Δευτέρα 30 Μαΐου 2016
Κυριακή 29 Μαΐου 2016
Το βρίσκεις αστείο;
Βλέπω αυτό το βίντεο να κάνει βιτριολικό (υποτίθεται ) χιούμορ κατά της κυβέρνησης και τα χάχανα των παρουσιαστών. Δεν ξέρω ποιος άλλος γελάει βλέποντάς τους.
Υποτίθεται πως στο στόχαστρο είναι οι σιχαμεροί απατεώνες, με επικεφαλής τον Τσίπρα.
Κάθε φορά που αναφέρονται σε κλιμάκωση της σφαγής, εστιάζουν στο ψέμα της κυβερνησης, σαν να ήταν αστείο... και ... άντε πάλι: γέλια από τους σαχλούς παρουσιαστές...
Αναρωτιέμαι σοβαρα, βλέποντάς τους: ("τι γελάτε, ρε κόπανοι;") Πού είναι το αστείο; ...
Είναι δυνατόν σήμερα να κάνεις πολιτικό χιούμορ στην Ελλάδα;
Αν παίρνεις ένα παχυλό μισθό, έτσι που ό,τι και να γίνει εσένα δεν σε πολυκόφτει, τότε δεν βλέπεις πως είναι πολύ δύσκολο! Κάποιοι το καταφέρνουν με πολύ περισσότερο ταλέντο. Δεν φτάνει να προσποιείσαι, άχαρα και σαχλά πως γελάς... όταν πρόκειται για αθλιότητα και φρικωδία, κι όχι κωμωδία.
Μήπως μου λείπει η αίσθηση του χιούμορ, που τα βάζω και μ' αυτούς; Τη δουλειά τους κάνουν (αν και κακήν κακώς) ... Μα μέρος της αθλιότητας δεν είναι άραγε και το να προσποιούνται κάποιοι που στερούνται χιούμορ πως δεν το έχουμε χάσει κι αυτό ... Βέβαια βλέπω να εκτίθεται και η γελοιότητα των κυβερνώντων, πράγμα που, όμως, δεν μου προκαλεί γέλιο. Κάτι θα ήταν κι αυτό, αν μπορουσε να αποτρέπει και την δημιουργία μιας τεχνητής αίσθησης ματαιότητας ...
"Χαλάρωσε ρε!" μου λένε, "Δες και την κωμική πλευρά του ζητήματος..."
Ναί, ε;
Καλά, θα προσπαθήσω...
... όπως αυτός που, μια νύχτα ζοφερή και ασέληνη, είδε νυχτερίδες, κρεμασμένες ανάποδα πάνω απ' τα κόπρανά τους...
Σάββατο 28 Μαΐου 2016
Πέμπτη 26 Μαΐου 2016
Ο Υπνοβάτης
Tony Matelli's Sleepwalker (Credit: Timothy A Clary/AFP/Getty Images)
Στο πλήθος, χαμένος
Και μόνος ανάμεσα σ' άλλα μυρμήγκια
Ακούω της πόλης το βόμβο. Τρελή μηχανή -
Δηλητήριο τα χνώτα της, με χτυπά στα μηνίγγια...
Ξαφνικά, προχωρώντας σαν όλους τους άλλους με βιάση
Αντικρίζω ένα τύπο σε μια στάση στριφνή -
Ειν' ακίνητος και πετρωμένος
Η αβουλία του έχει παγώσει στο χώρο
Κι εστιάζει με ορθάνοικτα μάτια, μα η ματιά του κενή.
Η αδράνειά του ίσως να είναι γι αυτόν θείο δώρο
Και αναρωτιέμαι τι άραγε να 'ναι αυτό που έχει χάσει
Άλλο απ' τον μπούσουλά του... Κάποια επιθυμία στερνή;
Με το σώβρακο μόνο, θυμίζει φακίρη
Που έχει απλώσει τα χέρια, μα είναι υπνοβάτης.
Στην πλατεία αδιάφορα ο κόσμος να τον προσπερνά
Με το βλέμμα αυτού που, στη σκέψη ακαμάτης -
Αν και οι ίδιος στου Ερμή την ανάδρομη φάση -
Ένα θέαμα βλέπει· απορία δεν γεννά!
Των πιστών τον θεό ή των σκλάβων τον κύρη
Κρύβει μεσ' στη νεκρότητα όπου έχει αποδράσει
Ετούτος. Το σώμα του αδύναμο, τα άκρα φτενά -
Πριν την ώρα του μοιάζει σαν νά 'χει γεράσει
Τη ζωντάνια σαν κάποιοι να του έχουν ληστέψει
Και τον χρόνο του νά 'χει πουλήσει φτηνά...
Μα τι νόημα έχει;
Λέει κάτι αυτό και για μένα, που σαν τον χωριάτη
Εξηγώντας θα πω: "ένα άγαλμα είναι, και δίχως μυαλό";
Μα είμαι θαρρώ σαν κι ετούτο τον πρώην διαβάτη
Που δεν ξέρει κανείς, που κανένα δεν ξέρω
Που αν και δεν είν' αστείος, τον θωρώ και γελώ...
Έχει αρχίσει να βρέχει
Ομπρέλα δεν εχω, μα ευάλωτος νιώθω
Καθώς στην εικόνα του κόσμου ανοίγουν κενά
Κι όπως στέκομαι κάτω απ' το στέγαστρο κλώθω
Μιαν αμφιβολία: μήπως από παραίσθηση τώρα υποφέρω
Κι είμαι εγώ ο υπνοβάτης που δεν πάει πουθενά;
***
Ξέρεις πού πηγαίνεις; Αυτό είναι το είδος ενός τολμηρού υπαρξιακού ερωτήματος που ένα μεγάλο έργο τέχνης μπορεί να θέσει, και σαν τέτοιο τέθηκε αυτή την εβδομάδα από μια φωτογραφία που σίγουρα είναι ανάμεσα στις πιο ανησυχητικά παράξενες, που σαν ιός κυκλοφορούν στα κοινωνικά δίκτυα. Η εικόνα που δείχνει έναν φαλακρό μεσήλικα άνδρα, φορώντας μόνο ένα ξεχειλωμένο σώβρακο, που υπνοβατεί επικίνδυνα με τα χέρια απλωμένα, σαν ζόμπι μέσα στους δρόμους της Νέας Υόρκης. Αυτό που είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό στην φωτογραφία δεν είναι, κατά ειρωνεία της τύχης, η επισφάλεια της κωματώδους κατάστασης του υπνοβάτη, αλλά η αδιάφορη αντίδραση εκείνων, πάνω στους οποίους ο ίδιος φαίνεται πως μπορεί να πέσει στα τυφλά.
Αυτό που εμείς, ως καταναλωτές της εικόνας, δεν συνειδητοποιούμε μέχρι να διαβάσουμε τη συνοδευτική λεζάντα, είναι πως ο επισφαλής υπνοβάτης δεν είναι πραγματικά ένα ανθρώπινο ον, αλλά ένα χάλκινο γλυπτό σε φυσικό μέγεθος, ζωγραφισμένο από τον καλλιτέχνη Tony Matelli, από το Μπρούκλιν, γνωστό για τα προκλητικά υπερ-ρεαλιστικά έργα του. Το έργο του Matelli ήταν παραγγελία για εμφάνιση στο δημόσιο πάρκο του Μανχάταν [Manhattan public park High Line] ως συμμετοχή σε μια νέα έκθεση, με τίτλο Wanderlust, που εξερευνά θέματα ταξιδιωτων, προσκυνητών και περιπατητών. Με την εστίαση σε μία φιγούρα, της οποίας η φυσική και γνωστική κατάσταση φαίνεται να είναι εκτός τόπου και χρόνου, ο Matelli προκαλεί τους παρατηρητές να προβληματιστούν σχετικά με το πόσο καλά συγχρονισμένες είναι οι πράξεις τους με τις αρχές τους. Με τον τρόπο αυτό, ο ίδιος απηχεί απροσδόκητα την υπνωτική δύναμη ενός από τα πιο μυστηριώδη έργα ζωγραφικής του 19ου αιώνα: Τον "Υπνοβάτη" [The Somnambulist] του John Everett Millais.
John Everett Millais’s The Somnambulist (Credit: Wikimedia Commons)
Το εξωτικό πορτραίτο του Millais δείχνει μια ξυπόλυτη νεαρή γυναίκα σε ένα οπτασιακό νυχτικό, σαν φάντασμα στην άκρη ενός γκρεμού πάνω απ' τον οποίο, ακίνητη και με κοιμώμενο το νου, θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να πέσει. Το θολό σκότος που απειλεί να την αφανίσει, τονίζεται από το αμβλύ ορειχάλκινο, σβησμένο κηροπήγιο που κρατά χαλαρά στο χέρι της. Ζωγραφισμένο το 1871, το έργο μάγεψε τους θαυμαστές του διάσημου ζωγράφου, που ήταν εξοικειωμένοι με την πλούσια λεπτομέρεια και την πολυπλοκότητα του χρώματος που εισήγαγε στη τέχνη η Αδελφότητα των Προραφαηλιτών, ένας από τους ιδρυτές της οποίας ήταν ο Millais.
Αλλά Ο Υπνοβάτης φάνηκε να αναδύεται από τα βάθη ενός αλλοτινού βασιλείου, στο οποίο η υιοθέτηση της πλούσιας εξωτερικής υφής αυτού του κόσμου ήταν λιγότερο επιτακτική απ' τον καθορισμό των θολών ορίων καταστάσεων της συνείδησης. "Είναι αδύνατο", έγραψε ένας κριτικός της ζωγραφικής στην εφημερίδα The Times το 1871, "να αντιπαρατεθείς στη χάρη της φιγούρας ή τη δύναμη που ο ζωγράφος έχει δώσει στην επίδραση των ορθάνοικτων ματιών που δεν βλέπουν, και στο φως του φεγγαριού με τα διάσπαρτα φώτα στην ακτή."
Η φωτογραφία του γλυπτού του Matelli αντλεί από την ίδια δύναμη που κάνει ζωτικό το πορτρέτο του Millais. Aλλά, στην περίπτωση αυτής της ιογενούς εικόνας που κυκλοφορεί αυτή την εβδομάδα, τα «μάτια ανοιχτά, αν και δεν βλέπουν" είναι αυτά των πραγματικών, ανυποψίαστων ατόμων που περνούν δίπλα από το γλυπτό, αδιαφορώντας για τον επικείμενο και μεταφορικό άμεσο κίνδυνο.
***
Από το βιβλίο "100 Works of Art That Will Define Our Age" [100 έργα τέχνης που ορίζουν την εποχή μας], της Kelly Grovier, published by Thames & Hudson.
Πηγή bbc - Culture
Μετάφραση Red Rock Views
Σάββατο 21 Μαΐου 2016
Μια αυθαίρετη αποκωδικοποίηση δύο κομματιών των Rolling stones
Αν τα δούμε (αυθαίρετα ομολογώ) σαν πολιτική, τρέχουσα αλληγορία, τότε, στο πρώτο τραγούδι, ας πούμε πως το κορίτσι που έφυγε, και που αυτός που έμεινε πίσω ψάχνει να βρει, συμβολίζει την ελπίδα (όσο ψάχνει ελπίζει..).
Στο δεύτερο, μετα τη σφαγή, αυτος πάλι θρηνεί... και θέλει να τα βάψει όλα μαύρα... αλλά πρέπει να κάνει το αντίθετο: αντί να βάψει μαύρη την κόκκινη πόρτα, να της περάσει ένα ακόμα χέρι φρέσκο και πιο έντονο
κόκκινο χρώμα..
Όχι;
Εντάξει. Άκουσέ τα όπως θέλεις...
Πέμπτη 19 Μαΐου 2016
Τα σταφύλια του Ζεύξιδος και το Νεκροζώντανο [5]
5
[Προηγούμενα: μέρος 1, μέρος 2, μέρος 3, μέρος 4]
Επιστρέφω στην παρατήρηση κι εκτίμηση που εκφράστηκε πιο πάνω, ότι η έννοια και η αίσθηση της απώλειας εκφραζόμενη μέσω του νεκροζώντανου, που απαντάται στην ψυχαναναλυτική θεώρηση του βρυκόλακα, μπορεί να αποβεί χρήσιμη σε μία μαρξιστική προσέγγιση του νεκροζώντανου. Η αίσθηση της απώλειας διαπερνάει το προσωπικό επίπεδο και καθίσταται κοινό βίωμα στην πλειονότητα των ανθρώπων του σήμερα. Σαν γνώρισμα ενδημικής κατάθλιψης, αγανάκτησης ή θρήνου, αγγίζει όλους αυτούς από τους οποίους συστηματικά αφαιρείται ή απειλείται η δυνατότητα για επιβίωση. Μέσα στο πλαίσιο της εντεινόμενης κοινωνικής αντίθεση,ς η έννοια είναι διαλεκτικά συνδεδεμένη με το αντίθετό της: ήτοι, με την έννοια, της απόκτησης. Εν προκειμένω, η έκφραση της αντίθεσης αυτής που μορφοποιείται στην κουλτούρα συγκεκριμένα με τα αρχέτυπα του βρυκόλακα και του ζόμπι, υπονοεί πως μία μεγάλη βιωματική απώλεια καταρχήν αφορά και τις δύο πλευρές του κοινωνικού σχίσματος. Αυτό που χάνεται είναι συνολικά η φύση του ανθρώπου σαν οντότητα. Πιο ειδικά, στο εν λόγω , ο βρυκόλακας μπορεί μεν να παίρνει, ή να ωφελείται ρουφώντας το αίμα του θύματος του, μα σε αυτή την απόκτηση της ζωτικότητας που αφαιρεί από τον άλλον, ο ίδιος έχει ήδη χάσει κάτι απ' την ανθρώπινη φύση του. Πιο εκτεταμένη βέβαια είναι η απώλεια του ζόμπι. Η ζημία και απώλειά του, σαν θύμα, είναι απόλυτη. Το ζόμπι δεν "αποκτά" άλλο από την επιβεβλημένη αβουλία του με τη μετατροπή του σε σακατεμένο νεκροζώντανο. Πίσω από το δράμα των νεκροζώντανων υπάρχει κρυμμένη η διάκριση των εκμεταλλευτών από τους εκμεταλλευόμενους, κι όσο εντείνεται διαφοροποίηση των μεν απ' δε, τόσο κι οι δυο απομακρύνονται από τη φύση τους, τόσο και οι δύο θα υφίστανται διαστροφή. Οι μεν, θα μετατρέπονται σε ανθρωποειδή αρπακτικά κτήνη, κι οι δε, σε άβουλα ζώα προορισμένα να συνιστούν βορά και πηγή ενέργειας για τους μεν.
Το ίδιο ισχύει αν δούμε τη σχέση ως την αντίθεση μεταξύ ζημιάς και κέρδους. Στο κέρδος οφείλεται λειτουργικότητα καπιταλισμού, μα με παράδοξο τρόπο. Το κέρδος (πριν την έλευση του κομμουνισμού, ή μετά την πρωτόγονη εκδοχή του) είναι ο ο λόγος ύπαρξης της οικονομικής μονάδας - δηλαδή της επιχείρησης που συνιστά το μόριό του συστήματος εννοούμενου ως οργανισμό. Μόνο μέσω αυτού επιτυγχάνεται η συσσώρευση κεφαλαίου και μόνο μέσω αυτού επιζεί σαν σύστημα, αλλά για να το επιτύχει αυτό πρέπει το ένα μόριο να έχει την τάση να κανιβαλίσει το άλλο. Και είναι αυτό το παράδοξο που παίρνει αξιακό χαρακτήρα με το όρο "ανταγωνιστικότητα". Εκτενέστερα, μέσα σε τούτο το κοινωνικό σχίσμα, η ζημία που οι κάτοχοι του κεφαλαίου, σαν βρυκόλακες, προκαλούν στα θύματά τους, σημαίνει κέρδος για τους ίδιους. Κι όσο οι μεν παρακινούνται από την αναγκαιότητα επίτευξης κέρδους, τόσο οι δε προορίζονται να παίζουν το ρόλο αυτού που στο τέλος της λογιστικής υποφέρει τη ζημιά... και, εν τέλει, τοσο η σχιζοφρένεια του συστήματος εντείνεται κι αυξάνεται.
Αυτή η αντίθεση είναι βέβαια προγενέστερη του καπιταλισμού. Κέρδος υπήρχε και πριν την άνοδό του. Ανάλογα, η παρομοίωση του καπιταλιστή με βρυκόλακα δεν είναι νέα. Σαν τέτοια, όμως, εμφανίζεται στη σκέψη με ιδιαίτερη ένταση απ' εξαρχής του καπιταλισμού. Kαι αυτό δεν μπορεί να είναι τυχαίο. Αίφνης, στο Φιλοσοφικό Λεξικό του, ο Βολταίρος [1] αφιερώνει ένα κεφάλαιο στον Βρυκόλακα και ιχνηλατεί την καταγωγή της ιδέας του ως την Ελλάδα. Αλλά όχι την Ελλάδα του Αριστοτέλη, του Πλάτωνα και του Επίκουρου, μα εκείνη της εποχής του Σχίσματος της Χριστιανικής Εκκλησίας. Ο ίδιος απορεί πώς στον 18ο αιώνα που γράφει μπορούσαν να πιστεύουν ότι Βρυκόλακες υπάρχουν. Παρατηρεί πως η δεισιδαιμονία αυτή είναι διαδεδομένη στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη, ενώ σε πόλεις όπως το Λονδίνο και το Παρίσι δεν ακούγεται λέξη γι "αυτά τα πτώματα που έβγαιναν απ' τους τάφους τους την νύχτα για να ρουφάνε το αίμα των ζωντανών". Εκεί, όπως γράφει, υπήρξαν μόνο "χρηματιστές τοκογλύφοι κι επιχειρηματίες, που έπιναν το αίμα των ανθρώπων στο φως της μέρας, μα δεν ήταν νεκροί, μολονότι διεφθαρμένοι. Αυτοί οι αληθινοί αιμοπότες δεν κατοικούσαν σε νεκροταφεία αλλά σε πολύ ευχάριστα παλάτια".
Ο Βολταίρος γράφει στον παρατατικό, λέγοντας πως οι Βρυκόλακες καπιταλιστές "έπιναν" αίμα, και "κατοικούσαν" σε παλάτια, σαν να ήταν παραμύθι περασμένης εποχής. Όμως η αιμόποση του βρυκόλακα συνεχίζεται, και η ένταση της εκμετάλλευσης, αλλά και της αυξανόμενης καταστρεπτικότητας του τρόπου με τον οποίο ασκείται εμφανίζει τα θύματά του τώρα συμβολικά με το νέο αρχέτυπο του ζόμπι - μιας σωματικά και διανοητικά ακρωτηριασμένης ανθρώπινης ύπαρξης που αδυνατεί να αντισταθεί. Το φαινόμενο, φυσικά, απασχολεί τη σύχρονη σκέψη και σήμερα, αλλά, όπως προειπώθηκε, με ποικίλους τρόπους.
Ο Henry A. Giroux [2] στο βιβλίο του “Zombie Politics and Culture in the Age of Casino Capitalism” [ζόμπι πολιτική και πολιτισμός στην εποχή του καζινο-καπιταλισμού], παρατηρεί μιαν εμμονή στη μαζική κουλτούρα με την "σκοτεινή και τρομακτική εικόνα του ζόμπι. [...] Το φαινόμενο είναι τώρα κάθε βράδυ στην οθόνη της τηλεόρασης μαζί με ατελείωτα παραδείγματα της καταστροφής που εκτυλίσσεται σε πραγματικό χρόνο. [...] Η μακάβρια παράλληλη κίνηση των «νεκρών που περπατούν» και εκείνων που είναι ζωντανοί, αλλά πεθαίνουν, και ο πόνος που προκαλείται δεν μπορεί να νοηθεί εκτός του καζινο-καπιταλισμού, που διαμορφώνει πλέον κάθε πτυχή της κοινωνίας κατ' εικόνα και ομοίωσή του [...] που γιορτάζει τον πόλεμο ως επέκταση της πολιτικής και νομιμοποιεί έναν αδίστακτο Κοινωνικό Δαρβινισμό στον οποίο συγκεκριμένα άτομα και ομάδες απλά θεωρούνται περιττά, μιας χρήσης, τίποτα περισσότερο από ανθρώπινα απόβλητα".
Αλλά, ως ζόμπι του εικοστού πρώτου αιώνα ο Giroux χαρακτηρίζει και το πολιτικό προσωπικό της ελίτ που κυβερνά την αμερικανική κοινωνία, και δίπλα της όλους όσοι απερίσκεπτα συμβάλουν στην μετατροπή της οικονομίας σε "καζίνο", λειτουργώντας έτσι ως θεράποντες ή φερέφωνα της ελίτ. Τα νέα ζόμπι, εκτός από αυτούς στις υψηλότερες βαθμίδες της κυβέρνησης, είναι και οι παρατρεχάμενοί τους που κατοικούν στα πλούσια περίχωρα της Wall Street και μπαινοβγαίνουν στις αίθουσες "των χρυσωμένων μνημείων της απληστίας" όπως της Goldman Sachs (που ο ίδιος κατονομάζει), καθώς επίσης και μια εξαγορασμένη διανόηση που επανδρώνει και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης όπου, με την τεράστια οικονομική υποστήριξη από την εταιρική ελίτ, επεξεργάζονται το νέο πρόσωπο ενός πολιτισμού διαποτισμένου από την ιδεολογία της αγριότητας και του μίσους. Αυτό συμπίπτει με την άνοδο του αυταρχισμού, κατά τον ίδιο συγγραφέα, που αντανακλά μιαν αλόγιστη φιλαυτία σε αντίστιξη με την αλαζονική κυριαρχία στην αγορά μέσω της οποίας ασκούν πρωτοφανή εξουσία - στην αμερικανική κοινωνία κι επέκεινα. Αυτή η Φούγκα, παραλογισμού, απληστίας, τρόμου και βίας, κατά τον δόκτορα Giroux, ανάγεται στο σκάνδαλο του καζίνο-καπιταλισμού. Η δε, σφαγή ακολουθεί αναπόφευκτα την καταστροφή καθώς η τρέχουσα πολιτική του θανάτου έχει φτάσει σε νέα ύψη και απειλεί να μετατρέψει μιαν αδύναμη δημοκρατία σε ένα ολοκληρωτικό, αυταρχικό κράτος. Η κοινωνική δικαιοσύνη, η κοινωνική ευθύνη, τα ανθρώπινα και πολιτικά δικαιώματα, η εξάλειψη φυλετικών ή άλλων διακρίσεων, η οργάνωση της εργασίας, ο ελάχιστος μισθός, η κοινωνική ασφάλιση, υγεία, πρόνοια - κι όλα όσα συνιστούν την ύφανση μιας αξιοπρεπούς ζωής για την πλειονότητα, θα πρόσθετα - προσβάλλονται και υποχωρούν, ενώ οι επικλήσεις στις ψευδεπίγραφες αξίες οικογένεια, πατρίδα, θεός αυξάνονται με το ίδιο τέμπο, όπως κι ο αυταρχισμός, η βία, ο σωβινισμός, ο ρατσισμός, η φτώχια...
Στα ζόμπι βέβαια περιλαμβάνει και τις παθητικές μάζες που παίρνουν το ρόλο του θύματος ενός τόσο αμείλικτου Κοινωνικού Δαρβινισμού. Στην εποχή της ζόμπι-πολιτικής υπάρχει λίγη οργή και αντίσταση, μας λέει, αντί να βλέπουμε τεράστια, μαζική διαμαρτυρία του αμερικανικού κοινού που βομβαρδίζεται με "ατέλειωτη επίδειξη πλούτου, απληστίας και εξουσίας. Στρατιές από ζόμπι αποζητούν μία διασκέδαση φορτωμένη με κουτσομπολιό, παιχνίδι, "ριάλιτι tv", αποσβολωμένοι με την κενή γοητεία μιας κουλτούρας διασημοτήτων".
Ο λόγος του Giroux είναι αναμφισβήτητα μία κατακραυγή. Και είναι σημαντική η επισήμανσή του ότι η ένταση με την οποία το ζόμπι στοιχειώνει την σύγχρονη κουλτούρα συμπίπτει με την νέα τάξη που επιβάλει το παγκοσμιοποιημένο κεφάλαιο, και την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού. Είναι, ωστόσο, αναγκαία μία παρατήρηση σχετικά με την ανάλυσή του: Είναι διακριτό σαν πρόβλημα ότι καταρχήν η έννοια "ζόμπι" χάνει την οξύτητα που έχει, εφόσον σχηματικά περιλαμβάνει εκμεταλλευτές κι εκμεταλλευόμενους. Στην ανάγνωση του φαινομένου από αυτόν, το ζόμπι δεν είναι μόνο ένας κατεστραμμένος, νεκροζώντανος οργανισμός, που χωρίς σκέψη και θέληση λειτουργεί σαν έρμαιο, όπως συνήθως κατανοείται σαν έννοια. Ως ζόμπι χαρακτηρίζεται κι ο ταγός της αγοράς που τρέχει μπροστάρης σε αυτόν τον αλλόφρονο καλπασμό των "αλόγων" προς τον γκρεμό. Μα έτσι, αυτοί που στις συγκεκριμένες συνθήκες του "καζινο-καπιταλισμού"οδηγούν, "στα τυφλά" υπονοείται, μπορεί να αποκτήσουν ελαφρυντικά, λόγω μειωμένης ευθύνης... Κατά συνέπεια, και το σύστημα μπορεί να κρίνεται με επιείκεια, εφόσον καθοδηγείται από ανεύθυνους... Τελικά, η αναγωγή της κακοδαιμονίας στο γεγονός ότι έχουμε οδηγηθεί σε τούτη τη φρίκη λόγω της έλλειψης ελέγχου του αδηφάγου χρηματοπιστωτικού συμπλέγματος , μπορεί να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι, με έναν ορθολογικό έλεγχό του, ή άλλως, ότι με διαφορετικό μείγμα πολιτικών, η κατρακύλα ενδεχομένως θα αναχαιτιστεί, κι ότι δηλαδή αυτή η τρομακτική μηχανή που λειτουργεί εκτός ελέγχου, από μια πιο φωτισμένη δεσποτεία, επιδέχεται επισκευή και επιδιόρθωση.
Ως προς αυτό, πιο σαφής είναι ο αμερικανός πολιτικός και οικονομικός αναλυτής, Matt Taibbi - γνωστός ως πολέμιος του νεοφιλελευθερισμού ο οποίος, όπως έχει γράψει, "έχει αναλώσει τη ζωή του για χρόνια τώρα στον αγώνα κατά της διαφθοράς στην Wall Street" [3]. Με τρόπο παρόμοιο με αυτόν του Giroux, βάλλει κατά του συστήματος στο οποίο ο νεοσυντηρισμός, κι η κατρακύλα προς μιαν αποσάθρωση του κοινωνικού ιστού που επιφέρει, συνδιάζεται με απληστία, απάτη και βία. Καλεί προς έλεγχο του μεγάλου τραπεζικού κεφαλαίου. Όπως διευκρινίζει, όμως, η έκκληση, η δική του και άλλων, για θέσπιση νομοθεσίας που να επιβάλει τη διάσπαση των μεγα-τραπεζών και μονοπωλίων σε μικρότερες μονάδες "δεν είναι κάποιο είδος σοσιαλιστικής προκήρυξης του τέλους του καπιταλισμού"[4]. Κι όταν ο ίδιος κατονομάζει την Goldman Sachs, ως "τη μεγαλύτερη επενδυτική τράπεζα που, σαν τεράστια σουπιά- βρυκόλακας τυλιγμένη στο πρόσωπο της ανθρωπότητας, ανελέητα ρουφά το αίμα της για να το μεταγγίσει σε οτιδήποτε βρωμάει χρήμα" [5], δεν καλεί για ανατροπή του συστήματος, κι αν βλέπει γενικά την άνοδο του μονοπωλίου ως πηγή της κακοδαιμονίας, δεν φαίνεται να αποδέχεται και πως είναι συστημική, εγγενής στον καπιταλισμό της απληστίας που καταγγέλλει. Ούτε πως ο βαμπιρισμός του συστήματος χρειάζεται μία μάζα καθυπότακτων χωρίς ουσιαστική βούληση και ικανότητα να αντισταθούν.
Σε τέτοιες αναλύσεις αγανάκτησης, σ' ό,τι αφορά τη χρήση της μεταφοράς του νεκροζώντανου, απουσιάζει μια ανάγνωση του δίπολου "βρυκόλακας-ζόμπι", με τέτοιο τρόπο ώστε συμβολικά να μπορεί να εκφράσει τα δύο άκρα ενός πλέγματος σχέσεων, με κυριότερη σχέση αυτή που βρίσκεται στον πυρήνα του καπιταλισμού: εννοώ τη σχέση εκμεταλλευτή με εκμεταλλευόμενο και τον ρόλο αυτού που, κατέχοντας τα μέσα παραγωγής, κατέχει και μία φαινομενικά υπερφυσική δύναμη που του επιτρέπει να καταχραστεί το σώμα και την ψυχή του συνανθρώπου του, κυριολεκτικά πίνοντάς του το αίμα, αφαιρώντας του τη ζωτικότητα του σώματος του και μετατρέποντάς τον σε νεκροζώντανο που στερείται και την ικανότητα να κρίνει. Αυτού που κατέχει την εξουσία που του επιτρέπει από το να ακρωτηριάσει έως και να αφανίσει το σώμα και την ψυχή των καθυπότακτων που εξουσιάζει. Απουσιάζει και η επίγνωση ότι, αναγκαστικά, για να λειτουργήσει συστηματικά αυτή η σχέση θα πρέπει το θύμα αυτής της φρικτής κατάχρησης να πάρει τα χαρακτηριστικά του άβουλου έρμαιου που, όπως ειπώθηκε, άγεται και φέρεται σ' ένα όργιο εκμετάλλευσης, καταπίεσης, αιματηρής βίας και καταστροφής. Το θύμα αυτό, ετσι, δεν εκπροσωπείται από το σύγχρονο αρχέτυπο του ζόμπι χωρίς μια σύγχυση.
Είναι προφανές ότι οποιαδήποτε προσέγγιση του φαινομένου του νεκροζώντανου τέρατος, είτε πρόκειται, απλά ή συνθετα, για μία μεταφορική σχηματοποίηση της πραγματικότητας, όπως στο παράδειγμα του Giroux, είτε σαν ερμηνευτική ανάγνωση του φαινομένου ως έκφραση του φόβου από τη βίαια κατάχρηση ανθρώπου από άνθρωπο, όπως αυτή του ΜcΝally, ούτως ή άλλως, στην καλύτερη περίπτωση συνιστά θεωρία. Ωστόσο, εφόσον η θεωρία δεν ανάγεται σε θεώρημα, το ζητούμενο ίσως είναι να δούμε ποιά προσέγγιση οδηγεί πλησιέστερα στην κατανόηση του φαινομένου και στη λύση του προβλήματος που βιώνεται ως συστημική φρικωδία εκφραζόμενη στο φαινόμενο. Σε τούτο το πλαίσιο, αν δηλαδή η επιδίωξη είναι να κατανοηθεί το πρόβλημα για να λυθεί , μια προσέγγιση του τέρατος όπως αυτή του McNally, είναι χρησιμότερη για τρεις τουλάχιστον λόγους. Ο πρώτος είναι ότι ερμηνεύοντας το φαινόμενο το ανακρίνει προσπαθώντας να δει τι κρύβεται πίσω του και στην πορεία διακρίνει πραγματικούς και υπαρκτούς φόβους που πηγάζουν από τον έκδηλο κίνδυνο και την απειλή που συνεχώς εγκυμονεί η καπιταλιστική αγορά κατά της σωματικής και ψυχικής ακεραιότητας του σύγχρονου ανθρώπου. Ο δεύτερος είναι ότι, ακριβώς επειδή δεν παραβλέπει την βαθύτερη αντίθεση που κρύβεται πίσω από τη επιφάνεια, πράγματι αποκαλύπτει με δραματικά ανάγλυφο τρόπο αυτήν την κατηγορία ανθρώπων που μετατρέπονται ή που προορίζονται να μετατραπούν σε ζόμπι, και απέναντί τους τις δυνάμεις που επιδιώκουν να επιφέρουν αυτή τη μετατροπή. Κατά συνέπεια, αναδεικνύει και το ποιες δυνάμεις έχουν συμφέρον και υποχρέωση να αποτρέψουν αυτή την μετατροπή που απειλεί την ίδια τη φύση τους. Ο τρίτος λόγος είναι ότι μία τέτοια προσέγγιση συνιστά και ένα διδακτικό παράδειγμα που αφορά την αναγκαιότητα αποκωδικοποίησης των πολιτιστικών γεγονότων και δείχνει πώς η θεωρία μπορεί επωφεληθεί από αυτό. Το επόμενο αναγκαίο βήμα είναι, εκτός απο ευριστική, να αποκτήσει και πρακτική χρησιμότητα. Και σ' αυτό θα εστιάσουμε παρακάτω.
Το θέμα άπτεται και του προβληματισμού για το πώς μπορεί να είναι γενικά η θεωρία, και ειδικά πως πρέπει να είναι η γλώσσα των επαναστημένων και για την αναγκαιότητα η γλώσσα αυτή, και τότε που πρέπει να παίρνει αυστηρά επιστημονικό χαρακτήρα (στην περίπτωσή μας, εστιάζοντας στην κοινωνικη, οικονομική και πολιτική δομή αυτού που πραγματεύεται), δεν επαρκεί απλά να μην παραβλέπει, πρέπει και να εκφράζει συνάφεια με την πολιτισμικο γίγνεσθαι εμπλουτιζόμενη από τη ανάγνωση του. Τι θα κερδίσει από αυτό;
Ειρήσθω εν παρόδω, έχει πολλάκις παρατηρηθεί πως η θεωρία του Freud, που μας απασχόλησε κι εδώ, και που έχει στοιχειώσει την σκέψη του εικοστού αιώνα, έχει τέτοια δύναμη γιατί είναι και αισθητικά πολύ ωραία. Δεν περιγράφει απλά, σωστά ή λάθος, την δυναμική της ψυχής, έχει αναφαίρετα ενσωματωμένο κι ένα αρχαίο μύθο, εμπλουτιζόμενη απ' τη δραματική δύναμη του - τον μύθο του Οιδίποδα. Οι κλινικές περιπτώσεις ψυχανάλυσης που ο ίδιος ο Freud χειρίστηκε και κατέγραψε, διαβάζονται επίσης και σαν λογοτεχνία. H ψυχανάλυση ήταν δημιούργημα, πρώτιστα τολμώ να πω, ενός μεγάλου μάστορα του λόγου.
Δεν είναι απλά θέμα αισθητικής, και είναι προφανές ότι με αυτό τον τρόπο εμπλουτίζεται η γλώσσα με στοιχεία που της επιτρέπουν να εκφράσει πιο συγκεκριμένα ή ζωντανά το ανθρώπινο δράμα και στην έκφραση αυτή να γίνει πληρέστερη και η κατανόησή του. Αυτή η στάση είναι προφανής στο έργο των κλασσικών του μαρξισμού. Δεν θα είμαι ο πρώτος, προφανώς, ούτε ο τελευταίος που θα παρατηρήσει ότι το κεφάλαιο του Μαρξ μπορεί να διαβαστεί με διάφορους τρόπους, ένας από τους οποίους είναι και σαν ανθολογία πάμπολων αναφορών σε ένα ευρύ φάσμα τού πολιτισμού και της γραμματείας διαθέσιμης στον ίδιο [6], πέραν από αυτό που αφορά την συστηματική μελέτη και κριτική της πολιτικής οικονομίας. Αυτό δεν συνιστά μονάχα ένα κείμενο με επιπρόσθετη αισθητική αξία, με την έννοια ότι επιτρέπει την ανάγνωσή του και σαν λογοτεχνία, αλλά το εμπλουτίζει με τρόπο που καθιστά την εικόνα του κόσμου που αποκαλύπτει πληρέστερη. Αίφνης, η πολυαναφερόμενη φράση του Μαρξ, "το κεφάλαιο είναι νεκρή εργασία, και σαν βρυκόλακας, ζει ρουφώντας ζωντανή εργασία, και ζει περισσότερο όσο περισσότερη εργασία ρουφάει" [7], είναι ταυτόχρονα μια αναφορά σ' ένα πολιτισμικό αρχέτυπο της εποχής του, και μία ποιητική μεταφορά. Για να μπορέσει να συλλάβει μία τέτοια έκφραση (πράγμα που γενικότερα είναι ενδεικτικό του ύφους της γραφής του) ο Μαρξ, εκτός από το ότι θα έπρεπε να έχει ευαίσθητη αντίληψη του πολιτισμικού γίγνεσθαι της εποχής του, να έχει διαβάσει ειδικά και ποίηση, (κι είναι γνωστό πως, όχι μόνο διάβασε, αλλά έγραψε και ποίηση). Μα δεν μένει εκεί - ένα αποτέλεσμα αυτής της στάσης και τακτικής είναι ότι η φρικωδία της κεφαλαιοκρατίας μεταφέρεται με την δέουσα έμφαση.
Τέλος, κάτι πολύ σημαντικό: είναι δοσμένο ότι ο σοσιαλισμός θα χτιστεί με ανακυκλώσιμα υλικά του αποδομημένου καπιταλισμού και, απαραίτητα, μετά την ολική κατεδάφιση του κράτους του. Μα θα πρέπει να θεωρείται επίσης δοσμένο πως για να σταθεί είναι αναγκαία η διάλυση και επανασύνθεση του πλέγματος που κληρονομεί από τον καπιταλισμό, το οποίο μετατρέπει οικονομικές αναγκαιότητες σε πολιτισμό). Άρα, η ένδειξη ότι οι επαναστατημένοι έχουν επίγνωση, όχι γενικά και σχηματικά του τρόπου με τον οποίο η κουλτούρα αντανακλά τη δομή και το θεμέλιο, αλλά με λεπτομερή εικόνα του πώς, ενώ στέκει πάνω απ' τα θεμέλια του συστήματος, συνάμα το πληροφορεί, σημαίνει πως είναι ανταπόκριση σε μια επιτακτική ανάγκη: να διακρίνει στον πολιτισμό αυτό που αξίζει να διατηρηθεί και, για να κάνει αυτή την διάκριση, πρέπει να το γνωρίζει. Η κριτική προσέγγιση αυτής της σχέσης λέει και κάτι πολύ σημαντικό για το τί είδους πολιτισμό φανταζόμαστε να χτίζεται πάνω στην νέα βάση της κοινωνίας. Κι ίσως αυτό, το πιο έκδηλο, δηλαδή η εικόνα του πολιτισμού (σε σύγκριση με το σχήμα της οικονομικής βάσης), να προσελκύει ή να αποκρούει με μεγαλύτερη δύναμη αυτούς που πρέπει να κάνουν υπόθεσή τους την θεμελίωση, ανέγερση και συντήρηση ενός νέου κοινωνικού κτίσματος. Φυσικά, αν πρόκειται για μία αλληλεπίδραση των δύο, της βάσης με το εποικοδόμημα, τότε για να είναι ζωτική και αληθινή αυτή η επίγνωση της αλληλεπίδρασης πρέπει κι από τώρα να φαίνεται στην σκέψη και τον λόγο των επαναστατημένων ο αμφίδρομος χαρακτήρας της.
***
Σημειώσεις
1. Voltaire, Philpsophical Dictionary, VAMPIRES
https://ebooks.adelaide.edu.au/v/voltaire/dictionary/chapter463.html
2. Henry A. Giroux, Zombie Politics and Culture in the Age of Casino Capitalism”, Peter Lang Publishing, 2010
3.Matt Taibbi, My Advice to the Occupy Wall Street Protesters:
Hit bankers where it hurts, Rolling Stone, 12 Oct. 2011,
http://www.rollingstone.com/politics/news/my-advice-to-the-occupy-wall-street-protesters-20111012#ixzz492E2TSHf
http://www.rollingstone.com/politics/news/why-the-banks-should-be-broken-up-20160408#ixzz48RXlPgkC
5. Matt Taibbi, The Great American Bubble Machine, Rolling Stone, 5 April, 2010
http://www.rollingstone.com/politics/news/the-great-american-bubble-machine-20100405#ixzz49K6WSyRc
6. Robert Paul Wolff , Moneybags Must Be So Lucky: On the Literary Structure of Capital,
Society for Philosophy & Culture, Wellington, 2013, first published, The University of Massachusetts Press, Amherst, 1988
7. Karl Marx. Capital, Volume I, chapter 10, section 1. [Trans. Ben Fowkes. London: Penguin Books\]
Κυριακή 8 Μαΐου 2016
Τα σταφύλια του Ζεύξιδος και το Νεκροζώντανο [4]
4
Σε μια προσπάθεια να ξεκλειδωθεί η κρίσιμη ενέργεια που ο David McNally βλέπει να κρύβεται μέσα σε φανταστικές αφηγήσεις του μυστηρίου, το οποίο περιβάλλει σαν αδιαφανές πέπλο τη δημιουργία και συσσώρευση πλούτου στη σύγχρονη κοινωνία, υιοθετεί και συνιστά αναγνώρισή των ως συμβολισμούς, θα έλεγα, της τερατουργίας που απαντάται σε διαφορετικές πτυχές του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Και καλεί αυτά τα παραμύθια να χρησιμοποιηθούν ως μέσο για τη χαρτογράφηση των αινιγματικών συναλλαγών του παγκόσμιου κεφαλαίου με τα ανθρώπινα σώματα, οι οποίες καθορίζουν την εποχή μας. Αλλά, αναγνωρίζει πως αυτή η κρίσιμη στρατηγική δεν είναι χωρίς τις δυσκολίες της, ακριβώς λόγω των πανταχού παρόντων τεράτων σήμερα, που αυξάνονται και πληθύνονται σε όλη την μαζική κουλτούρα - και συχνα αντανακλώνται με ανεπαρκή τρόπο στην πολιτισμική θεωρία.Οι τρέχουσες κοινωνικές επιστήμες ακολουθούν μία μακρά παράδοση χαρακτηρισμού τέτοιων παραμυθιών ως δεισιδαιμονίες μιας παρωχημένης εποχής. Αλλά, παραδόξως, μία τέτοια αντιμετώπισή τους υποστηλώνει την μυστικοποίησή αυτού που κρύβεται πίσω τους, αρνούμενη δηλαδή να τα δει στη σχέση τους με τις συστηματικές επιθέσεις στη σωματική και ψυχική ακεραιότητα του σύγχρονου ανθρώπου που χαρακτηριζουν την οικονομική υποδομή της νεωτερικότητας, και δη την καπιταλιστική αγορά. Και είναι τόσο κανονικοποιημένος ο καπιταλισμος στις κοινωνικές επιστήμες, όπως παρατηρεί ο ίδιος συγγραφέας, και τόσο "φυσικοποιημένες" οι ιστορικά μοναδικές μορφές της ζωής σ' αυτόν, ώστε η κριτική θεωρία απαιτεί ένα οπλοστάσιο τεχνικών απο-εξοικείωσης, και μια σειρά διαλεκτικων μεθοδολογιών που να εμφανίζουν ανάγλυφα τον τρόπο που λειτουργεί, διαλύοντας την φανταστική και μυστήρια επίφαση του. Διότι ως πολιτιστικά φαινόμενα, αυτές οι ιστορίες και οι θρύλοι μιλούν για την πραγματική κοινωνική πρακτική μέσω "συμβολικών μητρώων" στα οποία καταγράφονται υπαρκτές ανησυχίες και φοβοι που γεννώνται εξαιτίας της συνεχούς και εντεινόμενης φρικωδίας στο σύγχρονο καπιταλιστικό περιβάλλον μας.
Ενα παραδειγμα που χρησιμοποιείται είναι η αγοραπωλησία ζωτικών οργάνων του ανθρώπινου σώματος. Η πρακτική αυτή, νομότυπα ή παράνομα προμηθεύει τις ιδιωτικές κλινικές, το εκτεταμένο δίκτυο των οποίων έχει καταστεί βιομηχανία, με "πρώτη ύλη" τα κομμμάτια από το ανθρώπινο σώμα. Η συγκομιδή και εμπορευματοποίηση αυτού ενόργανου "υλικού" σημαίνει ότι, με ωμή βία ή με έμμεσο εξαναγκασμό που ασκεί η επιβεβλημένη φτώχια της πλειονότητας των ανθρώπων στο Νότιο ημισφαίριο, αυτοί υφίστανται ληστεία ή υφαρπαγή κομματιών από το σώμα τους τα οποία πωλούνται φτηνά στους εύπορους ανθρώπους από το βόριο ημισφαίριο.
Θα συμπλήρωνα εδώ ότι αυτή η φρικώδης εκμετάλευση του νότου από τον βορά, που εκτίθεται στην εν λόγω μελέτη δεν λέει κάτι μόνο για τη φύση του ιμπεριαλισμού και την αντίθεση μεταξύ της ιμπεριαλιστικής έδρας (η οποία συνιστά μία κρατική κοινοπραξία πολυεθνικών μεγαπωλiων που κατακρεουργούν τη σάρκα της ανθρωπότητας) και των δορυφόρων κρατών-θυμάτων της που ελέγχονται από αυτήν, λέει και κάτι για τον ακραιφνή ταξικό χαρακτήρα αυτού του φρικτού βαμπιρισμού. Δεν ισχύει πια μόνο το μεταφορικό της έκφρασης "οι καπιταλιστές κλέβουν τον ιδρώτα των εργαζομένων", τώρα ισχύει η παρατήρηση ότι εχει τέτοια ένταση η εκμετάλλευση που ασκεί το κεφάλαιο που φτάνει στο σημείο, εκτός από το να αφανίζει ή να τα καταστρέφει με τη θηριωδία του συνεχούς πολέμου του στα πλάτη της γης, και κυριολεκτικά να ληστεύει τα ζωτικά όργανα απ' το σώμα των εργατών και να τα εμπορεύεται.
Να θυμηθούμε εδώ ότι αυτή η μακάβρια φρικωδία έχει σαν πρόγονό της μια πρακτική της αρπαγής των οστών του ανθρώπινου σώματος και την παρασκευή από αυτά λιπασμάτων αγροκαλιέργειας, για την οποία εξανίσταται ο μεγάλος επιστήμονας Liebig από τον οποίο, παρεμπιπτόντως, είχε διδαχτεί ο Μαρξ πριν την σύλληψη της πρωτοποριακής έννοιας του " Μεταβολικού Ρήγματος"
Παραθέτω από σχετικό άρθρο :http://fromredrock.blogspot.gr/search/label/Μεταβολικό%20Ρήγμα,]
'Πηγή λιπασμάτων αποτελούσαν και τα οστά ανθρώπων και ζώων τα οποία είχαν επίσης καταστεί αντικείμενο ληστρικής εκμετάλλευσης. Πρωταγωνιστές ήταν οι Άγγλοι αποικιοκράτες και καπιταλίστες. Φυσικά κάποιες χώρες κυριολεκτικά γδέρνονταν απο τα θρεπτικά συστατικά του εδάφους τους. Αυτό ώθησε τον Liebig να δηλώσει ότι η Μεγάλη ΒρετανίαΌμως, η αποστροφή που προκαλούν αυτές οι συναλλαγές, οπως γραφει o McNally, δεν εκτείνεται ώστε να αφορά " το πολύ ευρύτερο φάσμα της τερατώδους εμπειρίας που αρχίζει με την καθημερινή πώληση της ενέργειας του σώματος [και του πνεύματός μας], για ένα μισθό ο οποίος καθορίζει τη ζωή μας στην καπιταλιστική κοινωνία". Και βέβαια, αυτό ισχύει τόσο για τις κοινωνικές επιστήμες, όσο και την πολιτισμική κριτική θεωρία εν γένει. Διότι, πράγματι, σχεδόν πουθενά στη ζύμωση του λόγου πάνω στο θέμα της τετρατουργιας δεν θα βρούμε την κατονομασία του καπιταλισμού ως ένα τερατώδες σύστημα, που από φύσει απειλεί συστηματικά την ακεραιότητα της ανθρώπινης φύσης. Κάτι που παίζει κεντρικό ρόλο στην εν λόγω μελέτη όπου τα τέρατα της αγοράς από ένα παράξενο, αλλοτινό και φαντασιακό "κάτω κόσμο", αυτα το οντα των οποίων η ανατροφή και η διατήρηση βασίζεται στην βρώση ανθρώπινου αίματος και σάρκας, εμφανίζονται ως σημάδια του καιρού μας που κουβαλούν πολλαπλές "φαντασιώσεις των κινδύνων για τη σωματική ακεραιότητα που ενυπάρχουν σε μια κοινωνία όπου η ατομική επιβίωση του ανθρώπου απαιτεί την πώληση της ζωτικης ενέγειές του στον άνθρωπο της αγοράς". Δεν φαινεται ότι αυτα τα πολιτιστικά φαινόμενα ειναι ενδημικά στον καπιταλισμό, και μέρος της φαινομενολογίας της αστικής ζωής. Αλλά, επειδή η κυρίαρχη φιλελεύθερη ιδεολογία αρνείται συνήθως την φρίκη στην καθημερινότητα μας, οι ανησυχία ή το άγχος από τα τερατουργήματα της αγοράς που έχουν πάρει χαρακτήρα "φυσικότητας", τείνουν να βρουν καταφύγιο λόγου στη λαογραφία, τη λογοτεχνία, σε βίντεο και φιλμ, με συχνά μία α-πολιτική πλοκή, θα έλεγα. Μα μόλις στραφούμε προσεκτικότερα σε αυτά τα μέσα, συνειδητοποιούμε ότι τα τέρατα της αγοράς λειτουργούν σε κάθε πλευρά ενός σώματος σε κατάσταση πανικού και τρόμου, που ανήκει στον άνθρωπο που βιώνει το σύγχρονο αγοραίο δράμα είτε σαν δράστης είτε σαν θύμα.
"... Στερεί όλες τις χώρες από τις συνθήκες της γονιμότητας τους. Έχει σαρώσει τα πεδία των μαχών της Λειψίας, του Βατερλώ και της Κριμαίας! Έχει καταναλώσει τα οστά πολλών γενεών συσσωρευμένα στις κατακόμβες της Σικελίας! Και τώρα καταστρέφει κάθε χρόνο το φαγητό για μια μελλοντική γενιά από τριάμισι εκατομμύρια ανθρώπων. Όπως ένας βρικόλακας, που κρέμεται στο στήθος της Ευρώπης, και του κόσμου ακόμα, ρουφά το αίμα της ψυχής του, χωρίς καμία πραγματική ανάγκη ή μόνιμο όφελος για τον εαυτό του"'.
Στην μία πλευρά ενός πεδίου μάχης, λοιπόν, έχουμε αυτά τα τερατώδη όντα με μορφή βρυκόλακα - οι κακοί και κυνικοί γιατροί, οι φαρμακευτικές εταιρείες, οι ληστές ανθρωπίνων σωμάτων, που φέρνουν την συγκομιδή από ανθρώπινα κομμάτια στην αγορά. "Στο στρατόπεδο των θυμάτων, θα βρούμε αυτά τα παραμορφωμένα, ακρωτηριασμένα πλάσματα, που συχνά απεικονίζονται ως ζόμπι", τα οποία έχουν μετατραπεί σε απλούς κι ανεγκέφαλους φορείς υλικού απο σάρκα, αίμα, μύες, κόκκαλα, μεδούλι και δέρμα.
Στο βιβλίο του, ο David ΜcNally μελετά μια πληθώρα απο εμφανίσεις των τεράτων που συχνά παίρνουν την μορφή του νεκροζώντανου, του παρά φύσει, αυτού που επιφανειακά δείχνει να είναι βυθισμένο σε μία εξωπραγματική φενάκη δεισιδαιμονίας, από ένα ευρύ λαογραφικό και πολιτιστικό εν γένει πεδίο, από τόπο σε τόπο. Και διαχρονικά το βλέπει να εμφανίζεται από την αρχή της εξελιξης του καπιταλισμού και πιο πριν, έως τις μέρες μας: Από τον Σαίξπηρ στον Ντίκενς, από την Mary Shelley στον Ben Okri. Ξαναδιαβάζει το Κεφαλαιο του Καρλ Μαρξ, μεταξύ άλλων, ως ένα ένα αφήγημα τρόμου και μυστηρίου - στο οποίο αναζητά και ξεσκεπάζει τα κρυφά τοπία στα οποία οι οργανισμοί (σώματα και ψυχές) τραυματίζονται και ακρωτηριάζονται από το κεφάλαιο. Σε όλες αυτές τις αναγνώσεις, δείχνει πώς και γιατί οι φόβοι για την ακεραιότητα των ανθρώπινων σωμάτων είναι τόσο πανταχού παρόντες στη σύγχρονη κοινωνία.
Σε ριζική διάσταση με μία μεταμοντέρνα οπτική, εκθέτει την ανεπάρκεια, σε πολιτιστικές μελέτες, όπου τα τέρατα θεωρούνται ως ενδεικτικά πρότυπα αυτών που δεν συμμορφώνονται, και ως εκ τούτου η διαφορετικότητά τους χαρακτηρίζεται ως διαστροφή. Όλους εκείνους που έχουν περιθωριοποιηθεί από τη δεσπόζουσα πολιτισμική ζύμωση και στερούνται κοινωνικής ή ηθικής αξίας, ακριβώς επειδή δεν συμμορφώνονται με τους συμβατικούς της κώδικες που αφορούν τη γλώσσα, τη σεξουαλικότητα ή το χρώμα του δέρματος, κτλ. Έτσι, μια μεταμοντέρνα θεωρία τείνει να γιορτάζει τα τέρατα, βλέποντας τα να μη δεσμεύονται απο το κυρίαρχο ιδεολογικο δίπολο που αφορά την ταυτοποίηση με το "φυσιολογικο" και κακανονιστικό και την δαιμονοποίηση της διαφοράς ή αντίθεσης προς αυτό. Ωστόσο, αυτό απλώς συνιστά κατάρρευση του τερατώδους σε ένα είδος μονοδιάστατης σκέψης, λέει ο ΜcNally. Αντί να βλέπουμε το χώρο της τερατουργίας ως τόπο αμφισβήτησης αυτού που στη πραγματικότητα είναι τερατώδες, αντί να αναγνωρίζεται ότι στην εικονογραφία του τέρατος και του νεκροζώντανου υπάρχει μία φόρτιση από αυτό που βρίσκεται στο φόντο της και πίσω από αυτό, και που είναι τερατώδες, το φαινόμενο γιορταζεται σαν έκφραση του πεδίου στο οποίο το "νορμαλ" απλά έρχεται σε αντίθεση με τις διαφορετικές αποχρώσεις της αμφισβήτησής του. Δηλαδή μειώνεται σε αντίθεση αξιών που δεν φτάνουν σε αμφισβήτηση αυτού του ίδιου του συστήματος.
Χωρίς να παραγνωρίζει τις διαφορές ταυτότητας (φυλετική, ή ταυτότητα σεξουαλικού προσανατολισμού, κ.α.) και τον βιωματικό ή υπαρξιακό φόρτο της, παρατηρεί πως με το να τιμάμε το τέρας ως ασυμβίβαστη έκφραση της διαφορετικότητας αδυνατούμε να διακρίνουμε τον ψυχοπαθή που τερατουργεί από το θύμα του. Θα μπορούσε να προστεθεί εδω, πως το "κάτι ουσιώδες, που αναμφισβήτητα στερείται μια προσέγγιση που δεν μπορεί να διακρίνει στις διαφορετικές μορφές του το τερατούργημα", όπως σωστά παρατηρεί οMcNally, είναι και ότι δεν μπορούν να κατανοήσουν ή παραβλέπουν τους τρόπους με τους οποίους οι υποδεέστερες κοινωνικές ομάδες στην καπιταλιστική κοινωνία, ως στερεότυπες εικόνες καθορίζονται ιδεολογικα απο καταπιεστικές δυνάμεις και ως αυτές που γεννούν το "αλλοτινό" και "αλλόκοτο" τέρας, και τοιουτοτρόπως οι ίδιες δυνάμεις μετατοπίζουν την αντίθεση από ένα τόπο που βρίσκεται στον κοινωνικό και οικονομικό πυρήνα του συστήματος, σαν αντίθεση, σ' ένα χώρο κουλτούρας όπου τείνει να εξομαλύνει την ανωμαλία του συστήματος αντί να το αντιμάχεται. Δηλαδή λειτουργεί επιδιωρθωτικά κι όχι ανατρεπτικά έναντι του συστήματος.
[Συνεχίζεται - (Σημειώσεις και βιβλιογραφία στο τελευταίο μέρος)]
✴✴✴✴✴
Image borrowed from here
Σάββατο 7 Μαΐου 2016
Πέμπτη 5 Μαΐου 2016
Τα σταφύλια του Ζεύξιδος και το Νεκροζώντανο [3]
[Προηγούμενα: μέρος 1, μέρος 2. Επόμενο: μέρος 4, μέρος 5]
***
Παρακάτω παραθέτω βασικές, κατά την κρίση μου, ιδέες από το βιβλίο του David McNally, Monsters of the Market: Zombies, Vampires and Global Capitalism (Τερατα της Αγορας: Ζομπι, Βρυκόλακες και Παγκοσμιοποιημένος Καπιταλισμός) [1] το οποίο, παρεμπιπτόντως, στο σύνολό του συνιστά μία μελέτη βαθιάς και ευρείας σκοπιάς του φαινομένου που φωτίζει πτυχές του.
Καταρχήν, είναι προφανές ότι μία αποκλειστικά ψυχολογική και ειδικά μία αποκλειστικά ψυχαναλυτική ερμηνεία εμφανίζεται ως έντονα ανεπαρκής, αν όχι αυθαίρετη. Και είναι εν μέρει αυτό - η αίσθηση ανεπάρκειας - που δίνει τόπο στη διαφωνία μου με την πεποίθηση του εν λόγω συγγραφέα ότι η ψυχανάλυση, σαν ερμηνευτικό παράδειγμα, μπορεί να αποτελέσει συστατικό στοιχείο μιας συνολικής, μαρξιστικής θα πρόσθετα, προσέγγισης του φαινομένου, συγκεκριμένα, όταν σαν τέτοια αυτή διδάσκει πως την ίδια ώρα που απωθούμε τα πράγματα που εκφράζουν την φρικτή και τερατώδη φύση του καπιταλισμού, "επιθυμούμε συνάμα και να τα γνωρίσουμε, και πραγματικά πρέπει να να τα γνωρίσουμε, αν είμαστε διατεθειμένοι ν' αλλάξουμε τους εαυτούς μας και τον κόσμο".
Η αλήθεια είναι ότι, αυτό που η ψυχανάλυση περιγράφει συχνά με σχολαστική λεπτομέρεια ως δυναμική εσωτερικών αντιθέσεων, ή διαπάλης στην ανθρώπινη ψυχή, είναι άρρηκτα συνυφασμένο με μία αιτιολογία η οποία είναι ακόμα ανεπίδεκτη τεκμηρίωσης με αδιαμφισβήτητο και επιστημονικό τρόπο, καταρχήν στον φυσικό της χώρο, ήτοι στον χώρο της ψυχοθεραπείας.[2] Μετά, ακόμα κι αν δεχτούμε πως το μοντέλο που πρότεινε ο Freud όντως περιγράφει ακριβώς την δυναμική του ψυχικού κόσμου, από πουθενά δεν προκύπτει ότι η αποκάλυψη αυτού που κρύβεται στο ασυνείδητο, η γνώση του, ή η ερμηνεία του επαρκούν για ν' αλλάξει το άτομο τον εαυτό του [3]. Κάτι άλλο πολύ βασικό χρειάζεται.
Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για την γνώση ή κατανόηση των κοινωνικών και πολιτιστικών φαινομένων. Από μόνες τους δεν επαρκούν, αν και είναι αναγκαίες, για την "αλλαγή του κόσμου"... Ωστόσο, θα συμφωνούσα με τη θέση ότι μία ερμηνευτική προσέγγιση ενός πολιτιστικού φαινομένου απαιτεί πληροφόρηση και συχνά έννοιες από πολλαπλές περιοχές συστηματοποιημένης γνώσης. Εν προκειμένω, το Ψυχαναλυτικό Παράδειγμα εμπεριέχει έννοιες και όρους που θα μπορούσαν να εμπλουτίζουν την γλώσσα με την οποία ερμηνεύεται και την κατανόηση του φαινομένου, συμβάλλοντας στην ερμηνευτική του πληρότητα ή πειστικότητα.
Ο McNally ισχυρίζεται πως η ψυχανάλυση (σε ριζοσπαστική εκδοχή της) μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα για να ερμηνευτούν τα τραύματα που συνοδεύουν την εμπορευματοποίηση της καθημερινής ζωής και πως η κριτική θεωρία θα πρέπει να είναι σε θέση να αναπτύξει μια διαλεκτική οπτική, τέτοια που να συνιστά τρόπους για να εμφανιστεί το αόρατο. Διότι τα βασικά χαρακτηριστικά του καπιταλισμού, όπως ο Μαρξ μας υπενθύμισε συχνά, δεν είναι άμεσα ορατά.Τα αποτελέσματα παραγωγικών διαδικασιών του συστήματος μπορεί να είναι απτά, ορατά και μετρήσιμα μεν, όπως και τα πράγματα και τα πρόσωπα - εμπορεύματα στην αγορά ("εργοστάσια γεμάτα μηχανήματα, εργάτες που στραγγίζονται στο σκλαβοπάζαρο, ουρές ανθρώπων που αναζητούν εργασία ή ψωμί"), αλλά άφαντες κι αφηρημένες παραμένουν οι σχέσεις παραγωγής, όπως και μυστήριος ο τρόπος με τον οποίο οι σχέσεις αυτές αλληλεπιδρούν με τις δυνάμεις παραγωγής. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η κριτική θεωρία καλείται να δει και να αποκαλύψει το αόρατο, χαρτογραφώντας το.
Αν αυτή η αλληλεπίδραση, θα πρόσθετα εδώ, μεταξύ σχέσεων και δυνάμεων παραγωγής παραμείνει αόρατη, τότε η μετατροπή της ανθρώπινης ενέργειας σε πράγματα, αποξενωμένα από τον ίδιο τον ανθρώπινο παράγοντα με την μορφή εμπορεύματος, αποκτά μία απρόσβλητη κανονικότητα την οποία το κεφάλαιο μετατρέπει σε ψευδαίσθηση φυσικότητας - δηλαδή αυτό που επιβάλλεται σαν κανόνας, η σαν κοινωνική συνθήκη, καλλιεργείται ιδεολογικά ως απόρροια της φύσης. Στην επιφάνεια, στη μορφή του καπιταλισμού, εμφανίζεται μεν η ανισότητα μεταξύ ανθρώπων ως απόρροια της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, αλλά χωρίς επίγνωση της βαθύτερης ουσίας, η κατανόηση της οποίας μπορεί να οδηγήσει σε ανατρεπτική δράση των υποκειμένων της εκμετάλλευσης. Τότε η συνθήκη ζωής του εκμεταλλευόμενου αποδίδεται στην κακή φύση των ανθρώπων, που δεν αλλάζει, ενώ η κοινωνική, ταξική αντίθεση παίρνει τον μεταφυσικό χαρακτήρα μιας αντίθεσης μεταξύ του,"καλού" και του "κακού". Κάτι που στην τέχνη μπορεί να αντανακλάται, κάπως αφελώς, σαν διαπάλη μεταξύ του φυσικού και του παρά φύσει, μεταξύ του τέρατος και του " κατ' εικόνα και ομοίωση του θεού", τελικά μεταξύ του φαντασιακού νεκροζώντανου και του πραγματικού ζωντανού.
Ο McNally λεει ότι οι αόρατες δυνάμεις - οι δυνάμεις της αγοράς - είναι ταυτόχρονα φανταστικά πραγματικές: Αγοραίες δυνάμεις συνιστούν τρομακτικές πτυχές ενός παράξενου και απίστευτου κόσμου που παρουσιάζεται ως φυσιολογικός, φυσικός, κι αμετάβλητος. Για το λόγο αυτό, φανταστικές τεχνοτροπίες και είδη, είτε είναι λογοτεχνικά ή λαογραφικά, μπορεί περιστασιακά να φέρουν ένα κριτικό φόρτισμα, συνιστώντας ένα γκροτέσκο ρεαλισμό που "μιμείται τον παραλογισμό της καπιταλιστικής νεωτερικότητας" και μπορεί να λειτουργήσει αποσταθεροποιητικά, εκθέτοντας τη φύση του συστήματος. Το φαινόμενο γίνεται αισθητό καθώς η παγκόσμια επέλαση ανεξέλεγκτων αγοραίων δυνάμεων εντείνει τις ανησυχίες σχετικά με την ακεραιότητα του έμβιου σώματος και δημιουργεί τρομακτικές εικόνες μαγικής συσσώρευσης δύναμης και πλούτου, και σκοτερινων δυνάμεων που εκμεταλλεύονται μια ζόμπι-εργασία.
Πως όμως; Τις μυθικές εικόνες ως συμβολικές των φρικτών πτυχών του καπιταλισμού, η κριτική θεωρία θα έπρεπε να διαβάσει με το τον τρόπο που η ψυχανάλυση ερμηνεύει τα όνειρα - ως κατ 'ανάγκην κωδικοποιημένες μορφές της φρικωδίας του συστήματος, διατείνεται ο συγγραφέας. Η δε ανατρεπτική γνώση, που απορρέει από την αποκωδικοποίησή των, υπόσχεται ριζικές ιδέες και μετασχηματιστική ενέργεια. Με εξόρυξη από μια λαϊκή εικονογραφία όπου το φανταστικό κατοικείται από Βρυκόλακες και ζόμπι και κακόβουλες εταιρείες που απαγάγουν και τεμαχίζουν ανθρώπους, η κριτική θεωρία (κατά τον McNally) θα πρέπει να κατασκευάσει σοκαριστικές τακτικές που μας επιτρέπουν να δούμε το τερατώδες στην τέχνη ως εξάρθρωση υλικού από την καρδιά της εμπορευματικής συνθήκης...
Καλό ακούγεται, αλλά το πώς τεχνικά και πρακτικά θα μπορούσε αυτό να γίνει, μου φαίνεται δύσκολο να φανταστώ. Άλλωστε, η ερμηνεία των ονείρων με ψυχαναλυτικά εργαλεία, στην καλύτερη περίπτωση παραμένει τέχνη, χωρίς ποτέ να έχει προβιβαστεί σε επιστήμη. Ωστόσο, και πάντα με την προϋπόθεση ότι στέκει σαν τέχνη, όπως και στην ψυχανάλυση μία τέτοιου είδους ερμηνεία μπορεί να έχει πρακτική και αισθητική χρησιμότητα. Το αν αυτό μπορει να αναχθεί σε επιστήμη ιστορικο-υλιστικών απαιτήσεων παραμένει, κατά την κρίση μου, ένα ερώτημα.
✴✴✴✴✴✴✴✴✴
1] Monsters of the Market: Zombies, Vampires and Global Capitalism (Historical Materialism Books (Haymarket Books)) by David McNally
[Σε pdf: 4da003546437bc6b78fc9b3c6f626a15fdcc932e, ]July, 2012
2, 3] Έρευνες που συγκρίνουν την αποτελεσματικότητα της ψυχοδυναμικής θεραπευτικής προσέγγισης (η οποία κατά βάση πληροφορείται από την θεωρία του Frued) σε σχέση με άλλα μοντέλα με ριζικά διαφορετική επιστημολογία, όπως αυτο της Γνωστικής - Συμπεριφορικής Ψυχοθεραπείας και της Ανθρωπιστικής προσέγγισης του Carl Rogers, δεν δείχνουν σημαντικές διαφορές σε κλινικά αποτελέσματα. Και πλέον θεωρείται σίγουρο και είναι κοινά αποδεκτό ότι αυτό που θεραπεύει δεν είναι η επιστημολογία, η θεωρία ή ακόμα κι οι τεχνικές, αλλά η ιδιαίτερη σχέση του ψυχοθεραπευτή με τον πελάτη.
✴✴✴
Image borrowed from here
(Συνεχίζεται)
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)