Ο Albert Jay Nock στο έργο
του ‘Our Enemy The State’ [Ο εχθρός μας, το κράτος] (1935). Έγραψε:
«Λαμβάνοντας το κράτος όπου βρεθεί, εστιάζοντας στην ιστορία σε οποιοδήποτε
σημείο της, δεν έχει τρόπο να διαφοροποιήσει κανείς τις δραστηριότητες των
ιδρυτών, διαχειριστών του και των επωφελούμενων απ’ αυτό, άλλο από να τις δει
σαν αυτές μιας επαγγελματικής εγκληματικής τάξης»
Σε μια τέτοια εποχή κι ένα
τέτοιο τόπο όπου το κράτος εμφανίζεται να επιβάλει με αμείλικτη βία την χειροτέρευση
των όρων ζωής της πλειονότητας, βοηθάει άραγε σε κάτι να βλέπουμε το κράτος,
οποιοδήποτε κράτος μάλιστα, σαν μια υπερ-οργάνωση επαγγελματιών εγκληματιών;
Ψάχνω να βρω σε τι, αλλά δυσκολεύομαι, παρότι βλέπω ότι όντως, σε συγκεκριμένο
τόπο και χρόνο, οι διαχειριστές ενός κράτους δικαιολογημένα θα μπορούσαν να
χαρακτηριστούν, ακόμα και χωρίς μια δόση «ποιητικής άδειας», ότι δρουν σαν κάστα επαγγελματιών
εγκληματιών.
Η αντίληψη του κράτους «ως
εχθρού» έχει τις ρίζες της σ΄ ένα πολιτικό στοχασμό κατά τον οποίο το κράτος,
ναι μεν μπορεί να θεωρείται ως μηχανισμός κεκαλυμμένης ή βίαιας μείωσης της ελευθερίας
του ατόμου, ναι μεν συχνά μπορεί να αναγνωρίζει ότι η δραστηριότητα του εκφράζει
την ύπαρξη ανταγωνιστικών συμφερόντων, ναι μεν μπορεί να αμφισβητεί το δικαίωμα
του κράτους να έχει αποκλειστικό μονοπώλιο στην άσκηση της βίας, αλλά, στον βαθμό
που θεωρεί αξεπέραστη την αναγκαιότητα της ύπαρξης του, καταλήγει στην καλύτερη
περίπτωση να είναι προβληματισμός για την βελτίωση των δομών και της λειτουργίας
του κράτους και δεν μπορεί να πάει πολύ
πιο πέρα. Κατά την ίδια αντίληψη το άτομο, με φυσικό τρόπο, παίρνει μια θέση η
οποία, αντιφατικά, είναι και αντίθεση σε σχέση με το κράτος. Δέχεται την αναγκαιότητα
ύπαρξης του, ενώ νιώθει καταπιεσμένο. Δεν συναινεί με τους τρόπους που το κράτος
διαχειρίζεται την εξουσία που κατέχει, αλλά η εναντίωση, αν ποτέ οδηγεί σε σύγκρουση, δεν οδηγεί στην καταστροφή
του κράτους.
Μπορεί η αντίληψη του «κράτους
ως εχθρού» να θεωρηθεί και μια εντελώς αστική
προκατάληψη; Αναμφίβολα ναι.
Στο άκρο ενός πόλου στέκει
ο αστός που εκφράζει έντονο αντικρατισμό όταν κι εκεί που μειώνεται, περιορίζεται
ή εμποδίζεται η οικονομική του δραστηριότητα από το κράτος. Κι αυτό δεν εμποδίζει
το ίδιο αστό πάλι να στέκει στο άκρο του αντίθετου πόλου, πάσχοντας απο φανατικό
φετιχισμό για τα εργαλεία καταστολής και πολέμου του κράτους και δείχνοντας απεριόριστο
σεβασμό στις δομές εκείνες που σκοπό έχουν να προστατέψουν τα «υπάρχοντα του»
από εχθρούς – εξωτερικούς (σε σπάνιες περιπτώσεις) ή εσωτερικούς (μονίμως).
Στην βάση μιας αστικής
κοινής λογικής, το κράτος, οποιοδήποτε κράτος, αδυνατεί να διατηρηθεί σε ισχύ
εάν συνεχώς κι απαρέγκλιτα δεν διασφαλίζει με τον τρόπο που λειτουργεί, εάν όχι
την στήριξη του πολίτη, τουλάχιστον την ανοχή ή την συναινετική ουδετερότητα του προς αυτό. Για
να ισχύσει αυτό, ο πολίτης πρέπει πεισθεί ότι το κράτος αντανακλά αυτήν την «ουδετερότητα» με το να κρατά ίση την
απόσταση μεταξύ πολιτών με διαφορετικά (και συχνά συγκρουόμενα)
συμφέροντα, προβάλλοντας τον νόμο
απέναντι στον οποίο όλοι (υποτίθεται) είναι «ίσοι». Πρέπει να πειστεί πριν από
οτιδήποτε άλλο, πως ο λόγος ύπαρξης του κράτους είναι η παροχή σημαντικών αγαθών,
όπως προστασία, ασφάλεια, κατοχύρωση δικαιωμάτων, σταθερότητα των όρων
διαβίωσης, κτλ. Στο βαθμό που η προσφορά αυτών των αγαθών φαίνεται να
απευθύνεται στο σύνολο των πολιτών, αποκτά μιαν επίφαση «οικουμενικότητας».
Η λεγόμενη «νομιμοποίηση»
του κράτους υποστυλώνεται, πάντα επισφαλώς, από την διατήρηση αυτής της αντίληψης
περί «ουδετερότητας» από την πλειονότητα των καθυπότακτων του. Κατά την ίδια κοινή
λογική, η «ουδετερότητα» του κράτους έγκειται
και σε μιαν υλική και απτή συναλλαγή του με τον κάθε πολίτη ανεξαίρετα. Για να
κάνει χρήση των «αγαθών» που το κράτος του προσφέρει, ο πολίτης υποχρεούται να
δεχτεί ως αναγκαίο κακό (στην καλύτερη περίπτωση») την παράδοση ενός μέρους της
δύναμης του, και συνακόλουθα ενός μέρους της ελευθερίας του, μαζί με την πληρωμή
των φόρων του για να χρηματοδοτηθεί η παροχή των λεγόμενων αγαθών. Βλέπει το
κράτος λοιπόν σαν ένα μεγάλο, μαζικό μισθοφόρο τον οποίο πληρώνει για να του
εξασφαλίσει, παραδόξως, με μείωση της ελευθερίας του, κάτι που μπορεί
ταυτόχρονα να το βιώνει και σαν αύξηση της. Δηλαδή, η ύπαρξη του κράτους σημαίνει
μεν συμμόρφωση του αστού πολίτη με τους περιορισμούς που αυτό θέτει, αλλά και απελευθέρωση
της δυναμικής του που γίνεται δυνατή δρώντας
κάτω από την προστατευτική ομπρέλα του.
Αυτές οι περιγραφικές θεωρητικές
εικόνες του κράτους ξεθωριάζουν μπροστά στην πραγματικότητα. Το κράτος δεν είναι
ουδέτερο, οι πολίτες δεν είναι ίσοι απέναντι στον νόμο, τα «αγαθά» που προσφέρει,
προστασία, ασφάλεια κτλ, τα απολαμβάνουν λίγοι κι όχι το σύνολο. Από αυτή την συνειδητοποίηση
όμως μέχρι την κατανόηση της κρυμμένης ουσίας του κράτους υπάρχει απόσταση.
«Το σύγχρονο αντιπροσωπευτικό
κράτος είναι όργανο εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας από το κεφάλαιο». Η παραπάνω
ρήση του Ένγκελς (Η Καταγωγή, σ.. 283.) δεν έχει χάσει ίχνος από την αλήθεια της.
Περιεκτική σαν κρύσταλλο, λέει περισσότερα από σωρούς τόμων που αγνοούν ότι αυτοί
που κρατούν τα ηνία της οικονομικής ζωής μιας κοινωνίας είναι αυτοί που κατέχουν
τα μέσα παραγωγής, είναι αυτοί που ελέγχουν και τον μηχανισμό επιβολής αυτής
της κατοχής – το κράτος. Αυτοί είναι αναγκαστικά μια κοινωνική τάξη, που επιβάλει
την δική της τάξη πραγμάτων στις υπόλοιπες. Χωρίς παραδοχή και κατανόηση της ταξικής
φύσης του κράτους είναι αδύνατο να καταλάβουμε γιατί συμβαίνει αυτό που βιώνουμε
στο «εδώ και τώρα» μας, πριν καταλάβουμε την ιστορία μας, ή τολμήσουμε να προβλέψουμε
τι μας περιμένει στο μέλλον. Αίφνης, αν δεν γίνει κατανοητό ότι το κράτος είναι όργανο ταξικής εκμετάλλευσης, πως μπορούμε
να δούμε καθαρότερα ότι «εδώ και τώρα» έχουμε μπροστά μας την άρχουσα τάξη η οποία, πιο συγκεκριμένα, συνίσταται από κατόχους
κεφαλαίου, στρατευμένη σε έναν ανελέητο πόλεμο με σκοπό να ξεπεράσει την κρίση
με το μικρότερο δυνατόν κόστος για την ίδια; Και όχι μόνο αυτό, μπροστά μας έχουμε
μια προσπάθεια να χρησιμοποιηθεί η κρίση για να αφαιρεθούν δικαιώματα που κατακτήθηκαν
με ιδρώτα αίμα και δάκρυα δεκαετιών. Πώς να ερμηνευτεί αυτό αν όχι σαν επίθεση της τάξης των εκμεταλλευτών εναντίον
της τάξης των εκμεταλλευόμενων – σε μια πάλη
που δεν έχει άλλο καλύτερο ονομα από ταξική; Η έννοια της ταξικότητας του κράτους
διαλύει τα «αρώματα» της «ουδετερότητας» του σε σχέση με συγκρουόμενα συμφέροντα
και της «οικουμενικότητας» σε σχέση με την «παροχή αγαθών» που, υποτίθεται, συνιστούν
τον λόγο ύπαρξης του.
Η όποια ουδετερότητα του
κράτους αφορά μόνο τον τρόπο με τον οποίο δουλεύει για τους κατόχους του
κεφαλαίου – είτε αυτό είναι στα χέρια μιας υπερεθνικής ελίτ (που εν μέρει
αληθεύει), ή μιας γερμανόφωνης ελίτ (που εν μέρει αληθεύει), είτε στα χέρια της
ντόπιας ελίτ (που και αυτό αληθεύει) – αφορά την ίση απόσταση που μπορεί να
κρατά από αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα κεφαλαιοκρατών που απαρτίζουν ένα συνονθύλευμα
που περιέχει και «ελληνόφωνους» τέτοιους. Παρεμπιπτόντως, τα λεγόμενα περί νέας «κατοχής» εκφράζουν αστικά
συμφέροντα που ενδεχομένως θίγονται εξ
αιτίας μιας κρατικής μεροληψίας εις βάρος τους. Στο τέλος της μέρας όμως, η τάξη
που στο «εδώ και τώρα» μας καλείται να υποστεί τις βαρύτερες συνέπειες της
καπιταλιστικής κρίσης είναι σε πρώτη γραμμή αυτή με την οποία συνδέονται άμεσα
οι καπιταλίστες: η εργατική τάξη. Μήπως
οι «ελληνόφωνες» κεφαλαιοκράτες την γδέρνουν λιγότερο ανελέητα από τους «γερμανόφωνους» ή «υπερεθνικούς» συνεταίρους τους,
για να τους δει με άλλο μάτι η εργατική τάξη;
Αυτό το ανελέητο «γδάρσιμο»
είναι αδύνατον να γίνει χωρίς την αντίδραση της εργατικής τάξης. Αυτή η
αντίδραση χαλάει το «οικουμενικό» προσωπείο του κράτους. Κάποιοι τώρα, προσπαθώντας
να περισώσουν το κράτος εκμετάλλευσης, εκεί που το «οικουμενικό» έχει ξεσκιστεί
από την πραγματικότητα, προσπαθούν να στήσουν το τάχα προσβεβλημένο «εθνικό» προσωπείο του κράτους πρόχειρα. Πάλι δηλαδή πασχίζουν να πείσουν τους εκμεταλλευόμενους ότι πλέουν με τρικυμία στην
ίδια βάρκα με τους εκμεταλλευτές τους, δείχνοντας με το δάκτυλο άλλους ξενόγλωσσους
εκμεταλλευτές που προσπαθούν να «μας» βουλιάξουν. Δεν τους φταίνε οι κεφαλαιοκράτες
γενικά, δεν τους φταίει το κράτος γιατί θέλουν να αγνοούν ότι αυτό είναι «όργανο
εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας», τους φταίει μονάχα η μια ή η άλλη
ανυπόφορη κυβέρνηση.
Τι είναι αυτό τελικά που τους
επιτρέπει να μιλούν για «κακή κυβέρνηση», αφήνοντας κράτος και κρατούντες εκτός
βολής; Σε μια εποχή που η κυβέρνηση δεν είχε την ξεχωριστή υπόσταση
που έχει σήμερα από το κράτος, ο
Thomas Paine στο βιβλιαράκι του ‘Common Sense’ [κοινή λογική] (1776), είχε
γράψει πως «η κυβέρνηση, ακόμα και στην
καλύτερη μορφή της δεν είναι παρά ένα αναγκαίο κακό, στη χειρότερη περίπτωση,
ανυπόφορο». Στο απολυταρχικό κράτος, όπως αυτά που έβλεπε γύρω του ο Thomas
Paine, η κυβερνηση ταυτιζόταν με το κράτος σαν το ανώτερο κλιμάκιο του. Έκτοτε
τα πράγματα άλλαξαν. Είναι σημαντικό, μιλώντας
για το κράτος σήμερα, να εξηγούνται οι κύριοι λόγοι για τους οποίους η
«δημοκρατία» (κι εδώ εννοούμε την αστική δημοκρατία) είναι το πολιτειακό
καθεστώς πρώτης επιλογής για τους αστούς. Η «δημοκρατία» είναι ένα καθεστώς
μόνιμης επισκευής του μηχανής που λέγεται κράτος. Όταν η μηχανή δεν λειτουργεί σωστά,
που ουδέποτε λειτουργεί σωστά, τότε ο λαός δεν τα βάζει με το κράτος γενικά και
με αυτούς για τους οποίους δουλεύει. Τα βάζει με την κυβερνηση, η οποία μπορεί
ν΄ αλλάξει αφήνοντας τις κρατικές δομές στο απυρόβλητο. Κάθε κυβερνητική αλλαγή προσλαμβάνεται και σαν «επιδιωρθωση» του κράτους - αλλάζει το διαχειριστικό προσωπικό του (όχι βέβαια το αφεντικο). Με δοσμένο ότι ο λαός
πείθεται ότι η επιλογή μέσω εκλογών της μιας ή της άλλης μορφής διαχείρισης είναι
δική του, πείθεται επίσης ότι είναι και υπεύθυνος για την τρόπο με τον οποίο η
κυβερνηση του συμπεριφέρεται.
Εστιάζοντας πάλι στο «εδώ
και τώρα» μας, τι σημαίνει αυτό το ξαφνικό ξεμπρόστιασμα μιας εγκληματικής,
παραστρατιωτικής συμμορίας, την οποία κρατούσαν οι αστοί σα φυλακτό στον κόρφο
τους; Μπροστά μας στέκει η «δημοκρατία» σε αντιπαράθεση με τον «ολοκληρωτισμό»
που σηκώνει το απαίσιο κεφάλι απειλώντας τις «οικουμενικού χαρακτήρα» ελευθερίες
που το κράτος δήθεν εγγυάται. Είναι απλά
μια διαβεβαίωση ότι το κράτος στρέφεται κατά «των άκρων» που υπονομεύουν το
πολίτευμα μέσω του οποίου λειτουργεί. Ουδεμία επίπτωση θα έχει αυτό στην ύπαρξη
του παρακράτους η δραστηριότητα του οποίου θα ενταθεί.Πρέπει να θεωρείται βέβαιο αυτο. Αντίθετα, η εντύπωση που δημιουργείται είναι πως κανείς δεν ξέρει σε τι έκταση είναι οπλισμένο
το παρακράτος και μέχρι που διατίθεται να πάει στην πορεία χτυπήματος του
εργατικού κινήματος.
Είναι ασφαλές να συμπεράνουμε
γενικά ότι ο λόγος για το οποίο το κράτος καταφεύγει στην ενεργοποίηση του
παρακράτους για να κάνει την βρώμικη δουλειά του (ανταποκρινόμενο στην ανάγκη
για αύξηση της κατασταλτικής βίας στις παρούσες κρισιακές συνθήκες) είναι ότι
ισχύει ακόμα η επιλογή των αστών να διατηρήσουν το ίδιο πολιτειακό καθεστώς –
την «δημοκρατία»; Και ναι και όχι. Η ένταση της δράσης του παρακράτους είναι γνώρισμα
της «δημοκρατίας σε κρίση». Πλην όμως, το παρακράτος δρα και σε συνθήκες αναστολής
των δημοκρατικών ελευθεριών, και συχνά πιο ανεξέλεγκτα. Η ένταση παρακρατικής
δράσης αποκαλύπτει ακόμα μια πολιτική αντίφαση:
ενώ εισάγεται για να υλοποιηθεί η βρωμερότερη «πρακτική» δουλειά του
κράτους, ενώ δεν υπονομεύει το κράτος, εντούτοις
εμφανίζεται να υπονομεύει την «δημοκρατία», ουδετεροποιώντας την και
επιτρέποντας της να «νίπτει τας χείρας της» εμφανιζόμενη ως καθαρότερη απ’ ότι
πράγματι είναι. Διότι με προοδευτική ένταση της δράσης του παρακράτους, η «δημοκρατία» (η ίδια χωρίς να φαίνεται ανοιχτά) οδηγεί
στην κατάλυση της «δημοκρατίας». Και τότε τι κάνουμε; Όταν παύσει η
«δημοκρατία»… τι ζητάει όταν αντιστέκεται πάλι το «πόπολο»; Μα πάλι
«δημοκρατία»! Είτε δηλαδή παύσει είτε όχι, η «δημοκρατία», ούτως ή άλλως κερδίζει,
όσο δεν φαίνεται ότι είναι μέρος ενός παιχνιδιού που παίζεται και, όσο παίζεται
οι αστοί αποκομίζουν και ψυχαγωγικά αγαθά, συν τοις άλλοις. Γιατί τα παιχνίδι
αυτό είναι δικό τους και καταδικό τους, και παίζεται εις βάρος όλων όσων δεν δικαιούνται
το τίτλο του αστού, με τους πλέον χαμένους να λέγονται εργάτες.
Το ξεσκέπασμα αυτου του πολιτικού παιχνιδιού, το ξεσκέπασμα όχι μόνο της
οικονομικής αλλά και της πολιτικής και φύσης της «δημοκρατίας», είναι
πρωταρχικό καθήκον για μια μαρξιστική ανάλυση του κράτους.
Η δυνατότητα της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας να δίνει εναλλακτική λύση διακυβέρνησης, σε τακτά χρονικά διαστήματα ή σε έκτακτες περιόδους κρίσης, είναι το μεγαλύτερο πλεονέκτημά της. Η εναλλαγή κομμάτων και προγραμμάτων είναι ο πλούτος, η προωθητική δύναμη και η πεμπτουσία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜητρόπουλος Αλέξης, βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ
|
03.10.2013
"Το πρόβλημα σε φαινόμενα σαν και της Χρυσής Αυγής είναι ότι προβάλλεται όχι μόνο στο αύριο αλλά και στο μεθαύριο. Η άδικη απόδοση ευθυνών και το θόλωμα των νερών δεν κάνει καλό σε αυτούς που βρίσκονται στην όχθη της νομιμότητας και της Δημοκρατίας. Αυτοί είναι μαζί_ υποτίθεται".
ΑπάντησηΔιαγραφήΚέζα Λώρη Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη
http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=532582
Η Δικαιοσύνη βάλλεται αυτήν την περίοδο από όλες τις πλευρές. Πολιτικοί, Μέσα Ενημέρωσης και δήθεν ειδικοί κρίνουν συνεχώς και από καθέδρας τις αποφάσεις της. Κανείς όμως δεν δικαιούται να αντιμετωπίζει την Δικαιοσύνη όπως το «στοίχημα», να περιμένει, δηλαδή, ότι θα βγάλει αποφάσεις σύμφωνες με το πού έχει «ποντάρει» ο ίδιος. Προφανώς και υπάρχουν ανακριτές ή δικαστές που κάνουν λάθη και η καλόπιστη κριτική είναι απαραίτητη και θεμιτή. Οι θεσμοί πρέπει να προστατεύονται παρ’ όλα αυτά και η ισοπέδωσή τους μόνο καλό δεν κάνει. H KAΘHMEPINH Κύριο Αρθρο
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathpolitics_1_05/10/2013_521746