Όταν
– περιστρεφόμενη γύρω απο τον άξονά σου, σφαίρα αιθέρια, και πάνω από του
λαβύρινθου τη συγχιση είδες τη βία να ρέει ακατάσχετη και να πλημμυρίζει την
μαιανδρική τους την κάτοψη μ’ άγρια ένστικτα και ξένα σώματα (εκείνη την κόκκινη
τήξη) – είχε τελειώσει η γενέθλια γιορτή
της μικρής σου πατρίδας. Κι αν θες η αλήθεια να λέγεται, είχαν τελειώσει πια όλα…
Καθώς ανυψώνεσαι ευθεία προς τον ανατέλλοντα ήλιο, σε κάποια γωνιά του αρχηγείου ξεσπάνε με νευρικά γέλια. Η δική σου ανύψωση και εξαφάνιση ανακυκλώνει αρχέτυπους φόβους ξανά. Σαν κακός οιωνός. Η δεισιδαιμονία τους όμως δεν θα αποτρέψει την χειροπιαστή διαπίστωση: αυτό που η αθλειότητα εκκρίνει απ’ τους σάπιους καρπούς της απάθειας και της υπακοής.
Στο βλέμμα, λοιπόν, ενός ήλιου καυτού σαν και τούτον, η γλώσσα μου πάσχει από έλλειψη κάτι βαθύτερου απο οξυγόνο. Η σιωπή μου απλώνεται σαν δυσοσμία, σαν επιβεβαίωση ανικανότητας, σαν καταδίκη της ύπαρξης που τολμά να περάσει τα άβατα – τα μονοπάτια της αξιοπρέπειας – για να μ’ ανταμώσει. Και ποιος να μου φταίξει για την «ακύρωση του ραντεβού μας»;
Απ’ την άλλη, ακούς μαρτυρίες των μπράβων μιας παθογενούς εμμονής, τους κρωγμούς μισαλλόδοξης και ανδροπρεπούς δουλοπρέπειας, απ’ όλες η πιο σιχαμένη, να σε οδηγούν στο εδώλιο. Κι οι προσταγές χαμηλόφωνες, και η ηχώ των ψιθύρων στον διάδρομο που διασχίζεις, σαν συνομιλία οικεία μα ακατανόητη πια, συνοδεύει το βήμα σου εκεί...
Κατόπιν εορτής, και να ψάξω ακόμα δεν θα βρω σημάδι, μηδέ το ελάχιστο απομεινάρι της ανατομίας του σώματος μιας απολύτως δικής σου αντίστασης. Και τι να το κάνω; Φυτρώνει ακόμα το δηλητηριώδες φυτό εκεί πέρα οπου σβήσαν τα ίχνη προβάτων που πέρασαν, ακολουθώντας με πίστη, μα και με κρυφό θαυμασμό, αυτούς τους ίδιους …
... θύτες που θα γλεντούσαν το Πάσχα με κρέας αμνών
Μετά τη σφαγή…
Καθώς ανυψώνεσαι ευθεία προς τον ανατέλλοντα ήλιο, σε κάποια γωνιά του αρχηγείου ξεσπάνε με νευρικά γέλια. Η δική σου ανύψωση και εξαφάνιση ανακυκλώνει αρχέτυπους φόβους ξανά. Σαν κακός οιωνός. Η δεισιδαιμονία τους όμως δεν θα αποτρέψει την χειροπιαστή διαπίστωση: αυτό που η αθλειότητα εκκρίνει απ’ τους σάπιους καρπούς της απάθειας και της υπακοής.
Στο βλέμμα, λοιπόν, ενός ήλιου καυτού σαν και τούτον, η γλώσσα μου πάσχει από έλλειψη κάτι βαθύτερου απο οξυγόνο. Η σιωπή μου απλώνεται σαν δυσοσμία, σαν επιβεβαίωση ανικανότητας, σαν καταδίκη της ύπαρξης που τολμά να περάσει τα άβατα – τα μονοπάτια της αξιοπρέπειας – για να μ’ ανταμώσει. Και ποιος να μου φταίξει για την «ακύρωση του ραντεβού μας»;
Απ’ την άλλη, ακούς μαρτυρίες των μπράβων μιας παθογενούς εμμονής, τους κρωγμούς μισαλλόδοξης και ανδροπρεπούς δουλοπρέπειας, απ’ όλες η πιο σιχαμένη, να σε οδηγούν στο εδώλιο. Κι οι προσταγές χαμηλόφωνες, και η ηχώ των ψιθύρων στον διάδρομο που διασχίζεις, σαν συνομιλία οικεία μα ακατανόητη πια, συνοδεύει το βήμα σου εκεί...
Κατόπιν εορτής, και να ψάξω ακόμα δεν θα βρω σημάδι, μηδέ το ελάχιστο απομεινάρι της ανατομίας του σώματος μιας απολύτως δικής σου αντίστασης. Και τι να το κάνω; Φυτρώνει ακόμα το δηλητηριώδες φυτό εκεί πέρα οπου σβήσαν τα ίχνη προβάτων που πέρασαν, ακολουθώντας με πίστη, μα και με κρυφό θαυμασμό, αυτούς τους ίδιους …
... θύτες που θα γλεντούσαν το Πάσχα με κρέας αμνών
Μετά τη σφαγή…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου