Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2012

μια προδιάθεση ελιτισμού




Σε τούτες τις συνθήκες, αυτό που από πρώτη ματιά φαίνεται να είναι «ασήμαντο» λάθος μπορεί να οδηγήσει στις πιο οικτρές επιπτώσεις, και μόνο κοντόφθαλμοι άνθρωποι μπορούν να θεωρούν ότι οι φατριαστικές αντιπαραθέσεις και μια αυστηρή διαφοροποίηση μεταξύ αποχρώσεων μιας  άποψης είναι άκαιρες ή περιττές. Το μέλλον της Ρωσικής σοσιαλ-δημοκρατίας για πολλά χρόνια μπορεί να εξαρτάται από την ενδυνάμωση της μιας ή της άλλης «απόχρωσης». (Λένιν, ‘τι να κάνουμε’)

Η βαθιά τραυματική πείρα από την εξέλιξη και κατάληξη της πρώτης διαχρονικής προσπάθειας να οικοδομηθεί ο σοσιαλισμός θέτει ένα εναγώνιο ερώτημα που συμπυκνώνεται στο πως στην πράξη το καθεστώς που θα δημιουργηθεί μετά τη νίκη του προλεταριάτου θα αποφύγει μιαν αναπαράσταση της πορείας του παρελθόντος που το οδήγησε στην πτώση από την οποία το διεθνές εργατικό κίνημα δεν  έχει συνέλθει ακόμα. Το άμεσο πρόβλημα στο «εδώ και τώρα» μας δεν φαίνεται να είναι «τι να κάνουμε μετά την νίκη της επανάστασης». Δεν είναι ποτέ πρόωρο όμως, αν έστω και αξιωματικά δεχτούμε ότι ο κομμουνισμός, ως ιδανικό της ανώτερης μορφής ανθρώπινης χειραφέτησης, αρχίζει με την οργανωμένη δράση των κομμουνιστών σε συνθήκες καπιταλισμού. Αν δεχτούμε ότι απ’ αυτή την φάση, από το πως σήμερα οργανώνεται η εργατική τάξη δεν εξαρτάται μόνο το αν θα πάρει την εξουσία αλλά και το τι θα την κάνει.  Το «τι θα την κάνει την εξουσία» αύριο έχει άρρηκτη σχέση με αυτό για το οποίο παλεύουμε σήμερα, με το όραμα του κομμουνισμού.  Επίσης, κάτω απ’ την έγνοια για το «τι θα την κάνει την εξουσία» όταν την αποκτήσει, πιθανόν να κείται ένα μετατραυματικό άγχος γύρω από το πώς αυτό στο οποίο ελπίζουν και για το οποίο παλεύουν οι κομμουνιστές δεν θα καταλήξει πάλι σε σπατάλη ενέργειας, χρόνου και ζωής. Η αντιμετώπιση αυτού του «άγχους» μπορεί και να αποτελεί την ειδοποιό διαφορά μεταξύ της αδράνειας του απελπισμένου και της δράσης αυτού που ακόμα ελπίζει.  

Το «τι θα την κάνει» λοιπόν είναι πάντα επίκαιρο όχι απλά γιατί έχει θεωρητικό ενδιαφέρον, με δοσμένο ότι η εξέλιξη της επανάστασης δεν έχει κάποιο DNA που να την προδιαγράφει αυστηρά, αλλά και γιατί οι σημερινές θεωρίες, οι πράξεις και οι νοοτροπίες των κομμουνιστών, σε μεγάλο βαθμό, θα την καθορίσουν. Από την άλλη, το παρελθόν «επισκέπτεται» το μέλλον σαν επαναλαμβανόμενος εφιάλτης. Έτσι, σήμερα, ίσως περισσότερο από ποτέ πριν, όταν δυσκολευόμαστε να μιλήσουμε σαν κομμουνιστές για το παρόν είναι γιατί δυσκολευόμαστε να πείσουμε ότι έχουμε μέλλον. Είναι γιατί όταν στρέφουμε την ματιά μας στο μέλλον (που δεν μοιάζει πια με 'tabula rasa'), βλέπουμε σ’ αυτό να έχει βασανιστικά καταγραφεί το παρελθόν μας.

***
Το κομμουνιστικό κίνημα επαναπαύτηκε ίσως στην ιδέα ότι η ιστορική ροή είχε κατεύθυνση ανεπίστροφα από καπιταλισμό προς σοσιαλισμό. Είχε καταστεί αδιανόητο ότι ο σοσιαλισμός μπορούσε να ανατραπεί και ο κόσμος να πάρει την σημερινή μορφή του. Και ίσως αυτή η επανάπαυση να διευκόλυνε τις συνθήκες που οδήγησαν στο ρήγμα της ακλόνητης πίστης στην αέναη πρόοδο. Τώρα, αυτό που κάποτε δεν μπορούσαμε να θεωρήσουμε κάτι άλλο από «προβλήματα οικοδόμησης», με στερνή γνώση, το βλέπουμε σαν μεθόδευση της κατεδάφισης του σοσιαλισμού. Η διαλεκτική δεν δείχνει επιείκεια σ΄ αυτούς που την αγνοούν ή την παρανοούν.  

«Μια από τις βασικές θέσεις της μαρξιστικής διαλεκτικής συνίσταται στο ότι όλα τα όρια στη φύση και στην κοινωνία είναι συμβατικά και κινητά, ότι δεν υπάρχει κανένα φαινόμενο που να μην μπορεί κάτω από ορισμένες συνθήκες, να μετατραπεί στην αντίθεσή του» (Β. Ι. Λένιν: Άπαντα, εκδόσεις Σ. Ε, τόμος 30, σελ. 5- 6).

Η έρευνα για τις αιτίες της μετατροπής του σοσιαλισμού «στην αντίθεση του» δεν τελείωσε. Το παρόν κείμενο εστιάζει σε μια από τις πολλές πιθανές διαστάσεις του προβλήματος εντοπίζοντας μια ριζική αιτία της ανατροπής του σοσιαλισμού στο γεγονός ότι η αντίληψη της αναγκαιότητας της καθοδήγησης του προλεταριάτου  από το οργανωμένο και το πλέον αφυπνισμένο τμήμα του  μπορεί να εκφυλιστεί σε ιδεολογικό πρόσχημα για την επιβολή έλεγχου της βάσης από την ηγεσία του κόμματος και, κατ’ επέκταση, για την επιβολή μιας ιδιότυπης ολιγαρχίας από μια κομματική ελίτ πάνω στο προλεταριάτο και τους σύμμαχους του, πάντα εξ ονόματος τους. Η θέση του παρόντος κειμένου είναι ότι για να εμφανιστεί αυτό το φαινόμενο, ή για να επαναληφθεί, προϋπόθεση είναι να έχει ήδη παρουσιαστεί και εμπεδωθεί μια προδιάθεση, η οποία στο κόμμα μπορεί να εμφανιστεί με  μορφές πολιτικής χειραγώγησης τις οποίες συγχέει με την έννοια της καθοδήγησης.

Πριν την επανάσταση, σε καπιταλιστικές συνθήκες πάλης, εμφανίζεται ένα είδος “προδιάθεσης” που έχει τις ρίζες της αφενός στο πως η πολιτική οργάνωση του προλεταριάτου οραματίζεται την οικοδόμηση  του δικού του κρατικού μηχανισμού και τι προγραμματική μορφή μπορεί να δώσει σ΄ αυτόν τον οραματισμό,  και αφετέρου και κυρίως σε μια νοοτροπία. Αυτή η νοοτροπία έχει να κάνει με το «πόση δημοκρατία» ή «πόσο συγκεντρωτισμό» η ίδια οργάνωση, το κόμμα, θεωρεί ότι είναι αναγκαία πρώτ’ απ’ όλα μέσα στο κόμμα. Από αυτό το «πόσο» εξαρτάται η ποιότητα - το τι διατίθεται να κάνει αν το ίδιο καταφέρει να καθοδηγήσει το προλεταριάτο στη νίκη και επέκεινα. Εκεί έχει τη ρίζα του και από εκεί αναπτύσσεται και το πώς το κόμμα διατίθεται να χειριστεί ή να συνεισφέρει στην δημιουργία κρατικών δομών.

Η επίγνωση λοιπόν της αναμφισβήτητης ύπαρξης αυτής της νοοτροπίας, η οποία εκφράζεται στην πράξη και συνάμα επηρεάζεται και καλλιεργείται με την σειρά της από την πράξη, είναι ένα ζήτημα υπέρτερης σημασίας. Από το αν, σε κάθε φάση  ανάπτυξης του κινήματος, βρεθεί η «χρυσή τομή» μεταξύ δημοκρατίας και συγκεντρωτισμού εξαρτάται όχι μόνο η δύναμη του κόμματος αλλά και ο μελλοντικός χαραχτήρας της δικτατορίας του προλεταριάτου, ο οποίος χαρακτήρας, όπως η πείρα μας δίδαξε με αμείλικτο τρόπο, οδηγεί σε δυο βασικές εναλλακτικές: ή στο άνοιγμα από το προλεταριάτο του δρόμου προς την πλήρη ανθρώπινη χειραφέτηση, προϋπόθεση της οποίας είναι η δική του χειραφέτηση, ή στην παγίδευση του και την αποδυνάμωση του μέσω της ανοχής που μπορεί να δείξει στην αφαίρεση της δυνατότητας του να παράγει πολιτική – κάτι που σίγουρα δεν είναι δικτατορία του προλεταριάτου αλλά μια φάρσα που την απομιμείται. Εννοώ την εκδοχή ανοχής ενός καθεστώτος όπου η “δικτατορία του προλεταριάτου” γίνεται πρόσχημα  για την συγκέντρωση  και στην πορεία «γραφειοκρατικοποίηση" της παραγωγής πολιτικής από μια ελίτ που δεν μπορεί να αναδυθεί από πουθενά αλλού, εκτός τους κόλπους του κόμματος.

Σε μετακαπιταλιστικές συνθήκες η επιβίωση του σχήματος αποξένωσης, μέσα στο οποίο το προλεταριάτο μένει εγκλωβισμένο, γυρνώντας όπως πριν τους τροχούς της οικονομίας χωρίς να έχει συλλογικά τον πρώτο και τελευταίο λόγο για το τι παράγεται, πόσο, πως, από ποιόν, για ποιον, κάτω από ποιες συνθήκες και με τι ιδιαίτερες παραγωγικές σχέσεις, είναι η πεμπτουσία της αποδυνάμωσης του. Aν δεν εξασφαλίσει για τον εαυτό του, ή αν απολέσει την δυνατότητα και το δικαίωμα να παράγει πολιτική, θα βρεθεί αναπόφευκτα σε αντίθεση με την ιδιότυπη ολιγαρχία που οπως ειπωθηκε θα συνίσταται από τους υψηλά ιστάμενους στην κομματική, την κρατική και διευθυντική ιεραρχία. Η επικράτηση μιας τέτοιας ολιγαρχίας θα είναι τραγική διότι αναγκαστικά δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στον εκφυλισμό και τελικά στην αποτυχία του σοσιαλιστικού εγχειρήματος. Όπως κι έχει γίνει. 

Χωρίς να παραβλέπεται μια δέσμη από παράγοντες που οδήγησαν στην ανατροπή του υπαρκτού σοσιαλισμού, σημαντικότατοι μεταξύ των οποίων ήταν οι οικονομικοί, δεν πρέπει επίσης να παραβλεφτεί ότι ο χαρακτήρας των πολιτικών που διαμόρφωσαν την οικονομία πρώτιστα, αλλά και όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής στην ΕΣΣΔ,  κυρίως μετά την άνοδο του Χρουστσόφ στην κορυφή της πολιτικής ιεραρχίας, θα ήταν δύσκολο αν όχι αδύνατο να επιβληθεί εάν το προλεταριάτο δεν είχε ήδη αδρανοποιηθεί, αν δεν είχε ήδη απολέσει τον έλεγχο στις σφαίρες της οικονομίας και της πολιτικής.  Αυτό που συνέβη, με επιταχυνόμενο ρυθμό μετά το 20ο συνέδριο του ΚΚΣΕ, ήταν αποτέλεσμα μιας αλληλοτροφοδότησης της πολιτικής δομής με δυνάμεις έξω από αυτήν, η οποία αλληλοτροφοδότηση σταδιακά μετέτρεψε την τάση συντήρησης και ενίσχυσης επαγγελματικών πολιτικών και κοινωνικών προνομίων (νόμιμων και παράνομων) σε αντισοσιαλιστικούς στόχους.

Από την στιγμή που η αναδυόμενη κάστα γραφειοκρατών (που δεν ήταν ούτε καν τάξη) απέκτησε  πλήρη έλεγχο του κράτους, άρχισε να δημιουργείται μια αντίθεση μεταξύ της σιωπηρά αποδεκτής ατζέντας αυτής της κάστας από την μια πλευρά και της κρατικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής απ’ την άλλη. Από την στιγμή που αυτή η κάστα κατάφερε να ελέγξει το κράτος στο οποίο ανήκαν τα μέσα παραγωγής αλλά και την επιμέρους διεύθυνση τους, χωρίς ο παραγωγός του πλούτου, ο εργαζόμενος πληθυσμός, να μπορεί να ελέγξει άμεσα (όχι μέσω της γραφειοκρατίας) τον παραγωγικό μηχανισμό και χωρίς να μπορεί να κλονίσει πολιτικά την θέση της κάστας,  ήταν κοντά τα βήματα που θα έκανε η κάστα αυτή με σκοπό να αφαιρέσει εντέλει και την ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής από τα χέρια του κράτους. Η ανατροπή ήταν ή λύση αυτής της αντίθεσης.

Τι σχέση μπορεί να έχουν τα παραπάνω με το τι ή πως σκέφτονται οι κομμουνιστές σήμερα; Έχουν  σχέση με την προαναφερθείσα «προδιάθεση», η οποία δεν είναι κραυγαλέα εμφανής. Ένας τρόπος έκφρασης της είναι η αποφυγή να εστιαστεί  η έρευνα για τα αίτια της πτώσης και στον τρόπο οργάνωσης των κομμουνιστών. Δεν ξέρω αν μια πρόταση «να ξαναδούμε» κριτικά την έννοια του ‘κόμματος νέου τύπου’  θα θεωρηθεί «αναθεωρητισμός». Πάντως το θέμα δεν θίγεται. Επίσης, ένα σύνηθες χαρακτηριστικό της είναι η άσκηση έντονου ιδεολογικού ελέγχου από τα πάνω προς τα κάτω, με την παραγωγή ιδεολογίας και πολιτικής να γίνεται αποκλειστικά στην κορυφή. Η χειραγώγηση στη πράξη, έχοντας στο θεμέλιο της την αναγκαιότητα για «καθοδήγηση» του προλεταριάτου από το κόμμα, δεν θεωρητικοποίεται, γιατί είναι αδύνατον να βρεθεί ιδεολογικό, λογικό και ηθικό  στήριγμα, και αναγκαστικά περιορίζεται σε ηθικολογικές εκκλήσεις προς την κομματικότητα, την πίστη και την πειθαρχία, που όντως είναι  αναγκαία χαρακτηριστικά και προτερήματα του κομμουνιστή. Όμως η έμφαση σε αυτά τα χαρακτηριστικά δείχνει τάση προς «μονολιθικότητα» και φόβο προς το εξίσου σημαντικό προτέρημα της ανεξάρτητης κριτικής σκέψης και μπορεί να οδηγήσει σε μια τάση να προωθείται ο «πιστός» στην εκάστοτε επικρατούσα γραμμή σε βάρος του ικανότερου. Λέγοντας τα παραπάνω πρέπει να ειπωθεί εμφατικά ότι η αναγκαιότητα καθοδήγησης είναι αναμφισβήτητη.  Πολλά όμως, μα πάρα πολλά εξαρτώνται από το πως ακριβώς εννοούμε την αναγκαιότητα καθοδήγησης, από το τι οργανωτική μορφή παίρνει πριν την ανατροπή του καπιταλισμού, από τελικά τι είδους συνείδηση την υποστυλώνει, πρώτα από όλα στους οργανωμένα μαχόμενους κομμουνιστές, μέσα στο κόμμα.

Εντέλει, τι μπορούν οι κομμουνιστές να εννοούν με την λέξη «Καθοδήγηση»,  καταρχήν σε ότι αφορά την ενδοκομματική χρήση του όρου. Με τον όρο καθοδήγηση εννοούμε το συλλογικό όργανο (επιτροπή, γραφείο κτλ), ή άλλως την λειτουργία του οργάνου. Για τους κομμουνιστές ενδοκομματική καθοδήγηση δεν μπορεί να σημάνει άσκηση διευθυντικού τύπου καθηκόντων στην ενδοκομματική ιεραρχία. Καθοδήγηση πρέπει απαρέγκλιτα να σημαίνει μια συλλογική διαδικασία  που συμπυκνώνει, εκφράζει και εξυπηρετεί την θέληση της πλειοψηφίας των μελών της οργάνωσης και την κατεύθυνση που η πλειοψηφία δίνει.

Εξυπακούεται ότι η διαδικασία αυτή δεν πρέπει να εμποδίζει με οποιοδήποτε τρόπο την μειοψηφία να μετατραπεί σε πλειοψηφία με πειθώ, μέσω δημιουργικής αντιπαράθεσης και ζύμωσης. Για να λειτουργήσει όμως η πειθώς, απαραίτητη προϋπόθεση είναι να μπορεί να εκφραστεί η μειοψηφία και να της δοθεί ισότιμη ευκαιρία να τεκμηριώσει τη θέση της, ούτως ώστε το σώμα να επιλέξει την κατεύθυνση που το ίδιο θεωρεί σωστότερη. Και τούτο φυσικά είναι αλληλένδετο με το πώς μπορεί ο συγκεντρωτισμός να στηριχτεί και να είναι αποτελεσματικός. Εννοείται ότι μόνο με την δημοκρατική, από τα κάτω προς τα πάνω, διαμόρφωση της πολιτικής κατεύθυνσης δύναται να είναι δικαιωματικός ο συγκεντρωτισμός. Αν παραβιαστεί ουσιαστικά αυτή η αρχή, τότε ο συγκεντρωτισμός παύει να είναι δικαιωματικός και συνακόλουθα παύει να λειτουργεί δημιουργικά και καθίσταται ανασταλτικό στοιχείο στην ζωή και ανάπτυξη της οργάνωσης. 

Η κομμουνιστική καθοδήγηση, ο ρόλος που καλούνται να παίξουν συλλογικά τα εκλεγμένα εκτελεστικά όργανα, δεν μπορεί μεν να έχει τον χαρακτήρα της απλής αντιπροσώπευσης, αλλά  ούτε και διευθυντικό χαρακτήρα. Το καθοδηγητικό όργανο  δεν μπορεί να λειτουργεί σαν ένας «πλασιέ» ο οποίος απλά μεταφέρει το «πολιτικό προϊόν» της βάσης χωρίς δικαιοδοσία να παίρνει αποφάσεις. Ούτε δύναται να «διευθύνει ανθρώπινες πηγές», κατά το πρότυπο μιας καπιταλιστικής επιχείρησης. Αν η βάση του κόμματος δεν πρέπει να λειτουργεί σαν λέσχη συζητήσεων χωρίς δέσμευση σε δημοκρατικά εκπονημένες αποφάσεις, άλλο τόσο δεν μπορεί η ηγεσία να λειτουργεί αυθαίρετα σαν «κουμάντο».

Αυτά, θα μου κάποιος, είναι ήδη λυμένα, και ακούγονται σαν κοινοτυπίες.  Εντούτοις, θεωρώ απαραίτητο να εστιάσω στην εξής αναντίρρητη αλήθεια: η αντίληψη της αναγκαιότητας για καθοδήγηση της εργατικής τάξης από το πιο αφυπνισμένο και ενεργό τμήμα της μπορεί να αποκτήσει ένα αλαζονικό και ελιτίστικο χαρακτήρα, όταν αυτοί που θεωρούν ότι ανήκουν στην πρωτοπορία αρχίσουν να μιλούν για «χαμηλό ιδεολογικό-ποιοτικό επίπεδο» των εργατών που, συνακόλουθα, (υποτίθεται) δεν μπορεί να έχουν πολιτική κρίση. Ο ελιτισμός γίνεται ακραίος όταν η «καθοδήγηση» αρχίσει να συγχέει την πλημμελή θεωρητική κατάρτιση αρκετών από τους επαναστατημένους εργάτες με μια «χαμηλού επιπέδου ταξική συνείδηση», όταν αντιμετωπίζει σαν «μειονέκτημα» ή σαν «ελάττωμα» το γεγονός ότι ο εργάτης που ζει σε συνθήκες καπιταλισμού δεν είναι και δεν μπορεί να είναι διανοούμενος, προσάπτοντας του «χαμηλό ιδεολογικό επίπεδο» το οποίο ο «πεφωτισμένος καθοδηγητής» θεωρεί και τεκμήριο έλλειψης ικανότητας του εργάτη να κρίνει πολιτικά.

Αυτή η ελιτίστικη νοοτροπία, μπορεί να εμφανιστεί και μέσα στο κόμμα, με εκφράσεις «καθοδηγητών» περί χαμηλού ιδεολογικό-πολιτικού επιπέδου αυτών που βρίσκονται σε χαμηλότερο επίπεδο της κομματικής ιεραρχίας από τους ίδιους, συνήθως σε αναφορά στα μέλη της βάσης. Ο ελιτισμός, που έχει ως βάση της την λαθεμένη εξίσωση «χαμηλή θεωρητική κατάρτιση ίσον ανικανότητα πολιτικής κρίσης», είναι μια σάπια ρίζα μέσα στην συνείδηση του οργανωμένου κομμουνιστή. Αν βρει έδαφος για καλλιέργεια στα «όργανα», δηλαδή στις ανώτερες βαθμίδες της οργανωτικής ιεραρχίας, θα αναπαράγεται σαν «μικρόβιο» που θα συντηρείται από, και θα συντηρεί, έναν διαστρεβλωμένο τύπο «επαναστάτη», του οποίου η κύρια συνεισφορά είναι μια παραμορφωμένη έννοια της επανάστασης, κι ένας άτοπος κομμουνισμός. Ο ελιτισμός δεν οδηγεί στην επανάσταση, κι αν η επανάσταση γίνει και στην «καθοδήγηση» της επικρατήσει ο ελιτισμός, τότε σίγουρα  θα την διαφθείρει και θα την ανατρέψει. Για τούτο, σε όποια φάση ανάπτυξης του κινήματος, με κάθε μορφή εμφάνισης του, ο ελιτισμός πρέπει να ξεριζωθεί άμεσα,  πρώτα απ’ όλα από την συνείδηση των κομμουνιστών που παίζουν καθοδηγητικό ρόλο σε οποιαδήποτε οργανωτική βαθμίδα.

Μια ένσταση που μπορεί να προβληθεί εδώ είναι: «μα δεν υπάρχουν κομμουνιστές με χαμηλό ιδεολογικο-πολιτικό επίπεδο; Και αν υπάρχουν, δεν είναι πρόβλημα αυτο»; Η απάντηση μου είναι ότι υπάρχει μόνο πλημμελής ενημέρωση και πλημμελής θεωρητική κατάρτιση. Το ιδεολογικό και πολιτικό κριτήριο όμως δεν καθίσταται αυτόματα πλημμελές λόγω ελλιπούς κατάρτισης και πληροφόρησης. Αλλά το κυριότερο είναι ότι η κρίση και πολιτική εκτίμηση οποιουδήποτε «πεφωτισμένου καθοδηγητή» δεν μπορεί ποτέ να είναι «ανώτερη» από την συλλογική κρίση αυτών που θέλει να καθοδηγήσει». Μπορεί να είναι διαφορετική, αλλά ουδέποτε ανώτερη!

Η πεποίθηση ότι πρέπει απαρέγκλιτα να υπερισχύει η συλλογική  σοφία της βάσης έχει στο θεμέλιο της και μια ανθρωπιστική διάσταση. Μόνο η βάση συλλογικά μπορεί να πάρει ευθύνη για το δικό της λάθος που τελικά η ίδια θα πληρώσει. Ουδεμία πεφωτισμένη δεσποτεία πήρε ποτέ ευθύνη για τον γκρεμό στον οποίο έστειλε αυτούς που ακολούθησαν τις «πεφωτισμένες προσταγές της». Αν αυτός ο αγώνας απαιτεί θυσίες, και το λάθος οδηγεί σε μεγαλύτερες θυσίες, τότε αυτοί που προορίζονται να επιβαρυνθούν τις θυσίες πρέπει να έχουν τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο για την απόφαση που θα κρίνει αν θα θυσιαστούν ή όχι. Σε καμία ολιγαρχία, (όσο αριστοκρατική και να θεωρεί τον εαυτό της) δεν πρέπει αυτοί τους οποίους η ολιγαρχία θέλει να καθοδηγήσει να αφήσουν το δικαίωμα να πάρει απόφαση για λογαριασμό τους. Είναι εύκολο πάντα για τον τάδε να αποφασίσει για την μοίρα του δείνα. Αυτό που είναι δύσκολο είναι ο  δείνα να ξαναπάρει από τον τάδε την μοίρα του στα δικά του χέρια. 

Καταλήγω λοιπόν σε μια προτροπή: Το πρώτο άτομο στο οποίο ο καθοδηγητής πρέπει να θέσει οποιονδήποτε ερώτημα είναι ο εαυτός του – και το ερώτημα είναι το εξής: «πιστεύω, ναι η όχι, στην συλλογική ικανότητα των οργανωμένων ή επαναστατημένων εργατών να κρίνουν πολιτικά, ανεξάρτητα από την θεωρητική τους «κατάρτιση». Εάν η απάντηση δεν είναι απερίφραστα «ναι», τότε ο «καθοδηγητής» αυτός δεν πρέπει να «καθοδηγεί». Τολμώ να πω ότι το καλύτερο που μπορεί να κάνει είναι να τα «μαζέψει» και να πάει στο σπίτι του. Διότι το πιθανότερο είναι ότι θα κάνει μεγαλύτερη ζημιά από το όφελος που μπορεί να αποκομίσει η οργάνωση από την δουλειά του, όσο φιλότιμα κι αν γίνεται η δουλειά του. Ο άνθρωπος αυτός είναι επικίνδυνος για το κόμμα και την υπόθεση του κομμουνισμού.    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου