Απόψε άναψα το τζάκι στο σπίτι
μου. Έκανε κρύο.
Εδώ, κάτω απο τη στέγη του σπιτιού μου, δίπλα
στη φωτιά – ούτε κρύο αισθανομαι, ούτε πείνα και μοναξιά με βασανίζει. Έχω δικαίωμα
να μην νιώθω ενοχές; Όταν ξεχάσω τι γίνεται παρέκει, ξεχνάω
και το ερώτημα αν έχω δικαίωμα να ξεχάσω.
Αυτο το μήνυμα φτάνει σε σένα απο μένα.
Κάπου αλλού,
όχι και πολύ μακριά απο εμένα, συμβαίνουν άλλα. Αυτήν ακριβώς την στιγμή που σου
γράφω (σε χρόνο που δεν συμπίπτει αλλά εφάπτεται του δικού σου και σε τόπο που δεν
απέχει έτη φωτός απ΄ τον δικό σου) μας χτυπούν μηνύματα απο όλες τις αποστάσεις.
Εμένα με χτυπά ένα απο την Αμερική, αίφνης, ένας φίλος με παραπέμπει σ΄ ένα άρθρο της New York Times για την γειτονική
μου Συρία. Το νέο γράφτηκε πριν δυο-τρεις βδομάδες αλλά παραδόξως είναι «φρέσκο»
ακόμα.
“The population of registered Syrian war refugees in neighboring countries, which has already surpassed United Nations projections three times, is expected to nearly double by year’s end, to more than 700,000 people, just as the greatest need for shelter from the Middle East’s achingly cold winters is at its most intense”.
«Ο πληθυσμός των εγγεγραμμένων Συρίων προσφύγων πολέμου σε γειτονικές χώρες, ο οποίος έχει ήδη ξεπεράσει προβλέψεις των Ηνωμένων Εθνών κατά τρεις φορές, αναμένεται να διπλασιαστεί μέχρι το τέλος του έτους, σε περισσότερους από 700.000 ανθρώπους, ακριβώς την εποχή που γίνεται εντονότατη η μέγιστη ανάγκη για καταφύγιο από τον επίπονα κρύο χειμώνα της Μέσης Ανατολής».
Αν το καταχωρήσω στον εγκέφαλο έτσι όπως είναι, σαν αποσπασματική είδηση που δεν φαίνεται να με αφορά άμεσα μια και την παρούσα στιγμή δεν με επηρεάζει, κι αν το αφομοιώσω ψυχρά και λογικά, αγνοώντας το δράμα, την κόλαση που κρύβεται πίσω απο την είδηση, θα είμαι πιο έτοιμος να δεχτώ κι άλλο ένα επακόλουθο. Όταν κρυμμένος πίσω απο την κουρτίνα δω κάποιους απο αυτούς τους πρόσφυγες να περνούν στο δρόμο έξω απο το σπίτι μου, και κάποιους γείτονες μου να τους επιτίθενται, δύσκολα θ’ αντιδράσω υπέρ των προσφύγων ακόμα κι αν θεωρώ ανήκουστο να πάρω μέρος στην κτηνώδη καταδίωξη τους. Εγώ, ο πολιτισμένος μικροαστός, θα έχω μάθει να μη λερώνω τα χέρια μου, με τίποτε και για κανενός την χάρη. Θα έχω γίνει ο μεγάλος ιδεολόγος του «κοίτα την παρτη σου» και οι μόνοι που θα μ’ εξοργίσουν θα είναι αυτοί που θα μου πουν πως δε είμαι καλύτερος απο τα βιομορφικά τερατογεννήματα που συμπεριφέρονται με τρόπο χειρότερο απο σαρκοφάγα ζώα της ζούγκλας την ώρα που επιτίθενται στα θύματα τους.
Όμως, ακόμα
κι αν ήξερα πολύ περισσότερα για το δράμα, αραγε η ψυχρά εμπλουτισμένη
εγκυκλοπαιδική γνώση μου θα μ’ έκανε καλύτερο; Πιθανόν, αν η γνώση συνδυαζόταν
και με κάποιο ηθικό κώδικα που θα έντυνε το δράμα με το ένδυμα του «κακού», ή καλύτερα
με την αίσθηση της αδικίας. Θ' αναρωτιόμουν: πως είναι
δυνατόν οι άνθρωποι αυτοί να τρέχουν κυνηγημένοι απο τον εφιάλτη του πόλεμου
για να υποστούν τα δεινά μιας ξενοφοβικής ρατσιστικής κτηνωδίας; Πάντα απο τον καναπέ μου...
Υποψιάζομαι, ακόμα και με κατανόηση του τρόπου με τον οποίο το σύστημα παράγει γενοκτονίες, έτσι γενικά και αφηρημένα, δεν θα κατέβαινα στο δρόμο για να προστατεύσω τους κατατρεγμένους ή να διαμαρτυρηθώ, αν προηγουμένως δεν ειχα δραστηριοποιήσει την φαντασία μου για να "βιωσω" την γενοκτονία αρχικα σαν εικονα, να την συγκεκριμενοποιησω απο ενα αφηρημενο άρθροισμα περιπτώσεων σε κατι πιο ορατο και απτο, εστιαζοντας στο οτι η κάθε μια απο αυτες τις περιπτωσεις είναι ένα ανθρώπινο δράμα με ορατά τραύματα με αίμα, θρήνο, φρίκη και απόγνωση, ενα πραγματικο δραμα ικανο να εγειρει συναίσθηματα αγανάκτησης, οργής και αηδίας μεσα μου.
Μα πάλι, αν δεν ήξερα τον τρόπο
που λειτουργεί το σύστημα, έστω και σχηματικά, οτι και να έκανα, δεν θα είχα ελπίδα ότι στο μέλλον
οι κατατρεγμένοι θα κλείνουν το δράμα αποκλειστικά σε παρελθόντα χρόνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου