[διαβάστε το Α' μέρος εδώ]
To κεντρικό
εύρημα της έρευνας έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Μεταφράζω από την εισαγωγική σύνοψη
της δημοσίευσης της.
Συναισθηματικές καταστάσεις δύναται να μεταφερθούν σε άλλους μέσω συναισθηματικής μίανσης
[σ.σ. ή μόλυνση], που οδηγεί τους ανθρώπους να βιώσουν τα ίδια συναισθήματα, εν αγνεία τους. Η συναισθηματική μίανση είναι
καλά εδραιωμένη σε εργαστηριακά πειράματα όπου οι άνθρωποι μεταδίδουν θετικά και αρνητικά συναισθήματα προς
άλλους. Δεδομένα από ένα ευρύ κοινωνικό δίκτυο πραγματικών ανθρώπων, συλλεγμένα
κατά τη διάρκεια μιας εικοσαετούς περιόδου
δείχνουν ότι οι πιο μακροχρόνιες ψυχικές διαθέσεις (όπως η κατάθλιψη, η ευτυχία),
μπορούν να μεταδοθούν μέσω δικτύων [Fowler JH, Christakis NA (2008) BMJ 337: a2338],
αν και τα αποτελέσματα είναι αμφιλεγόμενα. Σε ένα πείραμα με τους ανθρώπους που
χρησιμοποιούν το Facebook, δοκιμάζουμε αν η συναισθηματική μετάδοση λαμβάνει
χώρα εκτός της διαπροσωπικής αλληλεπίδρασης
μεταξύ ατόμων, μειώνοντας την ποσότητα του συναισθηματικού περιεχόμενου στο News
Feed. Όταν μειώθηκαν οι θετικές εκφράσεις, οι άνθρωποι παρήγαγαν λιγότερα θετικές
θέσεις και πιο αρνητικές θέσεις. Όταν μειώθηκαν οι αρνητικές εκφράσεις, το
αντίθετο μοτίβο συνέβη. Αυτά τα αποτελέσματα δείχνουν ότι τα συναισθήματα που
εκφράζονται από άλλους στο Facebook επηρεάζουν τα συναισθήματά μας, που
αποτελούν πειραματικές αποδείξεις για μαζικής κλίμακας μίανσης μέσω των
κοινωνικών δικτύων. Η εργασία αυτή δείχνει επίσης ότι, σε αντίθεση με τις
επικρατούσες παραδοχές, πρόσωπο-με-πρόσωπο αλληλεπίδραση και οι μη λεκτικές εντυπώσεις
δεν είναι απολύτως απαραίτητες για τη συναισθηματική μίανση, και ότι η
παρατήρηση των θετικών εμπειριών των άλλων αποτελεί μια θετική εμπειρία για
τους ανθρώπους.
Κάποτε, χρειαζόταν φαρμακευτική αγωγή, και μόνο κάτω
από ψυχιατρικό έλεγχο ήταν δυνατόν να επηρεαστεί τεχνητά η ψυχική διάθεση ενός
ατόμου απο άλλον παράγοντα. Τώρα μπορεί να γίνει αυτό στο διαδικτυο από τα
πολυεθνικά τέρατα που το ελέγχουν χωρίς τα ίδια να υπάγονται σε οποιοδήποτε έλεγχο.
Και το άκρον άωτον του παράλογου της κατάστασης αυτής είναι ότι την άδεια στις
πολυεθνικές να τον χρησιμοποιήσουν την δίνει ο ίδιος ο χρήστης.
Στις άμεσα πολιτικές προεκτάσεις του ζητήματος αναφέρεται
κι ένα ενδιαφέρον άρθρο στον Ριζοσπάστη, το οποίο καταλήγει με το παρακάτω ερώτημα
.
Το πρόσθετο ερώτημα που πρέπει να απαντήσουν τώρα οι
χρήστες των κοινωνικών δικτύων είναι αν θέλουν να γίνουν πειραματόζωα σε
ψυχολογικά πειράματα που θα τους κάνουν να νιώθουν ευχάριστα ή δυσάρεστα όχι με
βάση τις δικές τους εμπειρίες και τη δική τους ψυχοσύνθεση, αλλά την
κατευθυνόμενη διάθεση που θα διασπείρουν τα data centers του Facebook. Αν
θέλουν να τους υποβάλουν ιδέες και αποφάσεις χωρίς οι ίδιοι να το αντιλαμβάνονται.
έχουν τη δυνατότητα να απαντήσουν «όχι».
Αναρωτιέμαι, όμως, αν οι χρήστες όντως έχουν τη
δυνατότητα να απαντήσουν «όχι». Σίγουρα,
δεν θα υποφέρει μεγάλη απώλεια κάποιος που αποφασίζει να κλείσει τον λογαριασμό
του στο Facebook. Ένας σωρός ανοησίες και ανιαρότητες μεταφέρονται μέσω αυτού και άλλων ψευτο-κοινωνικών δικτύων.
Το προβλημα είναι ότι το καπιταλιστικό σύστημα μας καθιστά
υποχρεωμένους να καταναλώνουμε τα προϊόντα
που παράγει, ανάγοντας τα σε αναγκαιότητες στην ζωή μας. Μπορεί κάλλιστα κάποιος
να κλείσει το λογαριασμό του στο ένα ή άλλο ψευτο-κοινωνικό δίκτυο, αλλά δεν
μπορεί να σταματήσει το σύστημα να τα παράγει. Δηλαδή η λειτουργία τους θα συνεχιστεί
διότι, ακόμα κι αν κάποιο από αυτά τα δίκτυα εξαφανιστεί, δεν εξαφανίζεται η δυνατότητα
του συστήματος να εισαγάγει πιο εξελιγμένα προϊόντα σε αντικατάσταση των παλαιοτέρων
που διένυσαν την εξελικτική τους πορεία σαν αντικείμενα κατανάλωσης.
Επιπρόσθετα, στο ευρύτερο σχήμα, κάποιος που έχει κάνει
χρήση του διαδικτυου θα βρει δύσκολο να «ζήσει» χωρίς αυτό στις μέρες μας. Και
πολύ πιθανόν, απέχοντας από αυτό, να βρεθεί και σε δυσμενή θέση σε σύγκριση με άλλους
που το χρησιμοποιούν. Γενικά, επειδή τα νέα μέσα επικοινωνίας προσφέρουν άνεση
και αμεσότητα στην πρόσβαση μιας απύθμενης δεξαμενής πληροφοριών, η λογικά αναμενόμενη
τάση είναι το άτομο να υιοθετήσει την χρήση των. Δεν υπάρχει άλλη ορατή εναλλακτική.
Αυτό που θα μπορούσε και θα έπρεπε να γίνει είναι οι χρήστες
να είναι πληροφορημένοι για τις παγίδες που κρύβονται στην χρήση των μέσων αυτών
και, ει δυνατόν, να τα χρησιμοποιούν διαβρωτικά. Δηλαδή τα ίδια αυτά τα μέσα να
χρησιμοποιούνται με σκοπούς αντίθετους από αυτούς που θέτει, φανερά ή κρυφά, η άρχουσα
τάξη που τα κρατά στην κατοχή της. Αυτό που ως ένα βαθμό γίνεται, συχνά με έντονα
στοιχεία ερασιτεχνισμού (όπως λόγου χάρη στην δική μου περίπτωση), πρέπει
να γίνει πιο συστηματικά και με αναπτυγμένο επαγγελματισμό.
Το άλλο ζήτημα, το οποίο αφορά μιαν αναγκαιότητα που
εκτείνεται σε όριο πέραν του θέματος που θίγεται εδώ, είναι ότι το εργατικό
κίνημα και η πρωτοπορία του πρέπει να εκπονούν τις δικές τους μελέτες σε σχέση
με ζητήματα που έχουν να κάνουν με το πώς, με τι τρόπους, το κίνημα μπορεί να
αμύνεται και να επιτίθεται σ’ αυτόν τον ψυχολογικό πόλεμο που διεξάγεται
ακατάπαυστα εναντίον του και, γενικότερα, στον πόλεμο που διεξάγει η άρχουσα
τάξη εναντίον του υπόλοιπου πληθυσμού, σ’ αυτόν τον πόλεμο που τελικά
υποβαθμίζει την ανθρώπινη συνθήκη.
Δεν φτάνει το κίνημα να ενημερώνεται και να αξιολογεί
τα ευρήματα της ψυχολογίας και τις πολιτικές της εφαρμογές, πρέπει να εκπονεί
και τις δικές του έρευνες αξιοποιώντας σύγχρονες ερευνητικές μεθόδους. Το κίνημα
πρέπει να κατέχει την επιστήμη των αστών και να την χρησιμοποιεί καλύτερα από δαύτους.
Έχει την δύναμη να το κάνει, φτάνει να δει την αναγκαιότητα. Αλλιώς, ο σοσιαλισμός,
από επιστήμη (που μας αρέσει να λέμε ότι είναι) θα καταλήξει σε ουτοπία, την ίδια
εποχή που εμείς, ό μη γένοιτο, θα φαινόμαστε όλο και περισσότερο σαν ιεραπόστολοι μιας θρησκείας
του παρελθόντος.