Δίψασες και σου έδωσα να πιεις αλήθεια
Την έφτυσες - η γεύση της σαν δηλητήριο πικρή
Γκρεμίζεις το άγαλμά μου και μου σπας τα στήθια
Χέρια, κεφάλι, θρύψαλα... ξαναπεθαίνουν κι οι νεκροί
Με τα κομμάτια μου, άλλου θεού ναό θέλεις να χτίσεις
Βγάζοντας από την ψυχή μου των χτιστάδων το υλικό
Μα πάντα θα σου λείπει κάτι που δεν θ' αποκτήσεις
Όσο θαρρείς πως είμ' ο δαίμονας, που σού 'καμε κακό
Τρελός Μουσώνας ράγισε μεσονυχτίς τα ρέλια. Στο χέρι σου χλωρό κλαρί, χαρτί κι ένα φτερό. Τέσσεροι κάμανε καιροί τα ρούχα σου κουρέλια. Να σε σκεπάσω θέλησα, γλιστράς και δεν μπορώ.
(Από το ποίημα "Μουσώνας" του Ν. Καββαδία)
Η ατμόσφαιρα βάρυνε από χτες. Άρχισε να φυσάει και να βρέχει τερματίζοντας μια περίοδο θερινής λιακάδας που κράτησε πάνω από πέντε βδομάδες.
Εβρεχε όταν ξεκίνησα για να βρώ ένα φίλο μου στην πόλη. Λίγο πριν συναντηθούμε σταμάτησεη βροχή, κι ο ήλιος, ξεπροβαλοντας αδύναμα ανάμεσα στα σύννεφα, έκανε μπορετό να πιούμε τσάι στο "Meeting Place" - ένα αίθριο Cafe, με τραπεζάκια έξω, στην παραλία του Βrighton.
Έχω βραχεί πηγαίνοντας προς τα εκεί, και το σχολιάζει με το αγγλικό κλισέ: "Ωραίος καιρός για πάπιες"...
Του λέω: "Έφερες τη βροχή από την Ελλάδα εδώ ... καλά περνούσαμε μέχρι να έρθεις ..."
Μου "απολογείται", πληροφορώντας με ότι οι ασυνήθιστοι μουσώνες κι οι νεροποντές βαστάξαν μέχρι τον Ιούνη στην Ελλάδα, αλλά το ζεστό και λιόλουστο καλοκαίρι έφτασε εκεί αρκετές μέρες πριν ο ίδιος γυρίσει στην Αγγλία. "Παραδέχεται" μεν πως βρέχει εξαιτίας του εδώ, αλλά μόνο για να μου προσφέρει μιαν εντελώς "προσωπική ερμηνεία" του φαινομένου: βρέχει, μου εκμυστηρεύεται, διότι ενίοτε η φύση εκφράζει αυτό που νιώθει εκείνος.
Τον κοιτάω χαμογελώντας, μάλλον εξεταστικά ... κι αποκρίνεται λέγοντας: "συμβαίνει..".
Η ατμόσφαιρα άλλαξε εδώ, μου λέει, όταν εκείνος έλαβε κάποιο δυσάρεστο μαντάτο από την Ελλάδα. Σκέφτομαι πως δεν είναι και τόσο ασυνήθιστο αυτό - όπου και να βρεθεί ο σημερινός Έλληνας που δεν είναι "άνοσος" από οικονομική άποψη, το πιθανότερο είναι να λάβει άσχημα μαντάτα από την Ελλάδα...
Η "περί ανέμων και υδάτων" κουβέντα συνεχίζεται όχι πια σαν προοίμιο στο "θέμα" που τον απασχολεί. Μου λέει πως πριν χαλάσει ο καιρός, καθημερινά περπατούσε στην παραλία της πόλης και δελεαζόταν να κολυμπήσει, αλλά τον απωθούσε η πράσινη θολούρα της θάλασσας εκεί. Προχτές, και πριν πάρει το μαντάτο (που "εκφράστηκε" και με την αλλαγή του καιρού...), είχε πάει στο Cuckmere Haven - ένας κόλπος που σχηματίζεται στο δέλτα του ποταμού Cuckmere, Sussex - απ' όπου αρχίζει η σειρά των γκρεμών γνωστών με το όνομα Seven Sisters, κι είναι ένα από τα σημεία της ακτής στα οποία η θάλασσα "τρώει" τη στεριά.
Περπάτησε με την άμπωτη της παλίρροιας στους πρόποδες της πρώτης από τις "Επτά Αδελφές" και κολύμπησε σε καθαρά νερά. Η πλημμυρίδα επέστρεψε κι η στάθμη της θάλασσας άρχισε ν' ανεβαίνει με απειλητική ταχύτητα. Εκείνος βγήκε βιαστικά αλλά το έδαφος στο οποίο πριν λίγη ώρα περπάτησε, έγινε βυθός, κι έπρεπε να κολυμπήσει κρατώντας το πορτοφόλι του και το κινητό του πάνω απ' την επιφάνεια του νερού, για να φτάσει σαν ναυαγός στον γιαλό! Τα ρούχα του τα πήρε ο ωκεανός ... Ευτυχώς που η θάλασσα ήταν ήρεμη, ... γιατί, αν είχε κύμα και τον χτυπούσε πάνω στα βράχια, μπορεί και να πνιγόταν εκεί... Οι Επτά Αδελφές πρέπει να είναι στοιχειωμένες, μου λέει. Εκτός από πολλούς που έχουν αυτοκτονήσει σαλτάροντας από την κορυφή του γκρεμού, αρκετοί πρέπει να έχουν πνιγεί από άγνοια ή αμέλεια εκεί...
"Η ειρωνεία θα ήταν να πνιγώ πριν πάρω το κακό μαντάτο... κανείς δεν θα πίστευε πως πνίγηκα (ιδιαίτερα η πηγή του άσχημου μαντάτου, που ξέρει πως "δραπέτευσα" από την Σπιναλόγκα και κολύμπησα ως τη Ελούντα για να την βρω)... Θα πιθανολογούσαν πως αυτοκτόνησα... Κι εσύ, δεν θα ήξερες αν αυτοκτόνησα εξαιτίας ερωτικής ή πολιτικής απογοήτευσης..."
Η απόκρισή μου ήταν πως, στο τέλος της μέρας, είτε ήταν ερωτική είτε πολιτική η απογοήτευσή του, αν τον οδηγούσε σε αυτοκτονία δεν θα έκανε καμία διαφορά, ... ούτως η άλλως σπατάλη θα ήταν...
"... πιο πολύ μου αρέσει το αφήγημα ότι κινδύνεψες να πνιγείς κάνοντας κάτι που σ' ευχαριστούσε... ό,τι μαντάτο και αν πήρες, στο φινάλε ..."
Στις 27 Ιανουαρίου 1980, πέθανε ο
Στρατής Τσίρκας, ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες πεζογράφους της
λεγόμενης μεταπολεμικής γενιάς. Ο
Στρατής Τσίρκας (το πραγματικό του όνομα ήταν Γιάννης Χατζηαντρέας)
γεννήθηκε στο Κάιρο, στις 10 Ιουλίου 1911. Μετά την αποφοίτηση του από
την «Αμπέτειο Σχολή» του Καίρου, το 1928, προσλαμβάνεται στην Εθνική
Τράπεζα της Αιγύπτου και μετά από ένα χρόνο πιάνει δουλειά σε εργοστάσιο
εκκοκισμού βάμβακος στην Άνω Αίγυπτο. Την ίδια περίοδο συνδέεται με την
κομμουνιστική ομάδα του Σακελλάρη Γιαννακάκη και γράφει τα πρώτα του
ποιήματα και διηγήματα για τη ζωή των φτωχών αγροτών της Αιγύπτου. Καθοριστικής σημασίας για την
μετέπειτα πορεία του ήταν η συνάντηση του με τον Καβάφη, το 1930, στην
Αλεξάνδρεια. Παρά το γεγονός ότι αυτή η συνάντηση δεν διήρκεσε πολύ,
άφησε ένα βαθύ αποτύπωμα στον Τσίρκα, ο οποίος στο βιβλίο του «Ο Καβάφης
και η εποχή του» γράφει: «Όταν μετρώ τις ώρες που πέρασα πλάι του, δεν
τις βρίσκω περισσότερες από δώδεκα, το πολύ δεκατρείς. Στις εννιά ή δέκα
είμασταν μόνοι. Ήταν οι καλύτερες». Και προσθέτει: «Από τότε δεν τον
ξαναείδα. Γρήγορα με τράβηξαν άλλοι ορίζοντες. Ένας ανόητος φανατισμός
δε μ’ άφηνε να επιζητήσω νέα συνάντηση όσες φορές ξαναπήγα στην
Αλεξάντρεια. Ένα απόγεμα, στο Κάιρο, μέσα στο δρόμο, έμαθα πως πέθανε.
Εκείνες τις μέρες ο Χίτλερ, καγκελάριος πια, ξαπολούσε το μεγάλο κύμα
της τρομοκρατίας στη Γερμανία. Αν κανένας μου έλεγε πως κάποτε θ’
αφιέρωνα τρία χρόνια σε μελέτες και σε αναζητήσεις των πηγών και των
περιστάσεων της ποίησης του Καβάφη, θα τον έπαιρνα για τρελό». Το 1938 μετακομίζει στην Αλεξάνδρεια και αναλαμβάνει τη θέση του διευθυντή στο εργοστάσιο βυρσοδεψίας του Μικέ Χαλκούση. Το 1943 μαζί με άλλους Έλληνες Αιγυπτιώτες συγκροτούν τον Ελληνικό Απελευθερωτικό Σύνδεσμο (ΕΑΣ) που συνδέεται στενά με το ΕΑΜ. Τον Απρίλιο του 1944, καταστέλλεται
βίαια από τους Εγγλέζους και ελληνικές ένοπλες δυνάμεις κίνημα στο
στρατό και στο στόλο της Μέσης Ανατολής, γεγονός που, σε συνδυασμό με
την αποκήρυξη του κινήματος από την επίσημη αντιπροσωπεία του ΕΑΜ στο
Λίβανο, θα επηρεάσει βαθιά τον Τσίρκα. Λίγο πριν πεθάνει, μάλιστα, σε
ομιλία του στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Υμηττού (13 Μαρτίου 1973) θα
τονίσει: «Γιατί εμένα με καίει, ακόμα τώρα ύστερα που έχω γράψει [εννοεί
τις Ακυβέρνητες Πολιτείες] η υπόθεση του Απρίλη. Τον έχω ζήσει κιόλας
τον Απρίλη πάρα πολύ έντονα, και η αδικία που έχει γίνει στους ανθρώπους
που αγωνίστηκαν και θυσιάστηκαν – που ίσαμε σήμερα να μην έχει
αναγνωριστεί επίσημα η συμβολή του κινήματος του Απριλίου για την εθνική
ενότητα… Αυτό μ’ έκανε να γράψω, για να δικαιωθεί ο Απρίλης. Αυτό είναι
το νόημα». Στη διάρκεια της δεκαετίας 1944- 1954
εξέδωσε τρεις συλλογές διηγημάτων και το 1956 έγραψε (μέσα σε δέκα
μέρες) την εξαιρετική νουβέλα «Νουρεντίν Μπόμπα», εμπνεόμενος από την
εθνικοποίηση της Διώρυγας του Σουέζ και τους αγώνες του αιγυπτιακού λαού
κατά της βρετανικής αποικιοκρατίας. Ο «Νουρεντίν Μπόμπα» εκδίδεται στην
Αθήνα από τον Κέδρο, κάνοντας έτσι τον Τσίρκα γνωστό στο αναγνωστικό
κοινό της Ελλάδας. Ασφαλώς, το σημαντικότερο έργο του
Στρατή Τσίρκα είναι οι «Ακυβέρνητες Πολιτείες», μια τριλογία που
απαρτίζεται από τρία μυθιστορήματα: τη Λέσχη, την Αριάγνη και τη
νυχτερίδα. Ένα έργο που αποτελεί τομή στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία,
τόσο στο περιεχόμενο, όσο (κυρίως) στη μορφή του, με την εισαγωγή ενός
τολμηρού μοντερνισμού στο ελληνικό μυθιστόρημα. Ωστόσο, η έκδοση της Λέσχης, το 1960,
τον φέρνει σε αντιπαράθεση με την ηγεσία του ΚΚΕ, εξαιτίας της
ιδιαίτερα σκληρής κριτικής του Τσίρκα σε στελέχη του Κόμματος, την
περίοδο της εξέγερσης του Απρίλη του 1944. Το 1961 διαγράφεται από την
Πρωτοποριακή Οργάνωση Ελλήνων Αιγύπτου, οργάνωση του ΚΚΕ, μετά την
άρνηση του να ανασκευάσει την άποψη του. Ο ίδιος περιγράφει ως εξής τη
συζήτηση που οδήγησε στη διαγραφή του; «[…] Μου λένε – Άκουσε εδώ. Η Λέσχη σου συκοφαντεί τους λαϊκούς αγωνιστές και το κίνημα. Πρέπει να την αποκηρύξεις. Διαφορετικά… – Σταθείτε, τους λέω, δε διαβάζετε
σωστά. Και γιατί βιαζόσαστε; Τώρα γράφω το δεύτερο μέρος, θα υπάρξει και
τρίτο, αν ζήσω. Τότε θα καταλάβετε καλύτερα. Εκείνοι όμως ήταν ανένδοτοι: «Ή την αποκηρύχνεις ή…». Κι εγώ τους λέω: – Πάρετε μόνοι σας την ευθύνη, εγώ βιβλία δεν καίω. Τότε μου είπαν πως η απόφαση ήταν κιόλας βγαλμένη: «Ή… ή…». Κι εγώ αποκρίθηκα: Ό,τι βλέπω καταθέτω, μια μαρτυρία. Δεν είναι η συνείδησή μου καπέλο να την πάρω από τούτο το καρφί και να την κρεμάσω στο άλλο». Οι κριτικοί εκείνης της εποχής (1960-
1965) διχάστηκαν σχετικά με τις «Ακυβέρνητες Πολιτείες». Φαίνεται όμως
ότι το έργο και ο συγγραφέας έπεσαν «θύματα» μιας αντιπαράθεσης, όπου το
βιβλίο έγινε η αφορμή να λυθούν λογαριασμοί στο χώρο της Αριστεράς, που
είχαν να κάνουν με τα όσα έφερνε το 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ και τις
διεργασίες που οδήγησαν στη διάσπαση του ΚΚΕ το 1968. Όπως και με πολλά άλλα έργα, όπου
επιχειρείται η μυθιστορηματική καταγραφή ιστορικών γεγονότων (και
μάλιστα νωπών), έτσι και με τις «Ακυβέρνητες Πολιτείες», η κριτική
εστιάζει (πολλές φορές) στην ακριβή, ή μη, αποτύπωση της ιστορικής
πραγματικότητας, αποσπώντας την από τη λογοτεχνική αξία του έργου. Έτσι
έχουμε από τη μια πλευρά την κριτική που στο όνομα της «ιστορικότητας»,
παραγνωρίζει τη λογοτεχνική αξία, και απ΄ την άλλη, την κριτική που εν
ονόματι της λογοτεχνικής αξίας του έργου, παραγνωρίζει την ιστορική
ακρίβεια. Ο ίδιος έγραφε για το θέμα αυτό, σε μια επιστολή του προς τον Τάσο Βουρνά, στις 15 Δεκεμβρίου 1961: «Σαν αντίδραση στη «δογματιστική»
λογοτεχνία που πολύ μας ζημίωσε, θέλησα να εξαφανίσω από το μυθιστόρημα
την προσωπική άποψη του συγγραφέα, να δώσω καταστάσεις, αντικειμενικά,
και ν’ αναγκάσω τον αναγνώστη να σκεφτεί πάνω τους. Βέβαια, κατά βάθος,
αυτό είναι ένας ψευτοαντικειμενισμός, η ιδεολογία του συγγραφέα υπάρχει
και το εκφράζει με χίλιους τρόπους: με τα νέα θέματα που εισάγει, με τις
πλευρές που φωτίζει, με την κλίμακα αξιών που υποδηλώνει όταν
αντιπαραθέτει τους δύο κόσμους και γενικά με την εποπτεία, τη φιλοσοφική
ματιά που κυβερνάει ολόκληρο τον κόσμο του βιβλίου». Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Τσίρκας
δεν απάντησε ποτέ δημοσίως στην κριτική που του ασκήθηκε από μια μερίδα
της αριστεράς, που εκφράσθηκε κυρίως με την κριτική του Μάρκου Αυγέρη. Στο «Ημερολόγιο» του, όμως, έγραψε (σελ 67- 68): «Δεν εμίλησα ποτέ. Σώπασα για την
πολεμική που μου έγινε. Άφησα τους άλλους να… Γιατί; Διότι ήτανε πολύ
γλιστερό το έδαφος. Είδαμε ανθρώπους που διαφώνησαν με το κόμμα τους,
και τελικά κατάντησαν στην αντίδραση. Ήξερα ότι ήτανε πάνω απ’ τις
δυνάμεις μου για να μπορέσω να βρω δίκιο. Τ’ άφησα λοιπόν. Έχοντας
εμπιστοσύνη ότι μια μέρα δεν μπορεί παρά αυτά τα πράγματα να βρούνε τη
σωστή τους εξήγηση. Όμως, πρέπει να πω ότι αυτή η εχθρική στάση απέναντί
μου, μου έκοψε τα φτερά. Δηλαδή χρειάστηκε να περάσουν πάρα πολλά
χρόνια για να μπορέσω να αποχτήσω τέτοια αυτοπεποίθηση ώστε να δοκιμάσω
άλλο μυθιστόρημα, που είναι Η Χαμένη Άνοιξη. Πολύ μου εκόστισε. Όχι
γιατί περίμενα τα «εύγε», δεν είναι γι’ αυτό, αλλά να βλέπεις ανθρώπους
που αγωνίστηκες μαζί τους και σε κοιτάζουνε σαν ύποπτο… Φοβερό! Πάντως,
πρώτη φορά μιλάω τώρα». Υπό την προϋπόθεση λοιπόν ότι οι
«Ακυβέρνητες Πολιτείες» αντιμετωπίζονται ως ένα ενιαίο και αδιάσπαστο
έργο, όπου συμβιώνουν η ιδεολογική συγκρότηση του συγγραφέα (αποτέλεσμα
της οποίας είναι και η ματιά του στην ιστορία και τα πρόσωπα) με την
λογοτεχνική του ικανότητα, συγκαταλέγονται στα έργα αναφοράς της
μεταπολεμικής μας πεζογραφίας.
Περιμένοντας το λεωφορείο για να πάω στο κέντρο της πόλης, στεκόμουν κάτω από το στέγαστρο της στάσης, στον ίσκιο - κείνη τη μέρα έκανε ζέστη ασυνήθιστη και για Ιούλιο εδώ. Λίγο πιο πέρα, ένας μελαμψός τύπος, τριαντάρης περίπου, μοιραζόταν τον ίδιο ίσκιο με μένα ενώ στεκόταν λίγο έξω από την στάση, καπνίζοντας. Δίπλα μου και λίγο πιο εξω ήταν μια νεαρή κοπέλα, με το προσώπό της εκτεθημένο στον ήλιο. Η φωτεινή επιγραφή που δείχνει την ώρα άφιξης του λεωφορείου , λέει πως έχουμε τρία λεπτά αναμονής ακόμα. Σκέφτομαι τι μπορεί να συμβεί μετά από δεκαπέντε λεπτά ανίας στη στάση του λεωφορείου (σε μια ήσυχη συνοικία στα περίγυρα του Brighton που κατοικείται σχεδόν αποκλειστικά από μικροαστούς αγγλοσάξονες ), ώστε να κάνει την αναμονή ενδιαφέρουσα στα τρία λεπτά που απομένουν... Την ίδια στιγμή, δίνει απάντηση στο ερώτημα μου μια κυρία που φτάνει στη στάση και στέκεται κοντά στον νεαρό. Δεν θα έλεγα πως ήταν άξια παρατήρησης αν δεν έκανε την παρουσία της αισθητή με την συμπεριφορά της. Λεπτή, προχωρημένης ηλικίας, ξανθιά (με εμφανώς άσπρες τις ρίζες των μαλλιών της) και κακοντυμένη - μάλλον ιθαγενής, Εγγλέζα. Το πρόσωπό της ζαρωμένο, της δίνει η μια πικρόχολη έκφραση, μάλλον από κακουχία και κατάχρηση... ή έτσι υπέθεσα.
Σχεδόν αμέσως μετά την άφιξή της εκεί, λοιπόν, η κυρία απευθύνεται προς τον νεαρό, που κοιτάει αλλού, και να του πετάει ένα επιθετικό "excuse me", με έμφαση στον τόνο της φωνής της. Αυτός γυρίζει και την βλέπει παραξενεμένος. H ιθαγενής κυρία δεν του λέει τίποτε άλλο, κι απλά του δείχνει την ταμπέλα στην στάση που γράφει το απαγορευτικό "No Smoking". Αυτός την αγνοεί και συνεχίζει να καπνίζει. Η κυρία, σε πιο υψηλό τόνο τώρα, του τονίζει πως την ενοχλεί ο καπνός του και, κάνοντας μια απωθητική χειρονομία με το χέρι της, του λέει να πάει πιο πέρα απ' τη στάση να καπνίσει... Κι αυτός της λέει πως στέκεται ήδη έξω απ' την στάση (κι όντως έτσι είναι ... επιπρόσθετα, ο καπνός του δεν την φτάνει ούτε κατά προσέγγιση) κι αν έχει πρόβλημα, τότε να πάει εκείνη πιο πέρα. Παρεμπιπτόντως, ο νεαρός μιλάει αγγλικά με Λονδρέζικη προφορά (cockney), και μάλλον είναι "γέννημα - θρέμμα" Βρετανός. Κι αυτή του λέει: "Αν δεν σ' αρέσουν οι νόμοι αυτής της χώρας, πήγαινε πίσω στην δική σου!"... Εντωμεταξύ, το λεωφορείο που περιμένουμε έχει φτάσει, επιτέλους... Καθώς πλησιάζουμε να μπούμε μέσα, η νεαρή κοπέλα που στεκόταν δίπλα μου με κοιτάει και, χαμογελώντας κάπως συνωμοτικά, μου λέει χαμηλόφωνα : "it's the heat..." (φταίει η ζέστη)...
Επιβιβαζόμαστε στο λεωφορείο όλοι, εκτός από τον νεαρό καπνιστή. Λίγες στάσεις πιο πέρα, παρατηρώ πως η ιθαγενής κυρία ετοιμάζεται να κατέβει. Μόλις βγαίνει στο πεζοδρόμιο βγάζει ένα πακέτο τσιγάρα απ' την τσάντα της, ανάβει ένα και αρχίζει να βαδίζει βιαστικά - σαν να ξέρει καλά ποια είναι και πού θέλει να πάει..