(σκεφτόμενος φωναχτά)
Αφορμή
για να γράψω αυτό το σημείωμα μου έδωσε η πρόσφατη παρουσία του Μπογιοπουλου στην
εκπομπή enikos. http://fromredrock.blogspot.gr/2013/06/blog-post_7.html
.
Όταν μιλάει ο Μπογιόπουλος, είτε αρέσουν τα λεγόμενα του είτε όχι, είναι δύσκολο να μην αφήνει μια εντύπωση που συνδυάζεται με εκείνο το εμφανές μίγμα αμηχανίας-δυσφορίας στους εχθρούς του ΚΚΕ, και θαυμασμού-ενθουσιασμού στους φίλους του.
Όταν μιλάει ο Μπογιόπουλος, είτε αρέσουν τα λεγόμενα του είτε όχι, είναι δύσκολο να μην αφήνει μια εντύπωση που συνδυάζεται με εκείνο το εμφανές μίγμα αμηχανίας-δυσφορίας στους εχθρούς του ΚΚΕ, και θαυμασμού-ενθουσιασμού στους φίλους του.
Πως
το καταφέρνει αυτό; Καταρχήν έχει το στοιχειώδες που, δυστυχώς, δεν έχουν
πάντα όλοι όσοι καλούνται να εκπροσωπήσουν το ΚΚΕ : άνεση λόγου, ευφράδεια, και
πλούσιο λεξιλόγιο. Και όταν έχουν και κάποιοι άλλοι αυτές τις δεξιότητες, δεν καταφέρνουν πάντα να γίνονται εξίσου αποτελεσματικοί. Τι είναι
λοιπόν το «κάτι παραπάνω» που διαθέτει ο Μπογιόπουλος; Τι τον κάνει πιο
πειστικό;
Το
κύριο είναι ότι δεν ακούγεται σαν να έχει αποστηθίσει τα ντοκουμέντα του
κόμματος επαναλαμβάνοντας τα σαν μαγνητόφωνο. Του λείπει ένα ύφος γλώσσας κοινό
και αναγνωρίσιμο στα περισσότερα στελέχη του κόμματος, το «στυλ» του
ντοκουμέντου και της συλλογικής γραφής. Ένα ύφος γλώσσας που πιθανόν να περνάει
απαρατήρητο και να είναι πλήρως κατανοητό και δεκτό στα μέλη του, αλλά για
αυτούς που δεν έχουν γαλουχηθεί με (συχνά αποκλειστική) ανάγνωση του κομματικού
τύπου και ενδοκομματική ιδεολογικο-πολιτική δουλειά, δηλαδή για τους πολλούς
που πρέπει να συνιστούν το ακροατήριο του, οι περισσότεροι απ' τους οποίους μπορεί και να βλέπουν το ΚΚΕ με αντιπάθεια,
ακούγεται λίγο ως πολύ σαν ιδιότυπη
κομματική «διάλεκτος».
Μετά,
ο λόγος του είναι επιβλητικά έγκυρος, σαρωτικά
διαφωτιστικός, όχι απλά διότι ξέρει το θέμα του και είναι πάντα καλά
"διαβασμένος" – όπως άλλωστε κι άλλοι που εκπροσωπούν το ΚΚΕ – αλλά
γιατί εκπέμπει με ιδιαίτερη ένταση ένα ήθος που τον καθιστά αυθεντικό - δηλαδή
μπορείς να τον πιστέψεις επειδή κι ο ίδιος φαίνεται αναμφίβολα να πιστεύει αυτά
που λέει, ενώ συνάμα τολμά να λέει αυτά που πιστεύει. Αυτό μεταφέρεται μέσω της
«σωματικής» γλώσσας και δεν είναι κάτι που μπορεί κάποιος να προσποιηθεί. Σου
εμπνέει εμπιστοσύνη, επειδή εκπέμπει γνησιότητα. Η εντύπωση γνησιότητας που έχει τη ρίζα της
στο ήθος του, πιστεύω, σχετίζεται και με το γεγονός ότι ο λόγος του είναι
φορτισμένος με πάθος, το οποίο δεν να τον ξεστρατίζει έξω από την αντικειμενική
πραγματικότητα ή σε απόκλιση από την ανάλυση της από το κόμμα. Αυτό το πάθος,
είναι ενέργεια που μεταφέρεται σε
συνομιλητές και ακροατές του – θετικά ή αρνητικά, ανάλογα με το αν
συμφωνούν μαζί του ή όχι. Για τον λόγο αυτό, καταφέρνει όχι μόνο να
«διαφωτίζει» αλλά και να εγείρει αισθήματα, να
συγκινεί.
Αυτό φυσικά το έχουν δει τα μέσα ενημέρωσης, τα οποία τον προτιμούν, ακόμα και αν μισούν αυτά που λέει, διότι η παρουσία του καθιστά την εκπομπή ενδιαφέρουσα. Δεν θα είναι κάτι υπερβολικό ή υποκειμενικό να υποθέσω, παρεμπιπτόντως, ότι ο Μπογιοπουλος δεν θα έβρισκε δυσκολία να «βρει δουλειά» σε οποιαδήποτε μέσο ενημέρωσης (εφημερίδα ή κανάλι) - ακόμα και αν δεν δεχόταν να κάνει εμφανή πολιτικό συμβιβασμό - και με πολλαπλάσια αμοιβή. Είναι ένας από τους καλύτερους δημοσιογράφους που γράφουν στην γλώσσα μας σήμερα – και γράφει στον Ριζοσπάστη.
Τα
χαρακτηριστικά του που περιέγραψα συνιστούν χάρισμα – κάτι με το οποίο δεν
μπορεί να είναι προικισμένοι όλοι. Μπορεί όμως μια αυξημένη αποτελεσματικότητα
να αποκτηθεί με εκπαίδευση; Βεβαίως και μπορεί. Φτάνει αυτή η εκπαίδευση να
είναι σοβαρή, ειδικευμένη και πληροφορημένη από τις σύγχρονες γνώσεις στον
τομέα αυτό.
Προϋπόθεση
για αυτό είναι να δεχτεί το κόμμα (η ηγεσία και η βάση) το οφθαλμοφανές: ότι η
δουλειά και η εμφάνιση στα μέσα ενημέρωσης μπορεί να φέρει κόσμο κοντύτερα η
μακρύτερα στο κόμμα. Ότι σίγουρα δεν
είναι επαρκές για αυτούς που αναλαμβάνουν το ρόλο της εκπροσώπησης του κόμματος
στα μέσα ενημέρωσης να βασίζουν την αποτελεσματικότητα τους στην «φύση», και
ούτε κατ' ανάγκη οι όποιες πρακτικές και
θεωρητικές κομματικές δεξιότητες, η πείρα και η σταθερή αγωνιστικότητα - οι
αρετές που τους αναδεικνύουν σε καθοδηγητικές θέσεις τελικά – είναι εγγύηση
αποτελεσματικής επικοινωνίας. Κάποιοι είναι «φυσικά» επικοινωνιακοί και κάποιοι
δεν είναι.
Για
να δει όμως το κόμμα ότι υπάρχει χώρος για βελτίωση σε ατομικό επίπεδο πρέπει
να δει πρώτα ότι έχει συνολικά προβλημα επικοινωνίας. Αυτό, προτείνω, έχει σχέση με τον τρόπο που αντιμετωπίζει την
ψυχολογία, σαν επιστήμη, πολύ περισσότερο από ότι σχετίζεται με τον τρόπο που
χειρίζεται την πολιτική. Εάν το κόμμα δεν απαξιεί (από θέση αγνοίας) τις
εφαρμογές της ψυχολογίας στην πολιτική, τουλάχιστον δεν φαίνεται να
προβληματίζεται για την αναγκαιότητα να τις μελετήσει συστηματικά με σκοπό να
εμπλουτίσει τις μεθόδους επικοινωνίας του και να βελτιώσει την εικόνα του. Για
να παραμείνει μαρξιστικό και επαναστατικό ένα κόμμα πρέπει να παραμείνει επιστημονικό
σε όλους του κλάδους συστηματοποιημένης γνώσης που αφορούν την θεωρία και την
πράξη του.
Είναι
σωστό να υποστηρίξει κάποιος ότι το ΚΚΕ πρέπει να επιθυμεί και να παλεύει να
μετατρέψει την προαναφερθείσα «αντιπάθεια» της πλειονότητας σε συμπάθεια και
προϋπόθεση για να το επιτύχει αυτό είναι να την κατανοήσει, ερευνώντας και
άλλες διαστάσεις που μπορούν να την ερμηνεύσουν πέραν των πολιτικών; Όταν ο Μαρξ έλεγε για τον κόσμο ότι «το
ζήτημα είναι να το αλλάξουμε» δεν πιστεύω πως εννοούσε ότι είναι δυνατόν αυτό να
γίνει ακόμα κι αν δεν μπορούμε να τον ερμηνεύσουμε.
Εδώ
μπορεί να χωρέσει μια ολόκληρη κουβέντα κάτω από ένα ερώτημα που θα
έμπαινε χοντροκομμένα κάπως έτσι: «τι να
την κάνει την «συμπάθεια» το ΚΚΕ, αν αυτοί που το «συμπαθούν» δεν είναι και
διατεθειμένοι να αγωνιστούν». Σωστό είναι ότι η «συμπάθεια» δεν φτάνει. Απ’ την
άλλη το ερώτημα αυτό μπορεί να αντιστραφεί: «τι να την κάνει την «αγωνιστική
διάθεση» το κόμμα όταν αυτοί που την επιδεικνύουν είναι μια σχετικά μικρή
μειονότητα με μηδενική πιθανότητα να επιφέρει την ανατροπή από μόνη της, με τον
λαό στην πάντα, ή απέναντι, να εξακολουθεί να το βλέπει και να το ακούει με
αντιπάθεια»; Η απλή λογική λέει ότι για
να συμπαραταχτεί με το ΚΚΕ η πλειονότητα του «λαού» πρέπει πρώτα να πάψει να το
«αντιπαθεί» ή, να το θέσω διαφορετικά, να πάψει να απωθείται από αυτό.
Είναι
σωστό τώρα να υποστηρίξει κάποιος ότι το ΚΚΕ δεν απωθεί μόνο με το τι λέει αλλά
και με το πως το λέει; Αίφνης, αν το κόμμα μάθει να μιλάει περισσότερο με την
καθομιλούμενη χωρίς να ξεστρατίζει από σωστή μεταφορά των θέσεων του, θα
κερδίσει περισσότερους στο ευρύτερο ακροατήριο; Εμφατικά μπορεί να ειπωθεί εδώ ότι η πολιτική «διάλεκτος» του
ΚΚΕ δεν είναι ο καθοριστικός λόγος για τον οποίο η πλειονότητα φαίνεται να
απωθείται από αυτό! Και ποιος θα διαφωνούσε εδώ; Ωστόσο, φαίνεται να είναι ένας λόγος
που εντείνει, δυσχεραίνει τα πράγματα. Ο «λαός» φαίνεται αποξενωμένος από την
πολιτική «διάλεκτο» του ΚΚΕ επειδή αυτή, αν και δεν έχει πάρει διαζύγιο από την
καθομιλουμένη (όπως θα υποστήριζαν αυτοί που μιλούν για τον «ξύλινο λόγο» του
απ’ τα «φιλολογικά ύψη» τους, συχνά βρίσκεται σε μια σχετική διάσταση απ’
αυτήν. Και δεν είναι τόσο επειδή λέξεις όπως «τα μονοπώλια», «η πλουτοκρατία», «o λαός», έχουν υποστεί τέτοια φθορά που ακούγονται εκκενωμένες από το περιεχόμενο τους,
όσο το γεγονός ότι ο προφορικός λόγος μεταφέρει συχνά με μηχανιστικό τρόπο τον
γραπτό λόγο, ακούγεται σαν αποστήθιση του ντοκουμέντου και χάνει την ζωντάνια και την αμεσότητα του.
Έτσι, πάσχει κάπως από ένα είδος γλωσσικού φορμαλισμού. Για τον πλειονότητα,
τολμώ να πω, ακούγεται σαν βερμπαλισμός.
Το κόμμα, σ΄ αυτήν την φάση περισσότερο από ποτέ πριν, χρειάζεται να ερευνήσει προσεκτικά το προβλημα της επικοινωνίας. Πού χωλαίνει η επικοινωνία του, που όχι, και γιατί. Ποιοί επικοινωνιακοί μέθοδοι έχουν αποτέλεσμα, σε τι βαθμό, ποιοι όχι, και γιατί. Με ποιούς επικοινωνεί, με ποιους όχι, και γιατί. Σήμερα, περισσότερο από ποτέ πριν, έχει ανάγκη το κόμμα να βρει τρόπους για να επικοινωνήσει πιο αποτελεσματικά με τους συμπαθούντες του αλλά και κυρίως με αυτούς που το «αντιπαθούν». Και μπορεί να το κάνει με επιστημονική έρευνα η οποία θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί από μια ομάδα κομμουνιστών ειδικών. Ένα ερευνητικό τμήμα της ΚΕ, επανδρωμένο με ψυχολόγους και άλλους ειδικούς στον χώρο αυτό έπρεπε ήδη να υπάρχει.
Θα
ενδιαφερόταν όμως το κόμμα να το κάνει αυτό; Εδώ η απάντηση μου θα ήταν «και
ναι, και όχι». Υπάρχουν αρκετοί μέσα στο κόμμα, υπάρχει μια πολύ ισχυρή
συντηρητική τάση, που αντιδρά σε κάθε νύξη της αναγκαιότητας να ανανεώνει το
κόμμα τα εκφραστικά-επικοινωνιακά εργαλεία του; Φαντάζομαι ότι αρκετοί,
διαβάζοντας το παρόν σημείωμα, θεωρούν ότι το να πω πως «το κόμμα υποφέρει
από επικοινωνιακό
έλλειμμα» με καθιστά φορέα ενός
«ιδεολογικού» κόμπλεξ μικροαστικής προέλευσης. Επειδή η επιστημονική χρήση της επικοινωνίας από
τους αντίπαλους του κόμματος σημαίνει μια ολόκληρη τεχνολογία παραγωγής
ψέματος, μήπως απορρίπτεται κι η τεχνολογία, ως όπλο που κρατούν, σαν από φύσει ασύμβατο
με τις αρχές μας; Απορώ. Αλίμονο όμως αν απορρίπταμε οποιοδήποτε όπλο κρατά ο
αντίπαλος, επειδή ουδέποτε θα το χρησιμοποιούσαμε με τον τρόπο του αντιπάλου,
την ώρα που αυτός το έχει στραμμένο σε μας, στοχεύοντας στο κεφάλι μας. Κι όμως,
αυτό ακριβώς φαίνεται πως γίνεται. Κάνω λαθος; Απόδειξέ μου το με ερευνα. Με επιστημονικό τροπο. Οχι με μια πεισματική συντηρητική απαξιωση της αναγκαιότητας να μάθουμε να
χρησιμοποιούμε τα όπλα των αντίπαλων, πράγμα που σημαίνει άγνοια ακόμα και του πώς να αποφεύγουμε
τις βολές των.
Τέλος,
σχεδόν ακούω κάποιον να με αποπαίρνει επειδή ασχολούμαι ενοχλητικά με επουσιώδη πράγματα,
προβάλλοντάς τα σαν μέγιστο προβλημα στο ΚΚΕ. Θα του απαντούσα προκαταβολικά
ότι αν θεωρεί ότι η γλώσσα, η εμφάνιση, η εικονογραφία , και όλα αυτά που
συνιστούν το προφίλ του δεν έχουν σχέση με την ουσία του, τότε εγώ πρέπει να
ξαναμελετήσω την διαλεκτική.
Μ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου