Μου ’λεγες πάντα να μην είμαι αφελής ν’ ακολουθώ απατεώνες, κράχτες των αφεντάδων στον ανήφορο που είναι και κατήφορος σαν να ’τανε μονόδρομος.
Με ξεγελάνε, μου ’λεγες, κάθε φορά που πάω για το μικρότερο κακό, για
λύση εύκολη που δεν είναι ποτέ η λύση του φτωχού. Ή ανηφόρα ή
κατηφόρα… και την μια ν’ ανακαλύπτω πως η
ανηφόρα, ήταν Γολγοθάς που καταλήγει σε σταυρούς
για τους πολλούς πληβείους κι αρκετούς μικρονοικοκυραίους,
σαν κι εμένα, ενώ την άλλη, να το μετανιώνω που η κατηφόρα οδηγούσε στον γκρεμό, όπου λογάριαζα
πως θα έριχναν μόνο πληβείους, κι εγώ,
σαν μικρονοικοκύρης, έλπιζα πως θα γλιτώσω το τομάρι μου, μα στο τέλος κατέληξα στο
χείλος του γκρεμού, πληβείος, - και να φοβάμαι
τότες πως όπου να ’ναι θα ’ρθει κι σειρά μου...
Βρίσκομαι στο κατάστρωμα ενός πλοίου
που βυθίζεται, και πρέπει να διαλέξω δίχως καθυστέρηση. Ή στο κατάστρωμα να
παραμείνω για να βυθιστώ και να πνιγώ, ή να βουτήξω για να κολυμπήσω στα νερά μιας κρύας και φουρτουνιασμένης
θάλασσας, με την λιγνή ελπίδα ότι θα σωθώ.
Είναι τρομακτικό. Στο μεσοδιάστημα μεταξύ της
συνειδητοποίησης ότι το πλοίο βουλιάζει και της απόφασης μου να πέσω στα νερά
τα παγωμένα, αντιλαμβάνομαι με έκπληξη και λύπη ότι αρκετοί επιβάτες παραμένουνε
στο πλοίο. Κάποιοι γιατί δεν πήρανε χαμπάρι τι συμβαίνει και μέχρι να το
καταλάβουν θα είναι αργά γι αυτούς. Κάποιοι άλλοι επειδή είναι τόσο
τρομοκρατημένοι, έχουν παραλύσει, δεν μπορούν να αντιδράσουν. Κάποιοι,
απλά γιατί ειναι ανήμποροι και, με τον πανικό που επικρατεί, κανένας δεν μπορεί να βοηθήσει.
Κάποιοι γιατί δεν ξέρουν ούτε καν να κολυμπούν και είναι απαισιόδοξοι, όποτε
αποφασίζουν στωικά να μην παλεύουν μάταια. Και τέλος, οι πλοιοκτήτες που η ύπαρξη
τους έχει συνδεθεί με την κυριότητα του πλοίου που τώρα την διεκδικεί ο βυθός της
θάλασσας. Αυτοί κάθονται στην πρώτη θέση με την παρέα τους, όλοι αποφασισμένοι
να παραμείνουν στο πλοίο γιατί η εναλλακτική είναι φρικτή και αδιανόητη για
τους ίδιους. Προτιμούν να μη ζήσουν δίχως τις ανέσεις που παρέχει η
κατοχή του πλοίου που βυθίζεται, ορμηνεύουν δε και όλους τους άλλους επιβάτες
να παραμείνουνε στις θέσεις τους, λέγοντας ψέματα ότι έχουνε καλύτερες
πιθανότητες να επιζήσουν έτσι, προτιμώντας να τους πάρουν όλους στο λαιμό τους.
Η πιθανότητα διάσωσης των επιβατών με
ναυαγοσωστικά από θάλασσα μάλλον αποκλείεται λόγω καιρικών συνθηκών. Κι αν
έρθουν από μηχανής θεοί από αέρα, τους
μόνους που θα προλάβουν να διασώσουν είναι αυτούς που είναι στην πρώτη θέση.
Οι περισσότεροι βουτούν… θεωρώντας ότι αξίζει να το παλέψουν, κολυμπώντας προς την
στεριά που φαίνεται σε απόσταση.
Η εγκατάλειψη του πλοίου είναι το μικρότερο κακό – η μόνη λογική
λύση – εκτός κι αν κάποιος ξέρει σίγουρα πως, ως εκ θαύματος, το πλοίο τελικά
δεν θα μας παρασύρει στο βυθό της θάλασσας. Αλλά καλό είναι να μου περιγράψει
πώς, με τι τρόπο, και πριν τελικά ρίξω βουτιά ή πνιγώ περιμένοντας.
Mε κίνδυνο να υποβαθμίσω το κείμενο, λέω πως η καλά οργανωμένη επιβίβαση του κόσμου στις βάρκες, μου φαίνεται σοβαρή επιλογή. Εχει και καρχαρίες η θάλασσα πανάθεμά την! Φιλικά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΙνδιάνα