Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2015

Στο αναγνωστήριο




Βινιέτες από την Γηραιά Αλβιώνα

Στο αναγνωστήριο

Κάθεται απέναντί μου και μου μεταφέρει την εμπειρία του αυτούσια. Του έχω ζητήσει να μιλά σε πρώτο πρόσωπο και σε ενεστώτα χρόνο, για ευνόητους λόγους. Μου λέει:
Είμαι στο αναγνωστήριο της βιβλιοθήκης. Εκτός από μια κοπέλα, μια Κινέζα μάλλον  φοιτήτρια με νόστιμο πρόσωπο που μου θυμίζει κάποια γυναίκα του παρελθόντος μου, δεν υπάρχει ψυχή μέσα εκεί. Μου δημιουργείται  η εντύπωση πως είμαι σε ναό χωρίς θρησκευόμενους... "Μα ναός  είναι" σκέφτομαι
Ά, και κάτι άλλο: ... το γεγονός ότι σε ένα τέτοιο χώρο είμαι μόνος μου, με το μόνο άλλο άτομο παρόν εκεί να είναι εκείνη η νόστιμη, η μάλλον-Κινέζα φοιτήτρια, με κάνει να αισθάνομαι πιο έντονη την  παρουσία της εκεί. Αναρωτιέμαι πώς μια τέτοια εντελώς τυχαία και περιστασιακή "συνύπαρξη" (ας την πούμε) δύο εντελώς ξένων μεταξύ τους ανθρώπων, ενώ δυνητικά μπορεί να περιέχει τις πρώτες στιγμές μιας γνωριμίας που εξελίσσεται σε σχέση, κι αποκτά πλοκή με έντονο ερωτικό περιεχόμενο, πώς η ίδια περίσταση γίνεται το έναυσμα μιας βίαιας πλοκής που καταλήγει στον βιασμό της γυναίκας; Της γυναίκας που μερικά βήματα πιο πέρα διαβάζει ανυποψίαστη για το τι σκέψεις περνούν από το μυαλό του αγνώστου μελετητή. Κάπως έτσι, όπως γράφτηκε στον τοπικό τύπο, ξεκίνησε ο βιασμός της άτυχης κοπέλας που, όπως ξέρεις, σοκάρισε την τοπική κοινωνία εδώ. Την είχε εντοπίσει στην βιβλιοθήκη...
Σκέφτομαι πως η κοπέλα μπορεί και να φοβάται αυτή τη στιγμή.  Το ξεχνώ, και μελετώ για λίγο ακόμα, ώσπου αρχίζω να αισθάνομαι ότι κάποιος με κοιτά επίμονα. Σηκώνω το κεφάλι μου και τον  βλέπω να κάθεται απέναντι μου. Με φρικάρει η επιμονή της ματιάς του.  
"Ή ψυχοπαθής, ή κάποιος γνωστός μάλλον είναι", σκέφτομαι.  Μα δεν μπορώ να πω αν, και πού, τον έχω ξανασυναντήσει... Ξανασκύβω στο βιβλίο και τις σημειώσεις μου, αλλά δεν μπορώ να συγκεντρωθώ. Τον ξανακοιτάζω, με επιμονή κι εγώ τώρα, ώσπου νομίζω ότι τον αναγνωρίζω.  
Σηκώνομαι. Πλησιάζοντάς τον, τον ρωτάω χαμηλόφωνα: "είσαι ... ο John Blogg"? 
Την ώρα που ρωτάω, σκέφτομαι (μα πώς διάολο μπορεί να είσαι; Αφού σκοτώθηκες σε τροχαίο, επιστρέφοντας από τη διαδήλωση, κι ήρθα και στην κηδεία σου... Αδύνατον...).  
Στρίβω γύρω από το έδρανο που είναι ανάμεσα μας, στιγμιαία τον χάνω από το πεδίο ορατότητάς μου κι όταν γυρίζω να τον αντικρύσω έχει εξαφανιστεί. Η εξαφάνιση ήταν αδύνατη, τόσο ακαριαία κι εντελώς αθόρυβη... 
 Εγώ όμως έκανα θόρυβο. Εκτός που μίλησα σ' ένα φάντασμα,  στη σύγχυση που αισθάνθηκα έσπρωξα και μια καρεκλα που έπεσε με την πλάτη στο πλάτωμα...  
"Που στην κόλαση πήγε? Εδώ δεν ήταν πριν ένα δευτερόλεπτο?" μονολογώ, ή παραμιλώ.
Γυρίζω προς τη μάλλον-Κινέζα φητητριούλα. Έχει σηκωθεί, και κάνοντας δύο βήματα πίσω, μου ρίχνει μια  φευγαλέα κι ανήσυχη ματιά, στραφογυρίζεται και φεύγει με βιαστικά με ελαφριά βηματάκια... 
... πριν προλάβω να της πω ότι δεν κινδυνεύει... 
Κι ίσως ήταν καλύτερα έτσι, γιατί το επόμενο που θα έλεγα θα ήταν πως η καταστολή του R.E.M, λόγω αϋπνίας, έχει αρχίσει να μου  προξενεί παραισθήσεις... Αλλά δεν είμαι επικίνδυνος, κτλ, κτλ.
Το φαντάζεσαι?
 Αργότερα, και σε άλλη "ενδοπραγματική τροπικότητα σκέψης", συλλογίζομαι πως η στέρηση ύπνου, στην οποία, αρχικά εθελούσια, υπέβαλε τον εαυτό του (διότι, αφελώς νόμιζε πως, αφού ο χρόνος του είναι περιορισμένος, θα μπορούσε να κάνει περικοπές στις ώρες του ύπνου του), τελικά μετατράπηκε σε τυραννική αϋπνία. Κοιμάται δύο, το πολύ ώρες το εικοσιτετράωρο, ενώ το βέλτιστο που το σώμα του χρειάζεται είναι 6-7 ώρες, ή έτσι μου λέει.

Σκέφτομαι ότι σχεδόν όλες οι συστηματοποιημένες ανοησίες που έγιναν παλαιές ή κενές διαθήκες, Ταλμούδια, ευαγγέλια, κοράνια, κάρμες σούτρες, και δεν ξέρω τι άλλο, γράφτηκαν από ανθρώπους που υπέφεραν παραισθήσεις μετά από παρατεταμένη στέρηση ύπνου ή και τροφής... Και τί κέρδισε ο άνθρωπος απ' όλα αυτά?

Έχοντας υπόψη κι άλλα που μου είπε, σκέφτομαι  πως ο άνθρωπος απέναντί μου έχει αρχίσει να "προφητεύει", αλλά να προβλέψει πως θα είναι η επόμενη ώρα του δεν μπορεί. Μήτε κι εγώ, αν και έχω μια γενική ιδέα...

Και προβληματίζομαι ως προς το τι να κάνω για να του δώσω μια ώθηση ώστε να δει από μόνος του τι μπορεί να τον προσελκύσει σε μια λιγότερο εξοντωτική κανονικότητα.

"Ο κόσμος αργεί ανυπόφορα ν' αλλάξει, όσο κι αν βιαζόμαστε..." του λέω
 "Το ξέρω... Δεν το ξέρω;" μου απαντά χαμηλόφωνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου