Με
μια παράξενη διαύγεια ο ουρανός
Ακουμπά την κύφωσή μου.
Ακουμπά την κύφωσή μου.
Ανήσυχο
βουνό, είμαι πεσμένο κάτω
Για
να αφουγκραστώ κινήσεις στον πυρήνα
Και διαισθάνομαι επικείμενη την κατολίσθηση
Που θα ξεσχίσει μονομιάς την κρούστα μου.
Και διαισθάνομαι επικείμενη την κατολίσθηση
Που θα ξεσχίσει μονομιάς την κρούστα μου.
Και πριν τα δένδρα αρχίσουν να μετακινούνται
Με
θάμνους χώματα και πέτρες, οι φιγούρες σβήνουν
Αξεχώριστες
στο φόντο τους, και πάλι εμφανίζονται,
Σε
τόπο πιο μακριά απ’ τις ρίζες μου –
Μα
είναι Θεοφάνεια αυτό
Ή φάρσα βιβλικών διαστάσεων;
Ή φάρσα βιβλικών διαστάσεων;
Στο
ξέφωτο, η τελετή:
Μερικοί,
μπρούμυτα, στα γόνατα, ή, άλλοι σε συμπλέγματα
Σε μία σαρκική ημερινή ονείρωξη, εκτυλισσόμενη (στις 12
Το μεσημέρι) και μπροστά στο βλέμμα των παιδιών μας…
Σε μία σαρκική ημερινή ονείρωξη, εκτυλισσόμενη (στις 12
Το μεσημέρι) και μπροστά στο βλέμμα των παιδιών μας…
Έτσι,
η πίστη είναι μοίρα πια για μένα και το υπόλοιπο
Αθώων
και φτωχών στο πνεύμα, που δεν κρίνουν,
Μα
για άλλη μια φορά καλούνται επειγόντως
Σε
ακρόαση ενώπιον του κριτή των
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου