μέρους του παραγωγικού δυναμικού από μητρόπολη σε περιφέρεια και,  σαν αποτέλεσμα, η προσφορά προϊόντων παραγμένων με χαμηλότερο εργασιακό κόστος, δεν σήμανε απλά υψηλότερα κέρδη για τις πολυεθνικές. Σήμανε επίσης μείωση της ζήτησης εργασίας στην μητρόπολη πράγμα που λειτούργησε σαν καταλύτης της διεθνοποίηση μιας δριμείας επιδείνωσης των συνθηκών που αφορούν την εργασία, που καταλήγει εμφανέστερα τώρα σε πτωτική τάση του κόστους της στην μητρόπολη χωρίς αντίστροφη  ανοδική τάση του κόστους της στην περιφέρεια. Σαν αποτέλεσμα, η υπερσυσσώρευση κεφαλαίων συνεχίστηκε, ενώ το πρόβλημα σχετικής στασιμότητας των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών παρέμεινε.  

Συνολικά, η απορρόφηση προϊόντων μπόρεσε να σταθεί για ένα διάστημα με εκτενή δανεισμό  σε κράτη αλλά και σε νοικοκυριά, ο οποίος με την σειρά του ώθησε την ανάπτυξη χρηματοπιστωτικών αγορών. Η ίδιες συνθήκες που ενέτειναν την έξοδο του κεφαλαίου προς την περιφέρεια ώθησαν και την ένταση του φαινόμενου της λεγόμενης χρηματιστικοποίησης της συσσώρευσης (5) συνάμα με τη δημιουργία νέων αγορών και  με ολοένα και πιο «εξωτικά» χρηματοπιστωτικά-ασφαλιστικά προϊόντα σε μια φρενήρη κερδοσκοπία. Το μεγάλο μονοπωλιακό κεφάλαιο, το όποιο συνίσταται από μια εκτεταμένη συνύφανση του χρηματοπιστωτικού εποικοδομήματος με αυτό της λεγόμενης «πραγματικής οικονομίας» στην βάση του και το δεύτερο δεν λειτουργεί αντιθετικά με το πρώτο, στράφηκε αναγκαστικά προς χρηματιστικά παιχνίδια κερδοσκοπώντας από φούσκες τις οποίες το ίδιο δημιουργεί και σκάει. Αυτό μέχρι ένα όριο μπορεί να κρατηθεί. Η τελευταία μεγάλη φούσκα έσκασε to 2007, δίνοντας το έναυσμα μιας κρίσης την οποία το σύστημα ήδη εγκυμονούσε. Παρά την στήριξη των τραπεζών με κολοσσιαία κεφάλαια από κρατικά ταμεία η κρίση δεν αποφεύχθηκε και η παρούσα  αδυναμία ξεπεράσματος της δείχνει ότι οι αιτίες πρέπει να αναζητηθούν βαθύτερα. Δεν ξεπερνιέται με ενέσεις ρευστότητας αν δεν προσβληθεί η αιτία της – το συσσωρευμένο κεφάλαιο. Απλουστεύσεις που εστιάζουν σε λάθη οικονομικής διαχείρισης δεν διαφέρουν από αφελή δημοσιογραφικά σχόλια περί «καζινο-καπιταλισμού», αδηφάγων και ανήθικων κερδοσκόπων και πάει λέγοντας. Η χρηματοπιστωτική κατάρρευση, ως εμφανής αρχική μορφή της κρίσης, ήταν αποτέλεσμα και όχι αιτία της κρίσης. Η αιτία ήταν η σταδιακή συγκεντροποίηση και υπερσυσσώρευση κεφαλαίου που έφτασε στον ουδό της πέραν του όποιου η συμπεριφορά του συστήματος κατέστη κρισιακή.  

Γίνεται προφανές στις δοσμένες συνθήκες ότι κάτι άλλο έπρεπε να βρεθεί για να συνεχιστεί το παιχνίδι. Η κερδοσκοπία λοιπόν άνοιξε ένα νέο πεδίο δράσης, και στράφηκε προς τα κράτη. Αυτά είναι τώρα οι αγελάδες που θα αρμέξει μέχρι να γίνουν τόσο ισχνές ώστε να μη μπορούν να στέκονται στα πόδια τους και μέχρις ότου τραβήξει αίμα. Να προστεθεί εδώ ότι το αίμα που ήδη έχει αδίστακτα χυθεί και χύνεται σε ιμπεριαλιστικούς πολέμους, παρά τα διεθνές πλιάτσικο πλούτο-παραγωγικών πηγών και παρά το γεγονός ότι προσφέρει και μια διέξοδο στην ανάλωση συσσωρευμένων κεφαλαιουχικών «αγαθών», δεν αποσόβησε την παρούσα κρίση. Το πώς μπορεί να εξελιχτεί αυτή η τάξη πραγμάτων παραπέρα είναι ένα εναγώνιο ερώτημα.    

Άρα ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι μια επιλογή κάποιων κακών και άπληστων καπιταλιστών και κάποιων ανεγκέφαλων διαχειριστών τους που, όπως παρατηρούν και αυτοί που δεν θέλουν να δουν στην σημερινή καπιταλιστική κρίση μια παθογένεια   εγγενή του διαμορφωμένου συστήματος, λειτουργεί υπονομευτικά και για τον ίδιο τον καπιταλισμό οξύνοντας τις αντιφάσεις και αντιθέσεις του. Είναι ενδημικό στοιχείο του συστήματος στην σύγχρονη φάση της παγκοσμιοποίησης του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Το σενάριο εγκατάλειψης του νέο-φιλελευθερισμού, είτε αυτό πάρει κευνσιανά χαρακτηριστικά είτε όχι, στο πλαίσιο του καπιταλισμού δεν οδηγεί παρά σε μια άλλη πλοκή κρατικού παρεμβατισμού, πράγμα που στο σύγχρονο στάδιο ιμπεριαλιστικής παγκοσμιοποίησης φαίνεται ανέφικτο. Όχι μόνο διότι το μεγάλο κεφάλαιο θεωρεί μια τέτοια εκδοχή υποχώρηση, όχι μόνο διότι σύσσωμοι τραπεζίτες και οι καπετάνιοι της βιομηχανίας θα έβρισκαν μια τέτοια εκδοχή να εκβάλλει μια ανυπόφορη για αυτούς «μυρωδιά» ενός ξεπερασμένου σοσιαλίζοντα κρατισμού, αλλά, κυρίως, διότι: η χρηματιστικοποίηση του συσσωρευμένου κεφαλαίου απαιτεί συνθήκες διεθνούς ελευθερίας κίνησης και επίσης διότι ήδη το καπιταλιστικό σύστημα διεθνώς έχει πλέον δομηθεί σε συνθήκες οικονομικής απονεύρωσης των κρατών. Το δεύτερο, σαν ειρωνεία, είναι αυτό που οραματίστηκε ο Μαρξ (απονεύρωση του κράτους) αλλά γυρισμένο ανάποδα, πουγκέφαλα. Αυτό ακριβώς, η μετατροπή των κρατών σε καταναγκαστικούς φορο-συλλέκτες και χρηματοδότες του κεφαλαίου, που βέβαια μόνο με ενίσχυση της κατασταλτικής, καταπιεστικής, τρομοκρατικής φύσης του μπορεί να σταθεί, χωρίς καμία άλλη οικονομική λειτουργία, είναι το κύριο συστημικό του χαρακτηριστικό. Επόμενα, δεν έχει συνταγή για την δική του ανίατη αρρώστια. Γι αυτό και τα πράγματα, με άθικτη την κυριαρχία του μονοπωλιακού κεφαλαίου, δεν θα μπορούσαν να είναι ή να γίνουν στο απώτατο μέλλον καλύτερα. 

Συμπερασματικά, ο νεοφιλελευθερισμός είναι αναγκαιότητα για το καπιταλιστικό σύστημα σήμερα. Αναγκαιότητα διότι η καπιταλιστική ανάπτυξη, στο σύγχρονο στάδιο ιμπεριαλιστικής παγκοσμιοποίησης, έχει κινητήρα της την κερδοφορία του κεφαλαίου, πρώτιστα του μεγάλου κεφαλαίου, την οποία μόνο η εφαρμογή αυτού του δόγματος φαίνεται να του εξασφαλίζει σήμερα. Το New Deal, το σχέδιο Μάρσαλ, τα Κράτος Προνοίας βασισμένα σε ένα ισχυρό κρατικό-μονοπωλιακό τομέα των αναπτυγμένων χωρών, ήταν επιλογές της αστικής τάξης, σε άλλες εποχές με άλλες ισορροπίες δυνάμεων, στις οποίες σήμερα όχι μόνο δεν θέλει αλλά αδυνατεί να επιστέψει. Οι ευχές που συχνά ακούμε τελευταία για νεκρανάσταση του Κευνς έρχονται απ’ την μικροαστική τάξη. Τον κόσμο όμως τον κυβερνούν οι μεγαλοαστοί κι όχι οι μικροαστοί. Ο κόσμος έχει αλλάξει, μα μολαταύτα οι μικροαστοί αρνούνται και να τον εξηγήσουν. Ενώ οι μεγαλοαστοί μας λένε με μύριους τρόπους ότι δεν μπορούμε να έχουμε «και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο», οι μικροαστοί, που θεωρούν πανάκεια ένα εξανθρωπισμένο καπιταλισμό, αυθικανοποιούνται με το να ονειρεύονται τις επιθυμίες τους. Πρόκειται για όνειρα που παραβλέπουν μια πραγματικότητα: ο νέο-φιλελευθερισμός είναι το αποτέλεσμα και όχι η αίτια του φαινόμενου που εικάζουμε. Η φύση του ίδιου του συστήματος οδηγεί στην σημερινή επιλογή των ελίτ που κυβερνούν τον πλανήτη αυτής και όχι μιας άλλης λύσης. 

Η υπόλοιπη ανθρωπότητα όμως βλέπει το σύστημα να κλυδωνίζεται παραδομένο στην δική του ακατάσχετη βαρβαρότητα και ολοσχερώς διαβρωμένο από σήψη. Αυτό που συμβαίνει φαίνεται να είναι ο επιθανάτιος ρόγχος του συστήματος που αν  παραταθεί, στον θάνατο του θα παρασύρει τα πάντα. Δεν είναι όμως. Εάν η ελίτ που μας κυβερνά κερδίσει τον πόλεμο που διεξάγει κατά της ανθρωπότητας, το μέλλον που επιφυλάσσει σε όλους τους υπόλοιπους δεν είναι ο κόσμος όπως το ξέραμε, ούτε βέβαια κι ο καπιταλισμός  όπως τον ξέραμε. Είναι μια συστηματοποιημένη φρίκη, με όλη τη σημασία της λέξης. Πρέπει να το δούμε: ο παγκοσμιοποιημένος μονοπωλιακός καπιταλισμός ενέχει ποιοτικές αλλαγές σαν σύστημα. Η αντίσταση στην νεοφιλελεύθερη έκφανση του απλά δεν επαρκεί, χρειάζεται η αντιπαράταξη στα διεθνή μονοπώλια, κόψιμο των πολλαπλών ομφάλιων λώρων μέσω των όποιων εκτρέφεται η υποταγή των λαών στα συμφέροντα τους. Το σπάσιμο της κυριαρχίας τους είναι ζήτημα επιβίωσης για  την ανθρωπότητα. Για την χώρα μας ειδικά, εκ προοιμίου καθίσταται άτοπη οποιαδήποτε πρόταση λύσης αν δεν περιέχει, όχι πλέον ριζοσπαστικές πολιτικό-οικονομικές αλλαγές στην διαχείριση του καπιταλισμού, αλλά  αλλαγές που να αλλάζουν την φύση του συστήματος, με υπέρβαση της πεμπτουσίας του που είναι η παραγωγή για την αγορά με γνώμονα το κέρδος, πράγμα που με την σειρά του δεν ξεπερνιέται χωρίς αλλαγή των σχέσεων παραγωγής.

Μ. Φλυτζανης (Ικαρια, Νοέμβρης 2011) 

✴✴✴✴✴✴✴

1 http://www.syn.gr/gr/keimeno.php?id=25046.
2 http://www1.rizospastis.gr/wwwengine/story.do?id=6551995
3 http://www2.rizospastis.gr/wwwengine/story.do?id=6553207)
4 John Bellamy Foster, Robert W. McChesney, and R. Jamil Jonna, The Internationalization of Monopoly Capital 2011, Monthly Review Volume 63, Issue 02 (June)
5. John Bellamy Foster, The Financialization of Accumulation, Monthly Review 2010, Volume 62, Issue 05 (October)


***
Εικόνα απο εδω: http://philosophersforchange.org/2013/07/02/creating-history-through-unfreezing-it-from-neoliberal-totalitarianism/

3 σχόλια:

  1. See a more recent response to aspects of the same phenomenon "Global Imperialism and the Great Crisis
    The Uncertain Future of Capitalism
    By Ernesto Screpanti

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Στο βιβλιο "The Endless Crisis" (2012) οι John Bellamy Foster and Robert W. McChesney, καταλήγουν σε παρόμοια συμπεράσματα, με εύρος στοιχείων.

      Διαγραφή
  2. Δες επίσης το κριτικό σημείωμα στο βιβλιο του Thomas Piketty, Capital in the Twenty-First Century.
    .http://monthlyreview.org/2014/11/01/piketty-and-the-crisis-of-neoclassical-economics/
    Most importantly, Piketty concluded in what will undoubtedly be his single most enduring contribution, that “There is no natural, spontaneous process to prevent destabilizing, inegalitarian forces from prevailing permanently” in a capitalist economy. This can be seen as the critical counterpart (within the realm of distribution) to Keynes’s break with Say’s Law, or the notion of a natural tendency in capitalism to a full-employment equilibrium. Not only does Piketty point out that Kuznets’s assumption of growing equality in developed capitalist economies is wrong, but he argues that the standard neoclassical human-capital argument of equality-cum-meritocracy—wherein deviations from equality are simply due to attributes such as greater skill, knowledge, or productivity—is equally false in the real-world economy.23

    This is shown by his now famous formula r > g, where r stands for the annual rate of return to wealth—referred to by Piketty as capital—and g for the growth rate of the economy (the rate of increase in national income). Wealth in slow-growing capitalist economies (below 1.5 percent per capita), which Piketty takes as the normal case, expands more rapidly than income—a phenomenon no doubt heightened in our financialized age.24 He argues that the higher rate of per capita growth in the first quarter century after the Second World War, when the per-capita growth rate in the United States was about 1.9 percent, was exceptional, and that we are seeing—for one reason or another—a return to the norm of much lower growth (1.2 percent or even 1 percent per capita), which he calls at one point a “low-growth regime.” (This applies to all of the mature economies on the “technological frontier”—but not to economies now experiencing catch up such as China.)
    O Πικετί δείχνει οτι σε περιόδους σχετικής οικον. στασιμότητας ο πλούτος της ελίτ αυξάνεται. Δεν ξεκόβει απο την κλασσική πολιτικη οικονομία και προτείνει φόρο στον πλούτο.
    Αλλά ποιος θα τον επιβάλλει; Όταν η ελίτ ελέγχει σαν μαριονέτες πολιτικους και το κράτος;

    ΑπάντησηΔιαγραφή