Παραθέτω σύντομη
περιγραφή των τελευταίων σκηνών της ταινίας “Με το Βλέμμα στη Θάλασσα"1 που αποτέλεσε έναυσμα για τις
σκέψεις με θέμα την αγάπη που ακολουθούν πιο κάτω.
1
Ένας νεαρός άντρας (ο Alberto) ζει σε κάποια λιμνοθάλασσα,
με τη μάνα του (τη Rosa), που τον φροντίζει εκεί με αγάπη
κι αυταπάρνηση. Κείται παράλυτος σε μια κλίνη και μόνο οι μύες του προσώπου του
κουνιούνται. Όταν μιλάει, η δυσκολία του να αρθρώσει τις λέξεις, εκφράζεται με μορφασμούς που του αλλοιώνουν το πρόσωπο. Ωστόσο είναι
έξυπνος, δημιουργικός και δεν χάνει το χιούμορ του. Η όμορφη γειτονόπουλα του (η
Giselle) του
κάνει συντροφιά δείχνοντας του ενδιαφέρον κι συμπάθεια. Εκείνος, ερωτευμένος
μαζί της, έχει επίγνωση ότι αδυνατεί να σταθεί στο ύψος των αναγκών της… Στο
φινάλε της πλοκής η Rosa, ικανοποιώντας την επιθυμία
του, που γίνεται και δική της, τον παίρνει εκδρομή σε μια παραλία, στο όριο μεταξύ
στεριάς και ωκεανού, μακριά από το τέλμα... Σε μια απ’ τις τελευταίες σκηνές,
τον βοηθά να κάτσει εκεί που η θάλασσα του βρέχει τα πόδια.
Με
το βλέμμα στη θάλασσα, λέει στη μάνα του: «είναι μεγάλη. Δεν χωράει στη σελίδα
μου»
Εκείνη
συμπληρώνει: «δε χωράει στα μάτια»
«Νιώθω
ευτυχισμένος» λέει αυτός
Κι
εκείνη φιλώντας τον του λέει «είμαι ευτυχισμένη γιατί είσαι ευτυχισμένος»...
Όταν έρχεται η ώρα να φύγουν, η Rosa προσπαθεί να τον ντύσει, μα εκείνος αντιστέκεται, δεν την αφήνει. Της λέει: «θέλω να μείνω εδώ... Θέλω να ζήσω όπως θα έπρεπε»
Εκείνη
τον παίρνει βαθύτερα στα νερά και με λυγμούς κι αναφιλητά, κάνει αυτό που της
ζητάει: Τον αφήνει και
χάνεται κάτω από τη επιφάνεια της θάλασσας. Τον απελευθερώνει από την μοίρα του...
Το φινάλε της ταινίας εκφράζει την αποδοχή ότι ο θάνατος δεν είναι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί στον άνθρωπο... κι αυτό δίνεται στο πλαίσιο ενός ύμνου στην αγάπη που μετατρέπει το αδιανόητο σε κατανοητό. Είναι δυνατόν να είναι έκφραση αγάπης η τόσο τραγικά ακραία πράξη της μάνας; Καταρχήν, Τι είναι αγάπη;
Ένα φάσμα συναισθημάτων (όπως η έντονη επιθυμία για εγγύτητα και επαφή, η προσήλωση κι η οικειότητα με τον άλλον, το δέσιμο της ζωής και της μοίρας του ενός με του άλλου, το άλγος της απώλειας όταν βρεθούν χώρια κ.τ.λ.) συνήθως βιώνεται ως αγάπη. Όλα αυτά μπορεί μεν να είναι γνωρίσματά της, αλλά και να κρύβουν κατά βάθος εξάρτηση, ανασφάλεια, και γενικότερα, να κρύβουν μόνο ανάγκη – μια συναισθηματική ένδεια που συγχέεται με την αγάπη. Αίφνης, αυτή την ανάγκη της αρνείται η μάνα ικανοποιώντας την επιθυμία του γιου της να «φύγει» γιατί δεν μπορεί να ζήσει όπως θέλει. Η αγάπη της εκφράζεται με μιαν αντιφατικότητα, πρόδηλη στην σκληρότητα που απαιτείται να δείξει στην διάπραξη της ευθανασίας του παιδιού της, η οποία είναι αξεχώριστη από τη βαθειά, σπαρακτική τρυφερότητα με τη οποία το αγγίζει για τελευταία φορά.
Η αντιφατικότητα αυτή, υποθέτω, είναι εγγενής της αγάπης,
έχοντας καταγωγή από την εξελικτική «προϊστορία» του ατόμου. Στη φάση της βρεφικής ηλικίας είμαστε αποκλειστικά δέκτες αγάπης.
Το βρέφος, που αρχικά δεν έχει συνείδηση της ύπαρξης του, απόλυτα εξαρτημένο
από τη μάνα του, θα πάρει από τη θηλή της την αναγκαία ουσία για την ανάπτυξη,
την ενδυνάμωση και (στην πορεία) την απεξάρτησή του από εκείνη… Το γάλα που παίρνει
από την μάνα του, όπως κι η δική της προθυμία να του το δίνει, συνιστούν μιαν ενστικτώδη
δοσοληψία ικανοποίησης, που καθαυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί αμοιβαία αγάπη. Την θεμελιώδη
διαφορά κάνει το γεγονός ότι η μάνα μονομερώς δίνει χωρίς αντάλλαγμα μάζα κι ενέργεια,
ουσία, από το ίδιο της το σώμα στο βρέφος
της. Αυτό το αρχέγονο ένστικτο, κοινό σε όλα τα θηλαστικά, συνιστά την πρώτη ύλη
της ανθρώπινης αγάπης.
Η έλευση της αγάπης προϋποθέτει μια σχετική ωριμότητα. Η μάνα
την έχει ήδη, σε συνθήκες ομαλότητας. Το βρέφος, σαν «αποδόχι» πρέπει να δεχτεί
αγάπη, να γεμίσει και να ξεχειλίσει από αυτήν για να την διοχετεύσει αλλού. Για
να το κάνει, πρέπει να έχει οριστικά πάψει να αποτελεί επέκταση της μάνας, αποκτώντας
συνείδηση του εαυτού του ως ξεχωριστή οντότητα. Κι εδώ εντοπίζεται η προαναφερθείσα
αντιφατικότητα που φαίνεται να είναι εγγενής της αγάπης. Η αγάπη του παιδιού
προς τη μάνα του είναι συνυφασμένη με την αγάπη προς τον εαυτό του – δεν αγαπά οποιαδήποτε
μάνα, αγαπά την δική του μάνα που μέχρι τούδε αδυνατούσε να συλλάβει ως κάτι διαφορετικό
από τον εαυτό του. Αγαπώντας την, αγαπά τον
εαυτό του. Εκεί που σταματά το δέσιμο, η προσκόλληση στη μάνα να είναι μόνο ένστικτο κι αναδύεται ως αυθεντική
αγάπη είναι το σημείο όπου το παιδί, ωριμάζοντας, δύναται να υπερβεί τον εαυτό
του σε πράξη αγάπης. Να δώσει χωρίς αντάλλαγμα.
Πέραν λοιπόν της προαναφερθείσας δέσμης συναισθημάτων, μεταξύ δυο ατόμων
που συνδέονται σ’ ένα κοινό ταξίδι ζωής, το απαραίτητο αλλά δυσεύρετο εφόδιο
για να εκφραστεί αυθεντικά η αγάπη είναι
η αυθόρμητη επιθυμία, η αγόγγυστη τάση και η οικειοθελής δέσμευση του ενός να
δώσει από τον εαυτό του χρόνο και χώρο, ενέργεια και έργο στον άλλον, για να αναπτυχτεί
και να ζήσει στο βέλτιστο των δυνατοτήτων του, και σε κάθε περίπτωση χωρίς προσμονή
ανταλλάγματος. 3
Μολαταύτα, η παραπάνω συνθήκη μπορεί μεν να θεωρηθεί αναγκαία αλλά όχι ικανή
για την βιωσιμότητα της αγάπης, αν δεχτούμε ότι αυτή δεν υπάρχει «άνευ όρων και
έφορου ζωής» παρά μόνο σαν φαντασίωση. Η αγάπη αναπτύσσεται κι επιβιώνει στην αντανάκλασή
της. Αν η διάθεση του ενός να υπερβεί τον εαυτό του για χάρη του άλλου δεν αντανακλάται
από τον άλλον, τότε το ετεροβαρές έλλειμμα αγάπης προκαλεί μιαν ανισορροπία που
αναπόφευκτα θα κλονίσει τα θεμέλια της σχέσης των.
Δανειζόμενος από την σκέψη του Carl Rogers 2, θα πρότεινα ότι
για την λειτουργία και βιωσιμότητα της αγάπης είναι απαραίτητο η σχέση να διακρίνεται
από αμοιβαία ενσυναίσθηση, που δεν είναι
μόνο κατανόηση του ενός από τον άλλον (αυτό υπάρχει και σαν ικανότητα του θύτη να
«διαβάζει» το θύμα του πριν του επιτεθεί), αλλά και συνειδητή προσπάθεια να τον
συναισθανθεί μπαίνοντας στο δικό του πλαίσιο αναφοράς, μοιραζόμενος τα
συναισθήματα του – απαρέγκλιτα όμως χωρίς να αφομοιώνεται χάνοντας τον εαυτό
του στον κόσμο του άλλου. Προϋπόθεση για αυτό είναι η αποδοχή του ενός απ’ τον άλλο όπως είναι κι όχι όπως (υποτίθεται)
θα “έπρεπε” να είναι. «Αγάπησις απόδεξις
παντελής», είπε ο Πλάτων. Αυτό θεμελιώνεται πάνω σε αμοιβαία εμπιστοσύνη ριζωμένη
σε γνησιότητα και ειλικρίνεια, πράγμα που απαιτεί και αυτογνωσία.
Η ιδέα που εκφράζεται σαν τραγική αποκάλυψη στο φινάλε της πλοκής, είναι
ότι η αυθεντική αγάπη, υπερβαίνοντας την ανάγκη, υπερβαίνοντας ακόμα και τον
θάνατο, ουσιαστικά λειτουργεί απελευθερωτικά. Πώς μπορεί να συνάδει αυτό με την έννοια
του «δεσμού»; Ο δεσμός στον όποιο μορφοποιείται η αμοιβαία αγάπη υπονοεί περιορισμό
στον τρόπο που λειτουργεί και κινείται το άτομο μέσα σ’ αυτόν, ήτοι περιορισμό της
ελευθερίας. Η αλήθεια είναι ότι η αγάπη
αυθόρμητα γίνεται γνώμονας συμπεριφοράς κι οι πράξεις που διαποτίζονται από
αυτήν δεν είναι απλά και μόνο οικειοθελείς, καθορίζονται υλικά πρώτιστα από την
βιοχημεία και την δομή του εγκεφάλου μας.
Ο εγκέφαλος μας είναι «καλωδιωμένος» με τρόπο που η τάση για ζωή να υλοποιείται
μέσω της αγάπης. Έτσι, η υπευθυνότητα και η συνέπεια με την οποία καλείται το
άτομο να δρα μέσα στη σχέση, δεν βιώνονται ως καταναγκασμός, εφόσον είναι
αποτέλεσμα έμφυτης τάσης και συνάμα συνειδητής επιλογής. Ριζώνουν στην ενσυναίσθηση
(η όποια συνιστά καλλιέργεια μιας αρχικά ανεπεξέργαστης έμφυτης τάσης – όπως
μάρτυρα η σύγχρονη μελέτη τη βιολογίας), που επιτρέπει στον ένα όχι μόνο να προβλέπει αν η πράξη του προξενεί πόνο στον άλλο αλλά και να νιώθει τον πόνο
του άλλου σαν δικό του.
Η αγάπη μπορεί ενίοτε να υπονομεύεται από την επιθυμία και την ηδονή. Αλλά «Ουδεμία ηδονή καθ’ εαυτήν κακόν», όπως έγραψε ο Επίκουρος. Αυτό που, κατά τον ίδιο, την εμφανίζει ως «κακόν» είναι σχετικό κι έχει να κάνει με το γεγονός ότι «σε κάποιες περιπτώσεις» προκαλεί «οχλήσεις». Ζημιογόνο αποτέλεσμα μπορεί να έχει και σε μια σχέση αγάπης, όταν η απόλαυση του ενός (μέσα ή έξω από την σχέση) μπορεί να προκαλέσει άλγος στον άλλον. Κι εδώ δεν ισχύει το «παν μέτρον άριστον», διότι δεν μπορεί ο ένας να προκαλεί πόνο στον άλλον με μέτρο…
Μολαταύτα, η επιθυμία
δεν παύει να συνιστά έκφραση αναγκαιότητας. Διότι ριζώνει στις ορμές και τα ένστικτα
του ανθρώπου τα οποία τον ωθούν να πράξει προς την ικανοποίησή τους, οδηγώντας τον
στην αναπαραγωγή του ή και στην παραγωγή. Κατά την Επικούρεια φιλοσοφία, η επιθυμία (ως διεργασία
της ψυχής με ακραιφνώς υλική υπόσταση) διέπεται από το ευρύτερο σχήμα των φυσικών
νόμων έξω από τους οποίους δεν μπορεί να υπάρξει η ανθρωπινή φύση. Η ελεύθερη βούληση
έγκειται στην ικανότητα της ύλης να υπερβεί τους νόμους που την διέπουν, κάτι
που ο επίκουρος προσδιόρισε ως «παρέκκλιση». Ακουμπώντας σ’ αυτό, θα έλεγα ότι ελευθερία
δεν είναι η τυφλή συμπεριφορά του ανθρώπου σαν έρμαιο των ενστίκτων του, αλλά η
ικανότητά του να «παρεκκλίνει» από αυτήν την αναγκαιότητα, δρώντας με ελεύθερη
βούληση και σε αντίθεση με την επιθυμία όταν αυτή είναι ζημιογόνα. Με άλλα λόγια,
ελευθερία δεν σημαίνει ανυπαρξία ορίων, αλλά μάλλον εμπέδωση της σε πλαίσιο που
προκύπτει από συνειδητή μετατόπιση ή επαναπροσδιορισμό ορίων. Η αγάπη
λοιπόν δεν μπορεί να είναι ασύδοτη.
Επίσης, με δοσμένο ότι ουδέποτε οι ανάγκες του ενός ταυτίζονται στην ολότητα τους με αυτές του άλλου, σ’ ένα τέτοιο δεσμό συχνά φαίνεται ο ένας να συμπληρώνει τον άλλον, με τρόπο που οι δυο να εμφανίζονται σαν μονάδα . Διόλου παράδοξα, το να θεωρεί ο ένας τον άλλο «έτερο ήμισυ» (ένα κλισέ στην ερωτική καθομιλουμένη) σημαίνει πως κι οι δυο στερούνται ακεραιότητας. Η αντίληψη αυτή απαντιέται και στην Πλατωνική φιλοσοφία κατά την οποία η ερωτική έλξη μεταξύ δυο ατόμων, η οποία γεννάται απ’ αυτό το υποτιθέμενο έλλειμμα, οδηγεί στην ολοκλήρωση μέσω της ένωσής των... 4 Ωστόσο, η ερωτική επιθυμία, που εμφανίζεται ως ανάγκη, δημιουργώντας αίσθηση «ελλείμματος», μπορεί να θεωρηθεί κι αποτέλεσμα «πλεονάσματος» - με την έννοια του προοδευτικού φορτίσματος των ορμών, οι οποίες εξαλείφονται προσωρινά με ικανοποίηση της επιθυμίας. Πέραν τούτου, με μια τέτοια άποψη η φυσική ανάγκη για επαφή μετατρέπεται σε παρά φύση τάση του ενός να βλέπει τον άλλο σαν επέκτασή του, εγκυμονώντας καταπίεση, μεταξύ άλλων, και δεν μπορεί να συνάδει με αυθεντική αγάπη. Μέσα στο αλληλοκαθρέπτισμα αγάπης, ο απελευθερωτικός χαρακτήρας της έγκειται στο ότι διευκολύνει την ολοκλήρωση του ατόμου, εννοούμενη όχι απλά σαν δυνατότητα να σταθεί χωρίς να χρειάζεται τον άλλον για δεκανίκι, ή και χωρίς να μειώνεται σε εξάρτημα του άλλου, αλλά κυρίως σαν δυνατότητα να φτάνει στο σημείο όπου ανακαλύπτει άγνωστες πτυχές του εαυτού του, μετατοπίζοντας τα όρια που το εμποδίζουν να ζήσει πλήρως σαν αυτοτελής οντότητα.
2
Η παραπάνω αντίληψη της αγάπης δεν μπορεί να ταυτιστεί με αυτή του έρωτα. Η ύπαρξη των δυο λέξεων στην ελληνική γλώσσα (αρχαία και νεοελληνική) απορρέει από την κατανόηση τους αείποτε ως σημαίνοντα δυο διαφορετικών ψυχικών καταστάσεων. Στον έρωτα η σεξουαλική έλξη και η συνουσία στην οποία οδηγεί, φέρνοντας ανάγλυφα στην επιφάνεια ένα κορυφαίο φόρτισμα των αισθήσεων που βιώνεται ως ηδονή, είναι καθοριστική. Εξ ου και εμφανίζεται απαρέγκλιτα με «σαρκικό» περιεχόμενο, χωρίς βέβαια να αποκλείει άλλες ψυχικές διαστάσεις. Αίφνης, η ψυχική καλλιέργεια ή και η δύναμη του μυαλού (το «πνεύμα», ας πούμε) του ενός μπορεί στον άλλον να ασκεί γοητεία, ή και να προκαλεί θαυμασμό. Αυτά δεν ανάγονται σε έρωτα αν απουσιάζει το ερέθισμα για την ενεργοποίηση αυτής της πολύ ιδιαίτερης βιοχημείας συνυφασμένης με υπόσχεση ηδονής, κι είναι αυτό που φαίνεται να επιτάσσει τον έναν να ενωθεί με τον άλλο «ψυχή τε και σώματι». Αν αφαιρεθούν οι αισθήσεις στην επαφή, τότε ο έρωτας διαλύεται – όπως έγραψε ο Επίκουρος, «αφαιρουμένης προσόψεως και ομιλίας και συναναστροφής λύεται το ερωτικόν πάθος».
Η συγκίνηση της
ψυχής καθίσταται ατελέσφορη χωρίς την κίνηση του σώματος. Μια έκφανση του τέλματος
στο όποιο είναι παγιδευμένος ο ήρωας της ταινίας, είναι ότι μπορεί να συγκινηθεί
αλλά όχι και να κινηθεί. Η σωματική ακινησία του καθιστά ανέφικτη την εκπλήρωση
του έρωτά του, ματαιώνοντας τον ίδιο. Ο ερωτευμένος,
στην κατοχή μιας συχνά ακατανίκητης επιθυμίας να ενωθεί με το αντικείμενο του πόθου
του, δεν ικανοποιείται παρά μόνο με
την ενσωμάτωση του σ’ αυτόν ή με την αφομοίωση του από αυτό∙ εστιάζει με εμμονή κι αποκλειστικά σ’
αυτό και αρνείται να το μοιραστεί. Έρωτας, λοιπόν, σημαίνει μεταξύ άλλων και
υπέρβαση ή άρνηση της ελευθερίας του ενός από τον άλλον. Αυτή είναι μια βασική
ειδοποιός διαφορά του σε σχέση με την αγάπη.
Ο καθένας μπορεί
να αγαπά πολλά άτομα ταυτόχρονα, αλλά να είναι ερωτευμένος μόνο με ένα. Την
αγάπη μπορείς να την μοιράσεις και να την μοιραστείς, τον έρωτα όχι. Όπως μπορεί να υπάρξει αγάπη χωρίς έρωτα (π.χ.
σε σχέσεις αίματος ή φιλίας), έτσι και σε ανώριμη μορφή του ο έρωτας μπορεί να υπάρχει
χωρίς ίχνος αγάπης. Προφανώς, η ωρίμανση του έρωτα προϋποθέτει την συνύφανση
του με την αγάπη, η οποία κερδίζει τον χώρο που αφήνει η προοδευτική υποχώρηση
της δυνάμει καταστροφικής τάσης του. Καθώς
η σχέση αποκτά σταθερότητα και οικειότητα, φθίνουν τα χαρακτηριστικά του έρωτα
που προσιδιάζουν στη μανία, όπως η ασυνήθιστα επεκτατική στοχοπροσήλωση του
ερωτευμένου στην απόκτηση και διατήρηση του αντικειμένου του πόθου του, (που
μπορεί να αποβεί σε άλογη σπατάλη ενέργειας). Ή και η μοναδική σε ποιότητα
ευδαιμονία, όταν νιώθει εξυψωμένος «στην κορυφή του κόσμου» (σ’ ένα πλάτωμα λατρείας
απ’ όπου βέβαια η αντίληψη της πραγματικότητας αλλοιώνεται). Η ρεστία του έρωτα
δεν μπορεί να διαρκέσει εσαεί. Υποχωρούν χωρίς να εξαλείφονται επίσης τα παράγωγα
αυτής της «μανίας», που υπονομεύουν τη βιωσιμότητα της σχέσης – όπως η κτητικότατα,
η τάση έλεγχου και κυριαρχίας του ενός από τον άλλον και η ζήλεια. Για τούτο
και η σύμφυση έρωτα και αγάπης, παραμένει πάντα προβληματική – είναι ένα αγκάλιασμα και μια διαπάλη, μια συνθήκη
για την άνθιση ενός δεσμού απαράμιλλου βάθους και δύναμης και συνάμα μια δυναμική
που, στην καλύτερη περίπτωση, διατηρεί ανενεργούς τους σπόρους της αυτοκαταστροφής
του.
Δεν είναι
μυστήριο το ότι η αισθαντικότητα της συνουσίας αποκορυφώνεται σ’ αυτή την συνθήκη,
εφόσον εμπλουτίζει την ηδονή μ’ ένα φάσμα συναισθημάτων που δεν μπορούν να απαντηθούν
σε ερωτική επαφή χωρίς αγάπη. Πρόκειται για ένα κατ’ εξοχήν ανθρώπινο φαινόμενο,
που οφείλεται στον τρόπο με το οποίο λειτουργεί ο εγκέφαλος του ανθρώπου – το πολυπλοκότερο βιολογικό όργανο που γνωρίζουμε στην φύση. Δεν
συνιστά ηθικολογία, λοιπόν, το να ισχυριστεί κάποιος ότι η αγάπη, δίνοντας στην
ηδονή τον ειδικά ανθρώπινο χαρακτήρα της, την εξανθρωπίζει. Απ’ την άλλη, θα ήταν
αδόκιμος ο ισχυρισμός ότι έξω από αυτή την συνθήκη η ένταση της ηδονής δεν φτάνει στο ίδιο επίπεδο. Είναι πρόδηλο όμως ότι δεν μπορεί ποτέ
να είναι της ίδιας ποιότητας. Αν μη τι άλλο, αυτή η συνθήκη είναι όχι μόνο ικανή
αλλά και αναγκαία για το πολύ βασικό: να γνωρίσει ο ένας πώς λειτουργεί το σώμα
του άλλου σε συνθήκες ασφάλειας και οικειότητας… κάτι που δεν πραγματοποιείται σε
περιστασιακή επαφή ή, άλλως, με «κλινική έρευνα» της σώματος του ενός από τον άλλον
– όταν ολόκληρο το φάσμα του ψυχικού του κόσμου αγνοείται.
Θα ήταν επίσης αφορισμός
να πούμε ότι η γενετήσια ορμή παραμένει τυφλό ένστικτο όταν διοχετεύεται σε σαρκική
επαφή κενή από αγάπη. Ωστόσο, η γενετήσια επιθυμία γεννιέται χωρίς
προσδιορισμένο προσανατολισμό, εξ ου και μπορεί να εκτονώνεται σ’ ένα σώμα
«αγνώστου ταυτότητας». Καθίσταται ερωτική όταν εστιάζει σε πρόσωπο, που σημαίνει
πως δεν υφίσταται έρωτας χωρίς πρόσωπο. Μπορούμε σχηματικά να διακρίνουμε τρία
επίπεδα ηδονής: στο ανώτατο βάθρο, αυτή που κορυφώνεται σε συνθήκη σύμφυσης
έρωτα με αγάπη, χαμηλότερα η ερωτική επαφή που σκοπεύει ή περιορίζεται σε
συναινετική ανταλλαγή σεξουαλικής ικανοποίησης (όπου ο ένας κάνει ηδονική χρήση
του σώματος του άλλου χωρίς ουσιαστική
ψυχική επαφή), και στη βάση η αυτοϊκανοποίηση η οποία επιφέρει κυρίως ανακούφιση.
Η ανταλλαγή σεξουαλικής ικανοποίησης (χωρίς αγάπη) κατατάσσεται εδώ σαν επαφή «κατωτέρου
επίπεδου», όχι μόνο γιατί η ποιότητα της ηδονής μπορεί να χαρακτηρίζεται από συναισθηματική
ένδεια, κι άρα είναι φτωχότερη σαν εμπειρία, αλλά και διότι μπορεί εύκολα να καταστεί
καταχρηστική. Η κατάχρηση (εννοούμενη ως πράξη του ενός που δεν είναι αποδεκτή
από τον άλλον) κυμαίνεται σε μια κλίμακα συμπεριφορών: μπορεί ν’ αρχίζει από την ενόχληση
του άλλου (ενδιάμεσα να περιλαμβάνει την πρόκληση προσβολής, τραύματος, εξαθλίωσης
στον άλλο) και να φτάνει έως την κακοποίηση. Στο έσχατο άκρο αυτής της κλίμακας
είναι ο βιασμός, όπου τα αγριότερα ανθρωπινά ένστικτα έχουν επενδυθεί στην επιθυμία
του θύτη που ικανοποιείται καταστρέφοντας το θύμα. Αν ο έρωτας εκφράζει την τάση
προς την δημιουργία ζωής και η αγάπη την τάση προς την διατήρηση και εξέλιξη της ζωής στο βέλτιστο, τότε ο βιασμός
συνιστά την πιο ακραία μορφή απουσίας έρωτα και αγάπης, εκφράζοντας διαστροφή της τάσης για ζωή, τείνοντας προς
την καταστροφή της και τον θάνατο.
Το αντίθετο του
έρωτα είναι η αποστροφή και της αγάπης το μίσος – αποστροφή και μίσος είναι εκφράσεις
του Θανάτου. Εδώ είναι αναγκαία μια αναφορά στη θεωρεία του Φρόιντ, κατά την
οποία η τάση για ζωή (ο Φρόιντ ποιητικά της δίνει το όνομα «έρως»), βρίσκεται
σε διαλεκτική ενότητα και αντίθεση με την τάση αυτοκαταστροφής του οργανισμού
(στην οποία δίνει το όνομα «θάνατος») – σ’ αυτές τις δυο θεμελιώδεις για την
ύπαρξη τάσεις ο ίδιος αναγνωρίζει τα δυο βασικά και στοιχειώδη ένστικτα στα
οποία στηρίζεται ολόκληρος ο ψυχικός κόσμος του ατόμου και φυσικά η αναπόδραστη πορεία του από την γέννηση ως τον θάνατο. 5
3
Ο σύγχρονος εννοιολογικός
διαχωρισμός του έρωτα από την αγάπη έχει μεν τις ρίζες του στην αρχαιοελληνική γλώσσα,
αλλά (στο βαθμό που ως έννοιες μπορεί να έχουν και αντιθετικό χαρακτήρα) μάλλον έχει επηρεαστεί εν μέρει απ’ την χριστιανική θεολογία
και την ψευτο-ηθική που απορρέει από αυτήν. Από τις πρώτες γραμμές της Αγίας
Γραφής, το δόγμα φορτώνει τον πιστό με το «προπατορικό αμάρτημα», εκ προοιμίου καθιστώντας
ένοχο τον έρωτα για την απώλεια του επίγειου παράδεισου και της αθανασίας. Το αμάρτημα
των πρωτόπλαστων είναι ότι υπέκυψαν στο δέλεαρ, ικανοποιώντας την επιθυμία τους
να γευτούν το απαγορευμένο φρούτο και, λειτουργώντας αυτόβουλα, να αποκτήσουν κρίση
του τι είναι καλό ή κακό γι αυτούς – ένα δικαίωμα και προνόμιο που ο θεός διατηρούσε
αποκλειστικά για τον εαυτό του... Το χριστιανικό δόγμα δεν υμνεί τον έρωτα. Η συνουσία
θεωρείται βρώμικη πράξη, εξ ου η Θεοτόκος είναι αγνή, άχραντος, ο δε «καρπός
της κοιλίας της» προϊόν παρθενογένεσης. Θα ήταν απαγορευμένη από τον
Χριστιανισμό, τολμώ να πω, αν χωρίς αυτήν δεν ήταν αδύνατη η υπακοή στην προσταγή
«αυξάνεστε και πληθύνεστε»… Η θεολογία, ενώ διακηρύσσει την αγάπη σαν υπέρτατη αρετή,
εχθρεύεται τον έρωτα, ο οποίος συνιστά απειλή όχι απλά γιατί υποβιβάζεται σε φορέα
της λαγνείας – ενός από τα Επτά Θανάσιμα Αμαρτήματα – αλλά γιατί έχει ανατρεπτικό
χαρακτήρα. Με εκπλήρωση της επιθυμίας για σαρκική και ψυχική επαφή, ο έρωτας εμφανίζεται
σαν μια μεγάλη αναλαμπή στη ζωή του ανθρώπου, φωτίζοντας την με τρόπο που η
πραγματικότητα του να αποκτά ποιότητα ονείρου. Ο ερωτευμένος εκστασιάζεται, αποκορυφώνοντας
την δυνατότητα του να αισθανθεί ζωντανός οδηγείται σε ένα είδος λατρείας που του δίνει φτερά
να πετάξει στο επέκεινα των συμβάσεων.
