Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2012

ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΠΟΨΗ ΓΙΑ ΤΗ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΦΑΣΙΣΜΟ




Όταν οι αστοί απευθύνονται σε αστούς ή σε θεράποντες του συστήματος τους είναι αναγκασμένοι να ειναι ειλικρινείς, οπως αποκαλυπτει και το παρακάτω απόσπασμα   από το 'Σοσιαλδημοκρατία και Φασισμός' του Ρατζανί Πάλμε Ντουτ. 

Άξιο προσοχής ειναι οτι η  διάσπαση της εργατικής τάξης ειναι το βασικότερο μελημα των αστων. Εξυπακούθεται οτι η ενότητα της εργατικής τάξης πρέπει να είναι και το βασικότερο των μελημάτων της εργατικής πρωτοπορίας. Τα συνήθη ερωτήματα είναι "ενότητα με ποιους, σε πια βάση, με τι πλαίσιο, με σκοπό τι". Οι αστοί, όταν είναι ειλικρινείς ξέρουν την απάντηση, τόσο καλά όσο κι οι πρωτοπόροι των προλεταρίων (και καπου-καπου καλύτερα) : Κάθε ενωμένο εργατικό κίνημα που προέρχεται από τα κάτω θα είναι επαναστατικό.  



(Ολόκληρο το άρθρο εδώ  -


υπογραμμίσεις
απο  Red Rock Views)



ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΠΟΨΗ
ΓΙΑ ΤΗ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΦΑΣΙΣΜΟ

 «Θα ήταν πιο χρήσιμο να ξεκινήσουμε την εξέταση αυτού του ερωτήματος, μελετώντας την άποψη του σύγχρονου χρηματιστικού κεφαλαίου για το ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας και του φασισμού. Η άποψη του χρηματιστικού κεφαλαίου εκφράζεται με παραδειγματική σαφήνεια στην «Deutsche Führungsbriefe», στην οποία αναφερθήκαμε ήδη, και στο εμπιστευτικό δελτίο του συνδέσμου γερμανικών βιομηχανιών του κρίσιμου 1932. Η «Führungsbriefe» ή αλλιώς οι «Επιστολές στους Ηγέτες» αποτελούν μια «πολιτικοοικονομική ιδιωτική αλληλογραφία», που αρχικά προοριζόταν για εμπιστευτική διακίνηση στους επικεφαλής του χρηματιστικού κεφαλαίου που ήταν οργανωμένοι στο σύνδεσμο γερμανικής βιομηχανίας. Τα τεύχη 72 και 75 στις 16 και 20 Σεπτέμβρη του 1932 περιείχαν μια μελέτη για «την εκ νέου κοινωνική ενίσχυση του καπιταλισμού», η οποία αποκαλύπτει τους σκοπούς των κυρίαρχων χρηματοοικονομικών ομίλων.
»Ο συγγραφέας ξεκινάει από τη βασική άποψη ότι η διατήρηση της καπιταλιστικής κυριαρχίας εξαρτάται από τη διάσπαση της εργατικής τάξης: Η διάσπαση του εργατικού κινήματος είναι αναγκαία προϋπόθεση για την εκ νέου κοινωνική ενίσχυση της αστικής κυριαρχίας στη Γερμανία μετά τον πόλεμο. Κάθε ενωμένο εργατικό κίνημα που προέρχεται από τα κάτω θα είναι επαναστατικό και η καπιταλιστική εξουσία δε θα καταφέρει να κρατηθεί για πολύ καιρό, ακόμα κι αν χρησιμοποιήσει στρατιωτική δύναμη. Αρα ο βασικός κίνδυνος είναι το ενωμένο μέτωπο της εργατικής τάξης. Ούτε καν η στρατιωτική δύναμη δεν μπορεί να επικρατήσει για πολύ ενάντια σε αυτό. Επομένως, ο καπιταλισμός χρειάζεται μια κοινωνική βάση έξω από τις γραμμές του, καθώς και τη διάσπαση της εργατικής τάξης. Στη μεταπολεμική περίοδο αυτό προσφέρθηκε από τη σοσιαλδημοκρατία.
»Το πρόβλημα της εδραίωσης του αστικού καθεστώτος στη μεταπολεμική Γερμανία καθορίζεται γενικά από το γεγονός ότι η ηγετική αστική τάξη που ελέγχει την εθνική οικονομία είναι πλέον πολύ μικρή για να διατηρήσει μόνη της την κυριαρχία της. Εάν δε θέλουν να στηριχτούν στο επικίνδυνο όπλο της καθαρής στρατιωτικής δύναμης, χρειάζονται, για την κυριαρχία τους, μια συμμαχία με στρώματα που δεν τους ανήκουν κοινωνικά, αλλά τους παρέχουν την αναντικατάστατη υπηρεσία της εδραίωσης της κυριαρχίας τους πάνω στο λαό, γινόμενα έτσι πραγματικός και τελικός φορέας αυτής της εξουσίας. Την πρώτη περίοδο της μεταπολεμικής εδραίωσης του καπιταλισμού, η σοσιαλδημοκρατία αποτέλεσε τον τελικό φορέα της αστικής εξουσίας. Μέχρι στιγμής η ανάλυση είναι απλή. Η σοσιαλδημοκρατία παρείχε τη βάση για τη διατήρηση της καπιταλιστικής κυριαρχίας και τη διάσπαση της εργατικής τάξης.
»Πώς όμως κατάφερε η σοσιαλδημοκρατία να διασπάσει την εργατική τάξη; Ποια είναι η κοινωνική βάση της σοσιαλδημοκρατίας; Στο σημείο αυτό η ανάλυση του εκπροσώπου του χρηματιστικού κεφαλαίου προσεγγίζει πολύ την ανάλυση του Λένιν για τις αιτίες της διάσπασης της εργατικής τάξης στις ιμπεριαλιστικές χώρες. Ο συγγραφέας εντοπίζει τη βάση της σοσιαλδημοκρατίας και της διάσπασης της εργατικής τάξης από αυτή στις προνομιακές συνθήκες που στηρίζονται στην κοινωνική νομοθεσία και τις παραχωρήσεις σε ένα ευνοημένο οργανωμένο τμήμα της εργατικής τάξης. Την πρώτη περίοδο ανοικοδόμησης του αστικού μεταπολεμικού καθεστώτος, από το 1923-1924 έως και το 1929-1930, η σοσιαλδημοκρατία εξαργύρωσε το επαναστατικό ξέσπασμα, αποσπώντας κατακτήσεις που αφορούσαν τους μισθούς και την κοινωνική πολιτική. Στις κατακτήσεις αυτές βασίστηκε η διάσπαση της εργατικής τάξης. Χάρη στον κοινωνικό της χαρακτήρα, καθώς καταγόταν από εργατικό κόμμα, η σοσιαλδημοκρατία, εκτός από την καθαρά πολιτική της δύναμη, επιστράτευσε στη διαδικασία ανοικοδόμησης του καπιταλισμού εκείνης της περιόδου κάτι πιο πολύτιμο και διαρκές - την οργανωμένη εργατική τάξη και, παραλύοντας την επαναστατική της ενέργεια, την πρόσδεσε σφικτά στο αστικό κράτος. Είναι αλήθεια ότι και ο σοσιαλισμός του Νοέμβρη ήταν ένα μαζικό ιδεολογικό κίνημα, αλλά δεν ήταν μόνο αυτό, καθώς πίσω του βρισκόταν η δύναμη της οργανωμένης εργατικής τάξης, η κοινωνική δύναμη των συνδικάτων. Ο χείμαρρος αυτός μπορούσε να υποχωρήσει, τα συνδικάτα όμως παρέμειναν και μαζί με αυτά -ή πιο σωστά χάρη σε αυτά- παρέμεινε και το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Σε αυτή τη βάση το κύριο σώμα της οργανωμένης εργατικής τάξης «προσδέθηκε σφιχτά στο αστικό κράτος» μέσω της σοσιαλδημοκρατίας και των συνδικάτων, ενώ ο κομμουνισμός κρατήθηκε απ’ έξω χάρη σε ένα «φράγμα».
»Οι κατακτήσεις που αφορούσαν τους μισθούς και την κοινωνική πολιτική λειτούργησαν σαν ένα είδος φράγματος. Μέσω αυτού, σε μια αγορά εργασίας που παρουσίαζε πτώση, το εργαζόμενο και σταθερά οργανωμένο τμήμα της εργατικής τάξης απολάμβανε διαβαθμισμένα -ωστόσο σημαντικά- πλεονεκτήματα σε σύγκριση με τους ανέργους και τις μεταβαλλόμενες μάζες των χαμηλότερων κατηγοριών και ήταν σχετικά προστατευμένο απέναντι στην επίδραση της ανεργίας και της γενικότερης κρίσιμης κατάστασης στο βιοτικό του επίπεδο. Το πολιτικό σύνορο ανάμεσα στη σοσιαλδημοκρατία και τον κομμουνισμό εκτείνεται κατά μήκος της κοινωνικής και οικονομικής γραμμής αυτού του φράγματος. Ολες οι προσπάθειες του κομμουνισμού, οι οποίες μέχρι τώρα ήταν μάταιες, κατευθύνονται στη δημιουργία ρήγματος σε αυτή την προστατευμένη περιοχή των συνδικάτων.
»Το σύστημα αυτό λειτουργούσε καλά, μέχρι που η παγκόσμια οικονομική κρίση άρχισε να καταστρέφει τη βάση της σταθεροποίησης. Η οικονομική κρίση υποχρέωσε τον καπιταλισμό να εξαλείψει τις «κατακτήσεις» σε μισθούς και κοινωνική πολιτική, υπονομεύοντας έτσι τη βάση της σοσιαλδημοκρατίας. Αυτό όμως αύξησε τον κίνδυνο να στραφούν προς τον κομμουνισμό οι δυνάμεις της εργατικής τάξης. Γι’ αυτό ήταν αναγκαίο να βρεθεί ένα νέο εργαλείο για τη διάσπαση της εργατικής τάξης: ο εθνικοσοσιαλισμός. Η οικονομική κρίση αναπόφευκτα καταστρέφει αυτές τις κατακτήσεις και η μεταβατική διαδικασία που διανύουμε θέτει έντονα τον κίνδυνο της παύσης της λειτουργίας του μηχανισμού διάσπασης που βασίζεται στις κατακτήσεις αυτές. Ως αποτέλεσμα, η εργατική τάξη θα αρχίσει να στρέφεται στον κομμουνισμό και η αστική εξουσία θα αντιμετωπίσει την ανάγκη εγκαθίδρυσης μιας στρατιωτικής δικτατορίας. Το στάδιο αυτό θα χαρακτηρίσει την αρχή της ανίατης φάσης της αστικής εξουσίας. Καθώς το παλιό φράγμα δεν μπορεί να αποκατασταθεί επαρκώς, το μόνο μέσο για τη διάσωση της αστικής εξουσίας από αυτή την άβυσσο είναι η διάσπαση της εργατικής τάξης και η πρόσδεσή της στον κρατικό μηχανισμό με διαφορετικά, πιο άμεσα μέσα. Εδώ βρίσκονται οι δυνατότητες και τα καθήκοντα του εθνικοσοσιαλισμού.
»Ωστόσο, οι νέες συνθήκες σημαίνουν την αλλαγή της μορφής του κράτους. Η πρόσδεση της οργανωμένης εργατικής τάξης στο κράτος μέσω της σοσιαλδημοκρατίας απαιτεί κοινοβουλευτικό μηχανισμό. Αντίστροφα, το φιλελεύθερο κοινοβουλευτικό σύνταγμα μπορεί να γίνει αποδεκτό από το μονοπωλιακό καπιταλισμό μόνο αν η σοσιαλδημοκρατία ελέγχει και διασπά την εργατική τάξη επιτυχώς. Εάν ο καπιταλισμός είναι υποχρεωμένος να καταστρέψει τη βάση της σοσιαλδημοκρατίας, είναι συνάμα υποχρεωμένος να μετατρέψει το κοινοβουλευτικό σύνταγμα σε μη κοινοβουλευτικό, «περιορισμένο» (δηλαδή, φασιστικό) σύνταγμα. Η πρόσδεση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας στη σοσιαλδημοκρατία αρχίζει και τελειώνει με τον κοινοβουλευτισμό. Η δυνατότητα ύπαρξης ενός φιλελεύθερου κοινωνικού συντάγματος του μονοπωλιακού καπιταλισμού καθορίζεται από την ύπαρξη ενός αυτόματου μηχανισμού που διασπά την εργατική τάξη. Ενα αστικό καθεστώς που βασίζεται σε φιλελεύθερο, αστικό σύνταγμα δεν πρέπει να είναι μόνο κοινοβουλευτικό. Πρέπει να βασίζεται στη στήριξη της σοσιαλδημοκρατίας και να επιτρέπει στη σοσιαλδημοκρατία επαρκείς κατακτήσεις. Το αστικό καθεστώς που καταστρέφει αυτές τις κατακτήσεις πρέπει να θυσιάσει τη σοσιαλδημοκρατία και τον κοινοβουλευτισμό, πρέπει να δημιουργήσει ένα υποκατάστατο της σοσιαλδημοκρατίας και να προχωρήσει σε ένα περιορισμένο κοινωνικό σύνταγμα. Σύμφωνα με το συγγραφέα, η λύση του προβλήματος της διατήρησης του καπιταλισμού στην κρίση βρίσκεται στον εθνικοσοσιαλισμό και στην εγκαθίδρυση ενός «περιορισμένου» ή φασιστικού καθεστώτος. Ο συγγραφέας εντοπίζει μια αξιοσημείωτη ομοιότητα ανάμεσα στο ρόλο του εθνικοσοσιαλισμού τη συγκεκριμένη περίοδο και το ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας την προηγούμενη περίοδο. Πράγματι, ο παραλληλισμός είναι εντυπωσιακός. Η σοσιαλδημοκρατία τότε (1918-1930) και ο εθνικοσοσιαλισμός αυτής της περιόδου εκτελούν παρόμοιες λειτουργίες, με την έννοια ότι και οι δυο υπήρξαν νεκροθάφτες του προηγούμενου συστήματος και έπειτα, αντί να οδηγήσουν τις μάζες προς την επανάσταση που οι ίδιοι διακήρυσσαν, τις οδήγησαν σε ένα νέο σχηματισμό της αστικής εξουσίας. Από αυτή την άποψη, η σύγκριση που γίνεται συχνά ανάμεσα στον Εμπερτ και το Χίτλερ είναι αιτιολογημένη.
»Και οι δυο απευθύνονται στην επιθυμία για αντικαπιταλιστική χειραφέτηση. Και οι δυο υπόσχονται ένα νέο «κοινωνικό» ή «εθνικό» κράτος. Από αυτό προκύπτει το τελικό συμπέρασμα: Ο παραλληλισμός από μόνος του δείχνει ότι ο εθνικοσοσιαλισμός ανέλαβε από τη σοσιαλδημοκρατία το καθήκον να παρέχει μαζική στήριξη στην αστική εξουσία στη Γερμανία. Αυτή είναι η παρουσίαση της ιδιωτικής σκέψης της χρηματιστικής - καπιταλιστικής ολιγαρχίας για το ρόλο των δυο εργαλείων της, της σοσιαλδημοκρατίας και του φασισμού. Μέχρι στιγμής αναπτύξαμε την τοποθέτηση αυτή χωρίς να κάνουμε κριτική, καθώς έχει αυτοτελή αξία. Είναι μια έγκυρη δήλωση της πραγματικής άποψης του χρηματιστικού κεφαλαίου, μια και δεν έχει γραφτεί για δημόσια κατανάλωση. Είναι ένα πολύτιμο πολιτικό ντοκουμέντο, το οποίο προτείνεται για μελέτη στους οπαδούς της σοσιαλδημοκρατίας και του φασισμού. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι αυτή η εξαιρετικά ειλικρινής και νηφάλια μαρτυρία της αλήθειας για το φασισμό, όπως παρουσιάζεται από τους χρηματοδότες και χειριστές του, είναι άκρως ορθολογική και πραγματιστική. Δε μοιράζεται τις μυστικιστικές, εθνικιστικές, ρατσιστικές, «συντεχνιακές» και σοβινιστικές ανοησίες, που χρησιμοποιούνται κατά την παρουσίαση του φασισμού για δημόσια κατανάλωση».


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου