Στο συρτάρι ενός παλιού επίπλου στο δωμάτιο
Που νοίκιασα από χτες κι εγκαταστάθηκα
Βρίσκω ένα ρολόι χαλασμένο -
Πρέπει να διέφυγε της προσοχής
Της μίζερης με την καθαριότητα σπιτονοικοκυράς -
Ποιος ξέρει... Είναι σταματημένο σχεδόν στις πεντέμισι
Και αν τερμάτισε λίγο πριν απ' την ώρα που ο φορέας του
Με ανακουφιση άκουσε εκείνο το κουδούνι
Που σημαίνει σχόλασμα
Κι αν η δουλειά του ηταν άχαρα αναγκαία,
Σαν μέσο αγιασμένο από τον πάντα ανώτερο σκοπό,
Που μεταλλάζει κρίματα σε αρετές, τότε
Τί θα μπορούσα εγώ να φανταστώ για αυτόν;
Πώς έχει κάνει μέγα λάθος να δουλεύει για να ζει, ξεχνώντας
Πως ζει κι όταν δουλεύει; Μπορεί και να μην είχε άλλη επιλογή -
Μα αλίμονο, ιστορίες συνταρακτικές να πει μάλλον δεν θά 'χε...
Και ξέρεις πως θα προτιμούσα να μην σταματήσει
Το ρολόι. Μα αν ήταν αναπόφευκτο, τότε
Καλύτερα πριν από το ξημέρωμα
Όταν εκείνη εντέλει μένει πίσω
Έχοντας πάψει να τον ταξιδεύει πια
Και όταν υγρή ακόμα, με την πλημμυρίδα
Αποκοιμάται εξαντλημένη δίπλα του
Και ονειρεύεται ωκεάνια κύματα...
Μ' ακόμα κι αν η θάλασσα σχηματιζόταν
Από χυμούς του έρωτα, πάλι αυτός
Με την άμπωτη θα έλεγε να φύγει!
Γιατί; Μα αν ήταν ταξιδιώτης, πειρατής,
Κατάδικος που απέδρασε, φυγόδικος κυνηγημένος,
Θα έγραφε μία πιο ενδιαφέρουσα ιστορία. Δεν νομίζεις;
Όσο για κείνην, πιο καλά να το νιώσει με όλη του την ένταση
Στο σώμα της κι ας λυπηθεί στο τέλος, κι ας πονέσει
Παρά να το φαντάζεται μονάχα. Έτσι θα έλεγα...
Δυστυχώς, όμως - την ίδια ώρα
Που γυρίζω από ξενύχτι έχοντας γράψει
Άλλη μία Βινιέτα ολονύχτιας οπορτουνιστικής συνεύρεσης
Κάποιοι στη στάση περιμένουν το λεωφορείο. Πάνε στη δουλειά
Και τί θα πω για μιά ή για χίλιες και μιά νύχτες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου