Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2013

«ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου»




 

Η φράση του Winston Churchill «αν ο Χίτλερ εισέβαλε στην κόλαση, θα έκανα τουλάχιστον μια φιλική αναφορά στον διάβολο μέσα στην Βουλή», υπονοεί πως μπορείς να εξευμενίσεις και τον διάβολο ακόμα, για δικό σου όφελος, όταν ο χειρότερος εχθρός σου του επιτίθεται.  


Το πλαίσιο αναφοράς του παραπάνω είναι η σοφή ρήση «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου», η οποία βέβαια δεν ισχύει πάντα.



Αίφνης, όταν η «δημοκρατική» ακροδεξιά κανιβαλίζει την φασιστική ακροδεξιά (δηλαδή όταν ο ένας σατανάς τρώει τον άλλο)  οι αφυπνισμένοι εργάτες μπορεί μεν να κρίνουν ότι ο χειρότερος διάβολος από τους δυο είναι ο φασισμός, αλλά απλά επειδή αυτός εμφανίζεται περιστασιακά σαν εχθρός του εχθρού τους, αυτό δεν μετατρέπει τον άλλο, τον «μη χειρότερο διάβολο», σε 
σύμμαχο τους. Κι οι δυο για τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου σκυλοτρώγονται – αν και , δικαιολογημένα, πολλοί βλέπουν το σκυλοφάγωμα σαν σκηνή πολιτικού θεάτρου. 

Παρόμοια, μια τρομοκρατική επίθεση με θύματα νεοναζιστές δεν μας δικαιολογεί μεν να εξευμενίζουμε τους δράστες και αυτούς που βρίσκονται πίσω τους, «επειδή σκότωσαν φασίστες», αλλά ούτε βέβαια να σπεύσουμε άρον-άρον να παίξουμε τον ρόλο του "προστάτη" της αστικής δημοκρατίας, επειδή δήθεν υπονομεύεται από τρομοκρατική βία. Η τρομοκρατική βία δεν είναι ξένη στον φασισμό αλλά ούτε και ασυμβίβαστη με την αστική δημοκρατία. 

Η άρχουσα τάξη, έχοντας φαλιρίσει ηθικά, δεν έχει κανέναν ενδοιασμό να χρησιμοποιήσει εναλλακτικά ή και σε συνδυασμό τον φασισμό και την τρομοκρατία εναντίον της εργατικής τάξης και των πλησίων σ΄ αυτήν κοινωνικών στρωμάτων. Συνάμα, σε κάθε περίπτωση, οι αστοί δεν έχουν κανένα  ενδοιασμό να συμμαχήσουν με τον «μη χειρότερο» εχθρό τους όταν από αυτή τη συμμαχία θα αποκομίσουν οφέλη, έστω και προσωρινά. Η όποια «θνησιγένεια» μιας τέτοιας συμμαχίας δεν τους εμποδίζει να την συνάψουν. 

Η πρωτοπορία της εργατικής τάξης δεν έχει αυτήν την «πολυτέλεια», ή αυτήν την ηθική χαλαρότητα, να το πούμε αλλιώς. Το γεγονός ότι οι αρχές της συνιστούν μια ηθική δέσμευση που δεν της επιτρέπει να προβεί να αντικατοπτρισμό της αχαλίνωτης πολιτικής συμπεριφοράς των αστών σημαίνει ότι, αναγκαστικά, τα όπλα που μπορεί να χρησιμοποιεί είναι λιγότερα ακόμα και αν είχε τις ίδιες δυνάμεις με τον ταξικό αντίπαλο της. 

Επιπρόσθετα, οι αστοί, σε σύγκριση με την οργανωμένη πρωτοπορία των εργατών, έχουν συσσωρευμένο χρήμα, και συνεπώς έχουν την δυνατότητα να πετύχουν και κάτι άλλο εκτός απο προσωρινές συμμαχίες: εξαγοράζοντας συνειδήσεις μπορούν να διαιρέσουν τους εχθρούς τους και να τους κάνουν να φαίνονται πως «τρώγονται» μεταξύ τους, συχνά ενισχύοντας «ολίγον τι» τον έναν εναντίον του άλλου, με σκοπό να προκαλέσουν σύγχυση και να τους αδυνατίσουν, με αποτέλεσμα την σχετική ενδυνάμωση της δικής τους «βασιλείας».   



Δεν νομίζω πως αντιφάσκω με τα παραπάνω αν πω πως η απάντηση της οργανωμένης πρωτοπορίας των εργατών δεν μπορεί να είναι άλλη από να μην αποκλείει την πιθανότητα να συνάπτει συμμαχίες των εργατών και με τους εχθρούς του χειρότερου εχθρού τους, ακόμα κι αν αυτοί δεν είναι φίλοι της, χωρίς να τους εξευμενίζει παραδίδοντας τα ιδεολογικά όπλα της, όταν κι εκεί που τα συμφέροντα της εργατικής τάξης μπορούν να προωθηθούν από μια τέτοια τακτική, όταν κρίνει ότι το αποτέλεσμα θα είναι να παλεύει από καλύτερες θέσεις, ακόμα κι αν θεωρεί μια τέτοια συμμαχία θνησιγενή. Αν καταφέρεις να στρέψεις αυτόν που δεν είναι φίλος σου εναντίον του μεγαλύτερου εχθρού σου, όφελος θα έχεις, έστω και προσωρινό. Το ότι δεν επιτυγχάνεις την τελική νίκη με αυτό τον τρόπο δεν σημαίνει ότι ένα προσωρινό όφελος δεν είναι καλύτερο από μια συνεχόμενη ζημιά. Και σε τελευταία ανάλυση, από θνησιγένεια πάσχουν όλες οι συμμαχίες μεταξύ δυνάμεων που ναι μεν έχουν κοινά, αλλά και διατηρούν διαφορετικά συμφέροντα. Αν η θνησιγένεια μιας προτεινόμενης συμμαχίας ήταν αξεπέραστο εμπόδιο τότε δεν θα συμμαχούσε τακτικά κανείς με κανένα, πουθενά και ποτέ. 

Όλ’ αυτά βέβαια ισχύουν σε θεωρητικό επίπεδο, με δοσμένο ότι αυτό που προτείνω φαίνεται άτοπο στην σημερινή πραγματικότητα. Τούτο όμως δεν σημαίνει απολυτότητα στον τρόπο που βλέπουμε αυτή την πιθανότητα - όταν οι συνθήκες που προκύψουν ειναι κατάλληλες. 

Διαφορετικά, η συντριβή της εργατικής τάξης και των εν δυνάμει συμμάχων της είναι σίγουρη.



Μου φαίνεται ότι ακούω κάποιον να ενίσταται: «πάλι μιλάς για τακτική συμμαχία σε επίπεδο κορυφής. Αλλά η πιο σίγουρη συμμαχία είναι αυτή που σφυρηλατείται στην βάση». Βλέπω ότι δεν είναι επαρκές να απαντήσω ότι «αυτή την συμμαχία αποκλειστικά και μόνο στην βάση πρέπει να την δω να παίρνει σάρκα και οστά στην πράξη, για να την πιστέψω».  Απ' την αλλη, οι καιροί ου μενετοί! Μια τακτική που δεν φαίνεται να λειτουργεί στην πράξη, που δεν φαίνεται να αλλάζει κάτι από το σκηνικό παγίδευσης της εργατικής τάξης, που ούτε σε αντεπίθεση οδηγεί, μέχρι στιγμής, μήτε και σε αναχαίτιση της επίθεσης που δέχεται ο «λαός» (για τη συμμαχία του οποίου παλεύεις), τελικά, αν είσαι μαρξιστής-λενινιστής, είσαι αναγκασμένος να την ξανακοιτάξεις. 

Αυτή η τακτική που αφορά την ταξική πάλη, βέβαια, από μόνη της δεν ευθύνεται για το βάθεμα της απελπισίας όλων των θυμάτων της επίθεσης, πρώτιστα της εργατικής τάξης. Ούτε την απαλύνει όμως. Κι επειδή ακριβώς δεν βλέπει τίποτε ικανό να την απαλύνει, παραμένει μπλοκαρισμένη στο αδιέξοδο της, αποκλείοντας συνάμα το άνοιγμα ενός ευρύτερου δίαυλου επικοινωνίας με την πρωτοπορία της.  Το να λέμε λοιπόν ότι δεν «ευθύνεται από μόνη της» η τακτική για αυτή την κατάντια δικαιολογείται μεν, αλλά μόνο με την έννοια ότι αυτό που προτείνεται σαν λύση για την αποτελμάτωση της εργατικής τάξης δεν γίνεται δεκτό από την ίδια. Δηλαδή πόσο να φταίει η τακτική των κομμουνιστών που προτείνουν λαϊκή συμμαχία όταν η εργατική τάξη δεν φαίνεται να θέλει να συμμαχήσει ούτε με τον εαυτό της; 

Εντούτοις, αν αυτό το πρόταγμα δεν γίνεται δεκτό πρώτ’ απ’ όλα από την  εργατική τάξη, εάν και αυτή (στην πλειονότητα της) το εισπράττει σαν «πακέτο» κενό από πρακτική χρησιμότητα στην σημερινή συγκυρία, σαν κάτι που παραμένει «στα χαρτιά» του κόμματος, χωρίς άμεσο αντίκρισμα στην ζωή της, τότε το κόμμα έχει προβλημα σχέσης με τον τρόπο που η ίδια βλέπει  την πραγματικότητα να την περιβάλλει. Διότι, δυστυχώς, το πρόταγμα φτάνει να εκλαμβάνεται ακόμα και σαν κάτι προσχηματικό, ενώ οι αναφορές σ΄αυτό προκαλούν από ανία έως εκνευρισμό στον αδιάφορο ακροατή «λαό»... 

Το θεμα είναι οτι αν  η πρωτοπορία μείνει χωρίς επαρκή οπισθοφυλακή, τότε το προβλημα σχέσης με την πραγματικότητα που μας περιβάλλει θα το έχει κι η ιδια... 

Αν η πραγματικότητα δεν αλλάζει με την παρούσα σχέση που έχεις μαζί της, υποθέτω οτι για να την αλλάξεις πρέπει ν’ αλλάξεις αυτή τη σχέση.   

Το ζητημα ειναι πως... 

Όχι, λες;   


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου