1
Ένα πλοίο έχει χάσει την ρότα του σε θυελλώδη καιρό και εξοκέλλει ανατολικά
του Αιγαίου πλησιάζοντας την Ανεμόεσσα. Ταλαιπωρημένο, κινδύνεψε να τσακιστεί στις
βραχώδεις ακτές του νησιού, αλλά τελικά ελλιμενίστηκε σώο στον Να, γνωστό κι ως
Ταυροπόλιο - όπου βρίσκεται και το ιερό της Αρτέμιδος. Είναι ένα λιμάνι στο
δέλτα του Χάλαρη – του ποταμού που
διασχίζει το ομώνυμό του φαράγγι. Το μέρος αυτό, πρέπει εδώ να ειπωθεί, έχει τέτοια
ομορφιά που η θέα του σου προκαλεί δέος. Οι ντόπιοι συχνά συγχρωτίζονται με τις
νεράιδες του ποταμού, ή έτσι λένε τουλάχιστον…. Αυτό το φαράγγι, ιδιαιτέρα
πλούσιο σε βλάστηση και σε θηράματα, είναι ιδανικό για κυνήγι, και διόλου
απίθανο κάποιοι από τους ολύμπιους θεούς να συχνάζουν εκεί. Ο Διόνυσος σίγουρα,
αφού η Ανεμόεσσα είναι και γενέτειρά του.
Ας είναι, σχεδόν πριν προλάβει το
πλοίο να δέσει, ο καραβοκύρης του βγαίνει ανυπόμονα έξω και πάει στο ναό, όπου αμελλητί θέλει να παραδώσει
ένα πρόσφορο σε ένδειξη ευλάβειας κι ευγνωμοσύνης προς την Θεά που, ως γνωστόν,
προστατεύει και τους ναυτικούς. Όταν φτάνει στο τέμενος τον υποδέχεται η πρωθιέρεια
– γυναίκα σεμνή και σοφή, αλλά και προικισμένη με ασύγκριτο κάλλος. Καθώς την
κοιτάζει ασκαρδαμυκτί, σαν να βλέπει ένα θαύμα, θα παραδοθεί σε παράφορο πάθος μαζί
της – εκεί και τότε, όπως λένε...
Αυτή ήταν η πρώτη, ίσως και τελευταία, φορά που ήρθαν σε επαφή. Τι συνέβη;
Εκείνη, αμίλητη, τον πλησιάζει και παίρνει το πρόσφορο απ’ την ανοιχτή του παλάμη, αγγίζοντάς την αθέλητα
με το μικρό δάκτυλό της… Τον ευχαριστεί κι αποσύρεται. Αυτό ήταν όλο! Εκείνος πιστεύει
ακράδαντα πως, συναντώντας την, βρέθηκε απέναντι στην ειμαρμένη του κι όλη η
πορεία του βίου του αίφνης απόκτησε νόημα... Και, όλα αυτά, χωρίς να ’χει ιδέα τι
είδους εντύπωση της έχει μείνει γι αυτόν, δίχως καν να γνωρίζει ποια είναι στ’
αλήθεια και τι αστερισμό σχηματίζουν οι σχέσεις της…
Ειρήσθω εν παρόδω, σ’ κείνη την
μαγευτική και παράξενη νήσο οι κάτοικοι έχουν μια φιλοσοφία ζωής που συνάδει με
την Επικούρεια αταραξία. Γνωστοί και ως παροιμιώδεις γλεντζέδες – στο «ζεύκειν»
(πανήγυρης, ή κι ένα είδος καρναβαλικού συμποσίου) μυσταγωγημένοι χορεύουν σαν
να μην υπάρχει το αύριο, ενώ ρέει σαν ρυάκι ο Πράμνιος οίνος… εδώ έχει βάλει το
χέρι του ο Διόνυσος, το δίχως άλλο! Φημίζονται επίσης πως έχουν πολύ απελεύθερους
τρόπους, θα έλεγα, και καθεστώς τέτοιο που δεν υπάρχει σε άλλη επικράτεια. Πράγματι,
δεν βρίσκεις ιεραρχία ή τάξεις φτωχών και πλουσίων εκεί. Η απληστία γι αυτούς
είναι επαίσχυντη. Ο, τι πλεόνασμα έχει ο καθένας θα το μοιραστεί σε μιαν
ιεροτελεστία, «μνημόσυνο» (όπως το λένε), που βέβαια είναι και μια ευκαιρία για
«ζεύκειν». Εκεί, η γυναίκα δεν είναι το κτήμα του άντρα. Προ πολλού η δουλεία έχει
καταργηθεί… Υποθέτω, αυτός είναι εν μέρει ο λόγος που ο ήρωας της ιστορίας μας,
έχοντας αποφασίσει να μείνει κοντά στο αντικείμενο του πιο τρελού πόθου του, θα
απελευθερώσει τους δούλους που έχει για πλήρωμα.
Πώς γίνεται όμως να την πλησιάσει, που οι δύο τους δεν συναπαντώνται
τυχαία ποτέ; Δεν ξέρει πού μένει, αν ρωτήσει δεν του απαντούν. Με λαχτάρα την
βλέπει ενίοτε κι από απόσταση, μα όταν σπεύδει για να την προφτάσει, αυτή
εξαφανίζεται, σάμπως να τον αποφεύγει… Πάει στο τέμενος και περιμένει
ατέλειωτες ώρες, μα εκείνη δεν φαίνεται. Σε απόγνωση παίρνει την αποκοτιά που αποβαίνει
μοιραία: Εξομολογείται, χαράζοντας λόγια
αγάπης σε όστρακο που αποθέτει για κείνην μες στο ιερό του ναού… Το βρίσκει ο
θεός Ποσειδώνας (που εποφθαλμιά, παρακολουθώντας με μια νοσηρή ηδυπάθεια την
πρωθιέρεια και κάθε κίνηση γύρω απ’ αυτήν) και μανιάζει. Κακότυχος ο ναυτικός αν
κοιτάξει με πάθος την ίδια γυναίκα που διεκδικείται κι από τον θεό των υδάτων∙ και μόνο γι αυτό, είναι πλέον καταδικασμένος. Δεν
τον προστατεύει ούτε η Άρτεμις, παρότι θα προσπαθήσει: υπενθυμίζοντας στον
αδελφό της πως για τους Ολύμπιους είναι ευλογία ο έρως, κι ουδέποτε κρίμα, του
λέει ρητά πως την εξομολόγηση του αλλοπαρμένου θνητού δεν εξέλαβε ως ύβρη. Στο
τέλος, για ό, τι συνέβη εκεί, στον δικό της Ναό, μόνο η ίδια θα έπρεπε να αποφασίσει.
Ζητά από τον Ποσειδώνα να μην τον σκοτώσει. Κι αυτός συμφωνεί μεν, αλλά
επιμένει: «ο θνητός είναι βλάσφημος», δήθεν – ώστε να επιβάλει την πιο αυστηρή τιμωρία
σ΄ αυτόν. Κι έτσι τον καταριέται: «το ασίγαστο πάθος του, πάντα ανεκπλήρωτο να
τον ματαιώνει εφ’ όρου ζωής»!
Μια νύχτα, που κάποιος αφήνει λυμένο τον κάβο του σκάφους, αυτό απομακρύνεται
από την προβλήτα ενώ ο κυβερνήτης του μέσα κοιμάται. Καθώς το πλεούμενο έρμαιο περιπλανιέται
στο πέλαγος, θεριεύει το κύμα. Ξυπνά ο κακόμοιρος και μοναχός του ατέρμονα μάχεται με ανεξέλεγκτα ρεύματα και θυελλώδεις
ανέμους. Κρατάει στραμμένη την πλώρη του προς την στεριά κι αρμενίζοντας όλο πλησιάζει,
ξανά και ξανά, μα ποτέ δεν την φτάνει…
2
Ο απόηχος του ποταμού δεν με φτάνει εδώ, στην ουράνια αιώρα
Εξαντλημένος,
σε ακινησία κοιμάται κι αυτός, σαν να μην έχει σώμα
Μια
λιβάδα στην κήτη του αντανακλά αεικίνητα
σύννεφα – έρχεται μπόρα
Με
τις πρώτες ψιχάλες ξυπνώ να μυρίσω το
χώμα..
Μ
Nov. 2021. West Sussex
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου