Αφηγούμαι ένα μικρό και μάλλον
ασήμαντο συμβάν.
Γύρισα το απόγεμα στο σπίτι, μετά
από ένα γεύμα με φίλους που με είχαν καλέσει στο σπιτικό τους. Αυτό, το να με καλέσουν
φίλοι για φαγητό, συμβαίνει τώρα συχνότερα από το σύνηθες, επειδή η σύντροφος
μου λείπει στο εξωτερικό και είμαι μόνος στο σπίτι – «μπεκιάρης» όπως λένε. Να πω
παρενθετικά ότι συνήθως, σε μερικά πράγματα ρουτίνας, ευτυχώς όχι σε όλα, δεν
είμαι ιδιαίτερα παρατηρητικός – και οι φίλοι το ξέρουν. Πριν μπω στο σπίτι,
λοιπόν, προχωρώντας σ’ ένα μικρό μονοπάτι που διασχίζει τον κήπο και οδηγεί
στην είσοδο, είδα ευδηλα σημάδια που με προϊδέασαν ότι κάποιος είχε περάσει από εκεί. Φτάνονται
στο πλατύσκαλο, δεν μπορούσα να μην προσέξω κάτι αστείο και περίεργο: ένα
κάθισμα της βεράντας μπροστά στην είσοδο είχε τοποθετηθεί μπροστά στην πόρτα της
εισόδου, και πίσω από το κάθισμα είχε τοποθετηθεί ένα καλάμι, έτσι που να μην μπορώ
ν’ ανοίξω την πόρτα χωρίς να μετακινήσω τα «εμπόδια». Επάνω στο κάθισμα ήταν η γάτα
μου που προσπαθούσε να φτάσει χωρίς επιτυχία, ευτυχώς, μια σακούλα που κρεμόταν
στο φωτιστικό, ψηλά και στο πλάι της εισόδου.
Πήρα την τσάντα, μπήκα στο σπίτι
και βγήκα αμέσως με γατοτροφή για τον τετράποδο φιλο που φάνηκε παραπονούμενος.
Μετά άνοιξα την τσάντα, και εξέτασα το περιεχόμενα. Μελιτζάνες «ιμάμ μπαϊλντί»
σε τάπεργουεαρ, τυρί χωριάτικο, ψωμί σπιτικό και κρασί κόκκινο σε μικρό
μπουκάλι του νερού! Παρότι είχα μόλις φάει, και μάλιστα περισσότερο του δέοντος,
δοκίμασα το φαγητό και, χωρίς υπερβολή, το βρήκα πεντανόστιμο. Το φύλαξα για δείπνο.
Αυτή η χειρονομία είναι ριζωμένη
σε μια παράδοση που επιβιώνει ακόμα στο χωριό: να δίνεις στον γείτονα ένα πιάτο
από το φαΐ που μαγείρεψες κάπου-κάπου. Και συνήθως συμβαίνει μέσα σε μια σχέση
γειτονίας που εκφράζεται εν μέρει και με τέτοιες χειρονομίες. Φυσικά, και όπως πάντα
συμβαίνει, μου προξένησε έντονη χαρά. Όχι γιατί χρειαζόμουν το φαγητό, ούτε επειδή
μου χρειάζεται ο χρόνος που μου παίρνει το μαγείρεμα ενός μεσημεριανού. Αλλά
γιατί κάποιος με σκέφτηκε και μου το έδειξε με τον τρόπο αυτό.
Την ώρα που, είδη
χορτάτος, έβαζα το φαγητό στο ψυγείο, αναρωτήθηκα πως θα αισθανόμουν αν πεινούσα
κι είχα ανάγκη από αυτό το φαΐ. Πόσο εύθραυστη μπορεί να είναι αυτή η ισορροπία
στις ανθρώπινες σχέσεις, η οποία υποστυλώνεται από άλλες ισορροπίες που καθορίζουν
το τρόπο με τον οποίο μορφοποιείται αυτό το είδος του «δούναι και λαβείν», άλλα
και άλλα είδη, συχνά ριζικά διαφορετικά από αυτό. Παλιότερα, οι άνθρωποι καλούσαν και εντελώς
άγνωστους διαβάτες να κάτσουν να ξαποστάσουν, να τους φιλέψουν και συχνά να φάνε και
να πιουν μαζί τους. Κάτι που τώρα σπανίζει ή έχει σχεδόν εξαλειφθεί – για
λόγους που θα ήταν μέρος μιας άλλης ιστορίας…
Ίσως φανεί ανιαρό να στρέψω
πάλι την συζήτηση προς τα πολιτικά, αλλά είναι αλήθεια ότι εκείνη
τη στιγμή σκέφτηκα τους Σύριους πρόσφυγες που πρόσφατα βρέθηκαν «ξέμπαρκοι» σε
μίαν ακτή του νησιού, ταλαιπωρημένοι, κουρασμένοι και ένας θεός ξέρει με τι άλλα
συναισθήματα… και πως οι χωρικοί, όταν έμαθαν σε τι κατάσταση βρίσκονταν, τους
μαγείρεψαν και τους πήγαν φαγητό, κι όταν οι πρόσφυγες το είδαν, ξέσπασαν σε κλάματα.
Και αναρωτιέμαι: απο που,
απο ποια παράδοση προικίζονται μ’ αυτή την βαθιά κι απροσποίητη ευγένεια οι
«χωριάτες» εδώ πέρα, οι οποίοι δεν νομίζω ότι αποτελούν εξαίρεση – είναι δείγμα
της ανθρωπιάς των στρωμάτων του λαού με τα μηδενικά ή φτωχά «αποθεματικά», των
οποίων οι καταβολές περιέχουν βιώματα φτώχιας, πείνας και κατατρεγμών.
Κι αναρωτιέμαι: είναι δυνατόν
να καταντήσουμε όλοι και πάντοτε άρπαγες, άπληστοι, ανθρωποφάγοι και
μισαλλόδοξοι – όσο και αν σαπίσει αυτό το σύστημα; Όχι! Όσο κι αν αυτό το
σύστημα καλλιεργεί και προβάλει ότι χειρότερο μπορεί να εμφανίσει η κτηνώδης
σκοτεινή πλευρά μιας φύσης που μας ανήκει και της ανήκουμε, δεν μπορεί να εξαφανίσει
την άλλη, την φωτεινή πλευρά της η οποία είναι και η πλευρά με την οποία
αρεσκόμαστε να ταυτίζουμε την έννοια «άνθρωπος». Δεν μπορεί η φιλαυτία, η απληστία,
η επιθετικότητα, η ανταγωνιστικότητα και η βία να είναι αποκλειστικά αυτά που χαρακτηρίζουν
τον άνθρωπο. Το είδος δεν θα είχε εξελιχθεί χωρίς την ικανότητα του ανθρώπου να
μοιράζεται – θα είχε εξαφανιστεί χωρίς αλληλεγγύη και συνεργατικότητα. Και δεν
θα πάει μακριά σ’ ένα καθεστώς που υπονομεύει την ικανότητα του, σαν είδος, όχι μόνο να εξελίσσεται βελτιώνοντας την ενδοανθρώπινες σχέσεις
και τη σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον, αλλά απλά να επιβιώνει...
Ζούμε σ’ ένα πολιτισμό παρακμής,
σ’ ένα καθεστώς που εμπνέεται από το δόγμα «η ζωή σου ο θάνατός μου», στο οποίο
κυριαρχεί ο δυνατότερος αλλά όχι ο σοφότερος. Αλλά δεν είμαστε κατ’ ανάγκη και
αποκλειστικά τα άγρια θηρία που αυτό το καθεστώς, ο καπιταλισμός, μας ωθεί να γίνουμε …
M
image borrowed from here
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου