Παρασκευή 6 Ιουνίου 2014

Ο Οπορτουνισμός και η 'Φυσικότητα' του Καπιταλισμού (β. μερος)







Σε προηγούμενη ανάρτηση έγραψα ότι η αντίθεση μεταξύ καπιταλισμού και κομμουνισμού πρέπει να γίνει, όχι αυτή μεταξύ μιας πραγματικότητας και ενός ονείρου, άλλα μια αντίθεση μεταξύ εφιάλτη και ονείρου. Στην ανάδειξη όμως του κομμουνισμού σε όραμα λύτρωσης της ανθρωπότητας υπάρχει μεταξύ πολλών άλλων  ένα πανίσχυρο  εμπόδιο.
Το εμπόδιο αυτό είναι η ιστορική καταβολή του κομμουνισμού σαν ένα κοινωνικό πείραμα που, ιδιαίτερα μετά την τραγική πτώση της ΕΣΣΔ, κατά μια πλατιά διαδεδομένη αντίληψη έχει αποτύχει. Αυτό ενισχύσει την παλαιότερη προκατάληψη κατά την οποία  ο κομμουνισμός είναι μια ιδανική ουτοπία, και σαν τέτοια, φύσει αδύνατον να εφαρμοστεί.



Επιπρόσθετα, στο πλαίσιο του ασίγαστου ιδεολογικού πολέμου που ολοένα και συχνότερα σε τόπο και χρόνο διεξάγεται σχεδόν μονομερώς απο τους αστούς εναντίον κάθε ιδέας και πρακτικής  που  απειλεί την απόλυτη κυριαρχία τους, και με δοσμένο ότι η ιστορία γράφεται και αναθεωρείται απο τους ίδιους, διαγράφεται στην ιστορική μνήμη ή γίνεται περιθωριακή και  η αντίληψή των κομμουνιστών ότι ναι μεν ο υπαρκτός σοσιαλισμός ανατράπηκε σχεδόν εξ' ολόκληρου λόγω εγγενών προβλημάτων του – το ποια ήταν αυτά και πως επηρέασαν την εξελικτική του πορεία, θα έλεγα, δεν έχει ακόμα φωτιστεί  πλήρως – πλην όμως, αποτελεί ένα παράδειγμα επίλυσης αξεπέραστων για τον καπιταλισμό προβλημάτων. Έτσι, καταλήγουμε στο παράδοξο να μην ισχύουν στην κυρίαρχη ιδεολογία ‘ελαφρυντικά’ για τον ‘αφύσικο’ υπαρκτό σοσιαλισμό, να μην ισχύει σε αναφορά μ' αυτόν μια ‘ναι μεν αλλά’ αξιολόγηση, ενώ για τον ‘φυσικό’ καπιταλισμό να εξυπακούεται.



Το ξεπέρασμα αυτού του εμποδίου είναι εξαιρετικά δύσκολο στις σημερινές συνθήκες. Κι εδώ ο ρόλος του οπορτουνισμού, είναι απ'  την μια να δημιουργεί ελαφρυντικά για τον καπιταλισμό, κι  απο ην άλλη  να ενισχύει αυτό το εμπόδιο, δικαιολογώντας εν μέρει και την ύπαρξη του αναφορικά με αυτό, εστιάζοντας στην ‘αποτυχία’ του υπαρκτού. Στην αρνητική αξιολόγηση της ιστορικής καταβολής του κομμουνισμού και στην αντιπαράθεση μιας κομμουνιστικής απολογίας, οι αστοί κι οι οπορτουνιστές διατηρούν σαν πλεονέκτημα το γεγονός  ότι, απ’ την μια,  παραμένει ‘ανεξιχνίαστο αίνιγμα’ για τους κομμουνιστές το «πως ήταν δυνατόν να γίνει η ανατροπή χωρίς καν στοιχειώδη αντίσταση απο τους λαούς στις χώρες του υπαρκτού», κι απ’ την άλλη, παραμένει αναπάντητο για τους ίδιους το «γιατί οι λαοί, αν ο σοσιαλισμός που χτιζόταν εκεί ήταν καλύτερος από τον καπιταλισμό, δεν δείχνουν διάθεση επιστροφής τώρα που βιώνουν την σημερινή καπιταλιστική κόλαση».



Προς το παρόν, το ερώτημα, όπως θα το έθετα εγώ, «πως ήταν δυνατόν ένα κοινωνικό απόβρασμα να ληστέψει τον πλούτο που δημιούργησε η  κοινωνική εργασία δεκαετιών χωρίς αντίσταση από αυτούς που τον δημιούργησαν, αν οι ίδιο τον θεωρούσαν δικό τους» όντως παραμένει αναπάντητο, ενώ οι ερμηνείες αστών και οπορτουνιστών για την πτώση του ‘υπαρκτού’ γίνονται απλά κατανοητές και πλατιά αποδεκτές. «Δεν ήθελαν οι λαοί αυτό το αφύσικο καθεστώς, τους το επέβαλαν με το ζόρι», λένε οι αστοί. Πιο ‘εκλεπτυσμένα’ οι οπορτουνιστές λένε: «Δεν ήθελαν οι λαοί έναν σοσιαλισμό σαν κι αυτόν που τους τον επέβαλαν με το ζόρι». Σε παραλλαγές εμφανίζεται κι η εκτίμηση ότι αυτό δεν ήταν σοσιαλισμός αλλά ‘κρατικός καπιταλισμός’. «Ήθελαν σοσιαλισμό μεν, αλλά με δημοκρατία και ελευθερία», μας λένε. Και εδώ η ειρωνεία είναι ότι οι οπορτουνιστές λέγοντας ‘σοσιαλισμό’ εννοούν τη δική τους εκδοχή κρατικού καπιταλισμού, ενώ  σαν δημοκρατία και ελευθερία καταλαβαίνουν φυσικά αυτό το ξεφτιλισμένο πολιτικό κατασκεύασμα των αστών που τώρα επιβάλλεται σους λαούς εκεί.



Πέραν τούτων, όμως, είναι αναμφισβήτητο ότι το γεγονός της αναίμακτης ανατροπής αντανακλά την αποξένωση του κοινωνικού συνόλου απο τον κοινωνικό πλούτο που δημιούργησε, που σημαίνει επίσης αποξένωση  απο  την πολιτική μέσω της οποίας παίρνονταν αποφάσεις για τον τρόπο με τον οποίο οργανωνόταν η παραγωγή στην βάση και οι λειτουργίες στο εποικοδόμημα. Σημαίνει ένα είδος πράγματι αφύσικου ευνουχισμού της εργατικής τάξης ο οποίος κατέστησε τύπο χωρίς ουσία το όρο ‘δικτατορία του προλεταριάτου’. 



Τι έφταιξε;



Το κόμμα, αιτιολογώντας την πτώση της ΕΣΣΔ, σωστα δίνει έμφαση στην «κυριαρχία της δεξιάς οπορτουνιστικής παρέκκλισης» μετά το 20ο Συνέδριο του KKΣE, που εκφράστηκε στην οικονομία με πολιτικές αποδυνάμωσης του Κεντρικού Σχεδιασμού, ενίσχυσης του εμπορευματικού σε βάρος του άμεσα κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής και διανομής και, στην πορεία, με διαχρονικά αγοραίες μεταρρυθμίσεις οι οποίες κατέληξαν στην περεστρόικα που εισήγαγε θεσμικά τις καπιταλιστικές σχέσεις. Κατά την κρίση μου, αυτές οι σωστές παρατηρήσεις δεν δίνουν ολική απάντηση στο αίνιγμα της αναίμακτης ανατροπής, διότι  δεν κάνουν την απαιτούμενη εμβάθυνση στο το τι ακριβώς ήταν τα δομικά χαρακτηριστικά του κράτους, και τι ακριβώς στην σχέση του κράτους με το κόμμα ήταν  αυτά που έκαναν δυνατή την διαδικασία της σταδιακής πολιτικής άλωσης του κράτους από τα μέσα, μια άλωση που ήταν η αρχή, η μέση και το τέλος της πλοκής που οδήγησε στην πτώση της ΕΣΣΔ.    



Βεβαίως το δοκίμιο του κόμματος διαμορφώνει την μελέτη με δυο ακόμα άξονες, εκτός απο την οικονομία: τον ρόλο του KK στην λειτουργία της δικτατορίας του προλεταριάτου, και την στρατηγική σε σχέση με τις εξελίξεις στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Παρότι σωστά πάλι παρατηρεί ότι «δεν ήταν νομοτελειακή η νίκη της αντεπανάστασης», δεν φαίνεται να έχει επαρκή, ή τουλάχιστον πειστική απάντηση για το πώς, με τι τρόπο πρακτικά θα μπορούσε αυτή να έχει αποτραπεί και από ποιους,. Αίφνης, στο κεφάλαιο για τον ρόλο του ΚΚ, η μελέτη συσχετίζει   την «σταδιακή απομάκρυνση των μαζών από τη συμμετοχή στο σοβιετικό σύστημα» με την υποχώρηση του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού (δ.σ.) σε πολιτικό επίπεδο, με τον εκφυλισμό του εργατικού ελέγχου,  την υπονόμευση της ανακλητότητας, κι όλα αυτά πάνω στην βάση υποχώρησης του κεντρικού σχεδιασμού και διεύρυνσης κοινωνικών ανισοτήτων. Αλλά δεν τεκμηριώνεται με επάρκεια αυτός ο συσχετισμός και παραμένει μια παρατήρηση. Και πιστεύω ότι δεν τεκμηριώνεται διότι δεν μπορεί να τεκμηριωθεί η θέση ότι η άνοδος του οπορτουνισμού, που οδήγησε στην ανατροπή, οφείλεται κατ’ έναν βαθμό στην υποχώρηση του δ.σ. Απλά και λογικά, πριν αρχίσει να υποχωρεί επικίνδυνα ο δ.σ. θα πρέπει η κομματική δομή να έχει διαβρωθεί από τον οπορτουνισμό. Μα ακόμα κι αν  ο δ.σ. (υποθετικά) άρχισε να υποχωρεί απο λαθεμένες επιλογές συνεπών κομμουνιστών, πριν την υποχώρηση του, όπως και μετά από αυτήν, δεν προστάτευσε το κόμμα και κατ’ επέκταση την κρατική δομή της ΕΣΣΔ από την οπορτουνιστική διάβρωση.



Το συνακόλουθο συμπέρασμα, στο οποίο δεν καταλήγει το δοκίμιο, είναι ότι ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός, με την μορφή που πήρε εκεί (αλλά και σε άλλες χώρες, θα πρόσθετα)  σαν οργανωτικό σχήμα ενέχετε απο την εμπειρία της διάβρωσης και φθοράς απο τα μέσα και, λογικά, το να λέμε ότι ο σοσιαλισμός δεν κατέρρευσε αλλά ανατράπηκε, είναι μια προτροπή να εστιαστεί ο φακός της έρευνας ακριβώς σ’ αυτό το ζήτημα και γενικότερα στον τρόπο με τον οποίο ο δ.σ. εφαρμόστηκε στις πολιτικές δομές της ΕΣΣΔ. Αυτό, πέραν της γενικής παρατήρησης ότι υποχώρησε με την άνοδο του οπορτουνισμού, δεν αποτολμάτε στην μελέτη .



Το ζήτημα που προκύπτει είναι το εξής: μπορεί μεν να είναι αναμφισβήτητο  ότι ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός παραμένει ακόμα η αξεπέραστη αρχή για την οργάνωση ενός επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης πριν την επανάσταση, αλλά η πείρα δίδαξε ότι η εφαρμογή του σαν οργανωτική αρχή τόσο του κόμματος όσο και του σοσιαλιστικού κράτους μετά την επανάσταση υπήρξε ανεπαρκής για την προστασία τόσο του κόμματος όσο και του κράτους από την επίδραση του οπορτουνισμού. Αυτό που δεν κατάφερε ένας παγκόσμιος πόλεμος με δεκάδες εκατομμύρια νεκρούς, το κατάφερε ο οπορτουνισμός χωρίς ν' ανοίξει μια μύτη.



Ο δ.σ. ήταν, είναι και θα παραμείνει αξεπέραστη αρχή οργάνωσης του κόμματος σε καπιταλιστικές συνθήκες, διότι η πείρα έδειξε και δείχνει ακόμα ότι χωρίς επαναστατικό κόμμα δεν είναι δυνατή η σοσιαλιστική επανάσταση. Αλλά γενικά, σε οποιεσδήποτε συνθήκες, η πείρα έδειξε ότι ο δ.σ. δεν προστατεύει επαρκώς το κόμμα από οπορτουνιστική (δεξιά ή αριστερή) διάβρωση και παρέκκλιση. Αν αυτό συμβεί σε καπιταλιστικές συνθήκες, τότε, με οπορτουνιστές να κρατούν κάτω από τον έλεγχο τους το κόμμα, επανάσταση δεν γίνεται. Σ΄ αυτήν την περίπτωση η εργατική τάξη χάνει χρόνο. Στην περίπτωση  όμως που αυτό συμβεί σε συνθήκες οικοδόμησης του σοσιαλισμού, οι επιπτώσεις είναι ασύγκριτα πιο ολέθριες. 



Τούτες οι παρατηρήσεις και οι σχεδόν αυταπόδεικτες εκτιμήσεις που απορρέουν απ’ αυτές, δεν έχουν γίνει ποτέ (τουλάχιστον απ’ ότι γνωρίζω).  Και ίσως αυτό εξηγεί το γεγονός ότι η έρευνα δεν εστιάζει σ’ αυτό το ζήτημα. Αν η εκτίμηση μου ότι ‘σε συνθήκες σοσιαλιστικής οικοδόμησης έχουμε προβλημα δημοκρατικού συγκεντρωτισμού’ είναι σωστή, τότε πρόκειται για παράβλεψη στην έρευνα, η οποία ίσως, να οφείλεται στο γεγονός ότι το τωρινό όραμα του κόμματος για τη δικτατορία του προλεταριάτου είναι η εφαρμογή αρχών του δ.σ. στις δομές του σοσιαλιστικού κράτους. Μια κριτική ενατένηση του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού σε συνθήκες σοσιαλιστικής οικοδόμησης θα φαινόταν να έρχεται σε αντίφαση με το προγραμματικό σχήμα του κόμματος που αφορά την εφαρμογή του δ.σ. στην δόμηση του σοσιαλιστικού κράτους.



Η αποδοχή της εκτίμησης ότι σε συνθήκες σοσιαλιστικής οικοδόμησης ενδεχομένως να έχουμε εντονότερο προβλημα δημοκρατικού συγκεντρωτισμού καθιστά την ιδέα της εφαρμογής του σε κρατικές δομές ιδιαίτερα προβληματική. Τα δυο θεμελιώδη προβλήματα που μπορώ να διακρίνω σαν αρχή είναι τα εξής:

Πρώτ’ απ’ όλα, ο δ.σ. δεν είναι ένα στατικό σχήμα χαραγμένο σε πέτρα, μπορεί να έχει διάφορες εκδοχές –  αίφνης, κάθε φορά που αλλάζει το πρόγραμμα ή το καταστατικό έχουμε και μια παραλλαγή του δ.σ.. Και επιπρόσθετα, δεν υπάρχει κανένας κοινά αποδεκτός και εφαρμόσιμος  σε οποιεσδήποτε συνθήκες κανόνας που να οδηγεί στην εύρεση μιας χρυσής τομής μεταξύ δημοκρατίας και συγκεντρωτισμού σε οποιαδήποτε οργανωτική δομή (κομματική ή κρατική). Ποιος λοιπόν θα μπορούσε να προβλέψει τι μορφή θα πάρει το μελλοντικό κράτος της ‘λαϊκής εξουσίας’, πόσο δημοκρατικό ή συγκεντρωτικό θα είναι. Το πρώτο θεμελιώδες προβλημα είναι ότι ένα σχήμα που προτείνεται προγραμματικά για την συγκρότηση του κράτους μετά μια σοσιαλιστική επανάσταση, αν είναι ασαφές ή και συγκεχυμένο, ακόμα κι αν γίνει κατανοητό (που παρεμπιπτόντως πολύ συχνά δεν γίνεται), μπορεί να λειτουργήσει ανασταλτικά. Διότι δημιουργεί αμφιβολίες και φόβους στους εργάτες, στα λαϊκά στρώματα στα οποία απευθύνεται, αντι να εμπνέει για επαναστατική δράση με οδηγητή το κόμμα’.



Το δεύτερο θεμελιώδες προβλημα είναι ότι η ενώ σαν ιδέα μπορει κάλιστα να δικαιολογείται με το σκεπτικό ότι βρίσκεται κοντά στην σύλληψη του Λένιν για το προλεταριακό κράτος, συνάμα δείχνει ότι δεν αφομοιώνει το ουσιώδες της Λενινιστικής διδασκαλίας που είναι το θάρρος να μην εξαιρείς καμία πτυχή της πραγματικότητα από την κριτική με εργαλείο την διαλεκτική. Το να προτείνεις να εφαρμοστεί πάλι και εξ αρχής στην κρατική δομή μια αρχή για την οικοδόμηση του κράτους μετά την επανάσταση, παραβλέποντας, ή μη θεωρώντας καν ενδεχόμενη, την αδυναμία αυτής της αρχής να αποτρέψει την καταστροφή του κράτους, δικαιολογώντας το με το σκεπτικό ότι έτσι έγινε και στην πρώτη επιτυχή σοσιαλιστική επανάσταση, είναι σαν να θέλεις
σώνει και καλά να επαναλάβεις την ιστορία. Και η τάση επανάληψης της ιστορίας, αν ο Μαρξ είχε δίκιο, οδηγεί σε τραγωδία η σε φάρσα.



Έχω την εντύπωση ότι η σύλληψη της οργάνωσης ενός μελλοντικού σοσιαλιστικού κράτους χρειάζεται έννοιες πολύ πιο αναπτυγμένες από αυτήν της γενικής εφαρμογής του δ.σ. σ’ αυτό . Χρειάζεται πολύ πιο λεπτομερή σχήματα, σε τελευταία ανάλυση, πληροφορημένα όχι μόνο από το τι λειτούργησε τότε και τι όχι, αλλά και από το τι θα ήταν αποδεκτό σήμερα από την εργατική τάξη και τους σύμμαχους της (από την πλατειά πλειονότητα του λαού, εν ολίγοις), από το τι αυτή η πλειονότητα θα θεωρούσε δικό της κράτος, τι θα έβλεπε σαν όργανο επιβολής της δικής της θέλησης και σαν μέσο επίτευξης της δικής της χειραφέτησης. Ειδάλλως, το σχήμα που η πρωτοπορία εκπονεί για λογαριασμό της κινδυνεύει να πάρει χαρακτήρα βουλησιαρχικό.



Για να γίνει αυτό πρέπει η εργατική τάξη να ερωτηθεί και να απαντήσει. Μπορεί να μην έχει ξαναγίνει αυτό, είναι δυνατόν όμως να γίνει. Δηλαδή, από πρακτική άποψη είναι δυνατόν, και από θεωρητική άποψη δέον, να ερωτηθεί και να απαντήσει, όχι μόνο η πρωτοπορία της εργατική τάξης, αλλά η ίδια μαζικά. Οι κομμουνιστές χρειάζονται την εικόνα ενός αποδεκτού για την εργατική τάξη κράτους, του δικού της κράτους. Χρειάζονται μια εικόνα του που θα διαμορφωθεί από τον τρόπο που η ίδια  η εργατική τάξη το φαντάζεται.  Αυτή την εικόνα πρέπει να παραλάβουν από την εργατική τάξη και να την επιστρέψουν σ’ αυτήν επεξεργασμένη με τρόπο που να μην χάνει την επαναστατική του φύση, έτσι ώστε αυτό που η πρωτοπορία οραματίζεται και της προτείνει να της είναι οικείο.



Μ’ αυτόν τον τρόπο, ως ένα βαθμό, παύει να έχει σημασία η καταβολή της «αποτυχίας» του παρελθόντος και να επηρεάζει την εργατική τάξη η διαστροφή της εικόνας του υπαρκτού σοσιαλισμού που οι αστοί κι οι υποτακτικοί της μάστορες  του ψέματος επεξεργάζονται και εκπέμπουν αδιάκοπα προς αυτήν και, στην θέση της διαστροφής του παρελθόντος, αποκτά ένα νέο εικονισμό, τον δικό της, για το μέλλον του σοσιαλισμού.  



Τώρα, στο ερώτημα γιατί δεν δείχνουν διάθεση επιστροφής.  Η απάντηση του, καταρχήν,  δεν μπορεί φυσικά να αγνοήσει την καπιταλιστική χειραγώγηση στην οποία υποβάλλονται τώρα οι λαοί στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, όπως κι αλλού (το ψέμα, την τρομοκρατία, τους εκβιασμούς που υποφέρουν, την καταπίεση την βία και καταστολή που τους επιβάλλεται από τις αστικές κλίκες που τους κυβερνούν). Είναι ανάγκη, εντούτοις, να απαντηθεί και το «τι ακριβώς βιωνόταν ως αρνητικό από την εμπειρία  ζωής σε μια σοσιαλιστική χώρα, από ποιους, σε τι έκταση και σε τι βαθμό». Η απάντηση σ΄ αυτό το  ερώτημα προϋποθέτει και απαιτεί συστηματική προσέγγιση της ψυχολογικής διάστασης του με δοκιμασμένες ερευνητικές μεθόδους. Θα ήταν σημαντικό να την έχουμε, υπό μορφή ευρημάτων έρευνας. Από αυτή την απάντηση δεν εξαρτάται μόνο η κατανόηση του γιατί οι λαοί δεν δείχνουν «διάθεση επιστροφής  στον υπαρκτό», αν όντως δεν έχουν τέτοια διάθεση,  αλλά και η ανάδειξη του τι θεωρεί κομμουνισμό η εργατική τάξη και οι πιθανοί σύμμαχοι της γενικά στον καπιταλισμό σήμερα, και τι από αυτό που έχει τις καταβολές του στην εμπειρία της οικοδόμησης του σοσιαλισμού, εντέλει, τους απωθεί.



Αν δεν προδικάσουμε το αποτέλεσμα, αναμένοντας ότι σε μια τέτοια άσκηση θα εκφραστεί η κυριαρχία και η ηγεμονία της αστικής καπιταλιστικής ιδεολογίας  στην συνείδηση των λαών, είναι σίγουρο ότι θα μάθουμε σημαντικά πράγματα. Από αυτήν την απάντηση μπορεί να  εξαρτάται εν μέρει η μορφοποίηση του οράματος των κομμουνιστών με τρόπο που να εμπνέει, να κινητοποιεί, να οργανώνει όλο και περισσότερους σε ελπιδοφόρα δράση.



Γενικά, με τέτοιες πρακτικές, όπου οι κομμουνιστές αφουγκράζονται έμπρακτα και συστηματικά την εργατική τάξη, μπορεί να παραμεριστούν εμπόδια στο να εμπεδώνεται προοδευτικά στην συνείδηση της η αντίθεση μεταξύ καπιταλισμού και κομμουνισμού σαν αντίθεση, όπως προειπώθηκε, μεταξύ εφιάλτη και ονείρου. Φτάνει να υπάρχει γνήσια θέληση ν΄ ακούσουν και να διδαχτούν από μια τέτοια ακρόαση.






2 σχόλια:

  1. Ισχύει και η υπεράσπιση του δόγματος - «Δεν τα βάζεις με τον δ.σ., σύντροφε, αν δεν έχεις υποφέρει μαλάκυνση εγκεφάλου ή δεν έχεις γλιστρήσει στον οπορτουνισμό»;
    Nexus

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Δεν είναι εύκολο να μπει το νυστέρι της έρευνας και σε ζητήματα που μπορεί και να θεωρούνται ταμπού.
      Κατανοήσημο.

      Ο δ.σ. είναι από τις σημαντικότερες παρακαταθήκες του Λένιν και παραμένει αξεπέραστη οργανωτική αρχή του κόμματος - κι αυτο δεν το θεωρώ δογματισμό. Είναι αναγκαιότητα.

      Όμως, για να βρεθεί η αλήθεια η οποία, άνευ όρων, πρέπει να είναι το ζητούμενο, η έρευνα πρεπει να γίνεται χωρίς προκαταλήψεις και ιδεολογικές συστολές. Κι αυτο, απλά, (μεταξύ άλλων) ισχυρίζομαι εδώ.

      Διαγραφή