Λόγω της γεωγραφίας, της ιστορίας και του πολιτισμού της, η Ρωσία βρέθηκε ξανά σε ένα σημείο καμπής και αμφισβητεί τη διαμορφωθείσα μετά τον Ψυχρό πόλεμο κατάσταση. Το σημείο καμπής είχε ξεκινήσει από τη δεκαετία του ΄90 με την άνοδο της Ασίας, αλλά τότε το φαινόμενο αυτό είχε παραμείνει στη σκιά της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ και της ανατροπής του «κομμουνιστικού καθεστώτος». Κάτι που πρόσφερε στη Δύση ένα πολύ ισχυρό ηθικό και οικονομικό ατού.
Πολιτική Βερσαλλιών με «βελούδινες» μεθόδους
Ποιοι είναι οι παράγοντες που οδήγησαν στη σημερινή κρίση; Ο κυριότερος είναι η άρνηση της Δύσης να βάλει τέλος -De facto και De jure (τυπικά και ουσιαστικά)- στον Ψυχρό πόλεμο ο οποίος στα λόγια τελείωσε πριν από 25 χρόνια. Η Δύση επέκτεινε συστηματικά τη ζώνη επιρροής και ελέγχου της, σε στρατιωτικό και οικονομικοπολιτικό επίπεδο.
Τα συμφέροντα και τις αντιρρήσεις της Ρωσίας, δεν τα ελάμβανε υπόψη, αντιμετωπίζοντάς την σαν ηττημένη υπερδύναμη. Οι Ρώσοι όμως, δεν θεωρούσαν τους εαυτούς τους ηττημένους. Στη Ρωσία επιβαλλόταν μια πολιτική Βερσαλλιών με «βελούδινες» μεθόδους, χωρίς ανεξαρτητοποίηση περιοχών ή τυπική επιβολή αποζημιώσεων, αλλά με τη σαφείς υποδείξεις προς τη χώρα για το ποια είναι θέση της στο διεθνές σύστημα. Και αυτή προβλεπόταν ιδιαίτερα ταπεινή.
… και το «ρωσικό σύνδρομο της Βαϊμάρης»
Η συγκεκριμένη πολιτική γέννησε αναπόφευκτα ένα ανάλογο του «συνδρόμου της Βαϊμάρης» στο μεγάλο έθνος, του οποίου η αξιοπρέπεια και τα συμφέροντα καταπατούνταν. Την ιδιαίτερη ενόχληση της Ρωσίας προκαλούσε η συστηματική εξαπάτηση και υποκρισία, με τις υποσχέσεις να μην τηρούνται, τη στιγμή που η ίδια η ιδέα της ύπαρξης σφαιρών ελέγχου και επιρροής στην παγκόσμια πολιτική, τυπικά είχε ανακηρυχθεί ως ξεπερασμένη και ασύμβατη με τη σύγχρονη πραγματικότητα έννοια.
Εν τω μεταξύ η Δύση διεύρυνε μεθοδικά τη «μη υπαρκτή» θεωρητικά σφαίρα επιρροής της. Η Μόσχα πρότεινε την ένταξή της στους Δυτικούς θεσμούς, και την αναδιαμόρφωσή τους σε κοινούς ευρωπαϊκούς. Ο Μπορίς Γέλτσιν είχε μιλήσει για την επιθυμία ένταξης στο ΝΑΤΟ. Το ίδιο θέμα είχε θέσει και ο Βλαντίμιρ Πούτιν. Η απάντηση ήταν πάντοτε σταθερά αρνητική στις πολυάριθμες προτάσεις (από τον Γέλτσιν ως τον Μεντβέντιεφ) για τη δημιουργία μιας ανθρώπινης, οικονομικής, ενεργειακής -από το Βανκούβερ ως το Βλαδιβοστόκ- Ευρωπαϊκής Ένωσης, ή Μεγάλης Ευρώπης. Αν αυτές οι συμφωνίες είχαν αποκτήσει σάρκα και οστά, αυτές, εκτός των άλλων, θα δημιουργούσαν ένα νέο στάτους κβο και θα είχαν τερματίσει τη μάχη για το μοίρασμα των σφαιρών επιρροής.
Επίθεση προς Ανατολάς
Η επίπλαστη διεύρυνση της ΕΕ στην Ουκρανία ήταν απαραίτητη στους Ευρωπαίους προκειμένου να αποδείξουν στους ίδιους και στον κόσμο ότι το πρόγραμμά τους παραμένει ελκυστικό και βιώσιμο. Υπήρχαν και άλλοι, το ίδιο σεβαστοί λόγοι για την αφομοίωση της Ουκρανίας από πλευράς ΕΕ. Κάποιοι Ευρωπαίοι και οι δυνάμεις που βρίσκονται πίσω από αυτούς, θέλησαν να δυσαρεστήσουν τη Μόσχα, να εκδικηθούν για ήττες του παρελθόντος, να της δέσουν τα χέρια, παρασύροντάς την σε μια κρίση. Υπήρχε ο σαφής στόχος να μειωθεί η Ρωσία στη διεθνή πολιτική. Κι’ αυτό, παρ’ ότι η χώρα είχε απογειωθεί τα τελευταία χρόνια χάρη στο συνδυασμό ικανής διπλωματίας και πολιτικής βούλησης που της επέτρεψε να παίξει στη διεθνή σκηνή ένα ρόλο ο οποίος ξεπερνά κατά πολύ τις οικονομικές της δυνατότητες. Τους μέχρι πρόσφατα νικητές ερέθιζε η άρνηση της Μόσχας να αποδεχθεί πολλές από τις νεότερες Δυτικές αξίες, ακόμη και η «αλαζονεία» της ηγεσίας της χώρας, η οποία μόλις λίγο καιρό πριν, επί Γιέλτσιν, ζητούσε ταπεινωμένη ελεημοσύνη. Τώρα, λοιπόν, ήθελαν να της «κόψοφ τον αέρα».
Τέλος, ήταν και η επιδίωξη να ματαιωθεί το ρωσικό ευρασιατικό σχέδιο το οποίο προέβλεπε μέσω μιας λιτής Τελωνειακής και στη συνέχεια της Ευρωασιατικής οικονομικής ένωσης, να ανασυσταθεί με έναν νέο -κυρίως οικονομικό- μανδύα ένα μεγάλο τμήμα της Ρωσικής αυτοκρατορίας ή της ΕΣΣΔ, και να ενισχυθούν κατ’ αυτό τον τρόπο οι ανταγωνιστικές θέσεις της Ρωσίας και των εταίρων της στον κόσμο. Σε έναν κόσμο, ο οποίος «μοιράζεται» σε οικονομικούς συνασπισμούς.

Αναλώσιμη η Ουκρανία
Οι ρώσοι πολιτικοί παράγοντες και αναλυτές προειδοποιούσαν ότι η προσπάθεια να συρθεί η Ουκρανία  στη Δυτική ζώνη επιρροής μέσω της Συμφωνίας Σύνδεσης καταδικάζει το λαό της χώρας σε δυστυχία και θυσίες. Οι Δυτικοί όμως, δεν άκουγαν τους Ρώσους και επεδίωκαν με την κεκτημένη ταχύτητα των προηγούμενων δεκαετιών να καταστήσουν τους Ουκρανούς αναλώσιμη ύλη στη νέα γεωπολιτική αντιπαράθεση.
Επαναλαμβάνω, ότι το βαθύ αίτιο της κρίσης ήταν ο μη τερματισμός του Ψυχρού πολέμου, η διατήρηση στο κέντρο της Ευρώπης γεωπολιτικά «αμφισβητούμενων» εδαφών. Κατά πρώτο λόγο της Ουκρανίας, αλλά και της Μολδαβίας και χωρών της Υπερκαυκασίας.
Στη Ρωσία, η Ουκρανία θεωρούταν αναπόσπαστο τμήμα του ρωσικού ιστορικού χώρου, κοιτίδα της ρωσικής κρατικής οντότητας και του πολιτισμού της. Σημαντικό τμήμα του ουκρανικού πληθυσμού ιστορικά στρέφεται προς τη Ρωσία. Σε αυτά τα πάνω από 20 χρόνια από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, στην Ουκρανία δεν έχει διαμορφωθεί μια ελίτ που να έχει προσδώσει στη χώρα κρατική συγκρότηση.
Η κλεπτοκρατία και διαφθορά, η φτώχεια και το αδιέξοδο, δεν μπορούσαν να μην επηρεάσουν τους Ουκρανούς. Και όταν τους έσυραν προς την Ευρώπη, χωρίς μάλιστα να τους προσφέρουν τίποτε, αυτοί θέλησαν να πιστέψουν ότι αυτό είναι δυνατό. Ταυτόχρονα, το ρωσικό μοντέλο και επίπεδο ανάπτυξης έλκυε πολύ λιγότερο. Ο επόμενος ηγέτης, Βίκτορ Γιανουκόβιτς, άρχισε να εκβιάζει την Ευρώπη και τη Ρωσία προσπαθώντας να εξασφαλίσει νέα δώρα για την επίδειξη «φιλορωσικού» ή «φιλοευρωπαϊκού» προσανατολισμού. Τη φορά αυτή περισσότερα πρόσφερε η Ρωσία, και αυτός «έριξε» την ΕΕ. Οι ταπεινωμένοι και δυσαρεστημένοι πολίτες του Κιέβου βγήκαν σε εκδηλώσεις διαμαρτυρίας στο κέντρο της πόλης. Σε αυτούς προσχώρησαν εκπαιδευμένοι «μαχητές». Τα υπόλοιπα είναι γνωστά. Η αντιπαράθεση κατέληξε σε αιματοκύλισμα, και η Ουκρανία βυθίστηκε ακόμη περισσότερο στην ακυβερνησία και στην οικονομική κατάρρευση.
Κυριότερος λόγος της επιδείνωσης της κρίσης στην Ουκρανία, και της προπαγανδιστικής λύσσας που εκδηλώθηκε, ήταν το αδιέξοδο ανάπτυξης στο οποίο βρέθηκαν όλοι οι εμπλεκόμενοι στη χώρα. Οι Ευρωπαίοι προφανώς αδυνατούν να εξέλθουν από τη βαθιά ιδεολογική και συνολικά θεσμική κρίση τους. Μια κρίση, που υπάρχει σε διαφορετική μορφή, είναι ορατή και στις ΗΠΑ. Την ίδια στιγμή, η Ουκρανία έδειχνε ανίκανη όλα αυτά τα χρόνια να διαμορφώσει στρατηγική ανάπτυξής της, και να καθορίσει τους εθνικούς στόχους της. Γινόταν σαφές ότι με τη σημερινή γραφειοκρατία, διαφθορά, τη διάσπαση των ελίτ και την έλλειψη πατριωτισμού της, τη μείωση του αριθμού και τη χειροτέρευση της ποιότητας του ανθρώπινου δυναμικού της, όχι μόνο δεν γίνεται να διασφαλίσει ένα μοντέλο ανάπτυξης, αλλά ούτε καν και να διασφαλίσει την εθνική κυριαρχία της χώρας.
Φαίνεται ότι τον εξωτερικό εχθρό, την αφορμή, την έξωθεν κρίση -φανερά ή κρυφά- όλοι την ήθελαν. Στο διάστημα 2012-2013 η Δυτική προπαγάνδα γινόταν όλο και πιο αρνητική, ακόμη και ολοκληρωτική. Το αποκορύφωμά της έφτασε στους Χειμερινούς Ολυμπιακούς του Σότσι, φέτος στην αρχή του έτους. Εγώ, όπως και άλλοι, πιστεύω, σχηματίσαμε μια ταυτόσημη εντύπωση. Η Δύση προετοιμάζεται για ένα νέο γύρο πολιτικής εξαναγκασμού του αντιπάλου σε αναδίπλωση, κατά το μοντέλο του Ψυχρού πολέμου. Η Ρωσία ουσιαστικά δεν έχει τίποτα να χάσει στην κατάσταση αυτή.
Η Μόσχα δεν κάνει πίσω 
Η Ρωσία έχει προετοιμαστεί, και τα πρώτα αποτελέσματα απέβησαν ευνοϊκά. Με αριστοτεχνικό τρόπο προσαρτήθηκε η Κριμαία. Έχει αποκτηθεί και διατηρείται η πρωτοβουλία. Δεν αναγνωρίστηκε η «κυβέρνηση» που προέκυψε στο Κίεβο μετά το πραξικόπημα. Έχει μείνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να μην αναγνωριστούν οι μελλοντικές εκλογές εάν αυτές (σχεδόν αναπόφευκτα) διεξαχθούν σε συνθήκες ανομίας, απειλών από την πλευρά των ακροδεξιών. Δεν έχει απορριφθεί η θεωρητική, αλλά κατοχυρωμένη με αποφάσεις του Κοινοβουλίου πιθανότητα αποστολής ενόπλων δυνάμεων στην Ουκρανία, σε περίπτωση μαζικής και αιματηρής βίας.
Η Μόσχα φαίνεται πως αυτή τη φορά έχει αποφασίσει να μην κάνει πίσω, αν δεν πετύχει το σκοπό της. Ανάμεσα στους στόχους της δεν είναι απλώς η ενσωμάτωση της Κριμαίας -που ανύψωσε το ηθικό- ή άλλων εδαφών, κάτι που προσωρινά θα ενισχύσει τη νομιμοποίηση των ενεργειών της. Ο βασικός στόχος είναι να τερματιστεί εντελώς ο Ψυχρός πόλεμος, τον οποίο η Δύση εξακολουθεί να κάνει. Και στην ιδανική περίπτωση, να συναφθεί ακόμη και μια συνθήκη ειρήνης με ευνοϊκούς όρους. Ο «μίνιμουμ» στόχος είναι η δημιουργία των συνθηκών εκείνων που θα καταστήσουν αδύνατη, ή σε απαγορευτικό βαθμό δαπανηρή, την περαιτέρω μονομερή επέκταση των ζωνών επιρροής και ελέγχου της Δύσης σε περιοχές, τις οποίες η Μόσχα θεωρεί ζωτικής σημασίας για την ασφάλειά της.
Ομοσπονδία
Μεταξύ των στόχων της Μόσχας είναι και η διατήρηση, στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό, μιας ενιαίας (χωρίς την Κριμαία) ομοσπονδιακής Ουκρανίας. Μόνο μια τέτοια δομή θα επέτρεπε να διατηρηθεί -τουλάχιστον τυπικά- η ακεραιότητα του κράτους με τις γλωσσικές, πολιτιστικές, οικονομικές διαφορές, και σχεδόν χωρίς καμιά ιστορική μνήμη πραγματικής κρατικής υπόστασης. 
Δεν είμαι βέβαιος για τη βιωσιμότητα του ουκρανικού κράτους ακόμη και στα σημερινά, λίγο ακρωτηριασμένα μετά την απόσπαση της Κριμαίας, σύνορά του. Η κατάρρευση όμως, ιδιαίτερα αν γίνει με βίαιο τρόπο, εγκυμονεί πολύ μεγάλους κινδύνους και απώλειες για όλους τους Ουκρανούς, Ρώσους και άλλους Ευρωπαίους. Καθότι στο έδαφος της Ουκρανίας υπάρχουν 15 ενεργειακές μονάδες, πολλές επικίνδυνες βιομηχανίες, ευάλωτα και πεπαλαιωμένα συστήματα υποστήριξης.
Ένα μέρος της ρωσικής ελίτ θέτει ως «μάξιμουμ» στόχο της, την ένωση υπό κάποια μορφή με ένα μεγάλο τμήμα της Ουκρανίας. Νομίζω ότι αυτός είναι ένας μη ρεαλιστικός και μη αποδεκτός δρόμος. Τουλάχιστον, μέχρι να γίνει η Ρωσία πλούσιο αποτελεσματικό κράτος και ελκυστική κοινωνία, όπου θα θελήσει να ενσωματωθεί το μεγαλύτερο τμήμα των κατοίκων της Ουκρανίας. Προς το παρόν, πιστεύω, είναι αρκετή η Κριμαία, η λήξη του Ψυχρού πολέμου στην Ευρώπη και η αρχή -επιτέλους- μιας νέας σειράς μεταρρυθμίσεων.
Αυτό το σενάριο θα εξασφαλίσει ντε φάκτο την επικράτηση των ρωσικών θέσεων στην ανατολική και νοτια Ουκρανία και μια σχετική αυτονομία στις δυτικές περιοχές. Κάτι τέτοιο όμως θα καταστεί εφικτό μόνο αν η Μόσχα, το Βερολίνο και η ΕΕ κατανοήσουν το άσκοπο και αντιπαραγωγικό της αντιπαράθεσης για ένα επί της ουσίας μηδενικό άθροισμα. Και τότε θα σταματήσουν να παλεύουν για την ένταξη του Κιέβου στη δική τους ζώνη επιρροής. Ουσιαστικά, η Ουκρανία πρέπει να γίνει, από μήλον της Έριδος, εργαλείο προσέγγισης.
Για την ώρα, πάντως, υπό τις συνθήκες αμοιβαίων απειλών και κατηγοριών, το όνειρό μου για μια Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία θα δώσει τέλος στον Ψυχρό πόλεμο και θα θέσει τα θεμέλια για τη συγχώνευση της ήπιας δύναμης και της τεχνολογικής δύναμής της, με τους φυσικούς πόρους, την τραχιά δύναμη και την ισχυρή βούληση της Ρωσίας, μοιάζουν με ευσεβείς πόθους. Αντικειμενικά, η συνένωση Ρωσίας-Ευρώπης θα απέτρεπε την περαιτέρω αποκοπή της Ρωσίας από τον μητρικό χώρο της, τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Κάτι τέτοιο συμφέρει και την ΕΕ, η οποία δεν είναι ικανή χωρίς έναν νέο στόχο ανάπτυξης να εξέλθει από την εσωτερική κρίση που την καταδικάζει να ταξιδεύει διεθνώς στην «τρίτη θέση». Αλλά και σε επίπεδο παγκόσμιας τάξης, θα εμφανιζόταν ένας τρίτος ισχυρός πυλώνας που θα συμπλήρωνε την Κίνα και τις ΗΠΑ και θα έκανε τον κόσμο πολύ πιο σταθερό.
Υπάρχει χρόνος ακόμα;
Η Ουκρανία απέχει πολύ από το να βγεί από την κρίση, και είναι βέβαιον ότι θα περάσει και νέες δραματικές στροφές. Η Ρωσία, από τη μεριά της, είναι σαφές ότι στο ορατό μέλλον έχει εγκαταλείψει τις ελπίδες για ένταξή της στον Δυτικό κόσμο. Ακόμη όμως δεν έχει κάνει την αντι-Δυτική επιλογή και πολύ περισσότερο, την αντιευρωπαϊκή.
Και το πιο σημαντικό. Θα πρόκειται πλέον, όχι για ευρωπαϊκό, αλλά για ρωσικό δράμα, αν η κρίση στις σχέσεις με τη Δύση -η οποία δημιουργήθηκε σε μεγάλο βαθμό συνειδητά από τη Μόσχα- δεν οδηγήσει σε έναν γύρο σοβαρών μεταρρυθμίσεων στη Ρωσία που θα επιταχύνουν την ανάπτυξη, και θα προσφέρουν προοπτική στη χώρα και στους πολίτες της. Επίσης, η Κριμαία δεν πρέπει να αποσπάσει την προσοχή από την ούτως ή άλλως αργοπορημένη κατά μία δεκαετία οικονομική στροφή προς την Ασία, μέσω της αξιοποίησης της Σιβηρίας και της Άπω Ανατολής.
Η χώρα παρέλειψε να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις στην κρίση του 2008-2009. Θα είναι πολύ λυπηρό, αν η Ρωσία αρκεστεί στην τωρινή ανύψωση του πατριωτικού αισθήματος, στη νομιμοποίηση των ενεργειών της πολιτικής ηγεσίας της και της δημοτικότητάς της, διότι τότε, θα έχει σπαταλήσει μια ακόμη ευκαιρία.
Ο συντάκτης του άρθρου είναι κοσμήτορας της Σχολής Οικονομικών και Διεθνούς Πολιτικής.