Η αρχαιοελληνική
αντίληψη του έρωτα είναι εμπλουτισμένη από μια ασύγκριτα υψηλότερη καλλιέργεια
σε σύγκριση με την ένδεια στην οποία υποβάλλεται από τον Χριστιανισμό. Δεν
είναι τυχαίο το ότι εθεωρείτο θεότητα και η εξύμνηση του από τους αρχαίους Έλληνες
έβρισκε έκφραση σε μυστηριακές τελετές. Κατά
τον Πλάτωνα, αυτή η «θεία μανία» είναι ανώτερη και καλύτερη ακόμα και από την λογική. Είναι πηγή αρετής,
και φορέας πολλαπλών ευεργετημάτων. Γεννά
και γεννιέται με βαθύ θαυμασμό στην ομορφιά, που αναγνωρίζεται όχι μόνο στο
φυσικό κάλος αλλά και στην ψυχή του ανθρώπου. Υπερβαίνει την ακαλαισθησία και
την μιζέρια στην ψυχή και στο σώμα, εξυψώνοντας πνευματικά τον άνθρωπο ώστε να έρθει
σε εγγύτητα κι όχι απόσταση από τα ο θεία. Ο Πλάτων θεωρεί μεν «ανάξιο εραστή»
αυτόν που ερωτεύεται το σώμα περισσότερο από την ψυχή, αλλά δεν δείχνει απέχθεια
για την φυσική επαφή. Γενικά, δεν δείχνει προκατάληψη.
Στο συμπόσιο, όλοι οι συνδαιτυμόνες είναι άντρες, κάποιοι από τους όποιους
σχετίζονται ερωτικά μεταξύ τους. Αναφέρεται ακόμα και στην επιθυμία μεταξύ
ενήλικων και «παίδων», παρότι σαφώς απορρίπτει την παιδεραστία. Σημειωτέο ότι το
στοιχείο της αγάπης (συνώνυμο της φιλίας) είναι συνυφασμένο στην έννοια του έρωτα, όπως αναπτύσσεται στο
Συμπόσιο του Πλάτωνα, κι ότι εκφράζει την ηθική του τόπου και το χρόνου στον
οποίο γράφτηκε.
Βεβαίως διακρίνοντας
αντιφατικότητα στον έρωτα, ο Πλάτων παρατηρεί ότι το να θεωρείται ανεπιφύλακτα καλό
είναι δείγμα «ψυχικής οκνηρίας». Στην
σύναψη ερωτικής σχέσης το στοιχείο της «κατάκτησης» αντιμετωπίζεται ως φυσικό,
αν και υπονοεί μια διαπάλη μεταξύ του ερωμένου και του εραστή,
εγκυμονώντας καταστροφικότατα. Σ’ αυτό ο ίδιος δεν εμβαθύνει. Η «κατάκτηση» φαίνεται
θεμιτή όταν διέπεται από την αρετή που ωθεί
τον ένα να εγερθεί στο ύψος του άλλου. Κι είναι η ίδια αρετή, που γεννά ανδρεία,
μας λέει, και μάλιστα τέτοια που αν ήταν δυνατόν να φτιαχτεί ένας στρατός από ερωτευμένους,
θα ήταν ακατανίκητος! Το ότι ο έρωτας μπορεί να φορτίζει με απαράμιλλη
ζωτικότητα τον άνθρωπο, ενώ μπορεί επίσης και να γίνει μια μαύρη τρύπα που
απορροφά ενέργεια, είναι μια αντίληψη που συνάδει πιότερο με τη υλιστική διαλεκτική
του Επίκουρου.
Ο
παγανιστικός ιδεαλισμός του Πλάτωνα, στην εικόνα του οποίου μόνο φωτοστέφανο
δεν έβαλλαν οι νεοφώτιστοι λόγιοι του χριστιανισμού, δεν έχει καμία σχέση με
την άξεστη χυδαιότατα που εκείνοι προσάπτουν
στον έρωτα. Παρελκόμενο της χοντροκομμένης και μεροληπτικής ιδιοποίησης ιδεών
του είναι κι η μάλλον θεολογικής καταγωγής επινόηση της έννοιας του «Πλατωνικού
Έρωτα» που θα ξένιζε και τον ίδιο τον Πλάτωνα ως παραποίηση της σκέψης του. Στο
Συμπόσιο, όταν ο Παυσανίας, ένας από
τους συνδαιτυμόνες, λέει ότι ο έρωτας θεωρείται επαίσχυντος από βάρβαρα, τυραννικά
καθεστώτα «διότι δεν συμφέρει στους
εξουσιαστές να εμπνέονται οι εξουσιαζόμενοι με υψηλά φρονήματα», είναι σαν να μιλά και για το θεοκρατικό καθεστώς
που επέβαλε ο Μωυσής στους ιουδαίους. Αυτό
που ο Πλάτων χαρακτηρίζει επαίσχυντο είναι το να κατακτιέται [ερωτικά] ο άνθρωπος όχι μόνο με αντάλλαγμα το χρήμα αλλά και επειδή
δεν αντέχει, φοβούμενος τις διώξεις της πολιτικής δύναμης – μια φαυλότητα που καθιερώνεται
τόσο από την «πλεονεξία των εξουσιαστών»
όσο και από την «δειλία των εξουσιαζόμενων».
4
Ο εξωφρενικός
βανδαλισμός που υπέφερε ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός από αυτή τη θρησκεία και
απ’ την εκάστοτε εξουσία που πιστά υπηρέτησε, φαίνεται σαν υλοποίηση των νοσηρά
αποτρόπαιων προσταγών του Μωυσή (πχ «Κατασκάψετε τους βωμούς αυτών και
συντρίψετε τας στήλας αυτών» - Δευτερονόμιον 12), και δεν περιορίστηκε στην άγρια
επιβολή ασχήμιας με τον ανελέητο αφανισμό μνημείων λατρείας ασύλληπτης πολιτισμικής
αξίας. Άνθρωποι, πράγματα, ιδέες και αξίες γίνονται παρανάλωμα στο πέρασμα μίσους
και θρησκοληψίας. Η Παλαιά Διαθήκη
παραμένοντας αναπόσπαστο μέρος της Άγιας Γραφής, «αναθεωρείται» με το μεσσιανικό κήρυγμα
του Ιησού, και η αγάπη, ανάγεται σε κεντρικό πυρήνα του. Προφανώς η αταβιστική
Θηριωδία στην αντιμετώπιση κάθε τα τι ξένου στο δόγμα, που εμπνέεται και ευλογείται, ιδιαίτερα στο Δευτερονόμιον, θα πρέπει να
προκάλεσε, αν όχι όνειδος, δυσκολία στο αποστολικό έργο με σκοπό την εξάπλωση
του Χριστιανισμού. Αλλά οι καταβολές του νέου κηρύγματος στην
βαρβαρότητα παραμένουν, κι εκφράζονται στην πράξη.
Αναπόφευκτη φθορά
υφίσταται κι η έννοια της αγάπης με την επέλαση του Χριστιανισμού στην
αρχαιοελληνική γραμματεία, από την οποία η θεολογία ιδιοποιείται την τέχνη του λόγου
αμβλύνοντας τον άξεστο και υπανάπτυκτο χαρακτήρα του μέχρι τούδε κηρύγματος. Η αγάπη
είναι γι αυτούς καινούρια έννοια που βρίσκουν διάχυτη σε κείμενα της αρχαιοελληνικής γραμματείας. Αλλά η ιδιοποίησή της είναι
επιλεκτική. Όταν ο Πλωτίνος(6) κατηγορεί τους γνωστικιστές ότι παίρνουν
ιδέες του Πλάτωνα και τις παρουσιάζουν σαν δικές τους, στη ουσία υποβάλει σε κριτική
και την Χριστιανική θεολογία, η οποία (στην εποχή του Πλωτίνου) πληροφορείται
από τον γνωστικισμό πριν τον απορρίψει σαν αίρεση, κι η ίδια ενέχεται σ’ ένα
πολύ πιο χοντροκομμένο πλαγιαρισμό εις βάρος του Πλάτωνα. Τι άραγε θα είχε απομείνει
αν κατάφερναν να σβήσουν όλα όσα δεν ταίριαζαν με το δόγμα; Τραγική απώλεια συνιστά
η καταστροφή του έργου του Επίκουρου (στο οποίο θα σταθώ για παράδειγμα) από
τους σταυροκοπούμενους εξάγγελους του σκότους. Πώς θα μπορούσε η αντίληψη του
για την αγάπη να αποτρέψει την μισαλλόδοξη μανία με την οποία καταδίωξαν κι εξαφάνισαν
τα συγγράμματά του από προσώπου γης; Αν υπήρξαν
φιλόσοφοι των οποίων το έργο διαποτίζεται από γνήσιο ανθρωπισμό, αν υπήρξαν άνθρωποι
που έκαναν τρόπο ζωής την αγάπη, σίγουρα ένας από αυτούς (ίσως ο επιφανέστερος)
ήταν ο Επίκουρος. Τίποτε δεν είπε για την ηδονή που θα μπορούσε να θεωρηθεί «ύβρις». Τουναντίον,
ορμήνευσε σύνεση και εγκράτεια σαν μέσο για την επίτευξη ψυχικής γαλήνης. Τίποτε
το αντιχριστιανικό στην εμβληματική έκφραση του «λάθε βιώσας», που σημαίνει παρότρυνση
να ζήσεις με τρόπο που δεν σε κάνει αντικείμενο προσοχής – όχι να κρύβεσαι, αλλά
να αρνείσαι το κυνήγι του πλούτου και της εξουσίας, διότι το να καθίστασαι επιφανής
με αυτό τον τρόπο, εκτός του ότι δεν φέρνει αταραξία, δεν είναι και γνώρισμα αξίας
και αρετής…
Στην Προσφώνηση7,
ένα από τα ελάχιστα θραύσματα που απόμειναν από τη γραφή του Επίκουρου, συχνά γίνεται
αναφορά στην αγάπη, την οποία εκθειάζει ως «αθάνατο αγαθό» (Προσφώνηση,78). Ο Επίκουρος
όμως λέει ότι η αγάπη διαχέεται στην οικουμένη προτρέποντας όλους μας να
ξεσηκωθούμε για την ευτυχία μας (52). Η αγάπη
του δεν εμπνέει παθητικότητα και ανοχή στο κακό με ψευδή υπόσχεση για «μετά θάνατον»
δικαίωση και αποζημίωση… δεν αποκλείει τους αλλόπιστους, είναι οικουμενική. Συνάμα,
είναι ενεργητική στην ζωή – θεωρείται κινητήρια δύναμη, στην προσπάθεια των ανθρώπων
να κάνουν «την επόμενη μέρα καλύτερη από την προηγούμενη» (48). Η συνειδητοποίηση ότι «είναι
μάταιο το να ζητάμε από τους Θεούς αυτά που μπορούμε να παρέχουμε οι ίδιοι
στους εαυτούς μας», οδηγεί στην αυτάρκεια της οποίας ο «μέγιστος καρπός
είναι η ελευθερία» (77). Ο Επίκουρος μας λέει να μην αρκούμαστε με «πρόχειρη
και οκνηρή αγάπη», κι ότι είναι αναγκαίο «να ριψοκινδυνεύουμε για χάρη της»,
(28). Το παράδειγμα δίνει ο ίδιος με τη στάση του: Αντί να συμβιβάζεται με τις
δοξασίες των πολλών για να καρπώνεται συχνά-πυκνά τον έπαινό τους, προτιμά
μελετώντας τη Φύση, να εκθέτει με παρρησία αυτά που είναι επωφελή για όλους
τους ανθρώπους, ακόμη και αν δεν έχει την συναίνεση κανενός(29).
Η φιλοσοφία του Επίκουρου, διαποτισμένη από
έγνοια για την ευημερία του ανθρώπου, είναι ουσιαστικά μια απελευθερωτική φιλοσοφία αγάπης. Διακρίνεται σ’
αυτήν ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να απολαύσει πλήρως τη χαρά της
ζωής, να φτάσει στην ψυχική κατάσταση της αταραξίας, όταν είναι στην κατοχή του
φόβου. Μα δίχως την μελέτη της φύσης πιστεύει σε ερμηνείες των θρησκευτικών
μύθων για τα κυριότερα φαινόμενα, κι έτσι, παγιδευμένος στην αμάθεια και την
δεισιδαιμονία, αδυνατεί να απαλλαγεί από τους φόβους του. Χωρίς ποτέ να
παραδέχεται ότι είναι άθεος, Ο Επίκουρος τολμά να κατεδαφίσει λογικά την
τρέχουσα αντίληψη του Θεού λέγοντας: «αν
θέλει ο Θεός να αποτρέψει το κακό μα δεν μπορεί, τότε δεν είναι Παντοδύναμος.
Αν μπορεί και δεν θέλει, τότε δεν είναι Πανάγαθος. Αν θέλει και μπορεί, τότε
γιατί υπάρχει κακό; Αν δεν θέλει και δεν μπορεί, τότε γιατί τον λέμε θεό»;
Τέτοια αγάπη δεν χωρά σ’ ένα άγρια θεοκρατικό καθεστώς
που θέλει την πίστη να γίνεται εργαλείο υποταγής, και την επιβάλει εμφυσώντας
τρόμο. Στο «Δευτερονόμιον» της Παλαιάς Διαθήκης, , ο Μωυσής προειδοποιεί τον
πιστό: «εάν δεν υπακούσεις εις την
φωνήν Κυρίου του Θεού σου, διά να
προσέχης να εκτελής πάσας τας εντολάς αυτού και τα διατάγματα αυτού, τα οποία
εγώ προστάζω εις σε σήμερον, πάσαι αι κατάραι αύται θέλουσιν ελθεί επί σε και
θέλουσι σε ευρεί». (Δευτ. 28)».
Η αγάπη παραμένει απροσδιόριστη και κενή λέξη σ’ ένα
δόγμα που έχει ενσωματωθεί με κάθε εκμεταλλευτικό σύστημα από την εμφάνισή του
ως σήμερα. Δεν εξάλειψε την αδικία, την μιζέρια, την χρήση και κατάχρηση
ανθρώπου από άνθρωπο ποτέ και πουθενά. Τουναντίον κήρυξε παθητικότητα και
υποταγή του «ταπεινού και καταφρονεμένου» στην εκάστοτε εξουσία. Υπήρξε πάντοτε
παράγοντας καταπίεσης, και συντήρησης. Το «αγάπα τον πλησίον σου» δεν ανάγεται
ποτέ σε «αγάπα τον συνάνθρωπό σου». Οι πλέον καταστροφικοί πόλεμοι στην ιστορία
της ανθρωπότητας διεξήχθησαν από κράτη Χριστιανών. Σε τι, λόγου χάρη, διαφέρει
η «ηθική» των ιμπεριαλιστών από αυτή της Αγίας Γραφής; «Όταν
Κύριος ο Θεός σου σε φέρει στην χώρα, για να την κατακτήσεις και να την
κληρονομήσεις, καταδιώκοντας έθνη πολλά και ισχυρότερά σου, […] κι όταν Κύριος
ο Θεός σου τους παραδώσει μπροστά σου, να τους πατάξεις· κατά κράτος να τους
εξολοθρεύσεις· να μην κάμεις συνθήκην μ’ αυτούς κι ούτε να δείξεις έλεος. […]· να
εξοντώσεις όλα τα αρσενικά της εν στόματι μαχαίρας· τις δε γυναίκας και τα
βρέφη και τα κτήνη και όλα όσα ευρίσκονται εις την πόλη, όλα τα λάφυρά της, να
τα πάρεις για τον εαυτό σου, να τρως τα λάφυρα των εχθρών σου, «όσα Κύριος ο
Θεός σου έδωκεν εις σε».
Ο βαθύτερα ελευθεριακός χαρακτήρας της αγάπης και του έρωτα βρέθηκε τότε, κι εξακολουθεί να είναι, σε αντίθεση με την υποβιβασμό της σκέψης στο ανίερο αλισβερίσι που συνοψίζεται στην κατακλείδα «Ιδού εγώ δίδωμι ενώπιον ὑμῶν σήμερον τὴν εὐλογίαν καὶ τὴν κατάραν» (Δευτ. 12). Δωσε τυφλή Πίστη και μίζερη υπακοή στις εντολές (όπως αυτές χαράχτηκαν χοντροκομμένα σε πέτρα από αυτόκλητους μεσίτες, που «ελέω θεού» θρονιάστηκαν βολικά ανάμεσα στα «επίγεια» και στα «ουράνια»), για να πάρεις ευλογία θεού. Δείξε ανυπακοή και αμφισβήτηση, και θα πέσει κατάρα στο κεφάλι σου. Πρόκειται για ανταποδοτικότητα χειρίστου μορφής μεταξύ του φοβισμένου δούλου και του παντοδύναμου Κυρίου.
5
Η υποχώρηση της θεοκρατίας και η σχετικά εκκοσμικευμένη
εξουσία στις μέρες μας δεν αλλάζει ουσιαστικά τίποτε. Η εξουσία καλύπτεται λίγο
ως πολύ με το περίβλημα της θρησκείας ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες της
πρώτης, ενώ αυτό που κρύβουν και οι δύο από το γυμνό μάτι είναι ότι
προστατεύουν και διαιωνίζουν τη σχέση δούλου με Κύριο. Στο βαθμό που η φύση της
αγάπης είναι απελευθερωτική, στέκει αντιθετικά και σ’ ένα σύστημα που εμπορευματοποιώντας
τα πάντα καθιστά «ανταποδοτικές» και, ακόμα χειρότερα, καταχρηστικές τις
ανθρώπινες (κοινωνικές και διαπροσωπικές) σχέσεις. Αν δεν καταστέλλεται σαν
σιωπηρή απειλή σ’ ένα τέτοιο καθεστώς είναι γιατί καθίσταται άτοπη. Οπουδήποτε
εμφανίζεται εκμεταλλευτική σχέση μεταξύ ανθρώπων δεν επιβιώνει αγάπη μήτε
βέβαια κι η ελευθερία, όση υποκριτική καπηλεία κι αν υποστούν οι λέξεις…
Κλείνοντας, κάνω μιαν ακόμα αναφορά στην προαναφερθείσα ταινία,
η οποία τελειώνει με τη γραπτή φράση: «Μόνο μια μικρή ρωγμή χρειάζεται για να μπει τόσο φως
ώστε ν’ αλλάξει την ζωή». Όντως, το βίωμα ενός μικρού και φαινομενικά ασήμαντου
συμβάντος μπορεί να οδηγήσει σε ριζική αλλαγή της αντίληψης του κόσμου, ή και
της θέσης μας σ’ αυτόν! Υπονοεί ένα συνειδησιακό άλμα, μια επανάσταση με
αντίκτυπο και δονήσεις όχι μόνο σε διαπροσωπικές αλλά και σε κοινωνικές
σχέσεις. Μπορούμε όμως να φανταστούμε ότι από μια ρωγμή του συστήματος που μας
σέρνει προς την αγριότητα θα μπει τόσο φως ώστε να διαλύσει τη ζοφερή κι ανέλπιδη
αντίληψη των πολλών ότι «τίποτε δεν αλλάζει»; Την χειραφέτηση του ανθρώπου, για
να φτάσει σ’ ένα πλάτωμα απ’ όπου να μπορεί ελεύθερα να αναπτύξει τις
δημιουργικές και παραγωγικές του ικανότητες χωρίς κατάχρηση άλλων, σίγουρα θα
μπορούσε να βοηθήσει η αυθεντική αγάπη.
Αλλά, στις μέρες μας περιορίζεται πιο ασφυκτικά ο χώρος στον όποιο αναπνέει. Κι
ούτως ή άλλως, «μόνο αγάπη» δεν φτάνει…
Σημειώσεις
1. 1. La chiénaga entre el mar y la tierra (το τέλμα
ανάμεσα στην στεριά και τη θάλασσα) - Κολομβία 2016, μια ταινία των Manolo Cruz και Carlos del Castillo
2.
Οι τρεις βασικές
αρχές της Ανθρωπιστικής ψυχοθεραπευτής προσέγγισης (ενσυναίσθηση , άνευ όρων θετική
εκτίμηση και γνησιότητα) εμφανίζονται σε όλα τα συγγράμματα του Carl Rogers
3.
Ο ορισμός της αγάπης
στο παρόν κείμενο προσιδιάζει στον ορισμό που έδωσε ο M. Scott Peck στο βιβλίο
του The Road Less Travelled, αλλά διαφέρει
θεμελιωδώς. Η αγάπη, κατά την αντίληψη μου, είναι πρώτιστα συναίσθημα με ρίζες
στην βιοχημεία, και δεν αφορά μόνο την «επένδυση» ενέργειας για την «πνευματική»
ανάπτυξη του εαυτού και του άλλου. Σαν συναίσθημα είναι συνυφασμένο με την επιθυμία
που πρακτικά επενδύεται στην ανάπτυξη (σωματική, διανοητική, και ψυχική) του άλλου
στο βέλτιστο των δυνατοτήτων του.
4.
Στο «Συμπόσιο»
του Πλάτωνα η ιδέα αυτή έχει καταγωγή στον μύθο κατά τον οποίο «η επιθυμία μεταξύ
δυο ατόμων οφείλεται στο ότι αρχικά ήταν ένα σώμα το όποιο ο Ζευς χώρισε σε δυο
κομμάτια κι από τότε το ένα αποζητά τα άλλο για να ολοκληρωθεί». Η αναφορά στον
μύθο γίνεται από το στόμα του Αριστοφάνη
(ίσως σκόπιμα, υπονοώντας αστεϊσμό).
5.
Ο Φρόιντ,
κάνοντας ένα τεράστιο επαγωγικό άλμα, ανάγει το υποτιθέμενο ένστικτο του
θανάτου σε βασική κινητήρια δύναμη του πολιτισμού. Είναι ένα θέμα που
εξετάζεται κριτικά στον κύριο κορμό εργασίας της οποίας το παρόν κείμενο συνιστά
εισαγωγή.
6.
Αναφέρομαι στην
δεύτερη Εννεάδα (με βάση την ταξινόμηση του έργου του Πλωτίνου από τον
Πορφύριο)
7.
Η Προσφώνησις
του “Επίκουρου, «είναι μια συλλογή με επικούρειες δόξες που ανακαλύφθηκε στο
Βατικανό στον "Codex Vaticanus Graecus" το 1888 από τον C. WOTKE»,
όπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα: www.epicuros.gr
8.
Εδάφια από το Δευτερονόμιον από τον σύνδεσμο:
Love only?
This text was written recently, in a pandemic regime with almost all the
features found in a stage of a Siege. Given that all indications lead us
to the belief that for quite some time this morbidity that permeates the
atmosphere will be a condition of life, what impact (psychological,
socio-economic and cultural) it will have along the way is impossible to
assess. How can you adjust to the feeling that the air you are breathing
is poisoned? How deep can the deterioration of human relationships be
after such amputations of the physical contact we experience? Love,
understood as a tendency for life, is passing through an additional trial ...
I quote a brief description of the last scenes of
the movie "The Swamp between the Sea and the Ocean" 1 which
was the trigger for the thoughts on love that follow below.
1
A young man (Alberto) lives in a lagoon,
with his mother (Rosa), who takes care of him there with love and
self-denial. He is paralyzed in a bed and only the muscles of his face are
functioning. When he speaks, his difficulty in pronouncing words is
expressed in grimaces that alter his face. However, he is smart, creative
and does not lose his humour. His beautiful neighbour (Giselle) often
accompanies him, showing interest and sympathy. He, in love with her, is
aware that he is unable to live up to her needs… In the plot finale, Rosa ,
satisfying his wish, which becomes hers, takes him on a trip to a beach, on the
border between land and ocean, away from the swamp ... In one of the last
scenes, she helps him to sit where his sea it washes his feet.
Looking at the sea, he says to his
mother: "She is big. Does not fit on my page »
She adds: "does not fit in the
eyes"
"I feel happy," he says
She kisses him and says "I am happy
because you are happy" ...
When the time comes for them to leave, Rosa tries
to dress him, but he resists, not letting her go. He tells her: "I
want to stay here ... I want to live as I should"
She takes him deeper into the water and
with tears and sobs, does what he asks of her: She helps him disappears
under the surface of the sea, freeing him of his fate ...
The finale of the film expresses the acceptance that death is not the
worst that can happen to man ... and this is given in the context of a hymn to
love that turns the unthinkable into the understandable. Can such a
tragically extreme act, as that of the mother be an expression of
love? First of all, what is love? A range of emotions (such as a
strong desire for closeness and contact, attachment and intimacy with each
other, the bonding of life and destiny with each other, the pain of loss when
they are apart, etc.) is usually experienced as love. All of these may be
traits of love, but they may also hide deep dependence, insecurity, and more
generally, only a need - an emotional poverty confused with
love. Suddenly, the mother denies this need, satisfying her son's desire
to "leave" because he cannot live as he wants. Her love is
expressed with a contradiction, manifested in the cruelty required to show in
committing her child's euthanasia, which is inseparable from the deep,
heart-breaking tenderness with which she touches him for the last time.
This contradiction, I suppose, is inherent in love, having its origins
in the evolutionary "prehistory" of the individual. In the
infancy phase we are exclusively recipients of love. The infant, who is
initially unaware of his existence, completely dependent on his mother, will
receive from her nipple the necessary substance for his development,
empowerment and (in the process) his detachment from her… The milk he receives
from to his mother, as well as her own willingness to give it to him,
constitute an instinctive exchange of satisfaction, which in itself cannot be
considered mutual love. The fundamental difference is made by the fact
that the mother unilaterally gives without exchange mass and energy, substance,
from her own body to her baby. This primordial instinct, common to all
mammals, is the raw material of human love.
The advent of love presupposes a relative maturity. The mother
already has it, in normal conditions. The baby, as a "vessel",
must receive love, be filled and overflow with it in order to channel it
elsewhere. In order to do so, he or she must have permanently ceased to be
an extension of the mother, gaining self-awareness as a separate
entity. And here is the aforementioned contradiction that seems to be
inherent in love. The child's love for his mother is intertwined with the
love for himself - he does not love any mother, he loves his own mother whom,
until now, could not conceive as something different from itself. Loving
her, he loves itself. Where the attachment to the mother ceases to be only
an instinct and emerges as genuine love is the point at which the child,
maturing, can transcend the self in an act of love. In giving without
return.
So in addition to the aforementioned set of emotions, between two people
who are connected in a common journey of life, the necessary but hard to find
asset enabling one to truly express love is the spontaneous desire, the
unbreakable tendency and the voluntary commitment of one to give of oneself. Time
and space, energy and substance to the other, in order to develop and live to
the best of their ability, and in any case without expecting anything in return. 3
Nevertheless, the above condition may be considered necessary but not
sufficient for the viability of love, if we accept that it does not exist
"unconditionally and for life" but only as a fantasy. Love
develops and survives in its reflection. If one's disposition to transcend
oneself for the sake of the other is not reflected in the other, then the
unilateral deficit of love causes an imbalance that will inevitably shake the
foundations of their relationship.
Borrowing from the thought of Carl Rogers 2 , I
would propose that for the functioning and sustainability of love it is
necessary for the relationship to be distinguished by mutual empathy ,
which is not only understanding of each other (this also exists as the
predator’s ability to "read” his prey before the attack), but also a deep
compassion in the conscious attempt to enter his own frame of reference,
sharing his feelings - but invariably without becoming assimilated thus losing
himself into the world of the other. A precondition for this is the
acceptance of each other as they are and not as they (supposedly)
"should" be. »Love, is complete acceptance” Said
Plato. This is based on mutual trust rooted in authenticity and honesty,
which also requires self-knowledge.
The idea, expressed as a tragic revelation in the plot’s finale, is that
genuine love, transcending necessity, transcending even death, actually is
liberating. How can this be consistent with the concept of
"bond"? The bond in which mutual love is formed implies a
restriction on the way the individual functions and moves within the
relationship, that is, a restriction of freedom. The truth is that love
spontaneously becomes a guide of behaviour and the actions permeated by it are
not simply voluntary, materially there are determined primarily by biochemistry
and the structure of our brain. Our brain is "wired" in such a
way that the tendency for life is realized through love. Thus, the
responsibility and consistency with which the individual is called to act in
the relationship are not experienced as coercion, as it is the result of an
innate tendency and at the same time a conscious choice.
Love can sometimes be undermined by desire and pleasure. But
"No pleasure in itself is evil", as Epicurus wrote. What,
according to him, presents it as "bad" is contingent and has to do
with the fact that in some cases it has ill effects. It can also have a
detrimental effect, when the pleasure of one (inside or outside the
relationship) can cause pain to the other. Here, too, the principle
"everything within reason" does not apply, because one cannot cause
pain to the other in moderation.
Nevertheless, desire does not cease to be an expression of
necessity. Because it is rooted in the impulses and instincts of man which
motivate him to act towards their satisfaction, leading him to his reproduction
or even to production. According to the Epicurean philosophy, desire
(being a process of the soul with a purely material existence) is governed by
the broader scheme of natural laws outside of which human nature cannot
exist. Free will lies in the ability of matter to transcend the laws that
govern it, something that Epicurus defined as “παρεκκλισις” (deviation). Leaning on this, I would say that freedom is not the
blind behaviour of man as a vehicle of his instincts, but his ability to
"deviate" from this necessity, acting with free will and against
desire when it is harmful. In other words, freedom does not mean the
absence of boundaries, but rather its consolidation in a context those results
from a conscious shift or redefinition of boundaries. So love cannot be
boundaryless.
Also, given that the needs of one are never identical in their totality
with those of the other, in such a bond the two often seem to complement each
other, in such a way that they appear as a unit. Not surprisingly,
considering the other as "my other half" (a cliché in erotic vernacular)
means that they both lack integrity. This perception is also encountered
in the Platonic philosophy according to which the erotic attraction between two
individuals, which is born from this supposed deficit, leads to the completion
through their union ... 4 However, erotic desire, which
appears as a need, creating a sense of "deficit", can also be
considered the result of "surplus" - in the sense of the progressive
charge of the impulses, which are temporarily eliminated by satisfying the
desire. Furthermore, with such a view the natural need for contact becomes
an unnatural tendency of one to see the other as an extension
of oneself, a notion pregnant with oppression, among other things, and being
inconsistent with genuine love. In the mutual reflection of love, its
liberating character lies in the fact that it facilitates the completion of the
individual, understood not only as the ability to stand without the need for
the other as a crutch, or without being reduced to the other's accessory, but
mainly as the ability to reach a point where one discovers unknown aspects of
one’s self, shifting the boundaries that prevent him from living fully as an
independent entity.
2
The above perception of love (agape) cannot be synonymous to that of Eros [the term Eros will henceforth be used to denote passionate or erotic love, or the state of being "in love"]. The existence of the two words in the (ancient and modern) Greek language – Αgape and Eros - derives from their early understanding as signifiers of two different mental states, not as synonyms. In Eros, the sexual attraction and intercourse to which it leads, bringing to the surface a pinnacle in the charge of the senses that can be experienced as pleasure, is decisive. Hence it appears invariably with "carnal" content, without of course excluding other mental and emotional dimensions. For instance, the mental cultivation or even the power of the mind (the "spirit", let's say) of one can exert charm on the other, or cause admiration. These do not constitute love if there is no stimulus to activate this very special biochemistry associated with the promise of pleasure, and this is what seems to compel one to unite with the other "soul and body". If the senses in contact are removed, then love dissolves - as Epicurus wrote, “by removing the face and speech and contact, the erotic passion is dissolved».
The emotion of the soul becomes ineffective without the motion of the
body. One manifestation of the quagmire in which the hero of the film is
trapped is that he may be moved but cannot move. His physical immobility
makes it impossible to fulfil his love, frustrating him. The lover, in
possession of an often invincible impulse to unite with the object of his
desire, shall not satisfied but with his incorporation of it
or with his assimilation by it; he focuses obsessively and exclusively on
it and refuses to share it. Eros, then, means, among other things,
the transgression or denial of each other's freedom. This is a key
difference between Eros (being in love) and love.
Everyone can love many people at once, but be in love with only
one. You can share love and be shared by it, not Eros. Just as there
can be love without Eros (e.g. in relationships of blood or friendship), so in
its immature Eros can exist without a trace of love. Obviously, the
maturation of Eros presupposes its fusion with love, which gains the space,
left by the progressive retreat its destructive tendency. As the
relationship gains stability and intimacy, shall decline the elements of Eros
that are characteristic of mania, such as the unusually expansive, targeted
goal of the lover to acquire and maintain the object of his desire, (which can
lead to a waste of energy). Or the unique bliss in quality, when he feels
exalted "on top of the world" (on a plateau of worship from the
height of which, of course, the perception of reality is altered). The
turbulence of love can not last forever. The derivatives of this
"mania" undermining the viability of the relationship - such as
possessiveness, a tendency to control and dominate each other and jealousy -
also subside without being eliminated. That is why the fusion of love and Eros
always remains problematic – at best, it retain dormant the seeds of its own
self-destruction.
It is no mystery that the sensuality of intercourse culminates in
this condition, since it enriches the pleasure with a range of emotions that cannot
be found in sexual intercourse without love. It is a predominantly human
phenomenon, due to the way the human brain works - the most complex biological
organ known in nature. It is not moralising, then, to claim that love, by
giving pleasure its special human character, humanises it. On the other
hand, it would be untenable to claim that outside of this condition the
intensity of pleasure does not reach the same level. It is obvious,
however, that it can never be of the same quality. If nothing else, this condition
is not only sufficient but also necessary for the very basic: to understand how
the body of the other functions in safety and intimacy, which is impossible to
do in circumstantial encounter or by ‘clinical examination’ of the other when
his own her emotional world, is unknown.
It would also be an aphorism to say that sexual drive remains a blind
instinct when channelled into carnal contact empty of love. However,
sexual desire is born without a definite orientation; hence it can be relieved
in contact with a body of "unknown identity". It becomes erotic
when it focuses on a person, which means that there is no Eros without a
face. We can schematically distinguish three levels of pleasure: on the
highest pedestal, the one that culminates in the fusion of love with Eros;
lower when there a consensual exchange of satisfaction, each making hedonistic
use of the other’s body without significant emotional contact; and at bottom
masturbation, mainly bringing relief). The exchange of sexual satisfaction
(without love) is classified here as contact at a «lower level», not only
because the quality of pleasure can be characterized by emotional poverty, and
therefore is poorer as an experience, but also because it can easily becomes
abusive. Abuse (understood as an act of one that is not acceptable to the
other) ranges in a scale of behaviours: it can start from harassment of the
other (intermittently including causing insult, trauma, misery to the other)
and reaches up to the most severe form of assault – at the far end of
this scale is rape, where the wildest human instincts have been invested in a predator’s
desire to be satisfied by destroying his prey.
The opposite of Eros is repugnance, and of love is hate - disgust
and hatred are expressions of Death. Here it is necessary to
refer το Freud's theory, in which the tendency for life (Freud poetically
calls it "Eros") is in dialectical unity and opposition to the
tendency of the organism to self-destruct (which he calls “Thanatos” - Death) -
in these two fundamental tendencies for life he identifies the two basic and
elementary instincts on which the whole psychic world of the individual is
based and, of course, his inescapable movement from birth to death. 5
3
The modern conceptual separation of Eros from love has its roots in the
ancient Greek language, but (to the extent that as concepts they may appear as
opposites) it has probably been influenced in part by Christian theology and
pseudo-ethics that derive from it. From the first lines of the Bible, the
doctrine charges the believer with "ancestral sin", from the outset
blaming love for the loss of earthly paradise and immortality. The sin of
the protoplasts is that they succumbed to the lure, satisfying their desire to
taste the forbidden fruit and acted with volition, to gain judgment of what is
good or bad for them - a right and privilege that God reserved exclusively for
himself... The Christian doctrine does not praise Eros. Intercourse is
considered a dirty act, hence the Virgin Mary is pure, immaculate, and the
"fruit of her womb" is a product of parthenogenesis. It would be
forbidden by Christianity, I dare say if, without it, it were not impossible to
obey the command "multiply"… Theology, while declaring love as the
supreme virtue, hates Eros, for it is a threat not simply because it is
degraded as a carrier of lust - one of the Seven Deadly Sins - but because it
is subversive. By fulfilling the desire for physical and mental contact, Eros
appears as a great illumination in a person's life, sublimating it in a way
that his reality acquires a dream quality. The lover becomes ecstatic and,
culminating his capacity to feel alive he is led to a king of worship that
gives him wings to fly to a topos
beyond conventions.
The ancient Greek conception of Eros is
enriched by an incomparably higher cultivation, compared to the poverty to
which it is subjected by Christianity. It is no coincidence that it was
considered a deity and his praise by the ancient Greeks found expression in
mystical rituals. According to Plato, this "divine mania" is
superior and even better than logic. It is a source of virtue, and a
bearer of multiple benefits. It gives birth and is born by a deep
admiration for beauty, which is recognized not only in the physique but also in
the fineness of the human soul. It transcends the tastelessness and misery
in the soul and in the body, spiritually elevating man so that he comes at
proximity and not at a distance from the divine. Although Plato considers
"unworthy lover" the one who falls in love with the body more than
the soul, he shows no aversion to physical contact. Generally, he
does not show prejudice. In his ‘Symposium’, all the attendees are
men, some of whom are loves. He even explores the desire between adults
and "children", to arrive at a conviction that rejects
paedophilia. It should be noted that the element of love
(synonymous with friendship) is interwoven in the concept of Eros, as developed
in Plato's Symposium, and that it expresses the morality of the place and time
in which it was written.
Of course, distinguishing contradiction in love, Plato observes that
being considered unreservedly good is a sign of "mental
inertia". In the conduct of a love affair, the element of
"conquest" is treated as natural, although it implies a struggle
between the lover and the enamoured, potentially destructive. He does not
delve into this. "Conquest" seems legitimate when it is
virtuous, encouraging to rise to the height of the other. And it is the
same virtue that breeds courage, he tells us, and such, in fact, that if it
were possible to build an army of lovers, it would be invincible! The
fact that love can charge man with unparalleled vitality, while it can also
become a black hole that absorbs energy, is a perception that is more in line
with the materialist dialectic of Epicurus.
Plato's
pagan idealism, in the image of which only the halo was not placed by the
neo-enlightened scholars of Christianity, has nothing to do with the raw
vulgarity they imbue in erotic love. A by-product of the crude and
discriminatory appropriation of his ideas is the probably theologically
originated invention of the concept of "Platonic Love" which would startle
Plato himself as a distortion of his thought. In his “Symposium”, when
Pausanias, one of the interlocutors, says that Eros is considered shameful by
barbaric, tyrannical regimes "because it is not in the interest of
the rulers to inspire the ruled with high ideals", it is as if he
were talking about the theocratic regime that Moses imposed on the
Jews. What Plato describes as shameful is to be conquered [erotically] not
only in exchange for money but also because one cannot resist, fearing the
persecution of political power – an abomination established by both
the "greed of the rulers" and the "Cowardice of
the ruled".
4
The outrageous vandalism that the
ancient Greek civilization suffered by from this religion and from the
respective power it faithfully served, seems to be the fulfilment of the
morbidly abominable commands of Moses (e.g. "Raise to the ground their
altars and smash their pillars" - Deuteronomy 12) was not limited to the
savage imposition of ugliness with the relentless destruction of monuments of
worship of inconceivable cultural value. People, things, ideas and values are
consumed in the passage of hatred and bigotry. The Old Testament,
remaining an integral part of the Christian dogma, is "revised"
with the messianic preaching of Jesus, and love is posited at the nucleus
to its central core. Obviously the atavistic ferocity in dealing
with everything foreign to the dogma, which is inspired and blessed, especially
in Deuteronomy, must have caused, if not shame, difficulty in the apostolic mission
for the spread of Christianity. But the roots of the new preaching in
barbarism remain, and are expressed in practice.
Unavoidable
was the degradation of the concept of love with the invasion of Christianity in
the ancient Greek literature, from which theology appropriates the art of
speech, mitigating the coarse and hitherto underdeveloped character of the
sermon. Love is for them a new concept that they find abundant in texts of the ancient Greek
literature. But its appropriation is selective. When Plotinus (6)accuses
the Gnostics of taking Plato's ideas and presenting them as their own, in
essence he is criticizing Christian theology too, which (in Plotinus' time) was
informed by Gnosticism before rejecting it as a heresy, and was itself involved
in a much more coarse plagiarism at the expense of Plato. What would be
left if they had managed to erase everything that did not fit the dogma? A
tragic loss is the destruction of the work of Epicurus (in which I will dwell,
as an example) by the crucified preachers of darkness. How could his
perception of love prevent the intolerant rage with which his books were persecuted
and wiped off the face of the earth? If there were philosophers whose work
is imbued with genuine humanism, if there were people who made love a way of
life, surely one of them (perhaps the most prominent) was
Epicurus. He said nothing about the pleasure that could be considered
"hubris". Instead, he encouraged prudence and self-control as a
means of achieving peace of mind. Nothing anti-Christian in the emblematic
expression «λάθε βιώσας», which ιs encouragement to live in a way that does not
make you an object of attention - not to hide, but to refuse the pursuit of
wealth and power and glory, because to become famous in this way, except that
it does not bring serenity, it is not a testimony to value and virtue…
In his Prosphonesis7, (known as the Vatican Sayings) one of the few fragments left from Epicurus's original writing,
reference is often made to love, which he praises as "immortal good"
(§ 78). Epicurus, however, says that love spreads in the universe, urging
all of us to rise up for our happiness (§ 52). His love does not inspire
passivity and tolerance of evil with a false promise of "after death"
justification and compensation; it does not exclude unbelievers, it is
universal. At the same time, it is active in life - it is considered a
driving force, in the effort of people to make "the next day better than
the previous one" (§ 48). The realization that "it is
futile to ask God for what we can provide for ourselves."leads to
self-sufficiency whose "greatest fruit is freedom" (§
77). Epicurus tells us not to be content with "crude and idle
love", and that it is necessary "to take risks for its sake" (§
28). He gives the example with his attitude: Instead of reconciling with
the beliefs of many in order to often reap their praise, he prefers, by
studying Nature, to explicitly state what is beneficial for all people, even if
he does not have the consent of anyone (§ 29).
The philosophy of Epicurus, imbued with a concern for human well-being, is
essentially a liberating philosophy of love. It is seen in it that
man can not fully enjoy the joy of life, to reach beyond the mental state of
restlessness, when he is in possession of fear. But without the study of
nature he believes in interpretations of religious myths about the main
phenomena, and thus, trapped in ignorance and superstition, he is unable to get
rid of his fears. Without ever admitting that he is an atheist, Epicurus
dares to logically demolish the current perception of God by saying:"If
God wants to prevent evil but cannot, then he is not Almighty. If he can
and does not want to, then he is not benevolent. If he wants to and can,
then why is there evil? If he does not want to and cannot, then why do we
call him god?
Such love does not fit into a savage
theocratic regime that wants faith to become a tool of submission, and imposes
it by instilling terror. In "Deuteronomy" in the Old Testament,
Moses warns the faithful: " if you do not obey the voice of the
LORD thy God, be careful to perform all the days his commandments and his
statutes which I command thee this day, All the curses will come upon you and
will find you ". (§ 28) ».
Love remains an indeterminate and empty
word in a doctrine that has been incorporated into every exploitative system
since its inception. It has never eliminated the injustice, misery, use
and abuse of man by man anywhere. On the contrary, he declared passivity
and submission of the "humble and despised" to the respective
power. It has always been a factor of oppression, and maintenance. "Love
your neighbour" is never reduced to "love your fellow
man". The most devastating wars in human history were waged by
Christian states. How, for example, is the "morality" of the
imperialists different from that of the "Deuteronomy"? "When
the Lord your God brings you into the land, to conquer it and to inherit it,
persecuting nations many and mightier than you, […] and when the Lord your God
delivers them before you, to crush them; · Do not make a treaty with them nor
show mercy. To destroy all the males of the knife in the mouth; and of the
woman, and of the infants, and of the beasts, and of all that is in the city,
and all her spoil, to take them for thyself, to eat the spoil of the enemies. To
you, "what the Lord God has given you".
The deepest libertarian character of love and love then was, and still
is, opposed to the downgrading of thought in unholy bargain summarized in
coda "Behold"", for I give to thee the blessing
and the curse » (Deuteronomy 12).Give blind Faith and miserable
obedience to the commandments (as they were carved in stone roughly by
self-appointed brokers, who "for God's sake" were comfortably
enthroned between the "earthly" and the "heavenly"), to
receive God's blessing. Show disobedience and questioning doubt, and a
curse will fall upon your head. It is a reciprocal base form of
reciprocity between the frightened slave and the almighty Lord.
5
The decline of theocracy and the relatively secularized power in our day
does not change anything. Power is more or less covered by the cloak of
religion according to the needs of the former, while what they both hide from
the naked eye is that they protect and perpetuate the slave relationship with
the Lord. To the extent that the nature of love is liberating, it stands
in opposition to a system that, by commercializing everything, makes human
(social and interpersonal) relationships "reciprocal" and, even
worse, abusive. If it is not suppressed as a tacit threat to such a
regime, it is because it becomes innocuous. Wherever there is an
exploitative relationship between people, love does not survive, and neither
does freedom, of course, no matter how much hypocrisy the words suffer…
In closing, I make one more reference to the aforementioned film, which
ends with the written phrase: "It only takes a small crack for light
to get through enough to change life". Indeed, the experience of a
small and seemingly insignificant event can lead to a radical change in the
perception of the world, or even our position in it! It implies a conscious
leap, a revolution with impact and reverberations not only in interpersonal but
also in social relationships. But can we imagine that from a crack in the
system that drags us towards savagery, so much light will be shed that it may
dispel the gloomy and hopeless perception of many that "nothing
changes"? The emancipation of man, to reach a plateau from where he
can freely develop his creative and productive abilities without abusing
others, could certainly be helped by genuine love. But,
increasingly nowadays, the space in which he breathes is suffocatingly
limited. And, at any rate, "only love" is not enough…
Notes
Please note that this essay was written in home isolation, due to
the pandemic, hence all quotes herewith come from online texts.
1.
1. La chi é naga entre el mar y la tierra (the
swamp between land and sea) - Colombia 2016, a film
by Manolo Cruz and Carlos del Castillo
2. The three basic principles of the
Humanist Psychotherapeutic approach (empathy, unconditional positive regard and
authenticity) appear in all of Carl Rogers' books.
3. The definition of love in this text is
similar and indebted to that given by M. Scott Peck in his book The
Road Less Travelled, but differs fundamentally. Love, in my opinion,
is primarily an emotion rooted in biochemistry, attaching primacy not mainly
"investing" energy for the "spiritual" development of
oneself and the other. As an emotion it is materially intertwined with the
desire that is practically invested in the development (physical, mental, and
emotional) of the other to the best of his abilities.
4. In Plato's "Symposium" this
idea has its origin in the myth according to which "the desire between two
people is due to the fact that initially it was a body which Zeus divided into
two parts and since then one seeks the other to be completed. ». The
reference to the myth is made by the mouth of Aristophanes (perhaps deliberately,
implying a joke).
5. Freud, making a huge inductive leap,
considers the supposed instinct of death to a major driving force of
civilization. It is a subject that is critically examined in the main body
of work of which this text is an introduction.
6. I am referring to the second ennead
(based on the classification of Plotinus' work by Porphyry)
7. The Prosfonesis of
Epicurus," is a collection of maxims discovered in the Vatican’s
"Codex Vatican us Graecus" in 1888 by C. WOTKE ", as mentioned
on the Greek website: www.epicuros.gr
8. Verses from the Deuteronomy translated
from the Greek from this source:
OLD IP ATHIKI: DEUTERONOMY ( orthodoxoiorizontes . Gr )
Posted by do.b4tool8 at 8:24
AM No comments:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου