Κάποιες φορές που έμεινα
πίσω, μικρό απόρριμμα σε γυαλισμένο
πάτωμα, με μια υποβόσκουσα ντροπή σαν σταγόνες απο ξένο ιδρώτα δυσανεξίας
πεσμένες στο δέρμα μου, ή σαν σκόνη που έκατσε πάνω μου σηκωμένη απο σιωπηλά
πέλματα απογοητευμένων συνέδρων που πάτησαν δίπλα μου βιαστικά και ξεπέρασαν –
το πλέον συνθλιπτικό ήταν τα βλέμματα που με έλουζαν στο πάτωμα χωρίς καν να με
προσέξουν: το σημάδι στο λευκό σκοτάδι, το τσακωμένο χαρτί με τις ανεπάγγελτες
λέξεις που εχουν κλειδωμένη την αμφισημία τους σ’ ένα χαράμι ανυπολόγιστο, το
σκουπίδι που δεν έχει ούτε κάλαθο αχρήστων για προορισμό.
Κι ήμουν εγώ, πεσμένη σε
μια σπατάλη κι εγκατάλειψη όχι ολότελα δική μου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου