Θεωρώ πολύ σημαντική αυτήν την παρέμβαση του Alain Badiou στον προβληματισμό για την κρίση, την κατάσταση του κινήματος
στην Ελλάδα, και όχι μόνο. Έχω υπόψη μου ότι αποσπάσματα του σχετικού κειμένου
‘Our contemporary impotence’ έχουν μεταφραστή με τίτλο
Η Σύγχρονη Αδυναμία μας. Θεώρησα όμως ότι θα ήταν χρήσιμο να μεταφραστει το ίδιο
κείμενο στο σύνολο του στην ελληνική. Αυτό ήταν ο βασικός λόγος για τον οποίο
το μετέφρασα από τα Αγγλικά (και πολύ λιγότερο οι κάποιες περιπτώσεις στις οποίες
η ερμηνευτική προσέγγιση μου στο κείμενο διέφερε από αυτή των αποσπασμάτων του που
προανέφερα – κάτι που είναι φυσικό να προκύψει σε δυο διαφορετικές μεταφράσεις
του ίδιου κειμένου). Red Rock Views
******
Alain Badiou, ‘Η Σύγχρονη Ανικανότητα μας’
RP 181 ( Σεπτ. / Οκτ. 2013)
Στην διάσκεψη αυτή συζητήσαμε όλες τις κρίσιμες πτυχές της κατάστασης στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στην Ελλάδα. Αναλύσαμε φυσικά τις μεγάλες ιστορικές δομές που διακυβεύονται: την ιδιαίτερα επιθετική παγκόσμια πολιτική του σύγχρονου καπιταλισμού, τη συνένοχη αδυναμία των διαφόρων κρατών, και τον αντιδραστικό ρόλο που παίζει η Ευρώπη, ως έχει τώρα, αλλά και τη νομοτέλεια των υποκειμενικών μορφών που φωτίζει τη σύγχρονη διαλεκτική της υποταγής και της εξέγερσης. Έχουμε πάρει υπόψη μας τον επείγοντα χαρακτήρα των μαχητικών αιτημάτων – αυτών που πηγάζουν από την δοκιμασία που επιβάλλεται στον λαό με την αυξανόμενη φτώχεια και την καταστροφή των κοινωνικών μορφών, και άλλων που πηγάζουν από αποθρασυμένες ενέργειες φασιστικών συμμοριών που παίζουν με βάναυσα εθνικιστικά θέματα και απολύτως απαράδεκτες ρατσιστικές πραγματικότητες. Για το σκοπό αυτό, όλοι μας έχουμε προσπαθήσει να αξιολογήσουμε τις τωρινές πράξεις αντίστασης.
Στην διάσκεψη αυτή συζητήσαμε όλες τις κρίσιμες πτυχές της κατάστασης στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στην Ελλάδα. Αναλύσαμε φυσικά τις μεγάλες ιστορικές δομές που διακυβεύονται: την ιδιαίτερα επιθετική παγκόσμια πολιτική του σύγχρονου καπιταλισμού, τη συνένοχη αδυναμία των διαφόρων κρατών, και τον αντιδραστικό ρόλο που παίζει η Ευρώπη, ως έχει τώρα, αλλά και τη νομοτέλεια των υποκειμενικών μορφών που φωτίζει τη σύγχρονη διαλεκτική της υποταγής και της εξέγερσης. Έχουμε πάρει υπόψη μας τον επείγοντα χαρακτήρα των μαχητικών αιτημάτων – αυτών που πηγάζουν από την δοκιμασία που επιβάλλεται στον λαό με την αυξανόμενη φτώχεια και την καταστροφή των κοινωνικών μορφών, και άλλων που πηγάζουν από αποθρασυμένες ενέργειες φασιστικών συμμοριών που παίζουν με βάναυσα εθνικιστικά θέματα και απολύτως απαράδεκτες ρατσιστικές πραγματικότητες. Για το σκοπό αυτό, όλοι μας έχουμε προσπαθήσει να αξιολογήσουμε τις τωρινές πράξεις αντίστασης.
Δεν έχω τίποτα να προσθέσω σε όλα αυτά, όσον αφορά τα άμεσα
χαρακτηριστικά της κατάστασης στην Ελλάδα. Ένας από τους μεγάλους δασκάλους
μου, αυθεντία στον τομέα της κομμουνιστικής πολιτικής [Μάο τσε Τούνγκ] συνήθιζε
να λέει «καμιά έρευνα; κανένα δικαίωμα λόγου!» Σε αντίθεση με άλλους
συνεισφέροντες στο συνέδριο μας, τους Έλληνες φίλους μας ειδικότερα, δεν έχω εν
τέλει κάνει μια πολιτική ή μαχητική έρευνα σχετικά με την κατάσταση που αποτελεί
το σημείο αναφοράς μας εδώ. Γνωρίζω ότι η εμπειρία μιας νέας πολιτικής
κατάστασης μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο μέσα από τη δική της διαδικασία, ότι
απλές πληροφορίες και απόψεις δεν επαρκούν. Τούτο, επιπρόσθετα, είναι αυτό που ο
δάσκαλος που ανέφερα πριν από λίγο εννοούσε όταν πρόσθετε: «το να ερευνήσεις
ένα πρόβλημα σημαίνει να το λύσεις». Και δεν έχω ούτε την ικανότητα ούτε τη πρόθεση
να επιλύσω οποιοδήποτε από τα προβλήματα που ταλανίζουν σήμερα τον ελληνικό
λαό.
Συνεπώς η υποκειμενικότητα μου εδώ έγκειται σε γενικές γραμμές εξωτερικά
της εν λόγω πορείας. Δεχόμενος τα όρια αυτής της θέσης, ξεκινώ με ένα
συναίσθημα, μια διάθεση, η οποία είναι ίσως προσωπική, ίσως και αδικαιολόγητη,
αλλά την αισθάνομαι, ωστόσο, λαμβανομένων υπόψη των πληροφοριών που έχω στη
διάθεσή μου, σαν ένα αίσθημα γενικής πολιτικής ανικανότητας. Αυτό που συμβαίνει
αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα είναι κάτι σαν ένα συμπύκνωμα αυτού του συναισθήματος.
Θαυμάζω ασφαλώς την ευγλωττία του φίλου μου και συντρόφου
Κώστα Δουζίνα ο οποίος έχει θεμελιώσει την ομολογημένη αισιοδοξία του με σαφείς
αναφορές σε ότι εκλαμβάνει ως πολιτικές
καινοτομίες της αντίστασης του λαού στην Ελλάδα, όπου έχει διακρίνει ακόμα και
την εμφάνιση ενός νέου πολιτικού
υποκειμένου. [1] Αλλά δεν έχω πειστεί. Φυσικά, το θάρρος και τακτική
ευρηματικότητα των προοδευτικών και αντιφασιστών διαδηλωτών που ο Κώστας έχει απεικονίσει δικαιολογούν
ενθουσιασμό. Και τέτοια πράγματα, επίσης, είναι απόλυτα αναγκαία. Αλλά είναι
ρηξικέλευθα; Όχι, καθόλου. Αυτά είναι τα αμετάβλητα γνωρίσματα κάθε πραγματικού
μαζικού κινήματος: η ισότητα, η μαζική δημοκρατία, η εφεύρεση των συνθημάτων, η
γενναιότητα, η ταχύτητα των αντιδράσεων... Είδαμε όλα αυτά τα ίδια πράγματα να πραγματοποιούνται
με την ίδια ενέργεια – με χαρά και πάντα με λίγο άγχος – το Μάη του '68, στη Γαλλία. Τα έχουμε δει πιο
πρόσφατα στην πλατεία Ταχρίρ στην Αίγυπτο. Πράγματι, για να είμαστε ειλικρινείς,
αυτά τα πράγματα έχουν εμφανιστεί ήδη από τον καιρό του Σπάρτακου ή του Τόμας Μίντσερ...
Περίπου σαράντα χρόνια πριν, πρότεινα να αποκαλέσουμε «κομμουνιστικές
αμετάβλητες» αυτούς τους καθορισμούς – σήμερα θα έλεγα, ακριβέστερα – τα
αμετάβλητα χαρακτηριστικά του κομμουνισμού κινήματος. Για την ακρίβεια, οι πολιτικές
καινοτομίες, καθώς και ένα νέο πολιτικό υποκείμενο, είναι κάτι άλλο: η
ζωτικότητά τους απαιτεί κίνημα, αλλά δεν μπορεί ποτέ να συγχέεται με αυτό.
Έτσι, ας ξεκινήσουμε, με επιφύλαξη, από μιαν άλλη αφετηρία.
Η Ελλάδα είναι μια χώρα με πολύ μεγάλη ιστορία, και σαν τέτοια, με παγκόσμια σημασία. Είναι μια χώρα της οποίας η αντίσταση σε διαδοχικές καταπιέσεις και κατοχές έχει μιαν ιδιαίτερη ιστορική πυκνότητα. Είναι μια χώρα όπου το κομμουνιστικό κίνημα, συμπεριλαμβανόμενης της μορφής του ένοπλου αγώνα, ήταν πολύ ισχυρό. Μια χώρα της οποίας, ακόμη και σήμερα, η νεολαία έχει δώσει το παράδειγμα διεξάγοντας μαζικές και ανθεκτικές εξεγέρσεις. Μια χώρα όπου, χωρίς αμφιβολία, οι κλασικές αντιδραστικές δυνάμεις είναι πολύ καλά οργανωμένες, αλλά όπου υπάρχει και η θαρραλέα και άφθονη πηγή των μεγάλων λαϊκών κινημάτων. Μια χώρα όπου υπάρχουν σίγουρα τρομερές φασιστικές οργανώσεις, αλλά μια χώρα όπου υπάρχει επίσης ένα αριστερό κόμμα με μια προφανώς σταθερή εκλογική και μαχητική βάση.
Η Ελλάδα είναι μια χώρα με πολύ μεγάλη ιστορία, και σαν τέτοια, με παγκόσμια σημασία. Είναι μια χώρα της οποίας η αντίσταση σε διαδοχικές καταπιέσεις και κατοχές έχει μιαν ιδιαίτερη ιστορική πυκνότητα. Είναι μια χώρα όπου το κομμουνιστικό κίνημα, συμπεριλαμβανόμενης της μορφής του ένοπλου αγώνα, ήταν πολύ ισχυρό. Μια χώρα της οποίας, ακόμη και σήμερα, η νεολαία έχει δώσει το παράδειγμα διεξάγοντας μαζικές και ανθεκτικές εξεγέρσεις. Μια χώρα όπου, χωρίς αμφιβολία, οι κλασικές αντιδραστικές δυνάμεις είναι πολύ καλά οργανωμένες, αλλά όπου υπάρχει και η θαρραλέα και άφθονη πηγή των μεγάλων λαϊκών κινημάτων. Μια χώρα όπου υπάρχουν σίγουρα τρομερές φασιστικές οργανώσεις, αλλά μια χώρα όπου υπάρχει επίσης ένα αριστερό κόμμα με μια προφανώς σταθερή εκλογική και μαχητική βάση.
Τώρα, τα πάντα σε αυτή τη χώρα συμβαίνουν σαν να μην μπορεί
τίποτα που να σταματήσει την απόλυτη επικυριαρχία του καπιταλισμού, που απορρέει
από τη δική του κρίση. Σαν να πως, κάτω από τη διεύθυνση των πρόχειρα στημένων επιτροπών
και των δουλοπρεπών κυβερνήσεων, η χώρα δεν έχει άλλη επιλογή από το να
ακολουθήσει τα άγρια αντιλαϊκά διατάγματα της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας.
Πράγματι, όσον αφορά τα ερωτήματα που θέτουν και τις ευρωπαϊκές «λύσεις» τους, το κίνημα αντίστασης προσιδιάζει περισσότερο
μια παρελκυστική τακτική από το να καθίσταται φορέας μιας πραγματικής
εναλλακτικής πολιτικής.
Τέτοιο είναι το μεγάλο μάθημα των καιρών, που μας καλεί όχι
μόνο να στηρίξουμε το θάρρος του ελληνικού λαού με όλες μας τις δυνάμεις, αλλά
να ενωθούμε μαζί του σε περισυλλογή ως προς το τι πρέπει να σκεφτούμε και να
πράξουμε, έτσι ώστε αυτό το κουράγιο να μην καταστεί, με απελπιστικό τρόπο, μια
άχρηστη γενναιότητα.
Γιατί αυτό που είναι εκπληκτικό – στην Ελλάδα πάνω απ’ όλα,
αλλά και αλλού επίσης, ιδίως στη Γαλλία – είναι η πρόδηλη αδυναμία των
προοδευτικών δυνάμεων να επιβάλλουν ακόμα και την παραμικρή ουσιαστική
υποχώρηση στις οικονομικές και κρατικές δυνάμεις που επιδιώκουν να υποτάξουν
τον λαό ανεπιφύλακτα στο νέο (αν και μακροχρόνιο και θεμελιώδη) νόμο του ολοκληρωτικού
φιλελευθερισμού.
Δεν είναι μόνο οι προοδευτικές δυνάμεις που δεν προχωρούν μπροστά,
αποτυγχάνοντας να σημειώσουν έστω και
περιορισμένη επιτυχία, αλλά είναι, αντί αυτού, και οι δυνάμεις του φασισμού,
που έχουν αυξηθεί και, με απατηλό φόντο ένα ξενοφοβικό και ρατσιστικό
εθνικισμό, τώρα αξιώνουν να ηγηθούν της αντιπολίτευσης στα Ευρωπαϊκά διοικητικά
διατάγματα .
Η αίσθησή μου είναι ότι η βασική αιτία αυτής της
ανικανότητας δεν είναι, κατά βάση, η αδράνεια των ανθρώπων, η έλλειψη θάρρους,
ή η υποστήριξη «των αναγκαίων κακών» από την πλειοψηφία. Πολλές μαρτυρίες, ακόμα
και εδώ σε αυτό ακριβώς το συνέδριο μας, έχουν δείξει ότι τα αποθέματα για μια
έντονη και μαζική λαϊκή αντίσταση υπάρχουν στην Ελλάδα. Ακόμη και στη Γαλλία,
με τις δράσεις κατά της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης Σαρκοζί – μια
μεταρρύθμιση που συνδέθηκε και με τη διάλυση των δημόσιων υπηρεσιών και των ζωτικής
σημασίας ιδρυμάτων κοινωνικής πρόνοιας από δουλοπρεπείς γραφειοκρατίες, των οποίων
τα διατάγματα ομόφωνα αναμεταδίδονται από τις εκάστοτε κυβερνήσεις – είδαμε ότι
σημαντικές λαϊκές δυνάμεις αποδεικνύουν την ικανότητά τους για επίμονη
αντίσταση κάνοντας πράξη τις αμετάβλητες
του κομμουνιστικού κινήματος, κυρίως με τη χρήση μη συμβατικών μορφών απεργίας
και συγκεντρώσεις χειραφετημένες από την συνδικαλιστική ηγεμονία. Παρ’ όλα
αυτά, νέος τρόπος θεώρησης της πολιτικής δεν εμφανίστηκε σε μια μαζική κλίμακα
από αυτές τις προσπάθειες, ούτε νέο λεξιλόγιο έχει προκύψει από τη ρητορική της
διαμαρτυρίας, και οι μπόσηδες των συνδικάτων τελικά κατάφεραν να πείσουν τους
πάντες ότι πρέπει να περιμένουν ... τις εκλογές.
Νομίζω, αντιθέτως, ότι αυτό που βιώνουμε σήμερα είναι ότι η πλειονότητα
των πολιτικών κατηγοριών που οι ακτιβιστές του κινήματος προσπαθούν να
χρησιμοποιήσουν για να σκεφτούν και να μετασχηματίσουν την τρέχουσα κατάσταση
μας είναι, όπως έχουν διαμορφωθεί σήμερα, σε μεγάλο βαθμό παροπλισμένες.
Η αλήθεια είναι, μετά τα σαρωτικά κινήματα των δεκαετιών
του 1960 και του 1970, έχουμε κληρονομήσει μια πολύ μεγάλη αντεπαναστατική
περίοδο – οικονομικά, πολιτικά και ιδεολογικά. Αυτή η αντεπανάσταση έχει
καταστρέψει ριζικά την αυτοπεποίθηση και τη δύναμη που κάποτε μπορούσαν να
ενεργοποιήσουν τη λαϊκή συνείδηση με τις πιο στοιχειώδεις λέξεις μιας
απελευθερωτικής πολιτικής – λέξεις, για να αναφέρουμε μερικές τυχαία, όπως «ταξική πάλη», «γενική απεργία», «Εθνικοποίηση χωρίς
αποζημίωση» «επανάσταση» «συνωμοτική δράση» «συμμαχία εργατών- φοιτητών», «εθνική
απελευθέρωση», «δικτατορία του λαού», «δημοκρατία των μαζών», «προλεταριακό
κόμμα», και πολλές άλλες...
Η λέξη κλειδί, «κομμουνισμός», που κυριάρχησε στην πολιτική
σκηνή από τις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα, είναι κι αυτή πλέον περιορισμένη σε
ένα είδος ιστορικής κακοφημίας και, από
μια οπτική πλευρά, πρέπει πράγματι να γίνει δεκτό ότι η ιστορική αφήγηση, στην
οποία ακόμα και η προοδευτική άποψη στηρίζεται, υπαγορεύεται εξ ολοκλήρου από
τον εχθρό. To
ότι η εξίσωση «κομμουνισμός = ολοκληρωτισμός» κατέληξε να εμφανίζεται ως φυσική
και να είναι ομόφωνα αποδεκτή είναι μια ένδειξη του πόσο σοβαρά απέτυχαν οι επαναστάτες
στην διάρκεια της ολέθριας δεκαετίας του 1980.
Βέβαια, δεν μπορούμε να αποφύγουμε μια
διεισδυτική και σοβαρή κριτική για αυτό που απέγιναν σοσιαλιστικά καθεστώτα και
τα κομμουνιστικά κόμματα στην εξουσία, ιδιαίτερα στη Σοβιετική Ένωση. Αλλά αυτή
η κριτική πρέπει να είναι δική μας.
Θα πρέπει να θρέψει τη δική μας θεωρία και τις πρακτικές μας, βοηθώντας τες να
προχωρήσουν και να μην οδηγήσουν σε
κάποιου είδους μίζερη αποκήρυξη πετώντας το πολιτικό μωρό με το ιστορικό
απόπλυμα. Αυτό έχει οδηγήσει σε μια εκπληκτική κατάσταση: σχετικά με ένα
ιστορικό επεισόδιο κεφαλαιώδους σημασίας για μας: έχουμε υιοθετήσει, σχεδόν
χωρίς αναστολή, την άποψη του εχθρού.
Και όσοι δεν το έχουν πράξει έχουν απλά επιμείνει στην παλιά θλιβερή ρητορική,
σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
Από όλες τις νίκες του εχθρού μας – στις
τάξεις του οποίου θα πρέπει να καταγραφούν τα νέα μαντρόσκυλα της σύγχρονης
ιδεολογικής τάξης, τα οποία είναι σχεδόν πάντα αποστάτες από το κίνημα της
δεκαετίας του 1960 – αυτή η συμβολική νίκη είναι από τις πιο σημαντικές. Όχι
μόνο επιτρέψαμε το δικό μας λεξιλόγιο να καταστεί ανυπόληπτο και να
γελοιοποιηθεί, όταν απλά δεν αντιμετωπίζεται ως εγκληματικό, αλλά εμείς οι
ίδιοι κάνουμε χρήση αγαπημένων λέξεων του εχθρού σαν να ήταν δικές μας. Αυτό
ισχύει ιδιαίτερα για την κατάσταση που μας ενδιαφέρει, με τις λέξεις «δημοκρατία»,
«οικονομία», «Ευρώπη», και πολλές άλλες.
Ακόμη και το νόημα μάλλον ουδέτερων εκφράσεων, όπως «λαός» [les gens], είναι ως
επί το πλείστον εξαρτημένο από τις δημοσκοπήσεις και τα μέσα ενημέρωσης και ενσωματωμένο σε ανόητες
φράσεις όπως «ο λαός πιστεύει ότι ...»
Τον καιρό των παλιών
κομμουνισμών, συνηθίζαμε
να περιγελάμε αυτό που ονομάζεται ξύλινη γλώσσα
[langue de bois], την χιλιοειπωμένη, κλισέ γλώσσα – τα κούφια λόγια και τα πομπώδη
επίθετα. Φυσικά, φυσικά. Όμως, η ύπαρξη μιας από κοινού μοιρασμένης γλώσσας είναι επίσης ύπαρξη μιας κοινής ιδέας.
Η αποτελεσματικότητα των μαθηματικών στις επιστήμες – και είναι αναμφισβήτητο
ότι τα μαθηματικά είναι μια υπέροχη ξύλινη γλώσσα – έχει να κάνει με το γεγονός
ότι μορφοποιεί την επιστημονική ιδέα. Η ικανότητα να μορφοποιήσεις γρήγορα την
ανάλυση της κατάστασης και οι τακτικές συνέπειες αυτής της ανάλυσης δεν είναι
λιγότερο απαραίτητες στην πολιτική. Είναι ένα σημάδι στρατηγικής ζωτικότητας.
Σήμερα, μια από τις μεγάλες δυνάμεις της επίσημης
δημοκρατικής ιδεολογίας είναι ακριβώς ότι έχει στη διάθεσή της, μια ξύλινη γλώσσα που ομιλείται σε κάθε μέσο
και από κάθε μία από τις κυβερνήσεις μας χωρίς εξαίρεση. Ποιος μπορούσε να
πιστέψει ότι όροι όπως «δημοκρατία», «ελευθερίες», «οικονομία της αγοράς»,
«ανθρώπινα δικαιώματα», «ισοσκελισμένος προϋπολογισμός», «εθνική προσπάθεια», «ο
Γαλλικός λαός» , «ανταγωνιστικότητα», «μεταρρυθμίσεις», και πάει λέγοντας, είναι
οτιδήποτε άλλο εκτός από τα στοιχεία μιας πανταχού παρούσας ξύλινης γλώσσας; Εμείς, εμείς οι μαχητές
χωρίς στρατηγική χειραφέτησης, είμαστε (εδώ και αρκετό καιρό τώρα ) οι
πραγματικοί αφασικοί! Και δεν είναι η συμπαθητική και αναπόφευκτη γλώσσα της κινηματικής
δημοκρατίας αυτό που θα μας σώσει. «Κάτω αυτό ή εκείνο», «όλοι μαζί θα νικήσουμε»,
«έξω…», «αντίσταση!», «το δικαίωμα να επαναστατείς» ... Όλα αυτά είναι ικανά να
προκαλέσουν κοινές συλλογικές συγκινήσεις και, τακτικά, είναι πολύ χρήσιμα -
αλλά αφήνουν το ζήτημα της ευανάγνωστης στρατηγικής εντελώς άλυτο. Αυτή είναι φτωχή γλώσσα για μια συζήτηση που εντοπίζεται
στο μέλλον των δράσεων χειραφέτησης.
Το κλειδί για την πολιτική επιτυχία έγκειται ασφαλώς στη
δύναμη της εξέγερσης, στην εμβέλεια και το κουράγιο της. Αλλά και στην
πειθαρχία, και στις διακηρύξεις της ότι είναι ικανή – στις δηλώσεις που έχουν
να κάνουν με ένα θετικό στρατηγικό μέλλον, και που αποκαλύπτουν μια νέα
δυνατότητα που παραμένει άφαντη καταμεσής της προπαγάνδας του εχθρού. Αυτό θα
έπρεπε οι οργανωμένοι μαχητές του κινήματος, ή της οποιαδήποτε κατάστασης, να
συναγάγουν από κείνα που λέγονται και πράττονται. Αυτό είναι που θα έπρεπε να διαμορφώσουν
και να υποβάλουν σε ευρύτερη συζήτηση στην λαϊκή βάση ενός κινήματος ή χώρου.
Για το λόγο αυτό, η ύπαρξη των σαρωτικών λαϊκών κινημάτων,
αν και μπορεί κάλλιστα να είναι ένα ιστορικό φαινόμενο, δεν μπορεί από μόνη της
να προσκομίσει πολιτικό όραμα. Ο λόγος για αυτό είναι ότι το στοιχείο που στερεοποιεί
ένα κίνημα στη βάση των ατομικών επηρεασμών είναι πάντα αρνητικού χαρακτήρα:
είναι αυτό το είδος πράγματος που προχωρά από αφηρημένες αρνήσεις, όπως «κάτω ο
καπιταλισμός» , ή «τέρμα στις απολύσεις» , ή «όχι στη λιτότητα», ή «κάτω η
ευρωπαϊκή τρόικα», οι οποίες δεν έχουν απολύτως κανένα άλλο αποτέλεσμα παρά μια
προσωρινή συγκόλληση του κινήματος με την αρνητική αδυναμία των επηρειών του. Όπως
συνέβη κατά τη διάρκεια της Αραβικής Άνοιξης, με πιο συγκεκριμένες αρνήσεις
όπως «Κάτω ο Μουμπάρακ», εφόσον ο στόχος τους είναι ακριβής και φέρνει μαζί του
διάφορα στρώματα του πληθυσμού μπορεί να επιτύχει πράγματι κάποιο αποτέλεσμα,
αλλά ποτέ δεν μπορεί να δομήσει πολιτική απ’ αυτό το αποτέλεσμα, όπως βλέπουμε
σήμερα στην Αίγυπτο και στην Τυνησία, όπου αντιδραστικά θρησκευτικά κόμματα αντλούν
τα οφέλη του κινήματος, με το οποίο δεν έχουν καμία αληθινή σχέση. Διότι κάθε πολιτική γίνεται οχύρωση αυτού που
θετικά επιβεβαιώνει και προτείνει, και όχι αυτού που αρνείται ή απορρίπτει. Η οποιαδήποτε
πολιτική είναι μια ενεργή και οργανωμένη πεποίθηση, μια σκέψη σε δράση που φανερώνει
αόρατες δυνατότητες. Συνθήματα όπως « αντίσταση!» είναι σίγουρα κατάλληλα για προσελκύσουν
άτομα μαζί, αλλά διακινδυνεύουν επίσης να μην συγκεντρώνουν τίποτε πιότερο από
μια χαρούμενη και ενθουσιώδη μίξη ιστορικής ύπαρξης και πολιτικής αδυναμίας,
μόνο και μόνο για να καταλήξουν, αφού ο εχθρός (ο οποίος πολιτικά είναι πολύ καλύτερος,
και οπλισμένος διανοητικά και διακυβερνητικά) κερδίσει την ημέρα, σε ένα πικρό διπλασιασμό
και μια στείρα επανάληψη της αποτυχίας.
Η πολιτικός δάσκαλος που ανέφερα νωρίτερα, επίσης συνήθιζε
να λέει: «Αδυνατείς να λύσεις ένα πρόβλημα; Α τότε, καταπιάσου με την διερεύνηση
των σημερινών γεγονότων και του ιστορικού των!» Η σημερινή κατάσταση του κόσμου
μοιάζει με εκείνη των ετών 1840-1850. Τότε, επίσης, μετά τη Γαλλική Επανάσταση
του 1792 -1794, όπως ακριβώς μετά τις εξεγέρσεις, επαναστάσεις και τους
νικηφόρους λαϊκούς πολέμους των δεκαετιών του 1960 και του 1970, έχουμε μια
πολύ μεγάλη αντεπαναστατική περίοδο, που κυριαρχείται από μια δυναμική
φιλελεύθερη καπιταλιστική κίνηση προς παγκοσμιοποίηση. Τότε, επίσης, μεταξύ του
1847 και 1849, συνέβη κάτι σαν την «άνοιξη των Λαών» σε όλη την Ευρώπη, όπως
αργότερα εμφανίστηκε παντού στον αραβικό κόσμο, καθώς επίσης και σε μερικούς
«δυτικούς» τόπους. Τότε επίσης, από την πλευρά των ανταρτών θα βρούμε μια
γλώσσα που είναι ενθουσιώδης, δημοκρατική και επαναστατική, αλλά και φτωχή και
χωρίς ενότητα. Και τότε επίσης, θα βρείτε παντού τον μετέπειτα θρίαμβο των
αντιδραστικών και την άνοδο στην εξουσία των κερδοσκόπων, και νέες μορφές
διαφθοράς. Και μόνο μετά από δεκαετίες οργάνωσης της εργασίας, όπως η δημιουργία
της Πρώτης Διεθνούς ή η ενοποίηση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, και μετά από
ένδοξες αλλά απελπισμένες προσπάθειες, όπως η Κομμούνα του Παρισιού ή η Ρωσικής
Επανάσταση του 1905, θα μπορέσει η πολιτική ικανότητα των εργαζόμενοι ν’ ανοίξει
το δρόμο προς τα εμπρός, έτοιμη για τη νίκη, και ενσωματωμένη, όπως πρέπει να
είναι, σε διεθνείς οργανισμούς. Μα πάλι, ήταν αναγκαίο για τη γλώσσα του
μαρξισμού να γίνει στην πράξη ηγεμονική, όχι μόνο σ’ ολόκληρο το εργατικό
κίνημα, αλλά και, εν τέλει, ανάμεσα στις τεράστιες αγροτικές μάζες, είτε αυτές ήταν
στην Κίνα είτε σε χώρες που υποβάλλονταν σε αποικιακό τρόμο.
Πράγματι, φαίνεται πως αυτό που μπορούμε να βρούμε, και που
είναι απαραίτητο για να ωθήσουμε σε σοβαρή υποχώρηση τις αντιδραστικές δυνάμεις
που σήμερα πασχίζουν να διαλύσουν κάθε μορφή σκέψης και δράσης που αρνείται να
τους ακολουθήσει, δεν βρίσκεται στη μετάδοση ενός αρνητικού συναισθήματος
αντίστασης. Βρίσκεται στην από κοινού μοιραζόμενη πειθαρχία μίας κοινής ιδέας
και την ολοένα και πιο διαδεδομένη χρήση μιας ομοιογενούς γλώσσας.
Η αναδόμηση μιας τέτοιας γλώσσας είναι μια κρίσιμα
επιτακτική ανάγκη. Για αυτό τον λόγο έχω προσπαθήσει να επανεισάγω, να
επαναπροσδιορίσω και να αναδιοργανώσω ότι κρέμεται από την λέξη «κομμουνισμός».
Θα πρέπει να επισημάνω, εν παρόδω, ότι η λέξη «κομμουνισμός»,
σημαίνει τρία θεμελιώδη πράγματα.
Πρώτα απ’ όλα, σημαίνει την αναλυτική παρατήρηση σύμφωνα με την οποία, στις δεσπόζουσες
κοινωνίες του σήμερα, η ελευθερία, με τον δημοκρατικό φετιχισμό της οποίας
είμαστε όλοι εξοικειωμένοι, στην πραγματικότητα, εξ ολοκλήρου κυριαρχείται από
την ιδιοκτησία. Η «Ελευθερία» δεν είναι τίποτα άλλο από την ελευθερία να αποκτάται
ει δυνατόν κάθε εμπόρευμα χωρίς προκαθορισμένο όριο, και η δύναμη του να κάνει ο
καθένας «ότι θέλει» μετριέται αυστηρά από την έκταση αυτής της απόκτησης.
Κάποιος που έχει χάσει κάθε δυνατότητα να αποκτήσει, είναι γεγονός, δεν έχει οποιοδήποτε είδος
ελευθερίας, όπως είναι απλό να δούμε – για παράδειγμα, οι «αλήτες» που οι Άγγλοι
φιλελεύθεροι στην περίοδο ανόδου του
καπιταλισμού εκτελούσαν με απαγχονισμό χωρίς κανένα ενδοιασμό. Αυτός είναι ο
λόγος για τον οποίο ο Μαρξ, στο Μανιφέστο, δηλώνει ότι όλες οι προσταγές του
κομμουνισμού μπορεί, κατά μία έννοια, να μειωθούν σε μια μόνο: κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας.
Έπειτα, ο «κομμουνισμός » σηματοδοτεί την ιστορική υπόθεση σύμφωνα με την οποία δεν
είναι αναγκαίο η ελευθερία να κυριαρχείται από την ιδιοκτησία , και οι
ανθρώπινες κοινωνίες να διευθύνονται από μια αυστηρή ολιγαρχία ισχυρών
επιχειρηματιών και υπαλλήλων τους στην πολιτική, την αστυνομία , τον στρατό και
τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Είναι εφικτή μια κοινωνία στην οποία κυριαρχεί αυτό
που ο Μαρξ ονομάζει «ελεύθερη ένωση» όπου η παραγωγική εργασία είναι
κολεκτιβοποιημένη, όπου είναι σε εξέλιξη η εξαφάνιση των μεγάλων αντιφάσεων ανισότητας
(μεταξύ πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας, ανάμεσα στην πόλη και τη χώρα ,
μεταξύ ανδρών και γυναικών , μεταξύ της διοίκησης και της εργασίας, κλπ. ...),
και οι αποφάσεις που αφορούν όλους είναι πραγματικά υπόθεση όλων. Θα πρέπει να
αντιμετωπίσουμε αυτή την δυνατότητα ισότητας ως αρχή της σκέψης και της δράσης,
και να μην την αφήσουμε να μας ξεφύγει.
Τέλος, ο «κομμουνισμός», υποδεικνύει την ανάγκη για μια διεθνή πολιτική οργάνωση. Η
οργάνωση αυτή εκκινείτε από τη συνάντηση
μεταξύ των αρχών και της αποτελεσματικής δράσης των λαϊκών μαζών. Σε αυτή τη
βάση, προσπαθεί να θέση σε κίνηση τον εφευρετικό τρόπο σκέψης του λαού, να
κατασκευάσει, με τρόπο αμόλυντο από το υπάρχον κράτος, μια δύναμη στο εσωτερικό
κάθε δεδομένης κατάστασης. Ο σκοπός για την εξουσία αυτή είναι να καθίσταται ικανή
να κάμπτει το πραγματικό προς την κατεύθυνση που προδιαγράφει η σύνδεση των αρχών
με την ενεργή υποκειμενικότητα όλων όσων έχουν τη θέληση να μετασχηματίσουν την
δοσμένη κατάσταση.
Η λέξη «Κομμουνισμός» αποκαλεί έτσι την πλήρη διαδικασία κατά την οποία η ελευθερία
έχει αποδεσμευτεί από την υποβολή της στην χωρίς-ισότητα ιδιοκτησία. Το ότι
αυτή είναι η λέξη στην οποία οι εχθροί μας έχουν αντιταχθεί με σκυλίσιο τρόπο
έχει να κάνει με το γεγονός ότι δεν μπορούν να αντέξουν αυτή τη διαδικασία που
όντως θα καταστρέψει την ελευθερία τους, ο τύπος της οποίας καθορίζεται από την ιδιοκτησία.
Άλλωστε, αυτό το σκυλίσιο πείσμα και μόνο, αυτή η κτηνώδης βούληση για
εγκληματικοποίηση της λέξης «κομμουνισμός» – που ξεκίνησε το δέκατο ένατο
αιώνα, πολύ πριν από την εμπειρία των σοσιαλιστικών κρατών – ανάγεται σ’ αυτό που
οι Κινέζοι ορίζουν ως «διδαχή μέσω αρνητικού παραδείγματος»: αν αυτό είναι το
στοιχείο που οι εχθροί μας απεχθάνονται πιότερο απ’ όλα, τότε η επανανακάλυψη
του είναι αυτό με το οποίο εμείς πρέπει να αρχίσουμε.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, και θα κλείσω με αυτό το σημείο, θα
πρέπει να είμαστε όσο το δυνατόν πιο σαφείς,
ειδικά όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τις συμμορίες των φασιστών, για το τι
εννοούμε όταν χρησιμοποιούμε τη λέξη «λαός». Είναι ένα θέμα που συνδέει τη λέξη
«λαός», με την αναδόμηση τη λέξης «κομμουνισμός».
Η σύνδεση αυτή περνά μέσα από τις τέσσερις πιθανές
κατανοήσεις της λέξης «λαός»: με τη φασιστική έννοια, με την κρατικίστικη και
νομική έννοια, με το νόημα που αποκτά στους αγώνες της εθνικής απελευθέρωσης,
και με την έννοια των πολιτικών δράσεων που στοχεύουν στην μέσω-ισότητας
χειραφέτηση.
Σε αυτή την κατάταξη, έχουμε δύο αρνητικές έννοιες της
λέξης «λαός». Η πρώτη και πιο προφανής, είναι ότι προσδένεται σε μια κλειστή –
και πάντα εξωπραγματική – φυλετική ή εθνική ταυτότητα. Η ιστορική ύπαρξη ενός «λαού»
αυτού του είδους απαιτεί την κατασκευή ενός δεσποτικού κράτους, το οποίο φέρνει
βίαια σε ύπαρξη την φαντασίωση που το θεμελιώνει. Η δεύτερη – η οποία είναι πιο
διακριτική, αλλά, σε μεγάλη κλίμακα ακόμη πιο επιβλαβής, ένεκα της ελαστικότητας
της και της συναίνεσης που απολαμβάνει – είναι αυτό που υποτάσσει την
αναγνώριση ενός «λαού» σε σχέση με ένα κράτος που υποτίθεται ότι είναι νόμιμο και
καλοπροαίρετο, απλά επειδή βοηθά την μεσαία τάξη(*) να αυξηθεί (όταν μπορεί) και
να διατηρηθεί (σε κάθε περίπτωση), μια μεσαία τάξη που είναι ελεύθερη να
καταναλώνει τα άχρηστα προϊόντα με τα οποία το κεφάλαιο την παχαίνει, και,
συνεπώς, ελεύθερη να λέει ότι θέλει, εφόσον αυτό που λέει δεν έχει καμία
επίδραση στο γενικό μηχανισμό. Βλέπουμε αρκετά εύκολα ότι η πρώτη έννοια συνιστά
μια χρήση που είναι σχεδόν υποχρεωτική στην φασιστική πολιτική. Η δεύτερη είναι αυτή που κυριαρχεί στις κοινοβουλευτικές
δημοκρατίες μας. Ας πούμε ότι αυτό που διακυβεύεται στην πρώτη περίπτωση είναι ο
λαός ως φυλή, και στην δεύτερη περίπτωση αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε
ο λαός ως μεσαία τάξη.
Εμείς επίσης, έχομε δύο θετικές έννοιες της λέξης «λαός». Η
πρώτη είναι η συγκρότηση ενός λαού στην προοπτική της ιστορικής ύπαρξης του, στο μέτρο που αυτή η προοπτική αμφισβητείται
από αποικιακή και αυτοκρατορική κυριαρχία, ή από εισβολέα. Ο «λαός» επομένως υπάρχει
σύμφωνα με το μέλλον, στα πρόσθια ενός ανύπαρκτου κράτους. Είναι θέμα
απελευθέρωσης του λαού από την καθυπόταξη του, από την άρνηση του, ξεκινώντας
από την ιδέα ενός νέου, λαϊκού κράτους. Το δεύτερο είναι η ύπαρξη ενός λαού,
που αυτοπροσδιορίζεται ως λαός μέσα από
μια διαδικασία που ξεκινά από το σκληρό πυρήνα του [Noyau dur], ο οποίος είναι
ακριβώς αυτό που το επίσημο κράτος περιορίζει έξω από τον δήθεν νόμιμο «λαό του».
Για παράδειγμα, οι εργαζόμενοι του δέκατου ένατου αιώνα, οι αγρότες σε κάθε
χώρα που υπόκειται σε αποικιοκρατία, ή σήμερα πάλι, τα μέλη του προλεταριάτου
που έχουν έρθει από το εξωτερικό. Ένας τέτοιος λαός επιβεβαιώνει πολιτικά την
ύπαρξή του μέσω της οργανωμένης αλληλεγγύης του με αυτό τον σκληρό πυρήνα του. Επομένως,
μπορεί να υπάρξει μόνο στο στρατηγικό πεδίο της κατάργησης του υφιστάμενου κράτους,
ακριβώς επειδή το τελευταίο επιμένει ότι είναι απολύτως αδύνατο να αναγνωρίσει
την ύπαρξη ενός τέτοιου λαού.
Ο «λαός» είναι επομένως μια πολιτική κατηγορία του
κομμουνισμού, είτε πριν την ροή πραγμάτων προς την ύπαρξη του επιθυμητού
κράτους – ύπαρξη την οποία η εξουσία απαγορεύει, είτε μεταγενέστερα της καθιέρωσης
του κράτους του οποίου η εξαφάνιση απαιτείται από τον νέο λαό, ταυτόχρονα
εσωτερικά και εξωτερικά του επίσημου λαού.
Η λέξη «λαός», κατά βάθος, έχει ένα θετικό νόημα μόνο σε σχέση με
την ενδεχόμενη ανυπαρξία ενός κράτους: είτε πρόκειται για ένα απαγορευμένο κράτος
που κάποιος επιθυμεί να δημιουργήσει, είτε για ένα επίσημο κράτος που κάποιος
επιθυμεί να καταστρέψει. Ο «λαός» είναι μια λέξη που αντλεί όλη την αξία της,
είτε από τις μεταβατικές μορφές πολέμων για εθνική απελευθέρωση, είτε μέσω των
οριστικών μορφών της κομμουνιστικής πολιτικής, οι οποίες έχουν πάντα ως
στρατηγικό κανόνα αυτό που αποκαλούν «απονέκρωση του κράτους».
Μας έχουν άραγε πάρει αυτές οι λεκτικές ασκήσεις μακριά από
την Ελλάδα και τη συγκεκριμένη επιτακτικότητα της κατάστασής της; Ίσως. Ωστόσο,
η πολιτική είναι πάντα η συνάντηση μεταξύ της πειθαρχίας των ιδεών και της
έκπληξης των περιστάσεων. Πρόκειται για μια άμεση δύναμη, αλλά και σύσταση της
διάρκειας.
Η
ευχή μου είναι η Ελλάδα να γίνει, για όλους μας, ο οικουμενικός τόπος μιας
τέτοιας συνάντησης.
*********
*********
1. Βλ. Κώστας Δουζίνας , Φιλοσοφία και Αντίσταση στην Κρίση
: Η Ελλάδα και το Μέλλον της Ευρώπης , την πολιτεία Press , Cambridge , 2013 .
------------
(*) Μεταφραστική σημείωση:
------------
(*) Μεταφραστική σημείωση:
η έκφραση ‘Middle Class’(που μεταφράζω ως «μεσαία τάξη»), στα αγγλικά έχει το ίδιο νόημα
με την λέξη ‘bourgeoisie’
[= μπουρζουαζία] σημαίνει το περίπου ίδιο με τον δικό μας όρο «αστική τάξη».Προτίμησα το «μεσαία τάξη» επειδή η λεξη ‘bourgeoisie’ δεν χρησιμοποιείται στο Αγγλικό πρωτότυπο.
προσθήκη της μεταφραστικού περιεχομένου νοτας στο τέλος του κειμένου (σήμερα το πρωι - μετα τηυν ανρτηση του).
ΑπάντησηΔιαγραφή(*) η έκφραση ‘Middle Class’, που μεταφράζω ως «μεσαία τάξη», στα αγγλικά έχει το ίδιο νόημα με την λέξη ‘bourgeoisie’ [= μπουρζουαζία] σημαίνει το περίπου ίδιο με τον δικό μας όρο «αστική τάξη».
Μ