Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2020

Σχέδιο Αγάπης











"For Simone de Beauvoir, authentic love is an ethical undertaking: it can be spoilt by devotion as much as by selfishness"
Kate Kirkpatrick



Οι επιθυμίες να αγαπήσεις και να αγαπηθείς είναι, κατά τη γνώμη της Simone de Beauvoir, μέρος της δομής της ανθρώπινης ύπαρξης. Συχνά, πάνε στραβά. Αλλά ακόμα κι έτσι, η αυθεντική αγάπη δεν είναι μόνο δυνατή αλλά κι ένα από τα πιο ισχυρά εργαλεία που διατίθενται σε άτομα που θέλουν να είναι ελεύθερα. Τι ακριβώς είναι αυτή η αυθεντική αγάπη; [...] Για την Beauvoir, για να είναι η αγάπη αυθεντική, πρέπει να είναι αμοιβαία και μη-εκμεταλλευτική. Αλλά θα ήταν δύσκολο να επιτευχθεί αυτό, όσο η κοινωνία διαιωνίζει μύθους της αγάπης που εξιδανικεύουν ανήθικες σχέσεις μεταξύ των φύλων. [...]


Στα από το 1926 φοιτητικά σημειώματα της Beauvoir, η ηθική διαπροσωπική αγάπη περιγράφεται σε αντίθεση με δύο μορφές αποτυχημένης αγάπης - δυο «αμαρτίες» που κατονομάζει ως ναρκισσισμό (εγωισμό, ή ιδιοτέλεια, σε κάποιες αγγλικές μεταφράσεις) και αφοσίωση. Στις πρώτες διατυπώσεις της, ως ναρκισσισμός ορίστηκε «το να αγαπάς τον εαυτό σου και μόνο την αγάπη που έχει ο άλλος για σένα». Η αποτυχία του ναρκισσισμού είναι ότι ξεχνά πως υπάρχουν δύο ερωτευμένοι: ο ναρκισσιστής δεν θυμάται ότι η αγάπη πρέπει να αποζητά το καλό για τον άλλο. Ο εραστής (του Νάρκισσου) είναι ένας μικρός χαρακτήρας στο μεγάλο σχήμα της δικής του ιστορίας. Η αφοσίωση, αντίθετα, είναι ένα «απόλυτο δώρο» της ερωτευμένης στον εραστή, με μια «αυταπάρνηση» όπου η ίδια η συνείδηση ​​της  είναι εξουδετερωμένη για χάρη του άλλου. Η αφοσιωμένη εράστρια δεν θέλει καμιά πλοκή, εκτός από αυτήν που ο αγαπημένος της γράφει. Είτε δεν θέλει είτε δεν μπορεί να κρατήσει τη δική της πένα. Ξεχνώντας τον εαυτό της, η αγάπη της αδυνατεί επίσης να φιλοξενήσει δύο – Κατά τα λόγια της νεαρής Beauvoir, είναι μια μορφή «ηθικής αυτοκτονίας». [...] Η σαγήνη στην αφοσίωση έγκειται στο ότι υπόσχεται απαλλαγη από υποχρεώσεις: Το αφοσιωμένο άτομο πιστεύει ότι η ζωή του αποκτά νόημα  επειδή ικανοποιεί τις ανάγκες κάποιου άλλου κι εκτιμάται γι αυτό. [...] προβληματικά, το αφοσιωμένο άτομο παίρνει τον σκοπό του άλλου ως μέσο για την επίτευξη του δικού του σκοπού - και το θέλει «χωρίς αυτόν και εναντίον του». Η αφοσίωση μπορεί να είναι τυραννική – ενώ ισχυρίζεται ότι θέλει το καλό του άλλου, στην πραγματικότητα επιβάλλει μιαν αξία στον άλλον που μπορεί να μην είναι της επιλογής του. [...]


 Αυτό που είναι πραγματικά αναγκαίο, σύμφωνα με την άποψη της Beauvoir, είναι  να γίνει ο άλλος σεβαστός ως «ελευθερία»: ως άτομο σε ένα συνεχές γίγνεσθαι, με σχέδια για τη ζωή του που πρέπει να είναι της επιλογής του. Είτε είναι φιλική, οικογενειακή η αγάπη αυτή, είτε ερωτική, για να είναι ηθική πρέπει να υπάρχουν δύο ελευθερίες και ο καθένας απ’ τους δύο συμβαλλόμενους να σέβεται την αξία της ελευθερίας του άλλου, έτσι ώστε κανένας από αυτούς να μην υποφέρει από τον ακρωτηριασμό σε υποταγή. Είναι ασυνεπές, ισχυρίστηκε, να εκτιμά κάποιος την ατομική του ελευθερία χωρίς να εκτιμά τις ελευθερίες των άλλων. Όπως το έθεσε στο έργο της  "The Ethics of Ambiguity" (1947): «το να θέλεις να είσαι  ελεύθερος είναι επίσης να θέλεις  ελεύθερους τους άλλους». Η ηθική αγάπη συνίσταται σε αυτό που η Beauvoir ονομάζει «ισορροπία» και «αμοιβαιότητα». Σε ισορροπία υπάρχει αυτο-προσφορά χωρίς αυτο-απώλεια: ο εραστής και η αγαπημένη «απλά βαδίζουν δίπλα-δίπλα, βοηθώντας ο ένας τον άλλον». Επειδή οι άνθρωποι δεν αισθάνονται μεταξύ τους πάντα ίσοι ή εξίσου άξιοι αγάπης, η Beauvoir συζητά τη δυναμική που απειλεί αυτή την ισορροπία - δυναμική στην οποία το ένα άτομο βλέπει τον εαυτό του ως κατώτερο ή ανώτερο. Ο "πιο παραγωγικός" τύπος αγάπης, δήλωσε ο Beauvoir, ήταν «όχι υποταγή», αλλά μάλλον μια σχέση στην οποία κάθε άτομο στηρίζει το άλλο στην αναζήτηση μιας ανεξάρτητης, ατομικής ζωής. [...] 


Ο Beauvoir περιγράφει ως «κακή πίστη» ένα είδος κάλυψης πίσω από κάποιο άλλοθι - ένα ψεύτικο άλλοθι. Για παράδειγμα, αυτοί που ισχυρίζονται ότι η συμφεροντολογία είναι «ανθρώπινη», ή ότι «η ανθρώπινη φύση δεν θα αλλάξει», κατά την άποψή της, θα μπορούσαν «να αποκηρύξουν κάθε προσδοκία γενναιοδωρίας ή μεγαλοσύνης από τον άνθρωπο». Θα μπορούσαν να περιγελάσουν το είδος της αμοιβαίας αγάπης χαρακτηρίζοντας την ως «παραίσθηση της νεότητας» ή «ενοχλητική ψευδαίσθηση», αντί να το βλέπουν ως κάτι που είναι μεν δύσκολο αλλά κι εφικτό.  [...] 


Η κληρονομιά της υποταγής των γυναικών επέζησε σε συμβάσεις του «πολιτισμού» με τρόπους που καθιστούσαν δελεαστική τη συμμετοχή στη διαιώνιση της. Οι πολιτισμικοί μύθοι της ρομαντικής και σεξουαλικής «αγάπης» δόξαζαν την υποταγή των γυναικών και γιόρταζαν παραμορφωμένες επιθυμίες με τρόπους που καθιστούσαν επισφαλές το να τις ξεπεράσουν. Λόγου χάρη, η άνιση πρόσβαση στην κάλπη.  [...] Όσο επιτυχημένη και μορφωμένη και αν καταφέρει να γίνει μια κοπέλα, τελικά θα κριθεί, θα εκτιμηθεί ή θα επιθυμηθεί σε σχέση με το πώς είναι εμφανισιακά". [...]. Ήξεραν ότι δεν ήταν αντικείμενα προς  κατανάλωση - αλλά δεν ενθαρρύνθηκαν να αντιδράσουν ως συνειδητά όντα που θα μπορούσαν να αντικρύσουν τους κυνηγούς τους και να αμφισβητήσουν την ηθική του βλέμματος τους. [...] 


Για τους άνδρες, το χειρότερο άλλοθι ήταν ακριβώς ο ισχυρισμός ότι είναι στη φύση τους να εξουσιάζουν γυναίκες – και στη φύση των γυναικών να υποτάσσονται. Έγραψε ότι: Για τον μέσο δυτικό αρσενικό το ιδανικό είναι μια γυναίκα που υποτάσσεται ελεύθερα στην κυριαρχία του, που δεν δέχεται μεν τις ιδέες του χωρίς κάποια συζήτηση, αλλά που υποχωρεί στη συλλογιστική του, που έξυπνα αντιστέκεται, αλλά στο τέλος υποκύπτει.  [...] Αυτό που ανακάλυψε ήταν μια «πολλαπλότητα ασυμβίβαστων μύθων». Αλλά οι μύθοι εξυπηρετούν πάντα έναν σκοπό και, σύμφωνα με την άποψη της Beauvoir, «κάτω από την πληθώρα των μύθων, ο σκοπός ήταν να δείξουμε στις γυναίκες ότι η αληθινή κλήση τους ήταν η αγάπη ξεχνώντας τον εαυτό τους». [...]


Οι γυναίκες ενθαρρύνθηκαν δυσανάλογα να δουν την αγάπη, όχι την ελευθερία, ως το πεπρωμένο τους - ως καθοριστική αξία της ζωής τους. Είτε στο γάμο, στη μητρότητα, είτε στη θρησκευτική ζωή, η αγάπη παρουσιάστηκε στις γυναίκες ως «προσφορά», ως το «υπέρτατο επίτευγμα» τους, ως «ολική παραίτηση προς όφελος του κύρη τους». Δεδομένου ότι για πολύ οι γυναίκες διδάχθηκαν ότι η αξία τους εξαρτάται από την αγάπη των ανδρών γι αυτές, τα κορίτσια ακόμα ενθαρρύνονται να συλλάβουν τον εαυτό τους «όπως φαίνεται μέσα από τα μάτια του άντρα», να εκπληρώσουν τις φαντασιώσεις των ανδρών και να τους βοηθούν να ακολουθήσουν τα σχέδιά τους αντί να δουν τα δικά τους όνειρα ή να προωθήσουν τα δικά τους πλάνα.


Εδώ, η Beauvoir προσφέρει ένα πορτρέτο της «ερωτευμένης γυναίκας» ως δείγμα της «αφοσίωσης». Η ερωτευμένη γυναίκα προσπαθεί να δει τον εαυτό της  μέσα από τα μάτια τους αγαπημένου της, να διαμορφώσει τον κόσμο της γύρω από τις επιθυμίες του - πχ να διαβάσει αυτό που διαβάζει, να ακούσει αυτό που ακούει και να ενδιαφερθεί για τις ιδέες του, στην τέχνη, την πολιτική, να αποδέχεται τους φίλους του. Στη σεξουαλική ζωή, αντιμετωπίζεται ως μέσο για την ευχαρίστησή του, όχι ως σεξουαλικό υποκείμενο με δικές της επιθυμίες. Η ερωτευμένη γυναίκα ευχαριστιέται  να λέει «εμείς» επειδή της αρέσει η ασφάλεια της ταύτισής της με τον αγαπημένο της. Αυτό που θέλει είναι να τον υπηρετεί, να νιώθει χρήσιμη. Δεν ζητά ποτέ αμοιβαιότητα εξαιτίας των κινδύνων που μπορεί να συνεπάγονται αν γίνει «απαιτητική». Αλλά, όπως λέει η Beauvoir, «αυτή η περίφημη ευτυχία είναι σπάνια σταθερή». Τελικά, θα συνειδητοποιήσει ότι συγχέει την επιθυμία για αγάπη με την ίδια την αγάπη. [...]


Η φιλοσοφικό της θέση ήταν ότι είναι δύσκολο να μάθουμε να αγαπάμε ηθικά όταν υπάρχουν τόσο λίγα παραδείγματα αμοιβαιότητας μεταξύ γυναικών και ανδρών. Η ιστορία και η λογοτεχνία μαρτυρούν μυριάδες τρόπους με τους οποίους οι άνδρες αναμένουν τις γυναίκες να δώσουν τους εαυτούς τους με τρόπους που δεν θα περίμεναν ποτέ να τους δοθούν αντίστοιχα. Και στη ζωή της συνηθισμένης γυναίκας, πίστευε η Beauvoir, η προσδοκία να δώσει χωρίς αμοιβαιότητα πολλάκις την οδηγεί να γίνει «διχασμένο άτομο», σχισμένο ανάμεσα στην επιθυμία να επιβεβαιωθεί η ίδια  και στην επιθυμία να εξαφανιστεί - με την ελπίδα πως θα  είναι πιο αξιαγάπητη. Σε ένα δοκίμιο του 1950, ρώτησε: «Δεν είναι άραγε δυνατόν να συλλάβουμε ένα νέο είδος αγάπης στο οποίο και οι δύο εταίροι να είναι ίσοι – κι ο ένας να μην επιζητεί την υποταγή του άλλου;» [...]


Στην ηθική αγάπη, η Beauvoir υποστήριξε ότι οι γυναίκες θα εξακολουθούσαν να βοηθούν τους εραστές τους να επιτύχουν στα σχέδιά τους - αλλά το ίδιο ιδανικό θα συμμερίζονταν κι οι άντρες: Ο άντρας, αντί να αναζητά ένα είδος ναρκισσιστικής εξύμνησης από την σύντροφό του, θα ανακαλύψει στην αγάπη έναν τρόπο να βγει έξω από τον εαυτό του, να αντιμετωπίσει άλλα προβλήματα εκτός από τα δικά του. Με όλη την φλυαρία σε συγγραφές για το μεγαλείο αυτής της γενναιοδωρίας, γιατί να μην δίνεται στον άντρα η πιθανότητα να συμμετάσχει σε τέτοια αφοσίωση, στην αυταπάρνηση που θεωρείται τόσο αξιοζήλευτο  γνώρισμα των γυναικών; Αν και οι δύο εταίροι αντιλαμβάνονταν την αγάπη ως κοινό σχέδιο, αν και οι δύο σκέπτονταν «ταυτόχρονα τον άλλον και τον εαυτό», υποστήριξε η Beauvoir, θα μπορούσαν να επιτύχουν την «εξεύρεση του κατάλληλου μέσου» μεταξύ ναρκισσισμού και αφοσίωσης. Δεν θα συνιστά λυτρωμό. Αλλά ούτε και επανάπαυση σε έναν ακρωτηριασμό υποταγής αντί για μια σχέση ανθρώπου με άνθρωπο που  κάνει δυνατή την αυθεντική αγάπη.



Το κείμενο ειναι μεταφραση μερους του αρθρου της Kate Kirkpatrick "Love is a Joint Project"  – ολοκληρο στα αγγλικα εδώ 



η εικονα: Προγευμα στη Χλοη Édouard Manet