Έχεις δυό θεατές στο αμφιθέατρο πάλι
Κι αν δεν ήταν αυτοί μέσα κει, θεωρείς
Πως θα γλύτωνες χρόνου σπατάλη
Θα ' χες πάει στο σπίτι σου από νωρίς.
Τους κοιτάς και μετράς τελικά αν συμφέρει
Μία ώρα μονόλογος για δυό θεατές
Κι αν θα τον καταλάβουν, που φαίνονται γέροι
Κι έργα τέτοια τα βρισκουν "πατάτες καυτές"...
Τα δυο άτομα φαίνονται να 'ναι ζευγάρι
Και σαν να 'τανε πρόσωπα περιωπής
Την παράσταση δίνεις, τους κάνεις τη χάρη
Ως το τέλος, που με κακεντρέχεια θα πεις
"Ω χειμέρια νάρκη, τι πέος κατείχες
Ω μακρά αγρανάπαυση τι αιδοίο κρατείς
Και ποιανού ειν' αυτές οι ηβικές μαύρες τριχες
Που πετούν στην σκηνή, μα δεν χειροκροτείς"
Δεν σ' ακούσαν, παρότι παρακολουθούσαν
Τον ανόητο ρόλο που είχες υποδυθεί
Και γενναιόδωρα τώρα παλαμάκια χτυπούσαν
Κι ειπες: μόν' ο αγνώμων δεν θα υποκλιθεί
Το γελοίο καπέλο σου πρόθυμα βγάζεις
Ταπεινά υποκλίνεται και χαμογελάς
Βγάζεις και το γιλέκο, μούσκεμα, στάζεις
Και πηδας στην πλατεία, τρέχεις και τους φιλάς
Ο μονόλογος είναι ανιαρός. Πως να ελπίζεις
Με όποια ερμηνεία, να δακρύσει κανείς;
Μόνο οι δύο θεατές που πια αναγνωρίζεις
Σ' αυτούς, βουρκωμένους, τους δικούς σου γονείς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου