Είναι με το Θανάση, τον γιο του, κάθονται στο παραλιακό καφενείο, πίνουν τσίπουρο
και μιλάνε. Ο Θανάσης του λεει ότι σκέφτεται
να επιστρέψει και να κάνει μια δουλειά κάπου κοντά στον χωριό, στο νησί, αλλά
δεν φαίνεται σίγουρος. Είναι καλόκεφος και όπως συνήθως, η συζήτηση για το τι
έχει κάνει εκεί και πως είναι τα οικονομικά του περιέχει γρίφους απο την μεριά
του. Λεει, ωστόσο, πως μάζεψε αρκετά λεφτά για να ξεκινήσει.
Κάπου μέσα του, ο πατέρας του ξέρει πως ο Θανάσης έχει χάσει την δουλειά
του. Πως δεν έχει λεφτά και πως αν γυρίσει, που δεν θα το κάνει, θα γυρίσει πίσω
χωρίς τίποτε σίγουρο. Ξέρει πως ο γιος του δεν θα του το ομολογήσει όμως, για
να μη τον στενοχωρήσει τις λίγες μέρες
που θα μείνει εκεί. Και δεν λεει κι εκείνος τίποτε.
Πέρα απο το περιεχόμενο της συζήτησης, ο γέρος έχει επίγνωση της άλλης διαδικασίας
που λαβαίνει χώρο παράλληλα: τα συναισθήματα μου. Το πόσο του έχει λείψει ο
γιος του, το πώς η επιστροφή του μετατρέπεται σε ευτυχία. Και πως θα ’θελε,
αλλά δεν μπορεί να τον αγκαλιάσει. Είναι μεγάλοι πια. Και σκέφτεται πως αυτό
που νιώθει είναι μια αγάπη που βρίσκεται διάχυτη στην ατμόσφαιρα που τους περιβάλει.
Δεν μπορεί να την εντοπίσει τόσο συγκεκριμένα μέσα του... μέχρι που βλέπει τα χέρια
του γιου του και τότε όλη η ένταση της αγάπης εστιάζεται εκεί: στα χέρια του
που κρέμονται άπραγα ανάμεσα στα γόνατα του... Προσπαθεί ν’ αποφύγει την σκέψη,
αλλά κάτι μέσα του πλημμυρίζει. Γυρίζει και κοιτά προς το πέλαγος για να μη δει
ο Θανάσης τα μάτια του.
Ο Θανάσης του ρίχνει μια κλεφτή ματιά και κοιτά κι αυτός στο πέλαγος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου