Η μέρα σταμάτησε επίπονα. Ήθελε να συγκρατησει τον ήχο κυμάτων στην μνήμη, τη γεύση απ' το σάλιο σου με την αρμύρα της θάλασσας, μα όλα διαλύθηκαν τόσο βασανιστικά ενώ κάπου μακρυά, ρυθμικά τα σφυριά θα χτυπούσαν καρφιά, με αντίστιξη τα βογκητά και τις ύβρεις... Τί άραγε φεύγει καλπάζοντας τώρα; Για πού;
Κι αν η εικόνα του εσταυρωμένου το ακολουθούσε ανεξίτηλα, τώρα δεν έχει καμιά σημασία. Μήτε αν ήταν δικός του ο σταυρός κι αν καρφώθηκε μόνος του. Η νύχτα κοιμάται στα μαύρα της αυριανής απορίας. Βάφει το αίμα που, φαρμακωμένο σε θρόμβωση της αορτής, θα γίνει ο φραγμός στη ροή των ονείρων του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου