Αναφερόμενος σε βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, που εργάστηκε ως διευθυντής πριν μπει στην βουλή, σε άρθρο ο Ριζοσπάστης θέτει το παρακάτω ερώτημα:
Και το ερώτημα απαντάται έτσι:
Λογικό σίγουρα ακούγεται το παραπάνω.
Το πρόβλημα βέβαια είναι ότι δεν υπάρχει κοινή αντίληψη σε όλους τους "απλούς εργαζόμενους" (στην εργατική τάξη πιο συγκεκριμένα) ως προς το τι είναι ταξικό συμφέρον τους, ούτε και σε οποιαδήποτε άλλη τάξη. Είναι αλήθεια ότι η δουλειά του διευθυντή είναι να στέκει στο πόδι του ιδιοκτήτη καπιταλίστα και να διαχειρίζεται ή και να βελτιώνει την παραγωγή, που στον καπιταλισμό σημαίνει διατήρηση ή βελτίωση την συνθηκών εκμετάλλευσης του εργάτη. Ωστόσο, το κατά πόσο ένας διευθυντής έχει, αν όχι τα ίδια, παρόμοια συμφέροντα με τους απλούς εργαζόμενους εξαρτάται από την βαθμίδα που κατέχει στην ιεραρχία της επιχείρησης. Το χαμηλά ιστάμενο διευθυντικό προσωπικό, παρότι συχνά (όχι πάντα) στέκει στην πρώτη γραμμή με την οποία συγκρούεται ο εργάτης, παίζει ένα εκτελεστικό ρόλο που το θέτει πολύ πιο κοντά στους απλούς εργαζόμενους και σε αρκετή απόσταση από το διευθυντικό επιτελείο - τουλάχιστον από άποψη αμοιβών και συνθηκών εργασίας. Και άρα δεν είναι δεδομένο ότι κάποιοι διευθυντές δεν θα σταθούν ποτέ αλληλέγγυοι με τους εργάτες ή ότι δεν θα ενωθούν ποτέ σε κοινό αγώνα μαζί τους.
Αλλά γενικά, σε μια καπιταλιστική επιχείρηση όλοι δουλεύουν για τα συμφέροντα του κεφαλαίου ακούσια ή εκούσια. Και μάλιστα οι εργάτες δουλεύουν πολύ πιο σκληρά απ' όλους, εφόσον από την εργασία τους το κεφάλαιο αποσπά και απορροφά την υπεραξία μέρος της οποίας μοιράζει σε κείνους που παρατάσσει ενάντια τους, η λίστα περιλαμβάνει απο τεχνοκράτες έως σεκιουριταδες, πολλοί από τους οποίους ουσιαστικά δεν συνεισφέρουν στην παραγωγή, και που καθήκον έχουν να συμμορφώσουν την σκέψη και την δράση του εργάτη. Αυτή ή λίστα δεν συμπεριλαμβάνει όλους αυτούς που απασχολούνται στο εποικοδόμημα - κρατικά όργανα των οποίων ο ρόλος είναι να επιβάλουν τους κανόνες του συστήματός κυρίως σε κείνους που το σύστημα περιορίζει σε θέση εκμεταλλευόμενου, όλους αυτούς των οποίων η αμοιβές αποσπούνται από τον μισθό του εκμεταλλευόμενου, ειδικά έντονα από το μεροκάματο του εργάτη μέσω των φόρων που πληρώνει. Ούτε την κάστα των πληρωμένων παραγωγών ιδεολογίας, τους όποιους ο εργάτης συντηρεί λειτουργώντας σαν καταναλωτής.
Η αλήθεια είναι ότι ο εργάτης είναι αναγκασμένος να παράγει το σχοινί που τον κρατά δεμένο, να χρηματοδοτεί το όπλο που τον καταστέλλει και να καταναλώνει το προϊόν που τον τυφλώνει. Με δοσμένα τα παραπάνω, το τι ακριβώς επιθυμεί - τίνος τα συμφέροντα θέλει να εξυπηρετεί μέσα στην παραγωγή κι έξω απο αυτή και τι θεωρεί συμφέρον του είναι σχετικά απροσδιόριστο. Χωρίς αντίληψη μας άλλης οργάνωσης των σχέσεων παραγωγής έχει μια προδιάθεση να συμμορφωθεί με τα συμφέροντά του αφεντικού κι όχι με τα δικά του ταξικά συμφέροντα. Το ποιός θα προδώσει λοιπόν ποιόν δεν είναι ήδη προδιαγεγραμμένο.
Αυστηρά μιλώντας, αυτός που πράγματι μπορεί να ξεπουλήσει τα συμφέροντα των εργατών στο κεφάλαιο και που έχει την πιο δηλητηριώδη επίδραση στους ταξικούς αγώνες της εργατικής τάξης δεν είναι οι διευθυντής οποιουδήποτε βαθμού τον οποίο γνωρίζει ο εργάτης στο χώρο παραγωγής, ή γενικότερα όλοι αυτοί των οποίων η συμπεριφορά είναι και αναμενόμενη και που σε τελευταία ανάλυση δεν ανήκουν στην εργ. τάξη, αλλά ο ίδιος ο εργάτης. Είναι αυτός που βγαίνει από τον κόλπο της εργ. τάξης, αυτός που το κεφάλαιο εξαγοράζει, αλλοιώνοντας το ταξικό του υπόβαθρο, μετατρέποντας τον στο σιχαμερότερο δείγμα μικρο-νεόπλουτου, δηλαδή σε φρεσκοβολεμένο εργατοπατέρα ή πολιτευτή.
Αυτό το παράσιτο έχει κάποια αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά:
Έχει μια δουλικότητα προς το αφεντικό, η οποία πηγάζει από την πεποίθηση ότι του «δίνει ψωμί». Πιστεύει πως δεν μπορεί να φάει «ψωμί» αν δεν το πάρει από το «σεβάσμιο χέρι του αφεντικού». Με βασική αρχή του αυτήν την δουλοπρεπή προκατάληψη αρνείται να λειτουργήσει με τρόπο που, κατά την κρίση του, υπονομεύει την παροχή του «ψωμιού» από το αφεντικό.
Δεν φτάνει ο νους ενός δούλου τέτοιου είδους σε επίπεδο που να καθιστά δυνατή την αντίληψη ότι είναι δυνατόν να έχει ψωμί χωρίς να έχει αφεντικό, εκτός αν φανταστεί τον εαυτό του σαν αφεντικό. Ούτως η αλλως, αν η ζωή είναι αδύνατη χωρίς εκμετάλλευση, κατά την συνακόλουθη πεποίθηση του, προτιμά να φάει αυτός όσο μπορεί κι ας πεινάνε όλα τα θύματα. Για τούτο τον λόγο, η άλλη όψη της δουλικότητας του είναι ένα κρυφός θαυμασμός προς το αφεντικό που τα 'χει καταφέρει. Αν δεν μπορεί να κάνει μια «δική του δουλειά» και ν' ανοίξει μαγαζί, ας πούμε, πασχίζει τουλάχιστον να μοιάσει λίγο στο αφεντικό εξευμενίζοντας το, γιατί έτσι αισθάνεται πιο κοντά του, και φαντασιώνεται ότι έτσι, και με τον τρόπο αυτό αποκτώντας ειδικά προνόμια που παρέχονται σε αντάλλαγμα της δουλικότητας του, κάπως εξομοιώνεται με αυτό.
Επιστρέφω στο ερώτημα του Ριζοσπάστη:
Όπως προαναφέρθηκε, χωρίς αντίληψη μας άλλης οργάνωσης των σχέσεων παραγωγής ο εργάτης έχει μια προδιάθεση να προδώσει τα δικά του πραγματικά συμφέροντα. Έτσι, δεν είναι άξιο απορίας πως καταφέρνει ο καιροσκόπος να αναρριχάται και να καταλαμβάνει ηγετικό ρόλο στον συνδικαλισμό και επέκεινα. Παρότι είναι φανερό στους εργάτες ότι οι ηγετίσκοι αυτοί υπηρετούν το αφεντικό για να επωφεληθούν ατομικά, τους στηρίζουν επειδή ένα μεγάλο τμήμα της εργατικής τάξης πιστεύει στην θεωρία του «ψωμιού από το χέρι του αφεντικού».
Αυτή η νοοτροπία δύσκολα αλλάζει με την δραση συνδικαλιστών που έχουνε επαναστατικό προσανατολισμό. Εκτός αν πρόκειται για συνθήκες που αναγκάζουν την πλειονότητα των εργαζομένων να σταθούν ορθιοι. Δηλαδη οταν η ψευδαίσθηση ασφαλείας διαλύεται εκ των πραγμάτων.
Με τι τρόπο θα μπορούσε να αντιπαλέψει η επαναστατική πρωτοπορία αυτό το φαινόμενο; Ίσως, μεταξύ άλλων, και με το αναδεικνύει την εγγενή δουλικοτητα της ρεφορμιστικής ιδεολογίας. Να δείχνει στον εργάτη που υποστηρίζει ρεφορμιστές ότι με αυτό τον τρόπο διαιωνίζει όχι μόνο την δουλεία του αλλά και την δουλικότητα του.
Σε ποιον αρέσει τελικά να αισθάνεται εθελούσιος δούλος; Πολλοί συμπεριφέρονται σαν δούλοι, αλλά αρνούνται να δούνε τον εαυτό σαν τέτοιο. Αυτή η άρνηση δεν είναι πάντα συνειδητή. Αυτοί όμως που στηρίζουν ταξική συνθηκολόγηση πρέπει να αποκτήσουν και την αρμόζουσα συνείδηση της δουλικότητας τους.
Ο επαναστατημένος εργάτης μπορεί να γίνει καταλύτης ώστε η ντροπή τους να βγει από τα απωθημένα του ασυνείδητου.
«Μπορεί, για παράδειγμα, ένα διευθυντικό στέλεχος μιας τράπεζας που η δουλειά του είναι η υπεράσπιση και το αβγάτισμα του κεφαλαίου να έχει τα ίδια συμφέροντα με τους απλούς εργαζόμενους; Μπορεί να είναι στο ίδιο συνδικάτο με τους απλούς εργαζόμενους και οι διευθυντές; Πολύ περισσότερο, μπορούν να εκπροσωπήσουν τα συμφέροντα των εργαζομένων άνθρωποι που δουλεύουν για τα συμφέροντα του κεφαλαίου; Δηλαδή, που από τη σκοπιά των συμφερόντων τους είναι με την αστική τάξη»;
Και το ερώτημα απαντάται έτσι:
«Τέτοιοι συνδικαλιστές καμιά σχέση δεν έχουν με τις αξίες, τις αγωνιστικές παραδόσεις της εργατικής τάξης, τους ταξικούς αγώνες».
Λογικό σίγουρα ακούγεται το παραπάνω.
Το πρόβλημα βέβαια είναι ότι δεν υπάρχει κοινή αντίληψη σε όλους τους "απλούς εργαζόμενους" (στην εργατική τάξη πιο συγκεκριμένα) ως προς το τι είναι ταξικό συμφέρον τους, ούτε και σε οποιαδήποτε άλλη τάξη. Είναι αλήθεια ότι η δουλειά του διευθυντή είναι να στέκει στο πόδι του ιδιοκτήτη καπιταλίστα και να διαχειρίζεται ή και να βελτιώνει την παραγωγή, που στον καπιταλισμό σημαίνει διατήρηση ή βελτίωση την συνθηκών εκμετάλλευσης του εργάτη. Ωστόσο, το κατά πόσο ένας διευθυντής έχει, αν όχι τα ίδια, παρόμοια συμφέροντα με τους απλούς εργαζόμενους εξαρτάται από την βαθμίδα που κατέχει στην ιεραρχία της επιχείρησης. Το χαμηλά ιστάμενο διευθυντικό προσωπικό, παρότι συχνά (όχι πάντα) στέκει στην πρώτη γραμμή με την οποία συγκρούεται ο εργάτης, παίζει ένα εκτελεστικό ρόλο που το θέτει πολύ πιο κοντά στους απλούς εργαζόμενους και σε αρκετή απόσταση από το διευθυντικό επιτελείο - τουλάχιστον από άποψη αμοιβών και συνθηκών εργασίας. Και άρα δεν είναι δεδομένο ότι κάποιοι διευθυντές δεν θα σταθούν ποτέ αλληλέγγυοι με τους εργάτες ή ότι δεν θα ενωθούν ποτέ σε κοινό αγώνα μαζί τους.
Αλλά γενικά, σε μια καπιταλιστική επιχείρηση όλοι δουλεύουν για τα συμφέροντα του κεφαλαίου ακούσια ή εκούσια. Και μάλιστα οι εργάτες δουλεύουν πολύ πιο σκληρά απ' όλους, εφόσον από την εργασία τους το κεφάλαιο αποσπά και απορροφά την υπεραξία μέρος της οποίας μοιράζει σε κείνους που παρατάσσει ενάντια τους, η λίστα περιλαμβάνει απο τεχνοκράτες έως σεκιουριταδες, πολλοί από τους οποίους ουσιαστικά δεν συνεισφέρουν στην παραγωγή, και που καθήκον έχουν να συμμορφώσουν την σκέψη και την δράση του εργάτη. Αυτή ή λίστα δεν συμπεριλαμβάνει όλους αυτούς που απασχολούνται στο εποικοδόμημα - κρατικά όργανα των οποίων ο ρόλος είναι να επιβάλουν τους κανόνες του συστήματός κυρίως σε κείνους που το σύστημα περιορίζει σε θέση εκμεταλλευόμενου, όλους αυτούς των οποίων η αμοιβές αποσπούνται από τον μισθό του εκμεταλλευόμενου, ειδικά έντονα από το μεροκάματο του εργάτη μέσω των φόρων που πληρώνει. Ούτε την κάστα των πληρωμένων παραγωγών ιδεολογίας, τους όποιους ο εργάτης συντηρεί λειτουργώντας σαν καταναλωτής.
Η αλήθεια είναι ότι ο εργάτης είναι αναγκασμένος να παράγει το σχοινί που τον κρατά δεμένο, να χρηματοδοτεί το όπλο που τον καταστέλλει και να καταναλώνει το προϊόν που τον τυφλώνει. Με δοσμένα τα παραπάνω, το τι ακριβώς επιθυμεί - τίνος τα συμφέροντα θέλει να εξυπηρετεί μέσα στην παραγωγή κι έξω απο αυτή και τι θεωρεί συμφέρον του είναι σχετικά απροσδιόριστο. Χωρίς αντίληψη μας άλλης οργάνωσης των σχέσεων παραγωγής έχει μια προδιάθεση να συμμορφωθεί με τα συμφέροντά του αφεντικού κι όχι με τα δικά του ταξικά συμφέροντα. Το ποιός θα προδώσει λοιπόν ποιόν δεν είναι ήδη προδιαγεγραμμένο.
Αυστηρά μιλώντας, αυτός που πράγματι μπορεί να ξεπουλήσει τα συμφέροντα των εργατών στο κεφάλαιο και που έχει την πιο δηλητηριώδη επίδραση στους ταξικούς αγώνες της εργατικής τάξης δεν είναι οι διευθυντής οποιουδήποτε βαθμού τον οποίο γνωρίζει ο εργάτης στο χώρο παραγωγής, ή γενικότερα όλοι αυτοί των οποίων η συμπεριφορά είναι και αναμενόμενη και που σε τελευταία ανάλυση δεν ανήκουν στην εργ. τάξη, αλλά ο ίδιος ο εργάτης. Είναι αυτός που βγαίνει από τον κόλπο της εργ. τάξης, αυτός που το κεφάλαιο εξαγοράζει, αλλοιώνοντας το ταξικό του υπόβαθρο, μετατρέποντας τον στο σιχαμερότερο δείγμα μικρο-νεόπλουτου, δηλαδή σε φρεσκοβολεμένο εργατοπατέρα ή πολιτευτή.
Αυτό το παράσιτο έχει κάποια αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά:
Έχει μια δουλικότητα προς το αφεντικό, η οποία πηγάζει από την πεποίθηση ότι του «δίνει ψωμί». Πιστεύει πως δεν μπορεί να φάει «ψωμί» αν δεν το πάρει από το «σεβάσμιο χέρι του αφεντικού». Με βασική αρχή του αυτήν την δουλοπρεπή προκατάληψη αρνείται να λειτουργήσει με τρόπο που, κατά την κρίση του, υπονομεύει την παροχή του «ψωμιού» από το αφεντικό.
Δεν φτάνει ο νους ενός δούλου τέτοιου είδους σε επίπεδο που να καθιστά δυνατή την αντίληψη ότι είναι δυνατόν να έχει ψωμί χωρίς να έχει αφεντικό, εκτός αν φανταστεί τον εαυτό του σαν αφεντικό. Ούτως η αλλως, αν η ζωή είναι αδύνατη χωρίς εκμετάλλευση, κατά την συνακόλουθη πεποίθηση του, προτιμά να φάει αυτός όσο μπορεί κι ας πεινάνε όλα τα θύματα. Για τούτο τον λόγο, η άλλη όψη της δουλικότητας του είναι ένα κρυφός θαυμασμός προς το αφεντικό που τα 'χει καταφέρει. Αν δεν μπορεί να κάνει μια «δική του δουλειά» και ν' ανοίξει μαγαζί, ας πούμε, πασχίζει τουλάχιστον να μοιάσει λίγο στο αφεντικό εξευμενίζοντας το, γιατί έτσι αισθάνεται πιο κοντά του, και φαντασιώνεται ότι έτσι, και με τον τρόπο αυτό αποκτώντας ειδικά προνόμια που παρέχονται σε αντάλλαγμα της δουλικότητας του, κάπως εξομοιώνεται με αυτό.
Επιστρέφω στο ερώτημα του Ριζοσπάστη:
«μπορούν να εκπροσωπήσουν τα συμφέροντα των εργαζομένων άνθρωποι που δουλεύουν για τα συμφέροντα του κεφαλαίου; Δηλαδή, που από τη σκοπιά των συμφερόντων τους είναι με την αστική τάξη»;Ναι, μπορούν, θα έλεγα, και το κάνουν! Άλλωστε η αναρρίχηση δούλων του κεφαλαίου σε θέσεις εκπροσώπησης των εργαζομένων είναι το εισιτήριο για την μετακόμιση τους σε τόπο οικονομικής άνεσης και ευμάρειας. Αλλά τι είδος συμφέροντα είναι αυτά που εκπροσωπούν; Είναι τα συμφέροντα όλων αυτών που επιλέγουν ταξική δουλεία με σκοπό το ατομικό τους βόλεμα, ή για να μη το χάσουν, μια δουλεία που τους δημιουργεί ψευδαίσθηση ασφάλειας. Επιλέγουν αυτό που συνήθως αποκαλούν πραγματισμό, που σημαίνει συγκατάβαση, διαλλακτικότητα, συμβιβασμό, συνθηκολόγηση, και τελικά προδοσία, αντί για χειραφέτηση μέσα από συλλογικό αγώνα.
Όπως προαναφέρθηκε, χωρίς αντίληψη μας άλλης οργάνωσης των σχέσεων παραγωγής ο εργάτης έχει μια προδιάθεση να προδώσει τα δικά του πραγματικά συμφέροντα. Έτσι, δεν είναι άξιο απορίας πως καταφέρνει ο καιροσκόπος να αναρριχάται και να καταλαμβάνει ηγετικό ρόλο στον συνδικαλισμό και επέκεινα. Παρότι είναι φανερό στους εργάτες ότι οι ηγετίσκοι αυτοί υπηρετούν το αφεντικό για να επωφεληθούν ατομικά, τους στηρίζουν επειδή ένα μεγάλο τμήμα της εργατικής τάξης πιστεύει στην θεωρία του «ψωμιού από το χέρι του αφεντικού».
Αυτή η νοοτροπία δύσκολα αλλάζει με την δραση συνδικαλιστών που έχουνε επαναστατικό προσανατολισμό. Εκτός αν πρόκειται για συνθήκες που αναγκάζουν την πλειονότητα των εργαζομένων να σταθούν ορθιοι. Δηλαδη οταν η ψευδαίσθηση ασφαλείας διαλύεται εκ των πραγμάτων.
Με τι τρόπο θα μπορούσε να αντιπαλέψει η επαναστατική πρωτοπορία αυτό το φαινόμενο; Ίσως, μεταξύ άλλων, και με το αναδεικνύει την εγγενή δουλικοτητα της ρεφορμιστικής ιδεολογίας. Να δείχνει στον εργάτη που υποστηρίζει ρεφορμιστές ότι με αυτό τον τρόπο διαιωνίζει όχι μόνο την δουλεία του αλλά και την δουλικότητα του.
Σε ποιον αρέσει τελικά να αισθάνεται εθελούσιος δούλος; Πολλοί συμπεριφέρονται σαν δούλοι, αλλά αρνούνται να δούνε τον εαυτό σαν τέτοιο. Αυτή η άρνηση δεν είναι πάντα συνειδητή. Αυτοί όμως που στηρίζουν ταξική συνθηκολόγηση πρέπει να αποκτήσουν και την αρμόζουσα συνείδηση της δουλικότητας τους.
Ο επαναστατημένος εργάτης μπορεί να γίνει καταλύτης ώστε η ντροπή τους να βγει από τα απωθημένα του ασυνείδητου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου