Σελίδες

Κυριακή 26 Ιουλίου 2015

Απρόσκλητος Επισκέπτης






 
                                                                                                         
  Ακούω τρία δυνατά χτυπήματα στην εξώπορτα. 

Ποιος να ’ναι τέτοια ώρα, δυόμισι μετά τα μεσάνυχτα; Σηκώνομαι ταραγμένος και, μισοκοιμισμένος ακόμα, περνάω στα σκοτεινά τον διάδρομο.
Δεν ανάβω το φως γιατί θα φανεί από τα παράθυρα στη φάτσα του σπιτιού και θα προδώσει τις κινήσεις μου. Περπατάω ξυπόλυτος αθόρυβα και στέκομαι πίσω από την πόρτα. Με την καρδιά μου να γρονθοκοπεί το στήθος μου απ’ τα μέσα, αφουγκράζομαι και θαρρώ πως ακούω την βαριά ανάσα κάποιου απ΄ έξω. Η πόρτα είναι κλειδωμένη. Δεν μιλώ ούτε και πρόκειται ν’ ανοίξω. Αν ήταν γνωστός θα μου φώναζε απ’ έξω, σκέφτομαι. Ανεβαίνω την εσωτερική σκάλα του σπιτιού πατώντας με τρόπο που να μην κάνουν θόρυβο τα ξύλινα σκαλιά και βγαίνω πάνω, στο πυργάρι. 
Ανοίγω το παράθυρο, κι από κει πάνω φωνάζω: «ποιος είναι;» δεν παίρνω απάντηση…Και πάλι: «ποιος είναι, ρε;»  
Ακούω βήματα, κάποιος απομακρύνεται. Βγαίνω από την μπαλκονόπορτα στο μπαλκόνι και τον βλέπω να βαδίζει με σιγουριά  στο καλντερίμι που οδηγεί από το πλατύσκαλο μπροστά στην είσοδο του σπιτιού προς την αυλόπορτα στην μάντρα που ορίζει το κτήμα. «Έι, ποιος είσαι, τέτοια ώρα;» ξαναφωνάζω. «Τι στο διάολο θέλεις;»



Σταματά, γυρίζει και με κοιτά, αλλά το πρόσωπο του δεν φαίνεται στο φεγγαρόφωτο. 

Μου λέει: «είμαι ο τελευταίος και χειρότερος επισκέπτης που θα μπορούσες να δεχτείς. Είσαι καλότυχος που βιάζομαι για τώρα. Μα θα ξαναπεράσω…» 

Σκέφτομαι να του πω: «κι αν είσαι ο Χάρος πρέπει να σου πω πως υπάρχουν και χειρότεροι επισκέπτες από σένα…» μα δεν προλαβαίνω. 

Έχει βγει στο ξέφωτο και τον βλέπω να σηκώνει τα χέρια του σαν φτερά πουλιού και να μεταμορφώνεται σε μαύρο πελαργό. Απογειώνεται φτερουγίζοντας αθόρυβα και χάνεται στην φεγγαρόλουστη νύχτα.



Από μακριά, ακούω ένα μωρό που κλαίει.  






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου