Σελίδες

Παρασκευή 2 Ιανουαρίου 2015

Βινιέτες απο την Γηραιά Αλβιώνα



Συναπάντημα


Εκείνη τη μέρα,  τον είδα δυό φορές. Την μιά, μπαίνοντας στο σουπερμάρκετ, όπου με ακολούθησε σαν ενοχλητική δυσοσμία η εντύπωση πως "κάπου τον ήξερα". Την άλλη φορά, λίγα λεπτά αργότερα, βγαίνοντας με λίγα ψώνια στο πεζοδρόμιο, οπότε τον αναγνώρισα (ομολογουμένως, χωρίς να χαρώ για το συναπάντημα).

Ήταν ο Ντέιβιντ - κάποιος γνωστός μου, πρώην συνάδελφος σε μια δουλειά που έκανα πρίν απο αρκετά χρόνια. Η εντονότερη μνήμη που 'χω συγκρατήσει για τον Ντέιβιντ, είναι πως κάπνιζε μαριχουάνα όποτε κι όπου του ήταν εύκαιρο κι ότι, απο την πρώτη μέρα που γνωριστήκαμε, προσφέρθηκε γενναιόδωρα να μοιραστεί την εμπειρία μαζί μου.

Θυμάμαι μια φορά, όταν σχολάσαμε απ' την δουλειά, μου ζήτησε να τον πάω με το αυτοκίνητο στο σπίτι του, που ήταν στον δρόμο μου. Όταν σταμάτησα κοντά στην είσοδο του κτιρίου, στον πρώτο όροφο του οποίου ήταν το στούντιο που νοίκιαζε, επέμενε να μπω μέσα για ένα τσάι. Δεν θυμάμαι αν μπήκα απο περιέργεια ή απο ευγένεια ή και τα δύο. Εκεί συνάντησα και τον φίλο του, τον Πήτερ, με τον οποίο συζούσε. Μου τον σύστησε σαν μουσικό, τραγουδοποιό. Ο Πήτερ, που όλο γελούσε, συχνά χωρίς λόγο, ανέλαβε μετά απο μια μικρή παρότρυνση του Ντέιβιντ να μας ψυχαγωγήσει, ερμηνεύοντας με τη συνοδεία  μίας ξεκούρδιστης κιθάρας ένα τραγούδι του, πείθοντας με απο τις πρώτες νότες πως δεν θα γίνει ποτέ σούπερσταρ.

Αργότερα, και για αρκετό καιρό αφότου ο Ντέιβιντ εξαφανίστηκε χωρίς ν' αφήσει ίχνη πίσω του, κάπου-κάπου, και απο σίγουρη απόσταση, έβλεπα τον Πήτερ, εξαθλιωμένο, να βολοδέρνει στο κέντρο της πόλης (ήταν χρήστης ηρωίνης και, κατά τα φαινόμενα, άστεγος). Μέχρι που εξαφανίστηκε κι αυτός...

Ο Ντέιβιντ τώρα, καθισμένος σ' εναν υπνόσακο στο πεζοδρόμιο, έπαιζε φλογέρα. Φορούσε γάντια με τρύπες για τα δάκτυλα, και τα νύχια του ήταν βαμένα μενεξεδί. Τα ρούχα του κουρέλια, τα μαλλιά του λαδωμένα απο  απλυσιά. Στο πέτο του σακακιού του, μια κονκάρδα με την λέξη pride. Στο πλάι του, ένα σκυλί ξαπλωμένο, με τα μάτια μισάνοιχτα και μισοσκεπασμένο με μια βρώμικη κουβέρτα. Μπροστά του, ανάμεσα στα διπλωμένια σκέλη του, ενας σκούφος με  μερικά κέρματα που έριξαν μέσα κάποιοι φιλάνθρωποι ή φιλόμουσοι περαστικοί.

Περνώντας απο μπροστά του, και κοιτώντας προς το απέναντι πεζοδρόμιο, έριξα ένα κέρμα στον σκούφο του.

Σταμάτησε να παίζει φλογέρα.
"Cheers guv" (ευχαριστώ αφεντικό), μου λέει χαμηλόφωνα.


Ελπίζω να μη με γνώρισε, σκέφτηκα, καθώς απομακρύνθηκα με μιαν αμυδρή αίσθηση ντροπής.


✴✴✴✴✴
Image from here


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου