Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2016

στο "θαλάσσιο μέτωπο"



Βινιέτες απ' την Γηραιά Αλβιώνα


Ομολογώ πως, γενικά, δεν τα πάω πολύ καλά με έναν συμβατικό "κιρκάδιο ρυθμό", αν αυτό σημαίνει πως τακτικά κοιμάμαι το βράδυ  και, μετά από κάνα εφτάωρο νυχτερινού ύπνου, ξυπνάω το πρωί  και με το φως του ήλιου. 

Για λίγες μέρες μετά την επιστροφή μου στην Αγγλία, υπέφερα από ήπιο αποσυγχρονισμό, κοινώς jet lag. Τέλος πάντων, το επιπρόσθετο στην ήδη ακατάστατη "πατέρνα" του ύπνου μου ήταν πως νύσταζα και κοιμόμουν νωρίς το βράδυ και, μετά από μερικές ώρες ύπνου, ξυπνούσα πάλι νωρίς... ατελείωτες ώρες πριν το ξημέρωμα. Την πρώτη μέρα ξύπνησα στις τρεις το πρωί. Διάβασα λίγο, μετά έκανα καφέ κι αφού τον ήπια, κατά τις 4:30 π.μ., σηκώθηκα και βγήκα στον  κήπο για να καπνίσω ένα τσιγάρο.

Από εκεί, ακούω τη βοή της θάλασσας χωρίς να τη βλέπω. Την αφουγκράζομαι, ν' ανακατεύει τα βότσαλα ακούραστα, και με τραβάει, παρότι συχνά ακούγεται και σαν "παράσιτο ήχου" παλιού ραδιοφώνου σε μήκος κυμάτων ενός σταθμού που δεν εκπέμπει...

Παρεμπιπτόντως, για το σημείο όπου μια πόλη  συναντιέται κατά μέτωπο με τη θάλασσα, οι Άγγλοι χρησιμοποιούν την έκφραση Seafront  - "Θαλάσσιο Μέτωπο". Ακούω, λοιπόν, τα κύματα σε δελεαστική απόσταση τριών λεπτών από το σπίτι μου. Αποφασίζω να "ρισκάρω μια βόλτα για λίγο  στο "θαλάσσιο μέτωπο" έχοντας επίγνωση πως τέτοια ώρα, δεν κινείται ψυχή  εκεί πέρα... εκτός από μοναχικούς και "σαλεμένους". 

Είμαι στη μεσαία νησίδα του παραλιακού δρόμου, ξεκινώντας να περάσω στο απέναντι  πεζοδρόμιο κατά μήκος της παραλίας. Το πεζοδρόμιο είναι στενό στο σημείο προς το οποίο κατευθύνομαι, και σε κοντινή απόσταση από αυτό, κινείται ένας διαβάτης, λευκός, μετρίου αναστήματος και σχετικά νεαρής ηλικίας. Δεν υπάρχει άλλη ορατή ψυχή στην "θαλάσσια προμετωπίδα" της πόλης. Ο τύπος, προχωρά αργά και το βάδισμά του δεν μου φαίνεται σταθερό. Είναι μάλλον κάτω από την επήρεια οινοπνεύματος ή άλλης ουσίας, υποθέτω.. Αν συνεχίσουμε να βαδίζουμε, θα συναντηθούμε στο ίδιο σημείο του πεζοδρομίου. Τον βλέπω που σταματά διστακτικός και με κοιτά σαν να θέλει να εξακριβώσει τις προθέσεις μου... Και η σκέψη πως του προκαλώ ανησυχία ή φόβο αρχίζει να με ταράζει...

 Έχω βρει πως, σε μια  τέτοια περίπτωση όπου πλησιάζεις ένα άγνωστο άτομο, το οποίο απαντάς τυχαία και νύχτα στη μέση του πουθενά, και του οποίου τις προθέσεις δεν γνωρίζεις, ούτε κι αυτό τις δικές σου, το να πεις "καλησπέρα" μειώνει το φόβο που μπορεί να νιώσει αυτός και αντανακλαστικά κι εσύ.

- Καλησπέρα" του λέω και συνεχίζω αργά, περνώντας απέναντι.
- Καλησπέρα, απαντά, και συνεχίζει κι αυτός συναντώντας με. Προχωράμε ο ένας δίπλα στον άλλο μα σε ασφαλή εγγύτητα μεταξύ μας. Αλλά αισθάνομαι άβολα, παρότι η φάτσα του δεν μου εμπνέει πια φόβο. Είναι καλοντυμένος, δεν μοιάζει με "αδέσποτο ή σαλεμενο"... 

Αμήχανος, πως μου ήρθε... γυρίζω και του λέω: 
- Κοντοστάθηκες όταν με είδες... Νόμιζες πως θα σε τρακάρω περνώντας απέναντι...
- Ποτέ δεν ξέρεις...Τέτοια ώρα, εδώ πέρα κυκλοφορούν παράξενοι τύποι!"
- Πράγματι, του λέω, κι αναρωτιέμαι κατά πόσο σ' αυτούς του "τύπους" συμπεριλαμβάνομαι κι εγώ.

Την ώρα που σκέφτομαι αν θα πρέπει να πάω πιο αργά ή πιο γρήγορα, τον ακούω να λέει:
-Σου περισσεύει ένα τσιγάρο? 
Του δίνω τσιγάρο και αναπτήρα.
-Δεν συνηθίζω να κάνω τράκα, αλλά έφυγα νευριασμένος κι άφησα τα τσιγάρα μου πίσω. Θα το πληρώσω...
Αφού ανάψει του λέω: 
-πάρε κι ένα για αργότερα ...Παίρνει άλλο ένα και μου λέει: 
- Τα τσιγάρα είναι ακριβά... χωρίς πρόθεση να προσβάλω, μπορώ να δώσω αυτό για τα τσιγάρα?
Έχει βγάλει ένα κέρμα από την τσέπη και μου το προσφέρει.  Δεν κοιτώ τι κρατά. Απλά του λέω "ευχαριστώ, δεν χρειάζεται". Το ξαναβάζει στη τσέπη του και μου λέει:
- Υου are a Good fellow. Thanks

- Πώς κι έφυγες βιαστικός; τον ρωτάω, σαν να τον ήξερα και χτες.
- Tα ξαναχάλασα με το έτερο ήμισυ... Τσακωθήκαμε!
- Ακούγεται σαν να μην είναι η πρώτη φορά... Μπορεί και να τα ξαναφτιάξετε", του λέω.
- Αποκλείεται! Αυτή τη φορά είναι τελεσίδικο!" μου τονίζει.

Σκέφτηκα να πω "Έχει πολλά βότσαλα στο γιαλό..." (το κλισέ "plenty of pebbles on the beach", αλλά δεν μου βγήκε.

Μετά, συνεχίζοντας να βαδίζει δίπλα μου, με ρωτάει: 
- Αν δεν σε πειράζει να ρωτήσω, για πού το έβαλες περπατώντας εδώ πέρα;
- Πουθενά! Ξύπνησα νωρίς. Βγήκα για τσιγάρο...
- Τέτοια ώρα;"  με κοιτά με απορία.
- Ήρθα πρόσφατα εδώ, και το βιολογικό μου ρολόι δεν έχει προσαρμοστεί ακόμα.
- Το βλέπω πως δεν είσαι απ' αυτά τα μέρη. Μα ξέρεις τι λένε, "όταν πας στη Ρώμη.."
- "Κάνε ο,τι κάνουν κι οι Ρωμαίοι", τον συμπληρώνω.
- Οι Ρωμαίοι κοιμούνται τέτοια ώρα, παρατηρεί. 
- Άσε τους να κοιμούνται. Δεν τους ξυπνάω...  του λέω και γελάει. 
- Χρειάζονται τον ύπνο τους... κι εγώ το ίδιο...
- Κυριακή αύριο" του υπενθυμίζω.
- Ναι, αλλά έχω απόσταση. Πρέπει να οδηγήσω ως το Eastbourne...

Το Eastbourne είναι μια παραθαλάσσια πόλη τουλάχιστον μια ώρα οδήγηση από το σημείο που βρισκόμαστε.

- Είναι μακριά για να πας με τα πόδια;"  τον ρωτάω και γελάει πάλι. 
- ... δεν σε βλέπω έτοιμο να οδηγήσεις...
- Θα κοιμηθώ στο αμάξι μου για λίγο... είναι παρκαρισμένο λίγο πιο κάτω", εξηγεί. 
- Ελπίζω να έχεις και κουβέρτα μέσα.. Κάνει κρύο,  του λέω και σταματώ προσθέτοντας: Ως εδώ φτάνει η βόλτα μου.
Πριν κάνω  μεταβολή για να  επιστρέφω σπίτι σταματάει. Μου δίνει χειραψία και λέει: 
- Χάρηκα που σε συνάντησα! 
Του λέω: 
- Παρομοίως. Αν συνεχίσεις σ' αυτό τον δρόμο σε πέντε λεπτά διαδρομή θα βρεις ένα ολονύκτιο Cafe. Σερβίρουν πλήρες Εngish Breakfast και καλό καφέ. Θα σου το συνιστούσα... Καλή τύχη.

Σηκώνει το χέρι σε χαιρετισμό και συνεχίζει...

✴✴✴✴✴

Γιατί σου τη λέω αυτή την ασήμαντη ιστορία;

Στην Αγγλία σήμερα δεν βρίσκεις στο δρόμο αδέσποτα σκυλιά, μα και να έβρισκες, οι (ως επί το πλείστον) ζωόφιλοι άνθρωποι της πόλης θα φοβόντουσαν "αδέσποτους" ανθρώπους περισσότερο από αδέσποτους σκύλους. Ένα τέτοιο συναπάντημα, σαν κι αυτό που σου περιέγραψα,  θεωρείται επικίνδυνο...

Η τρέλα, νύχτα στο "θαλάσσιο μέτωπο", συναντά μόνο τη μοναξιά της συνήθως...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου