Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2013

BRECHT - Το συμφέρον στην Τέχνη


1. Ξέρουμε με πόσο ύποπτο ζήλο πολεμάει η άρχουσα τάξη την αντίληψη ότι η τέχνη της εξυπηρετεί μονάχα τα δικά της συμφέροντα ή - για να είμαστε πιο ακριβολόγοι - ότι επιθυμία της είναι να βλέπει μέσα στην τέχνη της την εκπροσώπηση των δικών της συμφερόντων. Η άρχουσα τάξη προσποιείται ότι απορρίπτει με αγανάκτηση κάθε τέχνη, που εκπροσωπεί συμφέροντα, ακόμα κι αν πρόκειται για τέχνη, που κατά τύχη, εκπροσωπεί τα δικά της (διότι, φυσικά, εννοούμε συμφέροντα ταξικά, που αντιστρατεύονται άλλα ταξικά συμφέροντα). Μας παραπέμπει και μας υπενθυμίζει τα ωραία συναισθήματα καλοσύνης, συμπόνιας και ενθουσιασμού, που ένιωσε να γεννιούνται μέσα της, όταν απολάμβανε την τέχνη. Τέτοια συναισθήματα ποτέ, μα ποτέ, δε γεννιούνται συνδεδεμένα με ιδιοτελείς υπολογισμούς και κερδοσκοπικές διαθέσεις. Ξεχνούν, δυστυχώς, οι άνθρωποι της άρχουσας τάξης, πόσο ενθουσιασμό μπορούν να δημιουργήσουν τα ιδιοτελή συμφέροντα! Η πρόταση του Φλόριαν Γκάιερ: «Κατευθείαν στην καρδιά της γερμανικής διχόνοιας», είναι αυτονόητο ότι φέρνει αγαλλίαση σ' εκείνους, που η γερμανική ομοψυχία με τίμημα εξυπηρετεί τα πέρα για πέρα σκοτεινά συμφέροντά τους. Εκείνοι, που είναι οι έμψυχες αιτίες για το ότι δεν υπάρχει μια τέτοια σύμπνοια, βρίσκουν την έκκληση για ενότητα «μεγαλόπνοη» και «μεγαλεπήβολη». Η έκκληση για ενότητα με κάθε θυσία σημαίνει, βέβαια, ότι δεν πρέπει μελλοντικά να αποβλέπει κανένας σε κέρδη υλικής φύσης, επομένως, ούτε κι αυτοί στα δικά τους. Είναι μια έκκληση για αυταπάρνηση (των άλλων), για πνεύμα θυσίας (των θυσιασμένων απ' αυτούς). Απλώνοντας αδερφικά το χέρι σ' εκείνους που μέχρι τώρα εκμεταλλεύονταν, φαντάζονται τους εαυτούς τους γεμάτους από αυταπάρνηση. Επειδή δεν παραιτούνται από το να στρέψουν τα κανόνια ενάντια σ' εκείνους που εκμεταλλεύονται; Δεν παραιτούνται από το να προπηλακίζουν τους ποδοπατημένους; Παραιτούνται από όλο το μίσος που γεννάει η μοχθηρία τους! Σ' αυτή την αυταπάρνησή τους βλέπουν κάτι το ασύλληπτο, κάτι το εκπληκτικό, κάτι το υπεράνθρωπο, που χωρίς να το θέλουν τους φέρνει δάκρυα στα μάτια. Αυτό αποδεικνύει, πως βαθιά μέσα στον άνθρωπο, υπάρχουν πράγματα, που ο ίδιος δεν μπορεί να τα διανοηθεί. Είναι η τέχνη, που ανεβάζει τον άνθρωπο πάνω κι από τον ίδιο τον εαυτό του. - Σε κάθε συνάθροιση πιστών μπορεί κανείς να διαπιστώσει, πόσο εύκολα συγκινούνται οι άνθρωποι, όταν βλέπουν να εκπροσωπούνται τα συμφέροντά τους. Ακόμα και των πιο σκληρών τοκογλύφων τα μάτια βουρκώνουν, όταν βλέπουν ότι δεν είναι μόνοι τους. Τους φαίνεται ότι όσο περισσότεροι είναι, τόσο πιο πολύ δίκιο έχουν. Γενικά μάλιστα τους αρκεί αυτή η συγκίνηση, αν δε θίγονται τα συμφέροντά τους, και ανθρώπινη αντίδραση δεν είναι να περιμένει κανείς από αυτούς. Το πιο γερό χαρτί των νατουραλιστών στη δραματουργία του τέλους του 19ου αιώνα ήταν η συμπόνια. Ντυμένοι στα πανάκριβα σμόκιν, μαύροι σαν την πίσσα κάθονταν οι εκμεταλλευτές και τα πιο ασυνείδητα πρωτοπαλίκαρά τους σε ακριβές θέσεις στο θέατρο και έχυναν δάκρυα για τη μοίρα της Ρόζας Μπερντ, που περίμενε παιδί εξώγαμο. Τι είχε συμβεί; Εδειχνε το ένα πλάσμα συμπόνια για το άλλο; Είχε τελειώσει η εποχή της βαρβαρότητας; Εφεύρισκε ο δολοφόνος την πέμπτη εντολή; Αντιλαμβάνονταν οι καταπιεστές, αιφνιδιασμένοι τουλάχιστον για μερικά λεπτά, τα συμφέροντα των καταπιεσμένων; Τουλάχιστον νοερά; Οχι, βέβαια. Απλά βρίσκονταν στους νατουραλιστές. Ολα όσα έδειχναν αυτοί από τη σκηνή ήταν η φύση. Η φύση απαιτούσε να μείνει έγκυος αυτή η κοπέλα. Απαιτούσε επίσης να σκοτώσει τον καρπό της κοιλιάς της και να τιμωρηθεί γι' αυτό. Οι κοινωνικές καταστάσεις παρουσιάζονταν σαν φυσικές καταστάσεις. Ο δολοφόνος δε χρειαζόταν να αποκηρύξει το φόνο για να προκαλέσει οίκτο, γιατί ο φόνος ήταν πράγμα τόσο φυσικό όσο και ο οίκτος. Οταν φώναζε εκείνος, τον οποίο ο δολοφόνος έκανε να φωνάζει, δε φαινόταν πιο φυσικός απ' όσο ο δολοφόνος, που ένιωθε οίκτο γι' αυτόν. Γιατί αυτοί, που έχυναν εδώ δάκρυα, έμεναν κλαίγοντας πιστοί στην κοινωνική κατάσταση, που απαγόρευε σ' ένα τμήμα του πληθυσμού τη διαιώνιση του είδους, αφού του άφηνε την επιλογή ανάμεσα στη φυλακή και στο φτωχοκομείο. Δε θα έπρεπε να εγκαταλειφθεί τουλάχιστον η ιδέα της φυλακής; Αν όχι σε τούτο το έργο, τουλάχιστον σε άλλα; Ενα τέταρτο του αιώνα αργότερα υπήρξαν, βέβαια, θεατρικά έργα, που συγκινούσαν τον κόσμο, γιατί κηρύσσονταν υπέρ της κατάργησης του εξαναγκασμού των γεννήσεων. Τάσσονταν επιτέλους αυτοί, που συγκινούνταν τώρα, ενάντια στα συμφέροντά τους; Και υπήρχε επομένως στο θεατή αυτή η γενικά ανθρώπινη ένσταση, την οποία και μόνο έπρεπε να επικαλείται;
Για να καταλάβουμε ότι οι άνθρωποι που συγκινούνταν τώρα, δεν είχαν παραιτηθεί από τα συμφέροντά τους και δεν είχαν υιοθετήσει μια γενικά ανθρώπινη άποψη, δε χρειάζεται παρά να μελετήσουμε την κοινωνική ιστορία εκείνης της εικοσιπενταετίας. Η άρχουσα τάξη είχε υποστεί μια καινούργια κοινωνική σύνθεση. Αστικά κοινωνικά στρώματα είχαν αντικαταστήσει εν μέρει τα φεουδαρχικά και με έναν καθόλου ανεξερεύνητο τρόπο ο εξαναγκασμός των γεννήσεων είχε χάσει τη σπουδαιότητά του (ορθολογισμός, αλλαγή στην τεχνική του πολέμου και λοιπά). Αλλά η τρομερά αυξανόμενη εξαθλίωση επέβαλε αναγκαστικά τη συζήτηση για κατάργηση της απαγόρευσης των εκτρώσεων. Η άρχουσα τάξη δεν έβλεπε πια καμιά δυνατότητα για να δημιουργήσει νέο χώρο, με πολεμικές περιπέτειες, για τον υπεραυξανόμενο χωρίς εισοδήματα πληθυσμό. Ο τελευταίος της πόλεμος είχε αποτύχει και μάλιστα σε διεθνή κλίμακα, αφού και η αστική τάξη στις νικήτριες χώρες δεν είχε μπορέσει να ξεπεράσει τις δυσκολίες της. Από πού δημιουργήθηκε, λοιπόν, η τραγική επίδραση των θεατρικών έργων, που διακήρυχναν την κατάργηση της απαγόρευσης των εκτρώσεων στις εξαθλιωμένες μάζες; Και μάλιστα η επίδραση των θεατρικών αυτών έργων επάνω στους κρατούντες ή σ' εκείνους, που κατά τη γνώμη των κρατούντων, ενδιαφέρονταν ακόμα για τη διατήρηση του κυρίαρχου συστήματος; Η επίδραση αυτή οφειλόταν στην εντύπωση ότι υπήρχε μια κατάσταση, που δεν μπορούσε ν' αλλάξει. Πραγματικά, ο καπιταλισμός δεν μπορούσε να προχωρήσει χωρίς περιορισμό των γεννήσεων. Σε ποιους δεν είχαν τραγική επίδραση αυτά τα έργα; Σ' εκείνους, που ήδη έβλεπαν τη δυνατότητα να εφαρμόσουν την ελευθερία των γεννήσεων, σ' εκείνους, επομένως, που δεν ενδιαφέρονταν πια για τη διατήρηση των συνθηκών, που απαιτούσαν ρύθμιση των γεννήσεων. Με εξαίρεση τα πέρα για πέρα εγωιστικά συμφέροντα της άρχουσας τάξης, η κατάσταση δεν ήταν δηλαδή καθόλου μα καθόλου ανεπίδεκτη αλλαγής: με τη ριζική κατάργηση του ισχύοντος κοινωνικού συστήματος μπορούσε να εκλείψει η ίδια η αθλιότητα. Ο συγκινημένος άνθρωπος δεν είχε παρασυρθεί, λοιπόν, μακριά από τα συμφέροντά του μέσα από ένα καλλιτεχνικό βίωμα. Αντίθετα, η συγκίνησή του οφειλόταν στα συμφέροντά του, επειδή είχε για προϋπόθεσή της την επιβεβαίωση μιας κατάστασης αμετάβλητης, που ευνοούσε αυτόν και μόνο.
2. Ετσι οι συγγραφείς θα μπορούσαν να αναλύονται και να χρησιμοποιούνται στο βαθμό, που είναι λειτουργοί από κοινωνική άποψη, εκπροσωπούν ή επηρεάζουν ορισμένα κοινωνικά στρώματα, αναλαμβάνουν την ευθύνη ή χρεώνονται μ' αυτή για γεγονότα, που αφορούν την αλλαγή ή την παραμονή της κοινωνίας. Γι' αυτό την κάθε επιμέρους εξωτερίκευσή τους ο μελετητής μπορεί να την εξετάζει όχι μονάχα από την άποψη της συνέπειας του έργου τους, αλλά πιο πέρα: Από την άποψη της αλληλοεξάρτησης του έργου τους με τα κοινωνικά ζητήματα. Γιατί, πώς θα θεωρήσει η κριτική κάτι ιερό, όταν δεν είναι για την κρίση ιερό; Και πώς θα μπορούσε να ικανοποιηθεί η απαίτηση μερικών συγγραφέων να κριθούν για την όλη προσωπικότητά τους, όταν ολόκληρη η προσωπικότητά τους - όποια κι αν είναι - δεν ικανοποιεί πια τις δικές μας απαιτήσεις, όπως θα ήθελε; Είναι γνωστό ότι, για να ζήσουν, οι αετοί πρέπει να πίνουν νερό. Αλλά κι όταν πραγματικά ζυγιάζονται ψηλά πάνω από τα νερά - όπως λένε - τα ψάρια του βυθού σε τι τα ωφελεί αυτό; Δε θα χρειαζόταν να καταφύγουμε σε τέτοιες εικόνες και αλληγορίες για να αποκρούσουμε τις απαιτήσεις των συγγραφέων μας στον καιρό μας, που υπάρχουν απαιτήσεις υπερεπείγουσες για ζητήματα πολύ πιο σοβαρά, όπως η απαίτηση των πλατιών μαζών που ζητάνε τα απολύτως αναγκαία για την επιβίωσή τους. Αν καταφύγαμε στην πιο πάνω αλληγορική εικόνα, το κάναμε, επειδή το πέταγμα των πουλιών προδίνει την κατάσταση που επικρατεί στο βυθό, γιατί οι κανονισμοί, που ισχύουν στο βυθό, δημιουργούν σύγχυση στο πέταγμα στα ύψη. Το βάθος μιας σκέψης μπορεί να μετρηθεί στον καιρό μας μονάχα από το βάθος του κοινωνικού στρώματος, που αγγίζει αυτή η σκέψη ακόμα. Δεν πρόκειται για απλούστευση (πώς θα μπορούσε να απεικονίσει κανείς κάτι απλά σε ένα χώρο, όπου κυριαρχεί η διαφωνία;). Πρόκειται για κάτι το πολύπλοκο - επομένως κάθε τάση για διφορούμενα και αποχρώσεις πρέπει να εξαφανιστεί. Η επίδειξη καταρρέει κάτω από τα χτυπήματα της φυσικής, που λέει ότι κάθε τι συγκεκριμένα αισθητό μπορεί να συμπληρώνεται μονάχα με κάτι συγκεκριμένα αισθητό, επομένως να μην εμπλουτίζονται οι συμβολικές παραστάσεις του με άλλες συμβολικές παραστάσεις. Για μια τέτοια μέθοδο χρειάζεται συλλογική δουλειά, σύστημα παρατήρησης στηριγμένο στη σύγκριση, αμοιβαίος έλεγχος και μια έννοια βιώματος, που επιτρέπει το βίωμα στην ανθρωπότητα σα σύνολο (αλλά και σαν κάτι γεμάτο αντιφάσεις). Ετσι εμφανίζεται το άτομο σε μια διαρκή κρίση, η κριτική γίνεται σχεδόν τρόπος ύπαρξής του. Για το σκοπό αυτό πρέπει να βρεθεί ο ορισμός (κι εδώ στόχος είναι η ομοφωνία), για το τι επιτέλους πρέπει να ισχύει σα διανόηση. Γιατί αυτή η έννοια της «ακτινοβολίας μιας προσωπικότητας», που είναι κάτι το τελείως αφηρημένο και που ακριβώς από αυτό το «άπιαστο» της φύσης της αντλεί η «προσωπικότητα» τα οφέλη της, είναι μια έννοια πέρα για πέρα άχρηστη. Είναι μια έννοια, που μένει προσκολλημένη στην αισθητική και μόνο και δεν μπορεί να ανοίξει πανιά για πιο πέρα. Αν σ' αυτό το ζήτημα δούλευε η λογική, θα έπρεπε να προχωρήσουμε πιο βαθιά και να χαράξουμε μια όσο γίνεται πιο ευδιάκριτη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα συμπλέγματα ιδεών και στις μεμονωμένες ιδέες. Κι αυτές τις ιδέες πάλι δε θα έπρεπε να τις τοποθετήσουμε στη σφαίρα της γενικότητας, αλλά να στοχαστούμε, ότι απορρέουν από συμφέροντα οικεία σε ορισμένες ομάδες. Με κανέναν τρόπο δεν θα έπρεπε ν' αφήσουμε να διατηρηθεί η επιφανειακή εντύπωση, ότι οι άνθρωποι των γραμμάτων είναι μια ομάδα, η οποία με τις ιδέες της εκπροσωπεί τα συμφέροντα τα δικά της. Γιατί τότε αυτή η «ομάδα» θα έπρεπε να τοποθετηθεί στον ελεύθερο χώρο πάνω από όλες τις άλλες ομάδες, οπότε θα παρήγαγε και πάλι ανεξέλεγκτα, αφού δε θ' αντιμετώπιζε καμιά αντι-ομάδα, δηλαδή χωρίς σύστημα αναφοράς. Ακόμα και εκεί, που η λογοτεχνία φαίνεται σαν ένα τμήμα της κοινωνίας, που γράφει (ωραία), αλλά, που ολοφάνερα εξαρτιέται από ένα άλλο τμήμα της κοινωνίας - συγκεκριμένα από την αστική τάξη -, αν θέλουμε να επιτύχουμε την επιδιωκόμενη εξέταση της διανόησης, δε θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε μια τέτοια λογοτεχνία σαν μια ενιαία ομάδα με κατ' αποκοπή νοικιασμένη γραφίδα. Εδώ, εντελώς αντίθετα, προτάθηκε μια αντιμετώπιση από την ατομική σκοπιά. Γιατί ακριβώς η προσωπικότητα, έχοντας σαφή όρια από άλλες προσωπικότητες, δίνει με τις διαφορές της από τις άλλες προσωπικότητες, όχι μονάχα διαφορετικούς βαθμούς της εννοιολογικής κάλυψης των συμφερόντων ορισμένων ομάδων, αλλά και μια κλίμακα των διαφοροποιήσεων αυτών των συμφερόντων. Γιατί η αστική τάξη δεν προχώρησε στο δρόμο της ενιαία, αλλά με πολύ ανόμοιο τρόπο.

Το πεδίο της Τέχνης

Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι για την Τέχνη γράφουν κατά κύριο λόγο άνθρωποι, που απ' αυτήν έφτιαξαν το ιδιαίτερο πεδίο της δραστηριότητάς τους. Γι' αυτό τονίζουν την ιδιαιτερότητα αυτού του τομέα και τον χωρίζουν από κάθε άλλον.
Πιο πολλούς οπαδούς μπορούμε να κερδίσουμε με την άποψη ότι η Τέχνη πρέπει να είναι ανθρώπινη και ο άνθρωπος καλλιτέχνης, παρά με την άποψη ότι η Τέχνη είναι ανθρώπινη και ο άνθρωπος είναι καλλιτέχνης. Αλλωστε, πολύ απέχει από το να είναι ο άνθρωπος ο μοναδικός καλλιτέχνης ανάμεσα στα ζώα, είναι όμως ένας από τους μεγαλύτερους.
Μερικοί, που υποδείχνουν μια ειδική θέση στην Τέχνη, έχουν καταχραστεί τα λόγια του Λένιν για το επιτρεπτό (και την ωφελιμότητα) του οραματισμού. Εκείνος μιλάει για πολιτική και ασφαλώς δεν εννοεί ότι ο πολιτικός πρέπει (και επιτρέπεται) να ασχολείται με όσα είναι δουλειά του καλλιτέχνη. Απλά το θεωρεί ανθρώπινο. Θα ήταν καλύτερα να προσεγγίσουμε τη συμβουλή του Λένιν απ' τη σκοπιά ότι και οι καλλιτέχνες επιτρέπεται (και πρέπει) να έχουν οραματισμούς. Το ίδιο ισχύει και για τις συναισθηματικές παρορμήσεις, που δεν τις έχει βάλει ακόμα σε τάξη η λογική και που πρέπει να συνυπολογίζονται και να χρησιμοποιούνται τόσο από τον πολιτικό, όσο και από τον καλλιτέχνη, έτσι, όπως είναι, δηλαδή, σε κατάσταση ακαταστασίας. Βέβαια, αυτό σημαίνει ήδη, πως υπολογίζουν και μεταχειρίζονται το ότι η λογική κάνει με τις συναισθηματικές παρορμήσεις κάθε λογής πράγματα, προσωρινά κι εμπειρικά. Ομως τίποτα πιο λαθεμένο δεν υπάρχει, από το να παραχωρήσουμε πάλι στην Τέχνη, ακριβώς εκείνο το πεδίο των άκριτων συναισθηματικών παρορμήσεων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου