Γράφει κάπου
ο Χρήστος Γιανναράς: Αγάπη σημαίνει
«νὰ παραιτεῖσαι ἀπὸ τὴν ἀπαίτηση τῆς ζωῆς γιὰ χάρη τῆς ζωῆς τοῦ Ἄλλου. Νὰ ζεῖς, στὸ μέτρο ποὺ δίνεσαι γιὰ νὰ δεχθεῖς τὴν αὐτοπροσφορὰ τοῦ Ἄλλου. Ὄχι νὰ ὑπάρχεις, καὶ ἐπιπλέον νὰ ἀγαπᾶς. Ἀλλὰ νὰ ὑπάρχεις μόνο ἐπειδὴ ἀγαπᾶς, καὶ στὸ μέτρο ποὺ ἀγαπᾶς».
Ωραίο
σχήμα λόγου! Γιατί όμως δεν ακούγεται γνήσιο στ’ αυτιά μου;
Να
διευκρινίσω καταρχήν ότι το παραπάνω "απόφθεγμα" προέρχεται από ένα
κείμενο που εστιάζει σε διαστάσεις του έρωτα.
Το επέλεξα, και ομολογώ ότι το
χρησιμοποιώ έξω από τα συμφραζόμενα του, γιατί καθαυτό έχει νοηματικές
προεκτάσεις πέραν της ερωτικής σχέσης. Το πρόσεξα επίσης γιατί μου έδωσε την
εντύπωση ότι ακούγεται σαν ηχώ σκέψεων του Erich Fromm ο οποίος όμως, μιλώντας
για την αγάπη, μεταξύ πολλών άλλων, την όρισε και σαν «μία πράξη πίστης»,
προσθέτοντας ότι «όποιος έχει λίγη πίστη έχει επίσης λίγη αγάπη». Μ’ αφορμή
λοιπόν αυτόν τον συνειρμό, αναρωτήθηκα πόσο πιστεύει στους άλλους ο συγγραφέας
του προαναφερθέντος αποφθέγματος κι αν από την πίστη του εξαρτάται η εκτίμηση
της αξίας του ‘περί αγάπης’ λόγου του.
Άραγε χωρίς
πίστη μπορείς να αναπτύξεις αίσθημα αγάπης; Φαινομενικά, αυτό συμβαίνει. Αλλά,
ουσιαστικά, δεν μπορεί να διατηρηθεί αίσθημα αγάπης χωρίς πεποίθηση για την αξία του άλλου, χωρίς
τελικά σεβασμό και εκτίμηση. Η πίστη στον συνάνθρωπο είναι συστατικό της
αγάπης. Μια αγάπη που στερείται πίστης είναι τόσο θνησιγενής που δεν είναι
ουσιαστικά αγάπη. H έλλειψη πίστης στον συνάνθρωπο τείνει
να αφορά και το κοινωνικό σύνολο. Διότι αυτός που αδυνατεί να δείξει πίστη στο
σύνολο είναι αυτός που αδυνατεί να δείξει πίστη και στο άτομο. Είναι αυτός που πιστεύει ότι όλοι είναι σκάρτοι, και απ' αυτό εξαίρεση δεν αποτελεί ούτε και το 'αντικείμενο επιθυμίας' του, που το λατρεύει παράφορα όσο παραμένει κολλημένος πάνω του, αλλά το μισεί θανάσιμα μόλις τον εγκαταλείψει. Είναι αυτός που κάλλιστα μπορεί να κάνει κακό στον άλλον για να ωφελήσει το 'αγαπημένο' του πρόσωπο. Αυτός που νομίζει ότι μπορεί ν΄ αγαπά την οικογένεια του, ενώ μισεί τον υπόλοιπο κόσμο. O
Erich Fromm έγραψε ότι «Εάν κάποιος αγαπά μόνο ένα άλλο πρόσωπο και αδιαφορεί
για όλους τους άλλους, η αγάπη του δεν είναι αγάπη, αλλά μια συμβιωτική προσκόλληση,
ένας διογκωμένος εγωισμός».
Είναι
αλήθεια ότι σε μια διαπροσωπική σχέση η αληθινή αγάπη έγκειται στην θέληση και
διάθεση του ενός να δίνει στον άλλο χωρίς όρους και αντάλλαγμα. Όμως η «παραίτηση
από την ζωή για χάρη της ζωής του άλλου» είναι μια έννοια που εκτείνεται
μακριά (όπως προανέφερα), πέραν της ερωτικής σχέσης, στην ευρύτερη κλίμακα
ανθρώπινων σχέσεων - από την αγάπη της μάνας για το παιδί που μπορεί να πάρει
χαρακτήρα αυτοθυσίας, από τις αμέτρητες μικροθυσίες των γονιών για το παιδί, που
περνούν συνήθως απαρατήρητες, ως την ενστέρνηση ενός ιδανικού με τέτοια ένταση
που μπορεί να οδηγήσει το άτομο στην αυτοθυσία, στον ηρωισμό που τραγουδιέται
και με τον οποίο ασχολούνται τα βιβλία σε εθνική, πολιτική και κοινωνική κλίμακα.
Το ζήτημα λοιπόν έχει μια πολιτική διάσταση.
Ακόμα και
στον μικροκόσμο μιας διαπροσωπικής σχέσης γίνεται ολοένα και δυσκολότερο να
ευδοκιμήσει η «αγάπη», διότι φυσικά δεν μπορεί να υπάρξει ερήμην του μακροκόσμου
που την περιβάλλει. Είναι δύσκολο να δίνεις και να δίνεσαι σε μια σχέση όταν
έξω από αυτήν κάποιοι προσπαθούν να σου πάρουν, να σου αρπάξουν σαν όρνεα, ότι
έχεις και δεν έχεις. Είναι δύσκολο να μην αποκτήσεις συμπεριφορά όρνεου, όταν απειλείσαι
συνεχώς από όρνεα.
Στον μακροκόσμο μας,
κάποιοι κυβερνούν επειδή θέλουν μόνο να παίρνουν και κάποιοι που μόνο παίρνουν
καταλήγουν να κυβερνούν. Διότι στον μακροκόσμο μας, όπου «ο σκύλος τρώει σκύλο»,
ο κανιβαλισμός είναι το κυρίαρχο οικονομικό δόγμα. Αυτό δεν μπορεί να μην
διαταράσσει τις διαπροσωπικές σχέσεις, συμπεριλαμβανόμενης και της ερωτικής.
Παραδόξως ή όχι, σ’ ένα τέτοιο σύστημα αντιπροσωπευτικής ή όχι, μοντέρνας ή
«παλαιοημερολογίτικης» αστικής δικτατορίας, όταν η εκμετάλλευση από τους
αχόρταγους «σκύλους» εντείνεται, αυξάνουν και οι εκκλήσεις για «θυσίες». Όταν
ανταγωνισμοί των πολεμόχαρων «σκύλων» εντείνονται, πληθαίνουν και τα
κηρύγματα περί «αυτοθυσίας…
Συνήθως η
προτροπή προς αυτοθυσία για υψηλά ιδανικά μας φαίνεται ύποπτη και προβληματική,
ιδιαίτερα όταν παρακινείται από ένα σύστημα πίστης το οποίο μας είναι ξένο ή
εχθρικό. Οι ισλαμιστές που θυσιάζονται για να γίνουν εκλεκτοί στον παράδεισο,
στους δυτικούς «άπιστους» φαντάζουν παράφρονες, φανατικοί, και μισαλλόδοξοι. Ο
Χίτλερ που δόξαζε τον πόλεμο κινητοποίησε ένα ολόκληρο προπαγανδιστικό
μηχανισμό για να εμποτίσει με «ηρωισμό» τους νέους γερμανούς που έστελνε να
σφάξουν και να σφαχτούν, αποκορύφωμα του οποίου ήταν η αυτοθυσία «για την
πατρίδα». Αυτή η άκρατη αγάπη προς μια οντότητα όπως η πατρίδα, ή η θρησκεία
τελικά δεν είναι αγάπη, είναι φανατισμός, η άλλη όψη του μίσους που γίνεται
εργαλείο χειραγώγησης και εκμετάλλευσης.
«Η αυτοθυσία
μας επιτρέπει να θυσιάζουμε άλλους ανθρώπους ανερυθρίαστα» είχε πει ο
George Bernard Shaw. Και πράγματι, όσο κι αν ακούγεται υπερβολικό, είναι
αλήθεια ότι όταν βλέπεις ηγέτες (θρησκευτικούς, εθνικούς πολιτισμικούς και ότι
άλλο θέλεις) να παροτρύνουν άλλους, συνήθως τους νεότερους και μη σοφότερους
τους, να θυσιάσουν την ζωή τους, ξέροντας πως η δική τους είναι ασφαλής,
βλέπεις εγκληματικούς απατεώνες.
Μήπως υπονοώ
εδώ ότι δεν υπάρχει αυτοθυσία για υψηλά ιδανικά που να αξίζει τον θαυμασμό και
πράγματι να είναι ηρωική; Όχι. Όντως υπάρχει μια, απ’ ότι μπορώ να φανταστώ.
Είναι αυτή που γίνεται από κάποια (ή κάποιον) η οποία σε όλη την πορεία
που διανύει για να φτάσει στην έσχατη πράξη αυτοθυσίας θέλει να ζήσει, και να
ζήσει καλύτερα. Πλην όμως, την καλυτέρευση της δικής της ζωής την βλέπει ποθητή
μέσα στην καλυτέρευση της ζωής των άλλων, όχι εις βάρος των άλλων. Επίσης, σε όλη την πορεία που δυνητικά οδηγεί
στην δική της αυτοθυσία αισθάνεται τη δράση της ως αποτέλεσμα ελεύθερης
βούλησης, και ότι κανείς δεν χρησιμοποιεί την πράξη της για ιδιοτελή σκοπό,
κανείς δεν την εξαναγκάζει να πράξει με αυτόν τον τρόπο, και τελικά αυτοθυσιάζεται
για να φέρει κοντύτερα ένα κόσμο στον οποίο δεν θα υπάρχει ανάγκη για
αυτοθυσία, σ’ ένα κόσμο χωρίς πόλεμους και εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Τολμώ έναν αφορισμό λέγοντας ότι μια τέτοια, μοναδική σε ποιότητα αυτοθυσία
μόνο απο κομμουνιστές και κομουνίστριες είναι δυνατή στον επιβεβλημένο με βία
και ψέμα «κακό μας καιρό». Και ότι οποιαδήποτε άλλη μορφή αυτοθυσίας για υψηλά
ιδανικά είναι προϊόν φανατισμού, κατάχρησης και εκμετάλλευσης γιατί δεν
στοχεύει στην τελική κατάργηση των συνθηκών που οδηγούν το άτομο στην παρόρμηση
να αυτοθυσιαστεί.
Επιστρέφοντας
στο ερώτημα αν η εκτίμηση της αξίας του ‘περί αγάπης’ λόγου του συγγραφέα εξαρτάται
από την εκτίμηση της ιδεολογίας του, θα απαντούσα «και ναι και όχι». Φιλολογική,
ακαδημαϊκή αξία μπορεί να έχει. Παρόλα αυτά,
οι λέξεις στο παραπάνω παράθεμα μου κτυπούν στ΄ αυτιά σαν κούφιες κι
αυτό έγκειται στο γεγονός ότι η έκφραση της ιδεολογίας του συγκεκριμένου
συγγραφέα (σ’ άλλα κείμενα ή σε δηλώσεις του), διαλύει τον ανθρωπισμό που μπορεί
να υποτεθεί απο αυτό το επίγραμμα και τον καθιστά επίφαση. Η ιδεολογία του,
αισθάνομαι, έρχεται να αναιρέσει την αξία της συγκεκριμένης ρήσης του, υπονομεύει
την οικουμενικότητα και γνησιότητα του γραπτού
με την έννοια ότι ο ίδιος εμφανίζεται σαν να μην πιστεύει σε αυτό που κηρύττει.
¨Η, στην καλύτερη περίπτωση, σαν να παρατηρεί αυτό που συμβαίνει, χωρίς ο ίδιος
να μπορεί να πάρει μέρος. Γιατί πως τάχα ν’ ακούγονται γνήσια τα περί αγάπης λόγια του, πως μπορεί να
εννοείται η διαπροσωπική σχέση που, υποτίθεται, διέπεται από αυτο-θυσιαστική
αγάπη, από έναν άνθρωπο ο οποίος δείχνει να θέλει να διατηρήσει το
σύστημα του οποίου η θεότητα είναι ένας φαύλος ατομικισμός, μια άκρατα
εγωιστική φιλαυτία, ένα σύστημα που όχι
μόνο οδηγεί σε μιαν ελιτιστική και απαξίωση των συνάνθρωπων του, την οποία ο
ίδιος βλέπει πολύ καθαρά, αλλά και
επιβάλλει σχέσεις ανισότητας που οδηγούν σε βίαια εκμετάλλευση και καταπίεση
της πλειονότητα από την μειονότητα.
Θα ήταν βέβαια
άδικο να κρίνω την ικανότητα του
συγγραφέα για βαθύτερα ανθρώπινα αισθήματα από ένα τσιτάτο, και δεν έχω αυτή
την πρόθεση. Κρίνω όμως την έλλειψη ανθρωπισμού
στην ιδεολογία του που δεν μπορεί παρά να υπονομεύσει την γνησιότητα του γραπτού
του.
Μιλώντας
για θεσμούς, ο άνθρωπος αυτός λέει πως οι Έλληνες στην ουσία είναι ανίκανοι να
δημιουργήσουν κάτι δικό τους. Ισχυριζόμενος ότι «Πιθηκίζουμε», δεν εννοεί ότι
είμαστε όλοι πίθηκοι, αλλά οι πολλοί στους οποίους προφανώς δεν ανήκει ο ίδιος.
Μιλά για
κόμματα και χρησιμοποιεί τη φράση του Pοΐδη «ομάδα ανθρώπων μισούντων πάσαν
εργασίαν, οίτινες, ενούμενοι υπό οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι να αναβιβάσωσιν
αυτόν, διά παντός μέσου, εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παράσχη αυτοίς τα μέσα
να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι». Δεν ασκεί βέβαια κριτική στην ουσία της αστικής
δημοκρατίας, που αφορά την οικονομική δικτατορία των αστών, αλλα μάλλον
εκφράζει την επιθυμία του για κατάργηση των κομμάτων που απαρτίζονται από
τεμπέληδες, αριβίστες και δουλοπρεπείς…
Μιλά για
την «αντιπροσωπευτική» δημοκρατία και την αποκαλεί «ερζάτς» [υποκατάστατο
χαμηλότερης ποιότητας]. Αλλά ας μη βιαστούμε να υποθέσουμε ότι διαθέτει κάποια
έννοια ως προς το τί φταίει για την παράδοση διαφθοράς και απάτης, για το όργιο
αμοραλισμού και κυνισμού που τυραννά αυτή την ταλαίπωρη χώρα, γι αυτό που ο ίδιος
ορίζει σαν παρακμή… Όχι. Για
το αν η άρχουσα τάξη παίζει κάποιο ρόλο εδώ,
ή για το τι είδους τάξη είναι αυτή που άρχει και επωφελείται από αυτήν την παρακμή
δεν λέει πολλά. Για αυτήν την κακοδαιμονία φταίει, κατά την κρίση του, η
αριστερή ιδεολογία και πρακτική. Αίφνης, επικρίνει τον «καιροσκοπικό λαϊκισμό
του Kωνσταντίνο Kαραμανλή» […] που «επέτρεψε τη δημιουργία κόμματος, τη
διεκδίκηση της εξουσίας από πολίτες που πίστη τους και όραμά τους είναι η
κατάλυση της δημοκρατίας, η δικτατορία του προλεταριάτου […] και το πληρώσαμε
με τριάντα εννέα χρόνια μεταπολίτευσης, όπου κυβερνούσαν μεν οι ετικέτες της
«Δεξιάς» ή του «Σοσιαλισμού», αλλά κυρίαρχη, εξουσιαστική ιδεολογία, από άκρη
σε άκρη της χώρας, ήταν ο παλαιοημερολογίτικος σταλινισμός σε συσκευασία
μονοπώλιου ‘της Aριστεράς και της Προόδου’».
«Zούμε μια
συντελεσμένη καταστροφή, με συνέπειες που πληθύνονται και μεγεθύνονται σαν
χιονοστιβάδα ή κύμα παλιρροϊκό» διαπιστώνει και συμπληρώνει: «Mόνοι απαθείς, οι
κομματάνθρωποι και οι συνδικαλιστές. Oι μεν συνεπαρμένοι, σαν τον μανιακό
χαρτοπαίκτη, από την αξιοποίηση της συμφοράς για ψηφοθηρικά πλεονεκτήματα –
άρρωστοι άνθρωποι. Oι δε, σε υστερία και παρανοϊκή τυφλότητα, συνεχίζουν
«αγώνες» απεργιακούς βυθίζοντας τη χώρα κάθε μέρα».
Μήπως το συμπέρασμα
στο οποίο οδηγεί αυτή η συλλογιστική είναι ότι θα ήταν καλύτερα να μην είχαμε
μεταπολίτευση – καλύτερα να μην έπεφτε η χούντα; Μήπως θα ήταν καλύτερα να μην
υπήρχαν «οι κομματάνθρωποι και οι συνδικαλιστές»; Κατά λογική συνέπεια, τι άλλο
μας μένει; Μόνο μια χούντα, προφανώς σαν κι αυτήν πριν την επιστροφή του
Καραμανλή, θα ήταν λύση του προβλήματος τώρα, η οποία λύση θα καθάριζε οριστικά
αυτήν την τυραννία του «παλαιοημερολογίτικου σταλινισμού», που υποφέραμε
όλα αυτά τα χρόνια;
***
Όταν ο
συγγραφέας με τον όρο ‘παρακμή’ κρίνει την επιφάνεια του συστήματος αλλά, όχι απλά
αγνοεί, μάχεται σθεναρά για να υπερασπίσει την ουσία του, η οποία είναι η κατοχή
των μέσων παραγωγής και του πλούτου της χώρας από μια οικονομική ολιγαρχική κλίκα,
δεν μας αφήνει πολλά περιθώρια να φανταστούμε εναλλακτικές ως προς το τι οραματίζεται.
Αναρωτιέμαι
αν είναι προφανές για τον συγγραφέα ότι το είδωλο αυτής της σάπιας, κολοβής
δημοκρατίας δεν κινδυνεύει από τους κομμουνιστές, παρότι οι κομμουνιστές δεν
συγκαταλέγονται στους ειδωλολάτρες της, αλλά από τους αστούς…. Κι αν είναι, δεν
θα περίμενα με κομμένη την ανάσα να το ομολογήσει. Μπορεί, τελικά να μην του είναι
και κατανοητή αυτή η αλήθεια. Αναρωτιέμαι όμως αν είναι πρόδηλο γι αυτόν ότι δεν
μπορεί να κηρύττει «παραίτηση ἀπὸ τὴν ἀπαίτηση
τῆς ζωῆς γιὰ χάρη τῆς ζωῆς τοῦ Ἄλλου» σαν αποτέλεσμα δήθεν αγάπης, και συνάμα να είναι θεράπων
ενός συστήματος στο οποίο ισχύει το «η ζωή σου ο θάνατος μου», και αν του είναι
κατανοητό ότι η ιδεολογία του είναι μέρος της παρακμής ενός συστήματος στο οποίο επιβάλλεται με βία και ψέμα «η παραίτηση
των πολλών από την απαίτηση για ζωή προς χάριν των συμφερόντων λίγων».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου