Μια εισαγωγική νότα
Παρακολούθησα με ενδιαφέρον
διάφορες αναλύσεις στις σελίδες του Ριζοσπάστη
και σε φιλικά-συντροφικά ιστολογια. Με τις περισσότερες, π.χ. με αυτές που εκφράζουν
τους συντάκτες στο Lenin Reloaded (*) και Praxis συμφωνώ με ελάχιστες ενστάσεις. Σε τούτο το κείμενο
επιχειρώ να αναδείξω, κάτι που, αν έχει υπονοηθεί, δεν έχει ειπωθεί ηχηρά ακόμα,
ότι την κύρια ευθύνη για την μη εκλογή μιας
αντιμνημονιακής (με ή χωρίς εισαγωγικά) κυβέρνησης την έχει ο αυτός που παραπονείται
πιο φωναχτά απο όλους για χαμένες ευκαιρίες: ονομαστικά, ο ΣΥΡΙΖΑ. Ένα κόμμα μόνο έλαμψε δια της απουσίας
του απο την κακόφωνη αντιπαράθεση στην βάση του μνημονίου για τούτο και δεν γίνεται
αναφορά σ’ αυτό.
Το Μυστήριο Μιας «Εξαφάνισης» κι η Ιστορική Ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ
Ένα απο τα «μυστήρια» της διπλής εκλογικής αναμέτρησης που πρόσφατα βιώσαμε ήταν η «εξαφάνιση» της αντιπαράθεσης «μνημονιακών» - «αντι-μνημονιακών». Αυτή η ως δια μαγείας «εξαφάνιση» στο διάστημα μεταξύ της 6ης του Μάη και
της 17ης του Ιούνη δεν σήμανε
απλά μια ριζική μεταμόρφωση του πολιτικού περιεχομένου
της αντιπαράθεσης, αλλά και διαμόρφωσε μιαν ατμόσφαιρα που ευνόησε
την τελική επικράτηση της κεντροδεξιάς.
Η «εξαφάνιση» αυτή ήταν ένα «έργο τέχνης» (σχεδόν αποκλειστικά) του ταχυδακτυλουργού
ΣΥΡΙΖΑ, παρότι βοηθήθηκε κι απο τους ακροδεξιούς ψευτο-Ανεξάρτητους Έλληνες. Ας πιάσουμε λοιπόν τους τελευταίους πρώτα. Η περίφημη επιστολή του Καμένου στην προεδρία
και, αμέσως μετά την δημοσιοποίηση της, η άρνηση του ότι την έστειλε, και η περαιτέρω σιωπηλή παραδοχή ότι όντως την έστειλε, πέραν του τραγελαφικού της όλης πλοκής, ήταν αποκαλυπτική
- παρά την ελπίδα ή την παρανόηση του συντάκτη της ότι θα έμενε απόρρητη.
Μιλάμε για θέση-πρόταση συνταγματικής
δικτατορίας απο την οποία
θα απουσίαζε η «αντί-δοσίλογη»
ρητορική αλλά όχι φυσικά και η μνημονιακή πολιτική.
Αποκαλυπτική και απο
τον αντίκτυπο που είχε στα μέσα ενημέρωσης που θα μπορούσαν να είχαν κυριολεκτικά γδάρει τον Καμένο και μόνο για τον λόγο ότι υπονόησε ηλίθια και αστήρικτα ότι
επρόκειτο για σκόπιμη προβοκάτσια που ενέπλεκε και τον πρόεδρο της δημοκρατίας. Δεν το έκαναν, και σύντομα αφού «έκαναν γαργάρα»
το όλο ζήτημα, τον άφησαν να συνεχίσει ανενόχλητος το παιγνίδι που έπαιζε και παίζει. Τα μέσα δεν φάνηκαν διατεθειμένα να καταστρέψουν αυτό το ανάχωμα, διότι ο ρόλος του ήταν και είναι η αναχαίτιση μετακίνησης ενός απογοητευμένου μέρους του εκλογικού σώματος απο το χώρο της
παραδοσιακής δεξιάς προς τ’ αριστερά και διότι η χρησιμότητα του δεν είχε ακόμα (ούτε
έχει) εξαντληθεί. Το ουσιώδες είναι ότι το κοινά γνωστό
μυστικό του μορφώματος αυτού ήταν ότι
οι αντιμνημονιακοί λεονταρισμοί
του θα ετίθετο ανεπιφύλακτα
στο πλάι προκειμένου να σχηματιστεί κυβέρνηση, με κορμό την κεντροδεξιά, εάν η άθροιση των «κουκιών» ήταν τέτοια που θα επέβαλε και την δική του συνδρομή σ’ αυτό, πράγμα που ήταν διατεθειμένος να κάνει μόνο με
τον χαρακτηρισμό της ως κυβέρνηση
έκτακτης ανάγκης. Απλά για να μην ξεφτιλισθεί εντελώς, όπως ο Κουβέλης , «καλή του ώρα», ο οποίος φαίνεται πιο αναλώσιμος για το σύστημα σε τούτη την φάση.
Οι αποκαλυφθείσες διαθέσεις του Καμένου συνέβαλαν στο ξέφτισμα του ξεκάθαρου αντιμνημονιακού διακυβεύματος της
πρώτης εκλογικής αναμέτρησης, μα ήταν πολύ μικρότερης
σημασίας σε σύγκριση με την στάση των μεγάλων «κομμουνάρων» της Ευρωπαϊκής «επανάστασης». Ήταν ολοφάνερο, αμέσως μετά την 6η του Μάη, ότι η καθοδήγηση του ΣΥΡΙΖΑ της οποίας ο πλέον ρεαλιστικός στόχος ήταν να μειώσει
την εκλογική δύναμη του ΚΚΕ και να επωφεληθεί απο αυτήν βγαίνοντας τουλάχιστον ισχυρότερη στην βουλή, βρέθηκε σε μεγάλη αμηχανία εν όψει του αποτελέσματος. Τα ψέματα τελείωσαν: η πιθανότητα να
αναδειχτούν σε πρώτο κόμμα, τους έθετε εξ’ αντικειμένου μπροστά στο δίλημμα: ή να
παραδώσουν το αντιμνημονιακό
προϊόν που υποσχέθηκαν, πράγμα
που όπως αμέσως φάνηκε ήταν
αδιανόητο γι αυτούς, ή να κάνουν μια όσο λιγότερο θεαματική αλλά και όσο περισσότερο ουσιαστική υποχώρηση απο τις αρχικές τους θέσεις. Να κάνουν δηλαδή την ιστορικής σημασίας «κωλοτούμπα»
τους. Και την έκαναν.
Γνωστά και κοινότυπα: οι καινούριες επεξηγηματικές δηλώσεις του αρχηγού και των στελεχών του
ΣΥΡΙΖΑ, επιστολή διαπιστευτηρίων
στο Ευρωπαϊκό Ιερατείο, συνεντεύξεις και αναλύσεις απο σοφολογιότατους θεωρητικούς - ένα
ολόκληρο επικοινωνιακό καρναβάλι που βγήκε στην γύρα να μας πει ότι αυτό που θέλει
ο ΣΥΡΙΖΑ είναι να διασώσει την νοσούσα ευρωζώνη, να διατηρήσει το ευρω,
να προτείνει μια αγωγή εξυγίανσης του Ευρωπαϊκού καπιταλισμού.
Τα μέσα ενημέρωσης έπιασαν αμέσως τα μήκη κύματος: το μήνυμα ήταν «τέρμα οι αθώες αντιμνημονιακές ελπίδες». Φάνηκαν
έτοιμα για τον αγώνα δρόμου, στην γραμμή της «ύσπληγας». Κι ο αγώνας δρόμου που δόθηκε ήταν για να
αλλάξει ο τρόπος που σκέπτεται το εκλογικό σώμα μέσα σε έξι βδομάδες μέχρι το
τέρμα του στις 17 Ιούνη, αλλάζοντας απαρχής το περιεχόμενο της αντιπαράθεσης
μεταξύ των δυο υπό διαμόρφωση πόλων. Είναι σημαδιακό να δούμε ότι και ο διεθνής
τύπος συνέβαλε, ιδιαίτερα ο αγγλόφωνος, στον
οποίο η περιγραφή της αντιπαράθεσης έκανε χρήση του όρου «bailout» («διάσωση»), αν
αγαπάς... σε αντικατάσταση του όρου «μνημόνιο» το νοηματικό αντίστοιχο του
οποίου θα ήταν (όχι το ανόητο memorandum αλλά) ο όρος moratorium που ταιριάζει
πιότερο για διακρατικές συμφωνίες σε καταστάσεις πολέμου ή έκτακτης ανάγκης.
Έχει σημασία για τους αστούς πως εκφράζονται...
Η νέα «οραματική πίστη» και κατεύθυνση ήταν το
παντού διάχυτο «παμε για μια πραγματιστική διαπραγμάτευση». Μια μαύρη σακούλα πολικού «ρεαλισμού», όπως ευφημισμοστικά αποκαλείται η πολιτική
αγυρτεία και απάτη, στο εξής θα χωρούσε ότι είδους αντιμνημονιακή
σαβούρα μπορούσε κάποιος να φανταστεί πριν πεταχτεί στον κάδο πολιτικών απορριμμάτων. Απο κει
και πέρα θα είχαμε για πούλημα σ’ ένα πάγκο λαϊκής αγοράς τις εκδοχές συνθηκολόγησης, τις εκδοχές άμβλυνσης της πρώτης λαϊκής ετυμηγορίας. Με τα νέα αποκλειστικά προϊόντα στον πάγκο ο λαός καλείτο απο το σύστημα
(χωρίς έκκληση όπως αυτή της Παπαρήγα)
να «διορθώσει» την αντιμνημονιακη
ψήφο του (όχι πως η καταγγελία
του μνημονίου θα ήταν πανάκεια) και την επιλογή που ήδη έκφρασε και να αγοράσει νηφαλιότητα.
Κι αυτό το απορροφούσε στην κοινή του γνώμη συνειδητά και ασυνείδητα. Γιατί; Διότι η ελπίδα έγινε λεπίδα φόβου.
Στο μεσοδιάστημα φάνηκε καθαρά
ότι το αρχικό θέατρο διερευνητικών διαβουλεύσεων για δήθεν σχηματισμό
κυβέρνησης μετά την 6η του Μάη ήταν για να μην φανεί απροκάλυπτη η
απόφαση της άρχουσας ελίτ να ξαναβάλει τον λαό στην προκρούστια κλίνη νέων
εκλογών, αυτή την φορά χωρίς «αντιμνημονιακή» εναλλακτική, η απουσία της οποίας
εναλλακτικής θα αντικαθίστατο απο απροκάλυπτο εκβιασμό με στόχο την επικράτηση
της κεντροδεξιάς.
Το εύλογο ερώτημα είναι γιατί δεν
επέλεξε η ελίτ ΣΥΡΙΖΑ, αφού ουδείς απο τους δυο πόλους αποτελεί κίνδυνο, ούτως
ή άλλως; Μια πλήρης απάντηση σε τούτο το ερώτημα απαιτεί πολύ περισσότερο χώρο απ’
αυτόν που θα χωρούσε στο παρόν κείμενο και είναι ένα νέο θέμα. Επιγραμματικά,
θα πω ότι η καπιταλιστική ελίτ που μας εξουσιάζει
δεν έχει λύση στο πρόβλημα που αντιμετωπίζει διεθνώς και στην χώρα μας. Εναποθέτει
τις ελπίδες της για ουσιαστική ανάκαμψη της αγοράς στον χρόνο. Η επιλογή της κεντροδεξιάς
για τώρα είναι μέσα στα πλαίσια του εξαγοράσματος χρόνου. Πρέπει να καεί
το ένα χαρτί πρώτα πριν κάψουν το άλλο. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα σχημάτιζε κυβέρνηση
τώρα διότι εξακολουθεί να τροφοδοτεί καποιες αυταπάτες ότι μπορεί να κάνει κάτι
καλύτερο απο την ΝΔ, έστω και λίγο. Αυτές οι αυταπάτες αποτελούν την συστημικη
εφεδρεία. Ξέρανε πολύ καλά ότι η λογική που λεει ότι είναι «λίγο καλύτερος» θα κρατούσε
και θα αύξανε τους ψηφοφόρους του. Παρεμπιπτόντως, η
ΝΔ άρχισε να ανασυγκροτείται με φρενήρη ταχύτητα, και με δοσμένο την εντατική επισκευή του κεντροδεξιού σκάφους, δεν έμπαινε
καν ερώτημα απο που θα έπαιρνε τους επιπρόσθετους επιβάτες στο δικό του πλοίο ο
ΣΥΡΙΖΑ. Το όνομα αυτού του οποίου το
εκλογικό σώμα θα αποδεκατιζόταν ήταν γνωστό. Δεν ήταν;
Μια μερίδα του λαού είπε «άσε
να τους δούμε κι αυτούς, δώσε τους την ευκαιρία να κάνουν κάτι», ενώ η ελίτ
τους ορμήνευε «όχι! όχι ακόμα». Είτε υποχωρούσε είτε όχι ο ΣΥΡΙΖΑ, οι κάποιες εναπομείναντες ελπίδες θα πέθαιναν
δύσκολα. Συνάμα, είτε υποχωρούσε
είτε όχι, η συστημική προπαγάνδα θα ήταν η ίδια: οποιαδήποτε
πολιτική αμφισβητήσει την σχέση της χώρας με ΕΕ και
ευρώ ισούται με χάος.
Το πρώτιστο και αναμφισβήτητο γεγονός, και σ' αυτό
το σημείο έγκειται η δική
του, καταδική του ιστορική ευθύνη, ήταν η υποχώρηση του απο θέσεις
καταγγελίας-κατάργησης του περιβόητου
μνημονίου σε θέση αναδιαπραγμάτευσης
του. Αυτή η ταχυδακτυλουργία του τον
μεταμόρφωσε και τον κατέστησε πολιτικά
συγγενή του μνημονιακού φάσματος το οποίο μέχρι πριν λίγο αντιμαχόταν - ουσιαστικά τον ενσωμάτωσε σ΄ αυτό το ίδιο φάσμα.
Η άμεση υποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ απο τις θέσεις του τον μετάλλαξε απο κύριο πόλο
έλξης των ψηφοφόρων που μαύρισαν το μαύρο μέτωπο σε πόλο συμβιβασμού, σε πόλο
της ραγιάδικης λογικής «και μη χειρότερα» που εκλογικεύει το κακό ως αναγκαίο.
Η ειδοποιός διαφορά του ΣΥΡΙΖΑ απο τους εκπρόσωπους του μαύρου μετώπου
ουσιαστικά εξαλείφθηκε. Η ιστορική κωλοτούμπα του άφησε το «αντιμνημονιακο
μέτωπο» ξεκρέμαστο. Το διέλυσε πριν ακόμα υπάρξει.
Μια παράπλευρη συνέπεια, ίσως
η μεγαλύτερη ειρωνεία απ’ όλες, είναι ότι η εγκατάλειψη της αντιμνημονιακής εναλλακτικής
απο τον ΣΥΡΙΖΑ άφησε και το φασισταριό να λαϊκίζει κατά της κυβέρνησης των «κακών
τραπεζιτών» και κατά του μνημονίου σαν να ήταν ο μόνος παίκτης στο γήπεδο. Σήμερα
το «επίΧρυσο Αυγό μας πληροφορεί ότι «από την κυβέρνηση Παπαδήμου περάσαμε στη
νέα μνημονιακή συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ, που μοναδικός της στόχος είναι η
εξυπηρέτηση του χρέους των παγκόσμιων τοκογλύφων» και εξακολουθεί να «το παίζει».
Σε μια σοβαρότερη διάσταση, όμως, η υπαναχώρηση και υποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ απο τα διακηρυγμένα του τον κατέστησε αφερέγγυο και αναξιόπιστο,
δίνοντας στην παραδοσιακή δεξιά προπαγανδιστική λαβή να προβάλει το δικό πρόσταγμα σαν πιο «παστρικό», πιο συνεπές και ξεκάθαρο για να πείσει και να αυξήσει τους ψηφοφόρους της. Ο
κωλοτούμπα του ανακούφισε την ΝΔ. Έτσι,
φρενάρισε την τάση ψηφοφόρων της κεντροδεξιάς να εκφραστούν «αντιμνημονιακά»
στρεφόμενοι και προς αυτόν. Το μεγάλο χέρι βοηθείας του ΣΥΡΙΖΑ στην προσπάθεια ισχυροποίησης
της καθεστηκυίας τάξης έγκειται στο ότι «τακτοποίησε την ακροδεξιά στην θέση
της και συνάμα ώθησε τους κεντροδεξιούς στους δικούς τους, πιο γνήσιους εκφραστές αυτής της πραγματικότητας παρά σε αυτούς που μόλις την αποδέχτηκαν ξυπνώντας
πριν χορτάσουν ύπνο με «εξεγερσιακά» όνειρα. Ο ΣΥΡΙΖΑ συνέβαλε αντικειμενικά ως
ισχυρότατος αρωγός στη νίκη του αντίπολου του και, με αναμφίβολη ανακούφιση στο
ηγετικό επιτελείο του, πήρε την θέση της
«υπεύθυνης» αντιπολίτευσης.
Τελικά, δικαιολογημένη η ναυτία
και αναγούλα κάποιων... Ακόμα κι η φραστική, ρητορική υπεράσπιση αυτού του σακάτικου «οράματος»
τους έπεφτε πολλή και άβολη σε σύγκριση με την οικεία
γι αυτούς φλυαρία που πάντα δικαιολογεί τον χρόνιο συμβιβασμό και συνθηκολόγηση τους με ένα
καταχρασμένο και υπέρβασανισμένο
«εφικτό».
Σημ.
(*)http://leninreloaded.blogspot.gr/2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου