Στρώματα στάχτη και νύχτα
Κι εγώ, γυμνός νάνος με
το φανάρι της ψυχής
Ψάχνω για τραυματίες
Και μαθαίνω τι σημαίνει σκότος
Σπηλιά στο κεφάλι όπου μένουν
κρυμμένοι ο έρως κι ο θάνατος
Κι απέξω οι άνδρες που
δεν συνειδητοποιούν
Πως η τεστοστερόνη είναι λάθος
οδηγός
Σε τέτοιο μακελειό
Παρέκει φωτιές και οι φυτείες,
για δες που
Αποκαλύπτουν την έρημο κάτω
απο τις ρίζες τους
Την ίδια στιγμή που ο θάνατος
διαβρώνει τα φύλλα
Και σκουλήκια αποικούν
τον καρπό, στον πυρήνα
Του κόπου μου που οι άπληστοι
Συγκέντρωσαν με άλλων, μυριάδων
τη δύναμη
Και προς τι όφελος;
Για να αλείψουν τα οστά
των προγόνων μου
Με λάσπη, σάρκες και
αίμα;
Για δείπνο Κενταύρων πολεμόχαρων;
Έτσι, όπως παλιότερα, με φωτιά
και ψέμα...
Για να ανακυκλώνουν την
υποταγή ξαναγράφοντας την ιστορία
***
Οι αγοραίες οι λύσεις
Φορούν τα εσώρουχα φόβων
κι ελπίδων
Και για πανωφόρι
Μια κακοραμμένη ορθολογικότητα
Συνάμα οι κάνες
αστράφτουν, οι φακοί εστιάζουν
Με σφαίρες, και βόμβες, εκρήξεις
Και σε μηχανικά γέλια ξεσπούν...
Πριν λιώσουν τα μέταλλα
Με το βλέμμα στο αποτρόπαιο
Με κορμιά και μυαλά
εξαντλημένα
Απο κατάχρηση,
δεισιδαιμονία
Και εξευτελισμούς
Και τι συμβολίζει η σημαία
Πάνω από την υψικάμινο του
αιώνα,
Που ανάρτησεν ο ίδιος στυγνός
μακελάρης
Που τώρα σε βλέπει με
μάτι φιδιού κατά πρόσωπο;
***
Στο κατόπιν, κύματα
έπεσαν στον ύπνο
Με μια τέτοια σελήνη
Και στο ανοξείδωτο πλάτος
της θάλασσας
Σίγησαν τα άσματα πριν
την αυγή
***
Κι όμως
Με κάποια δύναμη μέσα σου
ξένη κι αλλόκοτη
Τρελές πεταλούδες στα σπλάχνα
τρεμόπαιξαν
Κι ύστερα πια, μεσημέρι
Εσύ με το εγώ μου κομμάτια να βυθίζεται μέσα σου – ένα έμβολο
Πέρα απο τον τόπο κυριαρχίας
των μηχανών
Εκεί που δεν υπάρχει τίποτε
άλλο
Απο γεύσεις απεραντοσύνης
που φτάνουν
Και ξεχειλίζουν μια κύτη αιώνια
Ώστε να ενσωματώσουν το χρόνο
σε ευτυχίας ρευστό –
Σπέρμα, ουσία
Και μάζα
Μετά, κρέμεται
Πίσω από κτίσμα παιδιών
Μιαν κοσμιότητα λανθάνουσα,
Που αλιεύεται
από τη ματιά μου
Και κάτω απο το αόρατο σύννεφο
Σ' ένα ουρανό πηγμένο απο
ηλεκτρονικά μηνύματα
Και πάνω απο μια γη ντυμένη
με στρώματα απο οπτικές ίνες
Εμφανίζομαι ακυρώνοντας μιαν
ολέθρια τύφλωση
***
Τώρα;
Μιλούν τα δέντρα πάλι;
Ανεμίζουν οι κορφές τους «αντίο» η «χαίρε»
Ανεμίζουν οι κορφές τους «αντίο» η «χαίρε»
Κρατώντας στην ήρεμη κορμοστασιά
τους
Μια ψυχή, σε ψίχα
Χωρίς αντίθεση με την λογική
της αμοιβαιότητας
Που η σκέψη ανθρώπων
Αρνιόταν να αγγίσει;
Τα βλέπω σε μήκος και πλάτος.
Είμαι ένα είδος περισκόπιου:
Με γνώμονα το σβέρκο, το κεφάλι
μου
Περιστρέφεται αναδεικνύοντας
όλο το δίκιο της φύσης
Σε μια διαπάλη ατέρμονη
Που σείει τα τοιχώματα
και τις ραφές του κρανίου μου
Συχνά, είμαι ο ήλιος που θέτει
σε κίνηση
Τα αμέτρητα πόδια μιας έρπουσας
κάθεξης
Και το φως της επιθυμίας προβάλω
Καθώς αναστρέφεται στο αρνητικό
του
Όταν μια άκρατη απόλαυση
τους συνεπαίρνει
Τόσο που δεν θωρούν τις βεντάλιες
αστέρων
Ν’ ανοίγονται σε σπειροειδείς
διαρρήξεις
Αρχέγονων δεσμών
Ενώ τα όρια μετατοπίζονται
Σε παράλυση πίσω απ’ την πύλη
του πεπερασμένου ποτέ
Και κάτω στην γη
Και κάτω απο την κοιλιά της
μητέρας του μέλλοντος
Που σαν έμβρυο νιώθει ασφαλές
Μια κρήνη αναβλύζει ποιήματα
Σαν συνέχεια της ανύψωσης
Οι πληγές επουλώνονται
Και πόσο είναι ανάγκη να μείνουν
γραμμένες στην μνήμη
Όταν τόσο μακριά περπατήσαμε
Με την αταραξία μεταξύ και
μαζί μας,
Που μόνο στον χορό παραχωρεί
Στην επαφή που κρατά τον
καθρέφτη στην αναπαραγωγής σας
... και μόνο σ’ αυτή τη
χαρά που δονείται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου