Σχεδόν πάντα, σ’ ένα οποιοδήποτε κείμενο στήριξης του αστήρικτου, το πολιτικό
ήθος του συγγραφέα ενέχεται πιότερο σε αυτό
που υπονοείται παρά σ΄ αυτό που δηλώνεται κυριολεκτικά στα γραφόμενα. Αυτό
το διακρίνεις διαβάζοντας ανάμεσα στις γραμμές. Αυτό που υπονοείται δεν γίνεται
πάντα συνειδητά, διότι για να το κάνει αυτό ο συγγραφέας πρέπει να είναι ιδιαίτερα
ιδιοφυής και να επενδύσει πολύ κόπο – πράγμα που σπανίζει. Αυτό που υπονοείται,
επειδή παράγεται ασυνείδητα, ως επί το πλείστον, περνάει ασυνείδητα και στον αναγνώστη
που έχει την προδιάθεση να συμφωνήσει με τον συγγραφέα. Ο αναγνώστης αυτός έχει
τέτοια επιρρέπεια διότι επιλέγει να διαβάζει τακτικά την φυλλάδα στην οποία πιθανόν
γράφει τακτικά ο συγγραφέας, και το κάνει όχι τόσο για να ενημερωθεί, όσο για να
εμπεδώσει απόψεις που ήδη έχει.
Θα προσπαθήσω να δώσω παραστατικότερα αυτό που ισχυρίζομαι εδώ, χρησιμοποιώντας
ένα τυπικό παράδειγμα: το πρόσφατο άρθρο του Σ. Ψυχάρη εις Το Βήμα, με τίτλο «ο έντιμος καπιταλισμός». Γράφει λοιπόν ο τύπος:
«Στην
Ελλάδα ως γνωστόν υπάρχουν δύο κατηγορίες υπαλλήλων. Οι δημόσιοι, που
θεωρούνται τάξη ευνοημένη, και οι ιδιωτικοί υπάλληλοι, που λογίζονται ως
υποζύγια της Οικονομίας».
Ανάμεσα στις γραμμές λεει
του αναγνώστη του: «Ω γνωστόν...» δηλαδή
αν δεν το ξέρεις, είσαι απληροφόρητος, αδαής...
Και του περνάει αμέσως το
κυριολεκτικό μήνυμα: Για την μιζέρια των «υποζυγίων» φταινε «Οι δημόσιοι υπάλληλοι,
η ευνοημένη τάξη»
Όταν ο Ψυχάρης κατόπιν γράφει «Όλοι γνωρίζομε τις διαφορές ανάμεσα στις δύο κατηγορίες εργαζομένων.
Και όλοι κατανοούμε ότι όταν μια χώρα θέλει να ξεφύγει από τη φτώχεια πρέπει
και τα έσοδά της να αυξήσει και τα έξοδα να μειώσει».
Υπονοεί ότι μιας και «όλοι» το κατανοούμε, μόνο ένας ανόητος
θα διαφωνήσει: ότι...
στην κυριολεξία: το
κράτος «πρέπει να κόψει τις δαπάνες – μισθούς,
συντάξεις, κ.λπ». Είναι αναγκαίο – «πρέπει».
Μετά: «Αν
όμως η μείωση της δαπάνης για τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων μπορεί να
δικαιολογηθεί, ο απλός πολίτης δεν αντιλαμβάνεται για ποιους λόγους πρέπει να
κοπούν οι μισθοί των ιδιωτικών υπαλλήλων».
Μήνυμα στο ασυνείδητο:
Με λίγο ελιτίστικο πατρονάρισμα περναμε το «ο απλός
πολίτης δεν αντιλαμβάνεται», ενώ εμείς οι πιο περίπλοκοι... Επιπροσθετα, λίγο κέντρισμα του ‘αισθήματος δικαίου’ υπερ του ιδιωτ. υπαλλήλου και επανάληψη (μην
τυχόν και δεν καταχωρήθηκε στον εγκέφαλο)
και σφήνωμαι του μηνυματος
στο συνειδητό: Για την μιζέρια των «υποζυγίων» φταιει «η ευνοημένη τάξη, οι
δημόσιοι υπάλληλοι και είναι δικαιολογημένο το πετσόκομμα τους»
Ο Ψυχάρης εν συνεχεία λεει «Είναι φανερόν ότι χρειάζονται αλλαγές και
εκσυγχρονισμοί στη χώρα. Πρέπει λ.χ. να σταματήσει αυτή η ιστορία με τους
συνδικαλιστές που θέλουν να καθορίζουν τις ώρες λειτουργίας των καταστημάτων
και να εμποδίζουν τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας στις επιχειρήσεις με
εποχική δραστηριότητα. Είναι πασιφανές ότι η ελληνική αγορά εργασίας χρειάζεται
αλλαγές και περισσότερη ευελιξία ώστε να διευκολύνεται και να μην εμποδίζεται η
δραστηριότητα και η επένδυση».
Και ανάμεσα στις γραμμές υπονοεί
πως, όντας «φανερό.... και πασιφανές», αν δεν το βλέπεις είσαι στραβός και
μοναδικά ανόητος.
Δεν βλέπεις τι δηλαδή; Ότι, κυριολεκτικά, οι θερμοκέφαλοι συνδικαλιστές
φταινε που δεν γίνονται επενδύσεις και δεν ξεπερνάμε την κρίση...η ιστορία αυτή πρέπει να λήξει
– στον διάολο και τα εργασιακά δικαιώματα τους...
«Μοιάζει
όμως παράλογο να μειώνονται οι μισθοί για να ξαναγίνουν κερδοφόρες οι ιδιωτικές
επιχειρήσεις, και οι εργαζόμενοι που πληρώνουν την επιτυχία κερδοφορίας απλώς
να είναι πάντοτε οι χαμένοι της ιστορίας!!» μας το τονίζει αυτό με διπλό θαυμαστικό.
Εδώ θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει τις λέξεις «είναι άδικο», ή «είναι απαράδεκτο»
αλλά τις αποφεύγει γιατί θα εμπέδωναν την αλήθεια που βιωματικά γνωρίζει ο εκμεταλλευόμενος.
Αντί αυτού χρησιμοποιεί την έκφραση «Μοιάζει
όμως παράλογο, οδηγώντας τον εκμεταλλευόμενο απο το υποσυνείδητο βίωμα της
αδικίας στην εκλογίκευση του: Εφόσον λέμε ότι «μοιάζει», τοτε δεν ειναι κατ΄ ανάγκη «παράλογο».
Απλώς φαίνεται να είναι παράλογο που οι εργαζόμενοι πληρώνουν την κερδοφορία
των καπιταλιστών και πάντοτε «είναι οι
χαμένοι της ιστορίας»...
«Κατά τους νόμους και τους προφήτες
του υπαρκτού καπιταλισμού τα κέρδη τα παίρνουν οι ιδιοκτήτες.».
Η επιλογή «Υπαρκτός» (εδώ
η αφήγηση καθίσταται εξαιρέτως χυδαία): οδηγεί σε
συνειρμό και ασυνείδητη σύγχυση του σημερινού δράματος με τον «υπαρκτό σοσιαλισμό»
την οποία ενδυναμώνει οι έννοια «προφήτες». Και θέτει ως απόρροια «νόμου» ή και Πεπρωμένου το ότι «τα
κέρδη τα παίρνουν οι ιδιοκτήτες…»
Μετά γράφει «Θα
ήταν προφανώς δίκαιο από τα κέρδη επιχειρήσεων που σώζονται και κερδίζουν
αναλώμασι των εργαζομένων να καλύπτεται προηγουμένως το απολεσθέν εισόδημα των
εργαζομένων».
Εδώ ανάμεσα στις γραμμές εμφανίζει
λάθρα το «προφανώς δίκαιο» της υπόθεσης, ότι δηλαδή «δικαίως» πρέπει κάπου-κάπου να έχουμε
παύση της απώλειας του εισοδήματος του εργάτη (χρειάζεται και μια αγοραστική
δύναμη για ν’ αγοράζει τα προϊόντα μας), για να μην πεθάνει κιόλας, βρε αδελφέ. Η κάλυψη
του «απολεσθέντος εισοδήματος» υπονοείται
δε ότι πρέπει να προκύπτει ως μέρος «απο
τα (αναλώμασι των εργαζομένων) κέρδη» των καπιταλιστών, τα οποία είναι απαράβατος
νόμος ως «προφανές δίκαιο».
Γράφει τέλος, «Εκτός του υπαρκτού,
υπάρχει και ο έντιμος καπιταλισμός».
Εδώ με την λέξη «υπαρκτός»
επαναλαμβάνεται ο ίδιος χυδαίος συνειρμός και, συνάμα, και στο σημείο που υποσυνείδητα
αναμένεις να δεις την αντίθεση του «υπαρκτού», δηλαδή την λέξη «ανύπαρκτος»,
διαβάζεις την λέξη «έντιμος». Αντικαθίσταται δηλαδή η πιθανότητα «ανυπαρξίας»
του καπιταλισμού με την πιθανότητα «εντιμότητας» του καπιταλισμού. Έτσι καταλήγουμε
σε...
Μήνυμα προς μια μεταλλαγμένη
συνείδηση: Υπάρχει ελπίδα: είναι ο έντιμος καπιταλισμός.
****
Ας μου επιτραπεί και ένα σχόλιο
σε προσωπικό επίπεδο. Όταν διάβασα το άρθρο του Ψυχάρη η πρώτη μου αντίδραση ήταν:
«τι παίρνει ο άνθρωπος»;
Μετά είπα, παίρνει την άξια
αμοιβή του.
«Εκτός του υπαρκτού, υπάρχει και ο έντιμος καπιταλισμός».
ΑπάντησηΔιαγραφήΥπαρχει και η κοκκινοσκουφιτσα . . .
η κοκκινοσκουφιτσα . . .
Διαγραφήη οποία είναι????