Συνέβη κάτι και σίγησαν
για λίγο οι κραυγές και οι ψίθυροι που ακούγονταν συχνά-πυκνά για την στάση
ανυπακοής των κομμουνιστών και για το κάλεσμα της εργατικής τάξης να αντισταθεί
και να αντεπιτεθεί σε μια ληστρική και αναίσχυντα ανήθικη επέλαση που έχει εξαπολύσει
το κεφάλαιο εναντίον της και εναντίον του λαού; Σίγησαν οι νουθεσίες να
«κάτσουμε φρόνημα» από κείνους που εφαρμόζουν τις προσταγές του κεφαλαίου να
φορτωθεί στην εργασία το κόστος της κρίσης που το ίδιο δημιούργησε;
Σοβαρολογούν όταν «επαινούν» την σοβαρότητα των κομμουνιστών αυτοί που
χρησιμοποιούν την οικονομική κατάθλιψη
της χώρας σαν δικαιολογητικό για το στραγγαλισμό εργασιακών και ασφαλιστικών
δικαιωμάτων, περικοπές μισθών, συντάξεων, επιδομάτων; Έπαψε η δράση τους να ερμηνεύεται σαν κίνηση
στα όρια νομιμότητας από τους υπεύθυνους για άνομα σκάνδαλα ξεπλύματος δημόσιου
πλούτου, ή νόμιμα σκάνδαλα ξεπουλήματος του, από αυτούς που ευθύνονται για το φιάσκο ελλειμμάτων τα
οποία υποτίθεται αναγκάζονται να καλύψουν μ’ ένα ανίερο αλισβερίσι με τους
ίδιους τοκογλύφους που ήδη χρύσωσαν με δημόσιο χρήμα, ανταμείβοντας τους για
την συνεισφορά τους στην κατάρρευση του χρηματο-πιστωτικού συστήματος; Έπαψαν
να θεωρούν την στάση των κομμουνιστών «παιχνίδι με την φωτιά» αυτοί που
επιδίδονται σε εθνικά μειοδοτικούς εναγκαλισμούς με τα αφεντικά της ΕΕ, ή
κρυφές εκχωρήσεις κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας στο ΝΑΤΟ, αυτοί που είναι
πρόθυμοι να στείλουν τον ανθό του λαού στη φωτιά του πολέμου;
Όχι βέβαια! Κάποια στιγμή
είδαν το εκλογικό του αποτέλεσμα να μειώνεται και, κρίνοντας με τα δικά τους
αστικά κριτήρια, θεώρησαν ότι οι ξεκάθαρες θέσεις του δεν αρέσουν ούτε και σε
μέρος των παραδοσιακών οπαδών του, και κατέληξαν ότι το ΚΚΕ «καλά πάει, κι
εφόσον δεν μας απειλεί για την ώρα, μπορούμε και να αναγνωρίσουμε την
σοβαρότητα του». Οι (κάπου-κάπου) κάποιες αβρότητες αστών, δεν αποσοβούν το
πάγιο αντικομουνιστικό μένος τους. Όταν μιλούν σοβαρά, ξερνούν περισσή
αντικομουνιστική χολή (π.χ. η ομιλία Σαμαρά για το Πολυνομοσχέδιο το Νοέμβρη
στη Βουλή). Τα πρόσφατα γεγονότα (γκαζάκια, πυροβολισμοί) ξανάδωσαν τροφή για
να μιλήσουν για τη «βία των άκρων», για να ξαναορίζουν την συνταγματική τάξη
λίγο ως πολύ ως ευνουχισμό του λαού και κυρίως της εργατικής τάξης. Θυμούνται
τώρα την στάση του ΚΚΕ προς την αστική πολιτική νομιμότητα, προς το σύνταγμα.
Ποιοι; αυτοί που το παρερμηνεύουν, το αγνοούν, το παραβιάζουν κατά το δοκούν.
Είναι τέτοια η αλαζονεία
της ελίτ που μας κυβερνά που θεωρεί τον «λαουτζίκο» άβουλο πολιτικό έρμαιο. Κι
όσο καταφέρνει να τον χειραγωγεί, με ψεύδη, εκβιασμούς και ωμή βία, τόσο
θρασύτερη γίνεται στην αντιμετώπιση του. Συγχέουν τον φόβο που προκαλούν με
συναίνεση, την σιωπή με ανοχή. Κάποιοι όμως δεν δείχνουν να φοβούνται, δεν
σιωπούν, δεν λουφάζουν, βγαίνουν στους δρόμους. Αυτό ενοχλεί την ελίτ. Παράλληλα
με την καταιγισμό μέτρων που δημιουργούν ατμόσφαιρα κατοχής, με την προπαγάνδα
της σε παροξυσμό, η ελίτ θεωρεί πως
αυτοί που παίζουν τον ρόλο του καθηλωμένου θεατή θα έχουν στραβωθεί. Κάποιοι
αρνούνται αυτό τον ρόλο. Επιμένουν να βλέπουν, να καταγγέλλουν και να ξεσκίζουν
τα επικοινωνιακά πέπλα δείχνοντας όλη την διαστροφή της ελίτ. Αυτό την
εξοργίζει.
Κάτι σοβαρό πραγματικά
προβληματίζει το κεφάλαιο και τα φερέφωνα του που με αλαλαγμούς ή νουθεσίες μας
παροτρύνουν να λουφάξουμε στις φωλιές μας και να υπομένουμε καρτερικά σαν τα
ζώα την καταιγίδα που ακόμα μαίνεται. Το πρόβλημα τους είναι, όχι αν η αστική
δημοκρατία τους έχει την αντοχή να περάσει αλώβητη ανάμεσα απο τις φριχτές
συμπληγάδες που το κεφάλαιο επιφύλαξε γι’ αυτήν, αλλά εάν είναι το κατάλληλο
εργαλείο για την πραγμάτωση των στόχων του.
Καλά θα ήταν να δεχόμαστε
όλοι ότι δεν υπάρχει εναλλακτική απο μια πολιτική που με πρωτόγνωρο κυνισμό
ικανοποιεί μια αρρωστημένη απληστία του
κεφαλαίου, διεθνούς και ντόπιου, να
πιστέψουμε ότι η αηδιαστική στάση εθνικής μειοδοσίας των κυβερνώντων αποτελεί
μάχη υπεράσπισης εθνικών συμφερόντων. Δεν γίνεται! Γι’ αυτό και πίσω απ’ την
κακοφωνία απο ομοιώματα ανθρώπων στην πολιτική σκηνή, αφουγκραζόμαστε μια
υπόκωφη βοή γνώριμη απο παλιά. Το
κεφάλαιο, σε τριβή με τον εαυτό του, πάλι δεν νιώθει άνετα με τα παλιά
δημοκρατικά παπούτσια που φοράει – δελεάζεται να τα ξεφορτωθεί εντελώς. Έτσι,
τις μέρες που οι αργυρώνητοι υπηρέτες (γλείφτες) του επιβάλουν οικονομικό
φασισμό στο λαό, αν δεν σκούζουν, υπονοούν συνάμα πως οι κομμουνιστές
υποδαυλίζουν κοινωνική αναταραχή για να υπονομεύσουν όχι μόνο την οικονομία
αλλά και το πολιτικό καθεστώς. Κι αυτό γιατί είναι αμετανόητοι, κι ακόμα
ονειρεύονται δήθεν να επιτεθούν στα «χειμερινά ανάκτορα» ώστε, ο μη γένοιτο,
να μας επιβάλλουν «την δικτατορία του προλεταριάτου».
Το μήνυμα που παίρνουμε
είναι ότι το κεφάλαιο δεν θα περιμένει να εγκαθιδρυθεί η δικτατορία του
προλεταριάτου για να επιτεθεί. Ο οικονομικός βιασμός του δεν επιβάλλεται χωρίς
πολιτικό βιασμό. Το ξέρουμε ήδη. Είναι νομοτελειακό ότι το κεφάλαιο χτυπάει με
βίαιο τρόπο ιδιαίτερα στο σημείο που αρχίζει να χάνει τον πολιτικό έλεγχο των
εξελίξεων, συχνά πολύ πριν αρχίσει να χάνει τον οικονομικό έλεγχο. Στο κάθε
ιστορικό δράμα με πλοκή την υπονόμευση έως και τη διάλυση της αστικής
δημοκρατίας, πρωταγωνιστής ήταν πάντα η αστική τάξη. Η περιστρεφόμενη πόρτα που
μας έχει σύρει απο δημοκρατία σε δικτατορία, απο δικτατορία σε δημοκρατία και
παει λέγοντας δεν ήταν ποτέ έμπνευση του ΚΚΕ.
Ο βαθμός κατά τον οποίο
το κεφάλαιο είναι ικανό να ξεπεράσει την περιοδική κρίση του επηρεάζει την
στάση του προς τη δημοκρατία του, καθορίζει πόση δημοκρατία μπορεί να ανεχθεί .
Δεν είναι λοιπόν οι κομμουνιστές αυτοί που απειλούν την δημοκρατία, ούτε βέβαια
αυτοί που απειλούνται απο αυτήν. Η δημοκρατία, πρέπει να το λεμε, απειλείται
μόνο απο το κεφάλαιο όταν το κεφάλαιο θεωρεί ότι η κυριαρχία του απειλείται απ'
αυτήν.
Όσο για τους κομμουνιστές, πριν πάρουν μαθήματα
δημοκρατικότητας απο το κεφάλαιο και τους θεράποντες του πρέπει να υποστούν μαζική λοβοτομή ώστε να
ξεχάσουν, αν μη τι άλλο, την ιστορία μας. Σε όλες τις τραγωδίες του ιστορικού
παρελθόντος ήταν οι κάτοχοι του κεφαλαίου, οι αστοί και οι ιμπεριαλιστές
πάτρωνες τους που επέβαλαν αυταρχικά καθεστώτα, ενώ οι κομμουνιστές ήταν αυτοί
που καταδιώχτηκαν, βασανίσθηκαν εξορίστηκαν, εκτελέσθηκαν. Δεν υπόφεραν μόνο
τις θηριωδίες του κεφαλαίου και πρόσφεραν εκατόμβες, αλλά και ήταν πάντα πρώτοι
στον αγώνα για την αποκατάσταση των δημοκρατικών ελευθεριών. Υπερασπίστηκαν
και αυτή την κολοβή δημοκρατία των αστών πιο σθεναρά απο κείνους. Όμως, το
ότι θεωρούν την αστική δημοκρατία προτιμότερη απο τον ναζισμό δεν σημαίνει ότι
πρέπει να την εξιδανικεύουν κιόλας.
Το όραμα του ΚΚΕ είναι
σοσιαλισμός με μια δημοκρατία ασύγκριτα καλύτερη απο οποιαδήποτε μορφή
κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Όσον απαίσια κι αν ηχεί ο όρος Δικτατορία του Προλεταριάτου στ’ αυτιά
όλων εκείνων που βλέπουν τους κομμουνιστές με φόβο ή και δυσπιστία, αυτό
ακριβώς εκφράζει: «μια ανώτερη μορφή δημοκρατίας, (όπως λεει το πρόγραμμα του
ΚΚΕ που ακόμα ισχύει) με βασικό
χαρακτηριστικό της την ενεργητική συμμετοχή της εργατικής τάξης, του λαού, στην
επίλυση των βασικών προβλημάτων οικοδόμησης της σοσιαλιστικής κοινωνίας και
στον έλεγχο της εξουσίας και των οργάνων της».
Είναι κακόβουλη
διαστρέβλωση ή, στην καλύτερη περίπτωση,
χοντροκομμένη παρανόηση η αντίληψη ότι οι κομμουνιστές, εφ’ όσον το
κόμμα τους έχει στο πρόγραμμα του την δικτατορία του προλεταριάτου,
οραματίζονται, με κατάλυση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, την εξάλειψη όλης
της δημοκρατικής παράδοσης. Οι κομμουνιστές, καλύτερα απο τους κριτές ή τους
διώκτες τους, κατανοούν ότι το καινούριο κτίζεται και με υλικά απο το
παλιό – η δημιουργική δόμηση του νέου, η επαναστατική αναμόρφωση του μηχανισμού
έκφρασης της λαϊκής θέλησης πραγματοποιείται με διαλεκτική διατήρηση αυτών των
στοιχείων απο το παλιό που θα φανούν χρήσιμα στο καινούριο. Με αυτήν την έννοια
οι κομμουνιστές δεν μπορεί να είναι «φανατικοί ερχθροί» του κοινοβουλίου, αλλά
ούτε και να πάσχουν απο φετιχισμό γι’ αυτό.
Το κοινοβούλιο, στην σημερινή μορφή και τρόπο λειτουργίας του θεωρείται ένας μηχανισμός
νομιμοποίησης της εκμετάλλευσης της εργασίας απο το κεφάλαιο. Αλλά το κεφάλαιο
δεν ασκεί εξουσία μόνο μέσω του κοινοβουλίου. Πέρα απο το χώρο της πολιτικής,
το φάσμα της εξουσίας του κεφαλαίου, καλύπτει την οικονομία και όλες τις πτυχές
της κοινωνικής ζωής. Η εξουσία του κεφαλαίου δεν εξαρτάται απο την ύπαρξη ενός
κοινοβουλίου, και φυσικά ούτε να αμφισβητηθεί σοβαρά απο αυτό είναι δυνατόν.
Το κοινοβούλιο είναι αδύνατον
να λειτουργήσει ως μηχανισμός έκφρασης της λαϊκής θέλησης, διότι η έκφραση αυτή
χειραγωγείται και νοθεύεται με μύριους τρόπους απο το κεφάλαιο. Αλλά και λαϊκή κυριαρχία είναι αδύνατον να
ασκηθεί μέσω του αστικού κοινοβουλίου, όχι μόνο επειδή η λαϊκή θέληση νοθεύεται
σ’ αυτό αλλά, κυρίως, διότι ο λαός δεν έχει τρόπο να ελέγξει τους μηχανισμούς
μέσω των οποίων παράγεται η πολιτική. Οι μηχανισμοί αυτοί βρίσκονται έξω απο το
κοινοβούλιο. Τα τεκταινόμενα στο κοινοβούλιο αφορούν μόνο αποφάσεις υλοποίησης
πολιτικών οι οποίες ζυμώνονται και μορφοποιούνται έξω απο αυτό. Αυτό που το κοινοβούλιο είναι ικανό να
δείξει είναι κατά πόσο το κεφάλαιο ελέγχει την συνείδηση του λαού και της εργατικής τάξης. Με την έννοια αυτή, είναι ικανό να
εκφράσει ακόμα και αμφισβήτηση της κυριαρχίας των μονοπωλίων. Απόδειξη γι’ αυτό
είναι ότι το κεφάλαιο στρέφεται εναντίον του κοινοβουλίου όταν απειλείται.
Το ισχύον πρόγραμμα του
ΚΚΕ λεει:
«Σε συνθήκες ταξικών αναμετρήσεων και μεγάλης φθοράς στην επιρροή των αστικών κομμάτων και των συμμάχων τους, μπορεί να προκύψει κυβέρνηση αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών δυνάμεων με βάση το κοινοβούλιο (η υπογράμμιση δική μου) χωρίς να έχουν διαμορφωθεί ακόμα οι όροι για το επαναστατικό πέρασμα».
Έχει ενδιαφέρον το
ερώτημα τι μπορεί να γίνει εάν «προκύψει
κυβέρνηση αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών δυνάμεων με βάση το
κοινοβούλιο», αν και μια απάντηση σε αυτό σήμερα θα ήταν προφητεία. Μπορούμε
όμως να απαντήσουμε εάν το κοινοβούλιο είναι αναγκαία ή επαρκής συνθήκη
για την επίτευξη των αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών στόχων της
πλειοψηφίας του λαού. Απο την πείρα που ήδη έχουμε, είναι σίγουρα προβλέψιμο
ότι, εφόσον αυτός ο θεσμός δεν έχει ήδη διαλυθεί απο τον ιμπεριαλισμό και τα
μονοπώλια, ο στόχος τους θα είναι να το
υπονομεύσουν όπως και όσο μπορούν. Προβλέψιμο επίσης, είναι ότι μόνο με το
κοινοβούλιο, χωρίς παράλληλα μια άμεση και μαζική παρέμβαση με ένα ρωμαλέο
λαϊκό κίνημα με την εργατική ως κορμό του, τέτοιοι στόχοι είναι αδύνατον να
επιτευχθούν. Θα ήταν απάτη οι κομμουνιστές να πουν ή να δεχτούν κάτι άλλο. Το
κοινοβούλιο σίγουρα δεν είναι επαρκης ή ικανή συνθήκη για την
πραγματοποίηση αντιιμπεριαλιστικών και
αντιμονοπωλιακών στόχων. Είναι όμως αναγκαία συνθήκη;
Ουδέποτε το κοινοβούλιο
ήταν απαραβίαστο ταμπού για το κεφάλαιο. Το ελέγχει, το παρακάμπτει, το αγνοεί,
το παραβιάζει (εν ολίγοις, το ξεφτιλίζει) και, στο «φινάλε» αν απειλείται απο
αυτό, το διαλύει. Γιατί να είναι ιερό για την εργασία; γιατί εκείνη να μην έχει
στόχο να δημιουργήσει κάτι ανώτερο και καλύτερο απο δαύτο; Κι αν, σε κάποια
ιστορική συγκυρία ραγδαίων ανακατατάξεων, αποφασίσει η εργατική τάξη και οι
σύμμαχοι της, σαν πλειοψηφία του λαού, ότι οι συνθήκες εργασίας και ζωής πρέπει
επιτέλους ν’ αλλάξουν ριζικά και ν’
αλλάξουν άμεσα, θα πρέπει να έχουν απαραίτητα την στάμπα έγκρισης μιας
οποιασδήποτε βουλής; Η Βουλή
σχηματίζεται κάθε τέσσερα περίπου χρόνια, ενώ οι συσχετισμοί των δυνάμεων
μπορούν ν’ αλλάξουν απο μέρα σε μέρα. Φαντασθείτε ηγέτες μιας επαναστατημένης
εργατικής τάξης να απαιτούν αναστολή της επαναστατικής διαδικασίας μέχρις ότου
οι βουλευτές (που εκλέχθηκαν σε παρελθούσα συγκυρία που τώρα δεν ισχύει και που
οι περισσότεροι τους μπορεί να παίζουν
ακόμα το πολιτικό θέατρο τους με υποβολέα το κεφάλαιο) να παραχωρήσουν στους οι
εργάτες άδεια πριν συνεχίσουν το
επαναστατικό έργο τους... Η επανάσταση δεν είναι κακόγουστο ανέκδοτο. Γι αυτό
είναι σοβαρό και απόλυτα τίμιο που το κόμμα στο πρόγραμμα του δηλώνει:
«Σε συνθήκες κορύφωσης της ταξικής πάλης, επαναστατικής ανόδου του λαϊκού κινήματος, όταν η επαναστατική διαδικασία έχει ξεκινήσει, μπορεί να προκύψει κυβέρνηση, ως όργανο λαϊκής εξουσίας, που έχει την έγκριση και τη συγκατάθεση του αγωνιζόμενου λαού, χωρίς γενικές εκλογές και κοινοβουλευτικές διαδικασίες».
Απ’ αυτό δεν
δικαιολογείται απόρροια συμπεράσματος όμως ότι η παράκαμψη του κοινοβουλίου στο
δρόμο προς με τη λαϊκή εξουσία, όπως
προγραμματίζει το ΚΚΕ, σημαίνει και
παράκαμψη της λαϊκής κυριαρχίας. Ακριβώς το αντίθετο! Αυτό για το οποίο
παλεύουν, και πρέπει να παλεύουν, οι κομμουνιστές είναι να φέρουν τέρμα στην
χειραγώγηση της εργατικής τάξης απο το κεφάλαιο, στη
νοθεία έκφρασης της λαϊκής θέλησης, και όχι στο δικαίωμα του λαού να
εκφράζεται. Οι κομμουνιστές παλεύουν για ουσιαστική άσκηση της λαϊκής
κυριαρχίας – είναι πολέμιοι της υποκρισίας, της δημαγωγίας, φιλαρχίας, απάτης,
γενικά είναι οι χειρότεροι εχθροί του πολιτικού αμοραλισμού που χαρακτηρίζει
τους πολιτικούς υπηρέτες του κεφαλαίου μέσα στο κοινοβούλιο αλλά κι έξω απ’
αυτό. Δεν είναι ενάντια στην λαϊκή κυριαρχία αλλά ενάντια στην φαλκίδευση της
μέσα στο αστικό κοινοβουλευτικό σχήμα.
Περαιτέρω, πουθενά στο
ισχύον πρόγραμμα του ΚΚΕ δεν υπονοείται
ότι ο σοσιαλισμός είναι ασυμβίβαστος με θεσμούς και δομές μέσω των οποίων ο
λαός, με δικαίωμα ψηφοφορίας, θα εκλέγει αντιπρόσωπους σε ένα σώμα με
νομοθετικές εξουσίες, όπως μια βουλή λαϊκών αντιπρόσωπων.
Το ΚΚΕ στο πρόγραμμα του
λεει ότι «Η μορφή που θα πάρει το
επαναστατικό εργατικό κράτος στην Ελλάδα θα λυθεί μέσα στην επαναστατική πάλη».
Είναι λογικό να μην προγραμματίζει πλήρως την μορφή του σοσιαλιστικού κράτους
το ΚΚΕ, με την έννοια ότι ούτε πιστεύει ούτε πρεσβεύει κανείς ότι την
επανάσταση θα την κάνουν μόνοι τους οι κομμουνιστές. Επί πλέον, στο πρόγραμμα
μπαίνει ξεκάθαρα: «Η σοσιαλιστική οικοδόμηση δεν είναι υπόθεση μιας
επαναστατικής πρωτοπορίας». Το ισχύον πρόγραμμα ορίζει ότι το όχημα μετάβασης
απο τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό θα είναι ένα αντιιμπεριαλιστικο, αντιμονοπωλιακό,
δημοκρατικό μέτωπο πάλης, μια συμμαχία της εργατικής τάξης
με άλλα κοινωνικά στρώματα – δηλαδή το
κόμμα αντάμα με σύμμαχες δυνάμεις.
Το ΚΚΕ όντως διεκδικεί
για το εαυτό του το ρόλο του εμπνευστή και καθοδηγητή της τάξης που το γέννησε,
της εργατικής τάξης. Άλλωστε αυτός ο
ρόλος για οποιοδήποτε κόμμα, αν είναι ικανό να τον παίξει, είναι δικαιωματικός σε σχέση με την τάξη που
υπηρετεί. Όμως, το ΚΚΕ δεν παλεύει να πάρει το ίδιο την εξουσία, διαθέτει την
σοφία να μπορεί να κατανοεί ότι ένα κόμμα δεν κατέχει και δεν μπορεί να κατέχει
την εξουσία. Και στον καπιταλισμό το κόμμα κυβερνά μεν, αλλά η εξουσία ασκείται
πάντα απο την καπιταλιστική τάξη, και μάλιστα απο μια ελίτ των πολιτικά
δραστήριων μελών της. Ο στόχος του ΚΚΕ με λόγια και πράξεις είναι η ανάδειξη
της ίδιας της εργατικής τάξης και των σύμμαχων της σε φορέα εξουσίας. Διαθέτει
την σοφία να μπορεί να κατανοεί επίσης ότι, όσο κι αν παλεύει για το σκοπό αυτό
κι όσο κι αν τον επιθυμεί, η δημιουργία
τέτοιων οικονομικών, κοινωνικών και πολιτισμικών συνθηκών που να καθιστά δυνατό
τον παραπάνω στόχο δεν μπορεί να είναι δημιούργημα μιας πολιτικής οργάνωσης,
ενός κόμματος. Λογικά, ούτε και
μονοπώλιο κυβέρνησης διεκδικεί
για τον εαυτό του το κόμμα όταν στο ισχύον πρόγραμμα του ξεκαθαρίζει ότι: «Η
σοσιαλιστική δημοκρατία θα κατοχυρώσει την ύπαρξη των κομμάτων που δρουν μέσα
στα πλαίσια του σοσιαλιστικού συντάγματος».
Μπορεί να μην ξέρουμε
όλες τις μορφές διακυβέρνησης θα δημιουργήσει η εργατική
τάξη όταν καταλάβει την εξουσία, αλλά απο αυτό δεν απορρέει συμπέρασμα ότι όλα είναι θεμιτά φτάνει να προκύψουν απο επαναστατική
πάλη. Είναι ξεκάθαρο και δεδομένο σαν
αρχή ότι το κόμμα θεωρεί την επαναστατική μετατροπή της κοινωνίας να εκφράζει
απαραβίαστα και αδιάκοπα την πλειοψηφία του λαού. Κάτι αντίθετο μ’ αυτό θα
έκρυβε μια αλαζονική, ελιτιστική στάση απέναντι στα δημοκρατικά πιστεύω του
λαού που δεν χαρακτηρίζει το ΚΚΕ. Θα δικαιολογούσε φόβους μέσα στην εργατική
τάξη εκτρέφοντας μια διεστραμμένη απο την αστική προπαγάνδα καρικατούρα του ΚΚΕ
σαν μια οργάνωση εξωπραγματικών σεκταριστών που αυθικανοποιείται με οράματα
αυταρχικών λύσεων σε προβλήματα
διακυβέρνησης και που αν γίνει κυβέρνηση, άμποτε (...), θα επιβάλει
δικτατορία του κόμματος πάνω στον υπόλοιπο λαό. Υπέρτατα αναγκαίο για μια
κυβέρνηση-όργανο λαϊκής εξουσίας είναι, όπως αναφέρεται στο παραπάνω εδάφιο απο
το πρόγραμμα του ΚΚΕ, να «έχει την έγκριση και τη συγκατάθεση του αγωνιζόμενου
λαού». Εννοείται, ο αγωνιζόμενος λαός πρέπει να πλειοψηφεί και η έγκριση και η
συγκατάθεση του να είναι γνήσια και έγκυρα εκφρασμένη.
Επειδή στον σοσιαλισμό η
εξουσία έχει τις ρίζες της στην βάση και η πολιτική αντιπροσώπευση ξεκινά απο
την βάση, η οποία βάση απαραβίαστα και άμεσα ελέγχει τους αντιπρόσωπους της, το
σχήμα εξουσίας στον σοσιαλισμό δεν μπορεί ποτέ να χωρέσει σε οποιοδήποτε γνωστό
μοντέλο αστικής δημοκρατίας, όπου ο λαός εκλέγει αλλά δεν ελέγχει την
κυβέρνηση, όπου στην καλύτερη περίπτωση, μια επιφατική λαϊκή κυριαρχία ουδέποτε
αγγίζει τον οικονομικό ολοκληρωτισμό του κεφαλαίου. Βασική ειδοποιός διαφορά
του σοσιαλισμού είναι ότι, καταργώντας την δικτατορία του κεφαλαίου, δημιουργεί
την δημοκρατία στον χώρο της παραγωγής.
Είναι συνέπεια της επιβολής δημοκρατίας στον χώρο της παραγωγής το ότι η
εξουσία ασκείται απο την εργατική τάξη κι όχι πλέον απο την αστική τάξη. Αυτό
ακριβώς, η δημοκρατία στον χώρο της παραγωγής, η οποία βασίζεται στη
κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, είναι η πεμπτουσία της Δικτατορίας του
Προλεταριάτου κι όχι η βία η οποία προκαλείται απο την βία της ευγενικής ελίτ, της αστικής τάξης, που
γίνεται άγριο θηρίο όταν χάνει τον παράδεισο της.
Η ίδια ελίτ, που είναι
πάντα πρόθυμη να αιματοκυλάει τους λαούς ακόμα κι όταν η εξουσία της φαίνεται
απροσπέλαστη, που είναι ήδη μαθημένη σε
προβοκάτσιες, δολιοφθορές, πόλεμους, ακόμα και γενοκτονίες προκειμένου να προασπίσει
τα συμφέροντα της, πως θ’ αλλάξει φύση όταν η εξουσία της κλονίζεται; Όταν χάνει, η αστική τάξη δεν φοράει βελούδινα
ρούχα. Ας μη ζητά λοιπόν να τα φορέσει η εργατική τάξη.
Μ (Ικαρία, Γενάρης 2013)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου